Labels

Friday, January 31, 2014

Χωρίς τα παραμύθια δεν υπάρχει ζωή - Συνέντευξη για το Παραμύθι της Μουσικής στο free press της Θράκης


βιβλιο.png


[...]
Το Παραμύθι της Μουσικής θα μπορούσε να είναι μια αληθινή ιστορία που να αφορά κάθε τέχνη. Αν στεγάζεται κάτω από την σκέπη του παραμυθιτικού λόγου είναι γιατί αυτή είναι φτιαγμένη από ουρανό που επιτρέπει ανεμπόδιστα το φως του να διεισδύσει στην καρδιά του ανθρώπου.
Η συγγραφέας του παραμυθιού, Βασιλική Νευροκοπλή, μίλησε στην artpress για το παραμύθι, τη μουσική, τη διαφορετικότητα και την αλήθεια στη ζωή μας, τα παραμύθια και τα μελλοντικά της σχέδια .
Ποια ήταν η αιτία συγγραφής του παραμυθιού;
Το συγκεκριμένο παραμύθι ήταν επιθυμία του συζύγου μου Κυριάκου Καλαϊτζίδη, καλλιτεχνικού διευθυντή της Σχολής Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής “Εν Χορδαίς”, συνθέτη και ουτίστα. Ο Κυριάκος, διαπιστώνοντας πως δεν υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία ένα παραμύθι αντίστοιχο με το παραμύθι “Ο Πέτρος και ο Λύκος” της Δυτικής μουσικής, μου ζήτησε να γράψω κάτι μέσα από το οποίο να παρουσιάζονται τα όργανα της παραδοσιακής μουσικής της χώρας μας και των γειτονικών της χωρών, με τις οποίες πριν αιώνες μας ένωνε κοινή μουσική κληρονομιά.
Για ποιό λόγο  επιλέξατε ως τόπο διεξαγωγής του παραμυθιού την αρχαία και βυζαντινή Μαρώνεια;
Η κοινή μουσική κληρονομιά του λαού μας με τους γειτονικούς μεσογειακούς λαούς στα χρόνια του Βυζαντίου ήθελα να έχει αναφορά σ’ έναν πραγματικό τόπο που θα ευχόμουν να ήταν στην Ελλάδα. Είναι καλό να στηρίζονται, ακόμα και τα παραμύθια, στο ρεαλισμό και την ιστορία, -όταν αυτό είναι εφικτό. Είναι αλήθεια όμως, πως ήμουν λίγο περισσότερο απαιτητική. Έτσι, επικοινώνησα μ’ έναν φίλο μου, τον Θανάση Αγγέλου, που ήταν καθηγητής Βυζαντινολογίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων και τον ρώτησα το εξής: “Ποιος τόπος στην Ελλάδα είχε επί Βυζαντίου βασιλικό παλάτι και συνδύαζε γεωφυσικά βουνό με θάλασσα;” Βλέπετε στο μυαλό μου είχα φτιάξει ήδη αυτή την εικόνα, και αυτήν αποζητούσα και στην πραγματικότητα. Ο κ. Αγγέλου αφού σκέφτηκε λίγο μου απάντησε με σιγουριά πως μόνο η Μαρώνεια διέθετε όλες αυτές τις προδιαγραφές, και μάλιστα τις ξεπερνούσε, μιας και είναι γνωστή από την εποχή του Ομήρου που την αναφέρει στα έπη του κατονομάζοντας και τον βασιλιά της Μάρωνα. Έτσι τοποθέτησα κι εγώ όλη την ιστορία στη Μαρώνεια, και όταν πήγα από κοντά και την είδα κατάλαβα πως ήταν ακριβώς αυτό που αποζητούσα.
Γιατί επιλέξατε η Θεοδώρα, κεντρικό πρόσωπο του παραμυθιού, να είναι τυφλή;
Οι ήρωες των παραμυθιών έχουν τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο πιο ακραίες προσωπικότητες είναι. Σ’ ένα κείμενο μικρής έκτασης, -όπως είναι το παραμύθι-, δεν υπάρχει η πολυτέλεια να ξεδιπλωθεί ένας χαρακτήρας σε πολλές σελίδες και γεγονότα. Έτσι το “σήμα” πρέπει να δοθεί άμεσα και να είναι ισχυρό. Γιατί όμως να είναι ειδικά τυφλή; Έκανα την επιλογή αυτή διότι αφενός η παγκόσμια ιστορία έχει αναδείξει ως κορυφαίους μουσικούς, ανθρώπους τυφλούς που καταφέρνουν να αναπληρώσουν την έλλειψη της όρασης στην ακοή, ισχυροποιώντας την σε βαθμό σχεδόν απόλυτο, και αφετέρου διότι μ’ ενδιέφερε να δουν τα παιδιά πως η δύναμη μπορεί να ξεπηδήσει μέσα από την αδυναμία, η υγεία της ψυχής και του νου μέσα από τη σωματική ασθένεια και το χάρισμα μέσα από την έλλειψη -και όχι την πληρότητα και την αρτιότητα που συνηθίσαμε να εκτιμούμε περισσότερο.
Ποιό ήταν το αρχικό φινάλε του παραμυθιού και τι συντέλεσε στην ανατροπή του;
Αν θυμάμαι καλά, το αρχικό φινάλε ήταν πως η Θεοδώρα επιλέγει για σύζυγό της έναν από τους μουσικούς. Ο χρόνος όμως της συγγραφής ενός βιβλίου δεν είναι έξω από το χρόνο της ζωής μας, αλλά μέσα σ’ αυτόν, προχωρούν μαζί ζωή και συγγραφή.  Έτσι, τα δύο χρόνια στα οποία εργαζόμουν πάνω στο κείμενο με έστρεψαν σε άλλη κατεύθυνση εξαιτίας των προσωπικών βιωμάτων που είχα εκείνο το διάστημα. Αφενός, έκανα μαθήματα τραγουδιού, πράγμα που μια μέρα με οδήγησε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει πιο τέλειο όργανο από τη φωνή. Ο άλλος λόγος έχει να κάνει με την αλήθεια της ζωής μας, πως συχνά αυτό που γυρεύουμε μακριά μας, το έχουμε δίπλα μας και δεν το βλέπουμε. Συχνά βέβαια είναι αναγκαίο να πραγματοποιήσουμε ένα μεγάλο ταξίδι σε τόπους και ανθρώπους μακρινούς για να αναγνωρίσουμε το δικό μας τόπο και τους πιο δικούς μας ανθρώπους. Έτσι μέσα από την εμπειρία του “ξένου” αποκτούμε επίγνωση του πιο δικού μας, που πριν εκλαμβάναμε ως αυτονόητο και γι’ αυτό και δεν του δίναμε σημασία. Στο τέλος, αναγνωρίζουμε πως αυτό μας ταιριάζει και μιλά στην καρδιά μας όσο τίποτε άλλο. Εξάλλου, η αγάπη που έχει ο Αλέξιος για τη Θεοδώρα είναι υψηλότερη τέχνη και από την καλύτερη μουσική, και η Θεοδώρα στο τέλος μαθαίνει πως στην πραγματικότητα αυτήν την τέχνη αναζητούσε.
Ποιός ο ρόλος της μουσικής στην κατανόηση λαών και πολιτισμών;
Σ’ αυτό θα απαντούσε πληρέστερα ένας μουσικός. Προσωπικά θεωρώ τη μουσική ως βασίλισσα όλων των τεχνών. Δεν απαιτεί μετάφραση, δεν έχει σύνορα, είναι η παγκόσμια γλώσσα και απευθύνεται κατευθείαν στο θυμικό. Συγκινεί τους πλέον ετερόκλητους ανθρώπους από όποια μέρη του πλανήτη κι αν προέρχονται. Δεν προβάλλει φορτία ιδεολογικά –ακόμη κι αν πηγάζει από τέτοια-, που αυτά κυρίως διαχωρίζουν τους ανθρώπους. Νομίζω πως η μουσική είναι το πρώτο “όπλο” για να πέσουν τα τείχη που χωρίζουν τους λαούς. Με τον πιο απαλό τρόπο προδίδει τις νοοτροπίες των λαών, το βλέμμα τους πάνω στη ζωή, τις αντιλήψεις τους. Αν σε συγκινήσει η μουσική του εχθρού σου, τότε παύει να είναι εχθρός σου. Από κει και πέρα για να φτάσεις να κατανοήσεις έναν λαό και τον πολιτισμό του πρέπει να βουτήξεις και σε πολλά άλλες εκφάνσεις της ζωής και της ιστορίας του.
Έχετε γράψει πολλά βιβλία για παιδιά. Ποιος ο ρόλος της παιδικής λογοτεχνίας γενικότερα και ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης;
Δεν μπορώ να μιλήσω για το “γενικότερα”, αλλά μόνο για το “ειδικότερα”. Αν γράφω παραμύθια -και όχι κάποιο άλλο είδος βιβλίων για παιδιά-, είναι γιατί αγαπώ και εκτιμώ την παρηγορητική διάσταση που κατεξοχήν έχουν τα παραμύθια όταν αυτά υποτάσσονται στην τέχνη του λόγου. Το παραμύθι μέσα από τις περιπέτειες, τις ανατροπές, τις αντιθέσεις και το πάντα καλό του τέλος, καταφέρνει μέσα στο σύντομο λόγο του να συμπεριλάβει όλη τη ζωή του ανθρώπου.
Είναι σαν μια καραμέλα με πολλές διαδοχικές γεύσεις που στο τέλος είναι πάντα γλυκιά και μάλιστα τόσο γλυκιά που θέλεις οπωσδήποτε να τη φας μέχρι το τέλος -κι ας είναι στην αρχή ξινή ή πικρή.
Έχει ελπίδα το παραμύθι, όπως οφείλει να έχει, και έχει, η ίδια η ζωή. Χωρίς να το επιδιώκει, το παραμύθι μας δίνει το καλύτερο βιωματικό μάθημα: αξίζει να ζούμε και να τα ζούμε όλα, γιατί πάντα κάτι πολύ γλυκό μας περιμένει που θα μας κάνει να πούμε χαλάλι για όλα όσα περάσαμε.
Είναι, ας πω, μια προτύπωση όλης της ζωής μας συμπυκνωμένη σε λίγες σελίδες. Άρα, έχει μεγάλη δύναμη και μια αξία που αποκτά ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις σε περιόδους κρίσης, που όλα θέλουν να μας απελπίσουν. Τα παιδιά γεννούν τα παραμύθια και τα όνειρα, τα παραμύθια τρέφουν τα όνειρα και τα παιδιά. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει ζωή.
Γράφετε κάτι αυτή την εποχή;
Συνήθως πάντα κάτι γράφω, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σχεδιάζω και να το εκδώσω ως βιβλίο. Μέσα σε όλα αυτά που γράφω, περιμένω κάποιο απ’ όλα να μου φανερώσει αν αξίζει να βγει βιβλίο. Δεν το αξίζουν όλα, τα περισσότερα δεν το αξίζουν, κι εγώ, -με όση συναίσθηση διαθέτω-, θέλω να δημοσιεύω ό,τι  καλύτερο έχω, όχι μέτρια και εύκολα κείμενα, -δηλ. όνειρα φτωχά και εφήμερα.
Αυτή τη στιγμή εικονογραφείται ένα παραμύθι μου που θα κυκλοφορήσει με το καλό μέσα στον χρόνο από τις εκδόσεις Λιβάνη, με τίτλο: “Το πουλί χωρίς πόδια”. Πρόκειται για ένα πουλί που έχει φτερά, όχι όμως πόδια, και αναζητά το νόημα της ζωής του και την ταυτότητά του. Είναι από τα πιο παλιά μου παραμύθια που δεν έπαψα να διορθώνω εδώ και δέκα περίπου χρόνια. Σχεδόν δεν ήθελα να το αποχωριστώ, αλλά τελικά το αποφάσισα. Καιρός να πετάξει…
Αυτό που κυρίως κάνω αυτόν τον καιρό είναι να διαβάζω βιβλία σχετικά με τα Χριστούγεννα, ώστε αν μπορέσω στο τέλος να γράψω κάτι. Αυτό προορίζεται για ενήλικες, αλλά πάντα εντός του σύμπαντος της Παραμυθίας στο οποίο κινούμαι φύση και θέση.

Το παραμύθι της μουσικής και σε cd από το Εν Χορδαίς

cd
“Το παραμύθι της μουσικής”, που ως βιβλίο κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Λιβάνη και εικονογράφησε ο Νικόλας Ανδρικόπουλος, κυκλοφορεί σε βιβλιοπωλεία και δισκοπωλεία και σε cd από τις εκδόσεις Εν Χορδαίς.
Τα τέσσερα πρώτα track του cd περιλαμβάνουν το κείμενο του Παραμυθιού αφηγούμενο από τη συγγραφέα και την ηθοποιό Δέσποινα Σαραφείδου  συνοδευμένο από τις  μουσικές συνθέσεις του Κυριάκου Καλαϊτζίδη, ερμηνευμένες από το μουσικό σχήμα «Εν Χορδαίς», καθώς και γνωστά κομμάτια της Μεσογειακής μουσικής από ξένους δεξιοτέχνες. Τα υπόλοιπα track συνιστούν κατ’ ουσία ένα β΄ μέρος όπου περιέχει μόνον τη μουσική, ώστε να μπορεί ο ακροατής να την ακούσει και αυτόνομα ή ο εκπαιδευτικός να την διδάξει σε συνδυασμό με το ομώνυμο βιβλίο.
cd2
Μία ακόμα ξεχωριστή παραγωγή του βραβευμένου, από το RADIO FRANCE για το 2008 με το Prix France Musiquedes Musiques Du Mondeμουσικού σχήματος «Εν Χορδαίς» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, και τον ομώνυμο Πολιτιστικό Οργανισμό. Οι νέες συνθέσεις του Κυριάκου Καλαϊτζίδη συνταιριάζονται αρμονικά με γνωστά κομμάτια της Ανατολικής και Δυτικής Μεσογείου (Do zarbi Bayât-e torkYa mersal el marasil και Ya soi desposadoPavana) όπως και η ερμηνεία τους από το μουσικό σχήμα «Εν Χορδαίς» «παντρεύεται» αυτή των προσκεκλημένων μουσικών από τη Μεσόγειο (Imane Homsy – κανονάκι, Misirli Ahmet – τουμπελέκι, Lluis Coll – κορνέτο, Pietro Prosser μεσαιωνικό λαούτο κ.α.).

[...]


 

Και οι τρεις υπέροχοι! Βασίλειος, Γρηγόριος, Ιωάννης



Παρόλο που πέρασαν τα μεσάνυχτα της 30ης Ιανουαρίου, εροτής των Τριών Ιεραρχών, δεν μπορώ -έστω και τόσο  καθυστερημένα- να μη γράψω κάτι για τους προστάτες μας. Την αργοπορία οι άγιοι θα μου τη συγχωρήσουν, το να μη γράψω τίποτα δε θα το συγχωρήσω εγώ στον εαυτό μου. 

Διαβάζοντας από βραδύς στο Χειμερινό Συναξάρι των εκδόσεων "Ακτή", τα σχετικά με την εορτή τους, όπως με τόσο καίριο, συμπυκνωμένο και καρδιακό λόγο τα περιγράφει ο π.Ανανίας Κουστένης, έμαθα, ανάμεσα στα άλλα, πως την Ακολουθία της κοινής αυτής εορτής τους συνέγραψε ο Ιωάννης Μαυρόπους, και πως είναι μια από τις ωραιότερες Ακολουθίες που υπάρχουν και σε σύγκριση με όσες προηγήθηκαν του 11ου αι. και με όσες ακολούθησαν. Στον άγιο Ιωάννη φανερώθηκαν οι Τρεις Ιεράρχες, στην αρχή ένας ένας και μετά και οι τρεις μαζί, την ώρα που οι ταλαίπωροι χριστιανοί εμπλέκονταν διαμάχες για το ποιος απ' τους τρείς είναι μεγαλύτερος και σπουδαιότερος. Οι τρεις υπέροχοι άγιοι όμως του είπαν πως είναι και οι τρεις το ίδιο, μια ψυχή σε τρία σώματα, κανένας δεν υπερέχει κανενός στα μάτια του Θεού και να κάνει κάτι για να σταματήσουν οι έριδες, και πως όποιοι τους επικαλούνται και τους μελετούν θα τους συμπαραστέκονται και οι τρεις πάντα. Έτσι ο σοφός Μαυρόπους και θέσπισε την εορτή τους στο τέλος του μήνα που γιορτάζουν όλοι και συνέγραψε την Ακολουθία τους. Άγιος ήταν κι αυτός, τους αγίους του καταλάβαινε.

Έβαλα, λοιπόν, το ξυπνητήρι μου στις 7.30, ξύπνησα όμως χωρίς αυτό στις 7.00. Ήθελα να παρακολουθήσω όλη την Ακολουθία, να μη χάσω τίποτα, μήπως και καταλάβω πόσο ξεχωριστή είναι. Εκτός από κάποια ποιητικότατα τροπάρια που αφορούσαν στην γιορτή των αγίων, το πόσο ξεχωριστή είναι όλη η Ακολουθία δεν το κατάλαβα. Δεν το κατάλαβα, όχι επειδή πράγματι δεν ήταν, αλλά διότι εγώ δεν έχω τα απαραίτητα εφόδια να το καταλάβω. Αλλά αυτό δεν εμποδισε να έρθει το μεγάλο αντιμίσθιο που έλαβα στον ελάχιστο κόπο, αλλά μέγιστο πόθο μου. Ανεξίτηλη θα μείνει μέσα μου αυτή η Λειτουργία. 

Ο ναός ήταν άδειος, ήμουν η δεύτερη γυναίκα, κανένας άντρας, και μέχρι το τέλος ζήτημα αν προσήρθαν άλλοι τέσερις πέντε πιστοί. Τόση ιδιωτικότητα δεν θα είχα ούτε παραγγελία να την είχα κάνει αυτή την Λειτουργία  που θα μπορούσα να την πληρώσω με ό,τι έχω και δεν έχω, κι ας μου προσφέρθηκε ολότελα δωρεάν. Γιατί; Γιατί μπορεί ο ναός να ήταν άδειος, αλλά οι χοροί των ιεροψαλτών ήταν πλήρεις παρά ποτέ. Ψάλτες είχαν έρθει και από τον άγιο Νικόλαο τον Ορφανό που δεν λειτουργούσε, είχαν έρθει και από άλλους ναούς καλλιφωνότατοι ψάλτες, ήταν και ο π.Νεκτάριος -που σπάνια τον ακούμε τις καθημερινές-, υπήρχε και διάκος, εκτός βέβαια από τον ιερέα που λειτουργούσε. Ήταν ένα πανηγύρι, μία μέθη, μία έκσταση. Κάποια στιγμή ένιωσα πως ο "άδειος" ναός ήταν κατάμεστος από αγγέλους που άνοιγαν διάπλατα τα φτερά τους μέσα στην άπλα του χώρου και χόρευαν όπως δεν χόρεψαν ποτέ εκεί μέσα. Και οι τρεις υπέροχοι άγιοι χαίρονταν και ήταν όλα μία υπεκόσμια χαρά, ήταν κάτι που με λόγια δεν περιγράφεται και που το έβλεπες να καθρεφτίζεται σε όλα τα λιγοστά πρόσωπα, το άκουγες σε κάθε φωνή, σε κάθε ψαλμό, σε κάθε δέηση.


Πέρασαν τα μεσάνυχτα, μα η χαρά δεν πέρασε. Είναι εδώ. Βγήκαμε απ' το ναό, μα ο ναός μας ακολούθησε στο σπίτι. Πανηγύρισε ο ουρανός σήμερα στη γιορτή των τριών συνεχιστών των Δώδεκα Αποστόλων, και το πανηγύρι σήκωσε όλη τη γη ψηλότερα κι ακόμα ψηλά την κρατά. 
Σας ευγνωμονούμε άγιοι Πατέρες μας, Σε δοξάζουμε Άγιε Θεέ, που τους ενέπνευσες τόσο. Τόση αγάπη, τόση χαρά, τόση ευσπλαχνία για μας, δεν τη χωράμε, ξεχειλίζει. 
Το ευχαριστώ είναι λίγο, αλλά και το μόνο που μπορούμε να πούμε. Την τριπλή ευχούλα σας να έχουμε.  




Wednesday, January 29, 2014

Τα βήματα, τα βήματα!




Μυρωδιές μπαχαρικών, μαγειρεμένες γεύσεις, βλέμματα πιπέρια λευκά, λόγια πιπέρια κατράμι και κόκκινα πιπέρια αγγίγματα, χιόνια αισθήματα απάτητα κι άλλα τσαλαπατημένα, φωτάκια στις βιτρίνες, στα σπίτια μπουρλότα, κρυγιαδούδι του χωριού μου και της πόλης μου κατάψυξη, γέλιο της σήμερον ο γέλωτας ψες, έρωτας ορφανεμένος, παντρεμένος κι αστεφάνωτος, κλάμα βουβό και γοερό των βλεφάρων πλατάγισμα, άγνωστοι που δεν σου κρύβουνε τίποτα και γνωστοί που δεν υπάρχει λόγος να μιλήσουν. Στιγμές, στιγμές, όλες σ' ένα τραπέζι στρωμένο την καρδιά τραπεζομάντιλο στο φιλόξενο της ζωής μου σαλόνι.

Μέλισσες τρυγούνε τις στιγμές οι ποιητές, άγγελοι χαρίζουν το μέλι. Κι είναι όλα εδώ και τα εκεί πιο εδώ. Όλα μιλούν κι εκείνα που σιωπούν τα καλύτερα λένε. Κι είναι όλα νόστιμα στης ύπαρξης το καθημερινό τραπέζι. Και τα πικρά και τα γλυκά και τ' αρμυρά και τα ξυνά, και τ' αποξεχασμένα από λάδια, λεμόνια και ξύδια. Νόστιμα. 

Και τα εδώ και τα εκεί πιο εδώ. Μέχρι που το τραπεζομάντιλο ένα χέρι από φως να το τινάξει απ' το μπαλκόνι του θανάτου στου παρελθόντος το φαράγγι το άραχνο, κι ύστερα να το σηκώσει άδειο ψηλά και όλο πιο ψυλά να το ανεβάσει, όλο ψηλότερα. Στη δόξα. Ίσα στο φως. 
Τώρα, αποτυπώματα στην ύφανσή του τη γαλάζια οι λεκέδες. Το σχήμα τους, η υφή, η μυρωδιά, η αιτία τους, απολογούνται όλα μέσα στο φως. Λεκέδες της χαράς, του πόνου και της ηδονής. Των προθέσεων, των διαθέσεων, των αντιθέσεων, των σκέψεων, των πράξεων όλων. Στιγμές  εξομολογούνται παλιές ιστορίες από ταξίδια και ναυάγια που δεν χώρεσαν στα ποτήρια, ξεχείλισαν και λέρωσαν το ύφασμα. Τρύπες από δαγκωματιές αχόρταγων προσκεκλημένων έκαναν κουρέλι το τραπεζομάντιλο, κουρέλι ασύγκριτο, μοναδικό, αξιοθαύμαστο. Κουρέλι ελαφρύ που ταξιδεύοντας στο φως κάνει μια στάση στη σελήνη και μπούργκα γίνεται στου φεγγαριού το πρόσωπο να κρύψει από τον ήλιο τις πληγές του προσθέτοντάς του περισσότερες.

Νύσταξα. Τα χιόνια έλιωσαν. Κλείνουν τα μάτια μου και η καρδιά κλίνει το ρήμα "παραδίδομαι" σ' όλα τα πρόσωπα, τις εγκλίσεις και τους χρόνους, ώσπου σ' εκείνο το  "παραδοθήναι" ένα αηδόνι μες στο στέρνο μου φωλιάζει και τραγουδά: 
"Θα παρέλθουν οι χρόνοι. Κι η θάλασσα θα παρέλθει, και το φεγγάρι, τα όρη τα ψηλά. Θα παρέλθουν τα σημάδια κι οι τρύπες, οι μνήμες, το παρόν. Μόνο το φως θα μείνει. Μόνο το φως. Όχι γυμνό, ούτε αιχμηρό, μα καταστόλιστο πέπλα ψυχών που το άυλο σώμα του άυλα θα ντύσουν, το στόμα του -της άνοιξης μπουμπούκι- ροδαλό θα βάψουν. Πέπλα που κάποτε φτωχά τραπεζομάντιλα υφασμένα τις ζωές τους, διέσχισαν όλη τη γη απ' άκρη σ' άκρη κι από τη γη έφθασαν στο φεγγάρι και δε σταμάτησαν.  Στον ήλιο πήγαν. Τραπεζομάντιλα από σάρκα και πνοή, νερό και αίμα, που μέσα από βροχές και καταιγίδες, χιόνια και βαρδάριδες, λιοπύρια αβάσταχτα, αμόλευτα κατέληξαν, διάφανα πέπλα και μεταξωτά για του φωτός το κάλλος το ασύλληπτο. Τη μέρα εκείνη είναι που θ' αρχίσει ο χορός και τελειωμό δε θα 'χει. Τον λένε "της αιώνιας αγκαλιάς". Της  τρυφερότερης των πλέον τρεφερών, της απαλότερης των απαλότερων, της πλέον άδολης. Μέχρι τότε πρόβαρε τα βήματα και για τίποτε άλλο μην ανησυχείς. Τα βήματα, τα βήματα, δίχως ανάπαυλα, μέχρι να γίνεις κουρελάκι κατατρυπημένο, φαγωμένο, λερωμένο κι ελαφρύ πανάλαφρο, να μπορεί το χεράκι του φωτός να σε σηκώσει, να σε καθαρίσει η αγάπη του, για να το στολίσεις μετά κι εσύ όπως του αξίζει πλάι στα  πέπλα που ήδη μαζί του χορεύουν τον εορταζόντων το  χορό τον ακατάπαυστο."




29/01 Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, -ή φλογερού



Tuesday, January 28, 2014

Πώς έμαθε ελληνικά ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος





Αυτά που ακολουθούν το διάβασα στον εκτενή βίο του Αγίου Βασιλείου πρόσφατα και θα τα διηγηθώ περιληπτικά, εκτός από τις φράσεις των αγίων που θα τις αντιγράψω επακριβώς. Αυτό, διότι σκοπεύω να ανεβάσω κατά μέρη όλο το βίο του Αγίου Βασιλείου. 

Ο Όσιος Εφραίμ, λοιπόν, που ησύχαζε στην έρημο άκουγε για τον Μέγα Βασίλειο που ήταν τότε Αρχιεπίσκοπος Καισάρειας πολλά και θαυμάσια. Έτσι παρακάλεσε μια μέρα τον Θεό να του φανερώσει ποιος ήταν ο Βασίλειος. Τότε είδε μια πύρινη στήλη που ένωσε γη και ουρανό και άκουσε φωνή απ' τον ουρανό που είπε: 
"Εφραίμ, Εφραίμ, σαν αυτή την πύρινη στήλη είναι ο Μέγας Βασίλειος". 
Σηκώθηκε αμέσως και πήγε να τον βρει στην Καισάρεια παίρνοντας μαζί του κι έναν διερμηνέα, διότι ο ίδιος γνώριζε μόνο συριακά. Ήταν Φώτα όταν έφθασαν και ο Άγιος λειτουργούσε σοτν ναό της Μητροπόλεως. Τον είδε ο Εφραίμ με την μεγαλόπρεπη στολή του και με την παρρησία που τον διέκρινε και είπε στον διερμηνέα του: 
"Μάταια κοπιάσαμε αδερφέ, διότι αυτός, αν και βρίσκεται σε τόση δόξα, δεν είναι αυτός που είδα". Το Άγιο Πνεύμα όμως πληροφόρησε τον Βασίλειο για το γεγονός κι εκείνος έστειλε έναν διάκονο να βρει στη δυτική πύλη του ναού τους δύο μοναχούς και να τους πει να έρθουν στο άγιο Βήμα, διότι τους ζητά ο πατέρας τους, ο Αρχιεπίσκοπος. Αφού τους βρήκε ο διάκονος διασχίζοντας τα πλήθη που κατέκλυζαν τον ναό και τους μετέφρε τα λόγια του Βασιλείου, ο Εφραίμ απάντησε: 
"Πλανεύτηκες, αδερφέ, εμείς είμαστε ξένοι και άγνωστοι, πώς λοιπόν μας γνωρίζει ο Αρχιεπίσκοπος;" 
Τα λέει στον Βασίλειο ο διάκονος, τον ξαναστέλνει πίσω ο Βασίλειος για να του πει: 
"Κύριε Εφραίμ, έλα στο Άγιο Βήμα διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος". 
Τότε ο Εφραίμ έβαλε μετάνοια και παραδέχτηκε πως ο άγιος είναι πράγματι στήλη πυρός. Παρακάλεσε μόνο να βρεθούν στο Σκευοφυλάκιο μόνοι τους. Πράγματι μετά τη Λειτουργία βρέθηκαν και κουβέντιασαν πολλή ώρα για πνευματικά ζητήματα. Στο τέλος τον ρώτησε ο Βασίλειος: 
"Πες μου τι άλλο έχεις στην καρδιά σου;" 
κι ο Εφραίμ απάντησε "Μια χάρη ζητώ απ' την Αρχιερωσύνη σου, δούλε του Θεού". 
"Ζήτησέ μου ό,τι επιθυμείς διότι πολλά σου οφείλω για τον κόπο πυ κατέβαλλες για την ταπεινόητητά μου" 
"Γνωρίζω Δέσποτα Άγιε, πως αν παρακαλέσεις για κάτι τον Θεό, στο προσφέρει. Επιθυμώ λοιπόν να παρακαλέσεις να μιλήσω ελληνικά διότι καθόλου δεν γνωρίζω τη γλώσσα" 
Ο Άγιος απάντησε: "Το αίτημά σου είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μου, πάτερ Άγιε και της ερήμου καθηγητή, αλλά επειδή το ζήτησες με πίστη ας προσευχηθούμε μαζί στο Θεό και σ' Εκείνον είναι δυνατό να πραγματοποιήσει την επιθυμία σου". 

Όταν μετά από πολλή ώρα τελείωσαν την προσευχή, του είπε ο Βασίλειος: 
"Η χάρις του Αγίου Πνεύματος έστω μετά σου και λάλησον ελληνιστί" 
Και από κείνη τη στιγμή ο Όσιος Εφραίμ άρχισε να μιλά ελληνικά, όπως ο Άγιος Βασίλειος. Λένε μάλισα, πως ο Αρχιεπίσκοος τον χειροτόνησε ιερέα και τον διερμηνέα του διάκονο. Έμειναν κοντά του τρεις μέρες και μετά αναχώρησαν και πάλι στην έρημο.




28/01/14
Οσίου Εφραίμ του Σύρου




Νεμπράσκα: Η μεγάλη επιστροφή του Αλεξάντερ Πέιν με ασπρόμαυρο αριστούργημα




Ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας λαμβάνει ἕνα διαφημιστικὸ φυλλάδιο ποὺ δῆθεν ὑπόσχεται ὅτι ἔχει κερδίσει ἕνα ἑκατομμύριο δολάρια, καὶ ὁ γιὸς τοῦ ἀναγκάζεται νὰ τὸν συνοδέψει στὴν Νεμπράσκα γιὰ νὰ παραλάβει τὰ χρήματα.
 Ἐξαιρετικὲς ἑρμηνεῖες – ὁ Μπροὺς Ντὲρν εἶναι μία πραγματικὴ ἀποκάλυψη – στὴ νέα ταινία τοῦ Ἀλεξάντερ Πέιν, ποὺ εἶναι ἀστεία καὶ συγκινητικὴ καὶ μιλᾶ γιὰ πράγματα ποὺ ἔχουμε ζήσει ὅλοι.
Πῶς μπορεῖς νὰ κάνεις μία ὑπέροχη ταινία μὲ τὰ πιὸ ἁπλὰ ὑλικά;
Πῶς μπορεῖς νὰ πάρεις μερικοὺς μπανὰλ χαρακτῆρες καὶ νὰ κάνεις κάτι ἐξαιρετικὰ πρωτότυπο;
Πῶς μπορεῖς νὰ πάρεις ἕνα βαρετὸ θέμα καὶ τὸ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἰδιαίτερα συναρπαστικό;
Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὸ ὄνομα τοῦ Ἀλεξάντερ Πέιν.
Τὸ βασικὸ προτέρημα αὐτῆς τῆς ταινίας εἶναι τὸ σενάριό της – μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὰ σενάρια τῶν ταινιῶν τοῦ Πέιν εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ αἰχμηρὰ τῶν τελευταίων χρόνων στὸ ἀμερικανικὸ σινεμά.
Βραβευμένος μὲ τὸ Ὄσκαρ Σεναρίου (γιὰ τὸ «Πλαγίως» τὸ 2004 καὶ τοὺς «Ἀπογόνους» 2012), ὁ Ἑλληνοαμερικανὸς Πέιν κατάφερε καὶ στὸ «Νεμπράσκα» νὰ φτιάξει ἀπὸ τὸ σενάριο τοῦ Μπὸμπ Νέλσον μία ἐξαιρετικὴ ἱστορία, διασκεδαστικὴ καὶ συγκινητικὴ ταυτόχρονα.
Ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας (Μπροὺς Ντὲρν) λαμβάνει ἕνα διαφημιστικὸ φυλλάδιο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπόσχονται ὅτι, ἂν παραγγείλεις τὰ σωστὰ προϊόντα καὶ ἔχεις τὸ σωστὸ μυστικὸ νούμερο, μπορεῖς νὰ κερδίσεις ἕνα ἑκατομμύριο δολάρια.
Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέει ὁ γιὸς τοῦ (Γουὶλ Φόρτε), «πιστεύει ὅ,τι τοῦ λένε» καὶ ἔτσι ἀποφασίζει νὰ διασχίσει μία τεράστια ἀπόσταση γιὰ νὰ πάει στὴ Νεμπράσκα καὶ νὰ διεκδικήσει τὸ ἕνα ἑκατομμύριο.
Οἱ πάντες βέβαια ξέρουν ὅτι τὸ φυλλάδιο αὐτὸ δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ ἀξία, ὁ γιὸς τοῦ ὅμως ἀποφασίζει νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐκεῖ ποὺ θέλει – εἶναι τόσο ξεροκέφαλος καὶ τόσο ἐπίμονος ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ πεῖς ὄχι.
Λιγομίλητος, πρώην ἀλκοολικὸς καὶ ὄχι ἰδιαίτερα συμπαθής, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ἐπιστρέψει στὰ μέρη ποὺ μεγάλωσε, θὰ συναντήσει τοὺς συγγενεῖς καὶ παλιοὺς φίλους του, καὶ θὰ «ξεναγήσει» τὸ γιό του σὲ ἕνα τοπίο γεμάτο ἡλικιωμένους καὶ ἀπογοητευμένους ἀνθρώπους, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἔχουν πρὸ πολλοῦ ἐγκαταλείψει τὴ ζωή.
Ὁ Πέιν, συνεχίζοντας τὴν προβληματικὴ ποὺ ξεκίνησε στὸ «Σχετικὰ μὲ τὸν Σμὶντ» (οἱ ἀπογοητεύσεις καὶ οἱ ἐλπίδες τῆς τρίτης ἡλικίας) ἀλλὰ καὶ στοὺς «Ἀπογόνους» (ὁ τρόμος καὶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς οἰκογενειακῆς συνοχῆς), ἀφήνει τοὺς ἀνθρώπους του νὰ ἀναπνέουν ἐλεύθερα μέσα σὲ ἕνα ἐντελῶς ἀνελεύθερο περιβάλλον ποὺ οἱ ἴδιοι ἔχουν φτιάξει.
Προσπαθοῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ καταργοῦν μόνοι τους αὐτὲς τὶς προσπάθειες. Συζητοῦν ἀσήμαντα οἰκογενειακὰ θέματα βλέποντας τηλεόραση, τσακώνονται γιὰ τὸ παρελθὸν ἀλλὰ ἡ ὀργή τους δὲν ἔχει κανένα βάρος. Ὑπάρχουν μέσα στὴν οἰκογένεια, καὶ ταυτόχρονα τὴ χλευάζουν καὶ βγαίνουν ἔξω ἀπὸ αὐτήν.
Ἡ «Νεμπράσκα» ἔχει ἐξαιρετικὲς ἑρμηνεῖες – ὁ Ντὲρν εἶναι μία πραγματικὴ ἀποκάλυψη – εἶναι ἀστεία καὶ συγκινητική, μιλᾶ γιὰ πράγματα ποὺ ἔχουμε ζήσει ὅλοι, καὶ ἀκόμη καὶ ἂν τοποθετεῖται στὶς ΗΠΑ νομίζεις ὅτι διαδραματίζεται δίπλα μας. Ἐκπληκτικῆς ὀμορφιᾶς εἶναι ἐπίσης ἡ φωτογραφία τοῦ Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, ὁ ὁποῖος συνέλαβε στὸ φακὸ μία Ἀμερικὴ «ἄγνωστη» ἀλλὰ καὶ περίεργα ἑλκυστική.

(πηγή:ΗΜΕΡΗΣΙΑ)

Για μια ακόμα χρονιά ο καταξιωμένος ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, Αλεξάντερ, Πέιν επιστρέφει στα βραβεία Όσκαρ, αυτή τη φορά μάλιστα με τη συμμετοχή στην ταινία ενός ακόμα «δικού μας», του περιζήτητου διευθυντή φωτογραφίας στο Χόλιγουντ, Φαίδωνα Παπαμιχαήλ.
Μετά την μεγάλη επιτυχία του ‘‘Πλαγίως” (”Sideways”, 2004), αλλά και των ”Απογόνων” του (”The Descendants”, 2011), ο ελληνικής καταγωγής δημιουργός Αλεξάντερ Πέιν επιστρέφει στις κινηματογραφικές αίθουσες και τα Όσκαρ με το γλυκόπικρο”Νεμπράσκα”.
Με το γνώριμό του ύφος, την τρυφερότητά του απέναντι στους χαρακτήρες του και ισόποσες δόσεις δράματος και χιούμορ, ο σκηνοθέτης μας δίνει μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Ο επίσης ελληνικής καταγωγής Φαίδων Παπαμιχαήλ βρίσκεται πίσω από την εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, ενώ αξίζει να σημειώσουμε ότι για πρώτη φορά ο Πέιν δεν υπογράφει και το σενάριο της ταινίας του.
Το ”Νεμπράσκα” μας παρουσιάζει την ιστορία του Γούντι (εξαιρετικός ο Μπρους Ντερν στον κεντρικό ρόλο), ενός φτωχού ηλικιωμένου άνδρα που ζει στην Μοντάνα, ο οποίος το σκάει από το σπίτι του για να ταξιδέψει στη Νεμπράσκα και να παραλάβει το βραβείο ενός λαχείου που πιστεύει ότι έχει κερδίσει. Προβληματισμένη με την άνοιά του, η οικογένειά του αποφασίζει να τον βάλει σε γηροκομείο… Και κάπως έτσι ξεκινά ένα ταξίδι (κυριολεκτικό και μεταφορικό) του γιου με τον πατέρα στη Νεμπράσκα.
Το ταξίδι αυτού του φαινομενικά αταίριαστου ζευγαριού, θα τους οδηγήσει μέσα από τους λιγότερο ταξιδεμένους δρόμους μιας Αμερικής που δεν βλέπουμε συχνά στην οθόνη, σε μέρη όπου έζησε και άφησε τα σημάδια του ο ηλικιωμένος άντρας. Σε παλιούς φίλους και κυρίως εχθρούς, σε αναμνήσεις και φαντάσματα του παρελθόντος…
Στη συνέντευξη Τύπου για την ταινία στις Κάννες, ο σκηνοθέτης είπε χαρακτηριστικά ότι «πρόκειται για μία ιστορία που είναι ταυτόχρονα αστεία και θλιβερή. Λίγο σαν την ίδια τη ζωή».
«Κάνεις μία ταινία σε μία δεδομένη στιγμή της ζωής σου. Πήρα το σενάριο στα χέρια μου πριν από 9 χρόνια. Ο σεναριογράφος έζησε αυτά που συμβαίνουν στην ιστορία, οπότε περιέγραψε την προσωπική του εμπειρία. Είναι μία ταινία για την Αμερική της οικονομικής κρίσης και γι’ αυτό ήθελα να τη γυρίσω σε ασπρόμαυρο».
Το αμερικανικό όνειρο αποδομείται και η παλαιότερη γενιά απομυθοποιείται, κατά τη διάρκεια αυτού του μελαγχολικού ταξιδιού στην χτυπημένη από την οικονομική κρίση καρδιά της Αμερικής…
Ωστόσο το τρυφερό road-movie του Πέιν, ξεφεύγει από τα όποια γεωγραφικά σύνορα, καθώς μας μιλά για μια βαθύτατα ανθρώπινη ιστορία μέσα στην οικονομική κρίση, η οποία θα μπορούσε τελικά να διαδραματιστεί παντού.

1390302737


1390302719

Σε συνεντεύξεις του ο Πέιν μίλησε και για τη σχέση πατέρα-γιου στην ταινία. «Ο πατέρας θέλει να προσφέρει στον ηλικιωμένο πατέρα του μία στιγμή αξιοπρέπειας. Οι γονείς μου μεγαλώνουν και αυτό είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί, γιατί θα ήθελα να μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια. Η προχωρημένη ηλικία μπορεί να μας εξαφανίσει, να μας κάνει να χάσουμε την αξιοπρέπειά μας. Πρέπει να κρατηθούμε από αυτή» πρόσθεσε.
«Η γλυκόπικρη ταινία δρόμου του Αλεξάντερ Πέιν, που βρίσκει τον Μπρους Ντερν σε εκπληκτική φόρμα, συνδυάζει τις σκληρές αλήθειες με μια απαλή καρδιά» έγραψε ο κριτικός του Guardian, Πήτερ Μπράντσοου.
«Ένα γλυκόπικρο road trip πατέρα-γιου σε μία συναισθηματικά και οικονομικά ξερή πατρίδα» ανέφερε o Hollywood Reporter, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Παπαμιχαήλ.

Θετικά σχόλια επιφύλαξε στην ταινία και το περιοδικό Variety. «Η έκτη ταινία του Αλεξάντερ Πέιν αποτελεί ακόμα μία χαμηλών τόνων, λεπτομερώς σχεδιασμένη μελέτη χαρακτήρων με μειονεκτήματα, οι οποίοι έχουν πέσει στο λούκι της ζωής» γράφει το περιοδικό.
«Οι widescreen μονόχρωμες εικόνες, γυρισμένες από τον διευθυντή φωτογραφίας του Πέιν, Φαίδων Παπαμιχαήλ, είναι ταυτόχρονα γοητευτικές και μελαγχολικές» προσθέτει το περιοδικό.
Επιβλητική η παρουσία και της μητέρας, που ερμηνεύει μοναδικά η Τζουν Σκουίμπ. Ενώ, όπως σχεδόν πάντα στις ταινίες του δημιουργού, όλοι οι δευτερεύοντες ρόλοι είναι εξαιρετικά δυνατοί και ενδιαφέροντες.
Η ταινία είναι υποψήφια σε έξι κατηγορίες των βραβείων Όσκαρ: Καλύτερης ταινίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Μπρους Ντερν, Β’ Γυναικείου Ρόλου για την Τζουν Σκουίμπ, Σκηνοθεσίας, Φωτογραφίας για τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ και Πρωτότυπου Σεναρίου.
Α.Τ.



Monday, January 27, 2014

Καλή βδομάδα!





Λόγος εγκωμιαστικός στην ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου - Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη






Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εκθρονίστηκε και στάλθηκε εξόριστος στην Κουκουσό, Αραβισσό και Πιτιούντα όλη η Εκκλησία των ορθοδόξων επένθισε. Με δάκρυα έλεγαν τα πλήθη των πιστών και μοναχών: «Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».


Έκλαυσε όλη η οικουμένη, διότι έμεινε σαν πλοίο χωρίς κυβερνήτη, σαν ποίμνιο χωρίς ποιμένα· σαν στρατόπεδο χωρίς αρχιστράτηγο και σαν κόσμος σκοτεινός χωρίς ήλιο. Έκλαιαν οι ορφανοί τον πατέρα τους. Θρηνούσαν οι μαθηταί τον διδάσκαλό τους, ωδύρονταν οι πτωχοί τον προστάτη τους. Λυπόνταν οι αμαρτωλοί την ελπίδα τους, οι θλιμμένοι την παρηγοριά τους, οι άρρωστοι την επίσκεψή τους και οι διψασμένοι από λόγο Θεού, διότι στερήθηκαν τα γλυκύτατα και πάγχρυσα λόγια της διδασκαλίας του. Κοινή ήταν η συμφορά, παγκόσμιο το κακό, οικουμενική η δυστυχία.

Ο άγιος Ιννοκέντιος ο Πάπας, γράφοντας για τον Χρυσόστομο προς τον βασιλέα Αρκάδιο, λέγει: Όχι μόνο η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ζημιώθηκε της καλλιρύτου εκείνου γλώσσας, αλλά και όλη η υφήλιος εχήρευσε, απολέσασα τέτοιον ένθεον άνδρα.
Έμεινε στην χηρεία αυτή και απαρηγόρητη λύπη όλη η Εκκλησία του Χριστού τριαντατρία ολόκληρα χρόνια.
Το 440 γίνεται η ανακομιδή και μετακομίζεται από τα Κόμανα του Πόντου στην βασιλεύουσα με τέτοια τιμή, η οποία δεν έγινε ποτέ από του αιώνος σε άλλον, ούτε πατριάρχη, ούτε βασιλέα.

Η του Χριστού Εκκλησία στολισαμένη, υποδέχεται σήμερα από την εξορία το ζωομύριστο και θαυματουργικώτατο σώμα του φωστήρος της Χρυσοστόμου και εορτάζει χαρμόσυνα την ένδοξη ανακομιδή και μετακομιδή και υποδοχή του λειψάνου του διδασκάλου της οικουμένης.

Και αυτό με κάθε δίκαιο, γιατί, πώς δεν έπρεπε να χαρή, σήμερα, όλη η Εκκλησία του Χριστού σε ένα καιρό, όπου βλέπει ότι στο λείψανο του Χρυσοστόμου μεταβλήθηκαν όλοι οι νόμοι της φύσεως και ενεργήθηκαν μόνον οι νόμοι της Χάριτος; Ότι σώμα νεκρόν, όταν θέλη, κινείται, και, όταν θέλη, μένει ακίνητον; Ότι σώμα, ενταφιασμένο πριν 33 χρόνια, ανακομίζεται σώο και αδιάλυτο με την ολοκληρία όλων των μελών και μερών του;… Πώς δεν έπρεπε να χαρή, σήμερα, όταν είδε το σώμα του Χρυσορρήμονος να ευρίσκεται μεν στην γη σε διά­στημα τόσων χρόνων, έπειτα να ανακομίζεται λαμ­πρό και κροκοειδές στο χρώμα; Ευωδέστατο στην οσμή, υπερνικών όλα τα αρώματα της γης; Και έχων όλα τα άλλα ουσιώδη και συστατικά γνωρίσματα της αγιότητας; Πώς δεν έπρεπε να χαρή, όταν είδε το λείψανον του Ιωάννου, να γιατρεύη κουτσούς, να ανορθώνη παραλυτικούς, να φωτίζη τυφλούς;…. Πώς δεν ήταν δίκαιο να χαρή όλος ο κόσμος, βλέποντας ένα νεκρό σώμα να έχη εξουσία κατά των στοιχείων; κατά γης και θαλάσσης και του αέρος; Να σηκώνη άνεμους από την θάλασσα, να σχίζη σε ρήγματα την γη, να κάμνη τα πλοία να κλίνουν από μόνα τους, σαν να ήταν λογικά και έμψυχα, για να τον υποδεχθούν; Και, έπειτα, να τα διευθύνη αυτά σε όποιο τόπο θέλει; Καί για να πω το μεγαλύτερο και θαυμαστότερο, πώς δεν έπρεπε να χαρή σήμερα όλη η Εκκλησία του Χριστού, όταν είδε να ανοίξουν εκείνα τα άψυχα χείλη; Και όταν άκουσε να βγαίνη φωνή ζωντα­νή και έναρθρος από το προ 33 χρόνων νενεκρωμένο στόμα του Χρυσοστόμου; Και να πη «ειρήνη πάσιν;». Όντως «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Σύ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76, 13)….
Λοιπόν πώς έγινε τέχνη χωρίς τον τεχνίτη; Πώς ακολούθησε έργο και αποτέλεσμα χωρίς τον ποιητή; Πώς η λύρα και ο αυλός ήχησαν, χωρίς να τα κρούση ο λυρωδός και ο αυλητής; Και μάλιστα, όταν και ο αυλός και η λύρα ήταν διεφθαρμένα; Θαυμάσια τα έργα σου Κύριε! Η αιτία όλη, η ποιητική αυτού στάθηκε θεία και υπερφυσική! Και ο τεχνίτης του έργου αυτού ήταν αυτό το Πνεύμα το Αγιονί…
Ώστε, αν και το λείψανο του Χρυσοστόμου ήταν κατά φύση νεκρό και ακίνητο και άφωνον, αλλά κατά χάριν ήτο ζωντανόν και δι’ αυτό εκίνησε την γλώσσα του και ελάλησε: «δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι».
Πρέπει σήμερα να ευφρανθούν οι ορθόδοξοι διότι βλέπουν τον αγιώτατον πατριάρχην Πρόκλον και τον ευσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, πως σηκώνουν με πολλή ευλάβεια το πανσεβάσμιο λείψανο του Χρυσοστόμου και το εμβάζουν μόνοι οι δύο μέσα στο άγιο βήμα και το εναποθέτουν υπό κάτω του θυσιαστηρίου και της αγίας Τραπέζης… Ίδετε θαυμάσια, με τα οποία, ο θαυμαστός Θεός εδόξασε εμεγάλυνε και εθαυμάστωσε το λείψανον του αγίου Χρυσοστόμου;…

Δι’ αυτό, λοιπόν, ας χαρούμε και εμείς πνευματικώς σήμερα. Ας εύφημήσουμε με ύμνους και ωδές πνευματικές τον μέγα Χρυσόστομο! Ας προσκυνήσουμε νοερά το πάνσεπτό του λείψανο για να λάβουμε και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία δίδεται και αόρατα ως αόρατη και απεριόριστη….

Με ποιο όνομα ιερό και άγιο να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο και να μη αρμόζη σε αυτόν; Να τον ονομάσουμε άγγελο; Και του πρέπει, διότι αυτός έζησε στα αλήθεια μια ζωή ισάγγελη, με χαυμενίες, αγρυπνίες, προσευχές και ασκήσεις υπερφυσικές…
Προ του θανάτου του τρεις ολόκληρους μήνες δεν έφαγε ολότελα ανθρώπινο φαγητό, ως άσαρκος και άυλος μέχρις ότου ετελεύτησε. Βάστασε με μόνην εκείνη την άφθαρτη τροφή, που του έδωσαν και έφαγε οι ιεροί Απόστολοι, καθώς μαρτυρούν όλοι οι συγγραφείς του βίου του….

Να τον ονομάσουμε Απόστολον; Και μάλιστα, διότι αυτός με την πάγχρυση διδασκαλία του εσαγηνευσε πολλά έθνη και τα έφερε στην πίστη του Χριστού. Δι’ αυτό και οι θείοι Απόστολοι εφάνησαν οφθαλμοφανώς εις αυτόν, ως ισαπόστολο, τόσες και τόσες φορές, ο Πέτρος και Ιωάννης δύο φορές…. Ο Παύλος στην Κων/πολι, όταν του ομιλούσε μυστικά στα αυτιά, ερμηνεύοντας τις επιστολές του, και όταν αισθητά τον εφίλησε, ευχαριστώντας αυτόν, αφού τα ερμήνευσε….

Να τον ονομάσουμε Προφήτην; Ναι, και αυτό το όνομα το απέκτησε διά των έργων… Επροφήτευσε στον άγιο Επιφάνιο πως δεν θέλει φθάσει να πάη στον θρόνο του…, αλλά και όταν εξωρίζονταν, περνώντας από την Νίκαια προφήτευσε στον πατέ­ρα του βασιλιά Μαυρίκιου, που ήταν άτεκνος, ότι έχει να γέννηση γιο που μέλλει να γίνη βασιλιάς, πως έχει να αμαρτήση, πλήν θέλει πάλιν μετανοήσει και θέλει αξιωθεί της σωτηρίας, καθώς έτσι και τα πράγματα ακολούθησαν.

Να τον ονομάσουμε μάρτυρα; Ναι και του αρμόζει, επειδή εκτός από τις ασθένειες της υδρωπικίας, των πυρετών και της παντοτινής στομαχαλγίας, που έπασχε ο Τρισμακάριστος, έλαβε και πολλά βάσανα και μαρτύρια στις εξορίες του….
Διά αυτό και στον καιρό του θανάτου του, ήλθαν οι άγιοι μάρτυρες Βασιλίσκος ο ιερομάρτυς και Λουκιανός και τον προσκάλεσαν, για να έλθη στα ουράνια να συγκατοική με αυτούς ως συναθλητής.

Να τον ονομάσουμε Ιεράρχη και διδάσκαλο της Εκκλησίας; Ναι, βεβαιότατα! Θέλετε να το καταλάβετε; Ακούσατε την φοβερή οπτασία που είδε ο επίσκοπος της Αραβισσού Αδελφειός.
Αυτός έχοντας πολλή αγάπη να μάθη για τον άγιο Χρυσόστομο ποια δόξα αξιώθηκε να λάβη από τον Θεό στους ουρανούς, και παρακαλώντας συχνά γι’ αυτό τον Κύριο ήλθε σε έκσταση και είδε ένα ωραιότατο άνδρα που του έδειξε σε τόπο λαμπρό όλους τους πατέρες και διδασκάλους· αλλά δεν είδε ανάμεσά τους τον Ιωάννη! Και λυπήθηκε κατάκαρδα. Τότε άκουσε φωνή αγγέλου που του είπε: « Ιωάννην τον της μετανοίας λέγεις; Άνθρωπος, που είναι με σώμα, εκείνον να δει δεν μπορεί! διότι παρίσταται εκεί, όπου ο θρόνος ο Δεσποτικός». Την ίδια οπτασία είδε και ο άγιος Μάρκος ο ασκητής.

Να τον ονομάσουμε ρήτορα και εξηγητή των Θείων Γραφών;… Ο ρήτορας Λιβάνιος μπροστά στον Ιουλιανό τον παραβάτη, καίτοι εχθρός της πίστεως, εκήρυξε ότι ο Ιωάννης υπερβαίνει στην ρητορική και την σοφία και τον Δημοσθένη, και τον Πλάτωνα.
Στην εξήγηση πάλι των Γραφών υπερέβαινε και αυτόν τον μέγα Θεολόγον Γρηγόριον. Ο βασιλεύς Θεοδόσιος ο μέγας, παρεκάλεσε τον Γρηγόριο τον Θεολόγο να εξηγήση το ιερό Ευαγγέλιο, και το επεχείρησε. Παρακαλώντας τον Θεό να τον πληροφορήση αν η εξήγηση του είναι ορθή, άκουσε από τον Θεό την εξής φωνή: «Ούτε σε σένα, ούτε σε κάποιον άλλο το χάρισμα αυτό έχει δοθεί παρά στον Ιωάννη της Αντιοχείας». Ο δε άγιος Πρόκλος ο Πατριάρχης, έλεγε: «Έτσι είμαι εγώ προς τον μακάριο Ιωάννη, όπως ακριβώς πηγή προς θάλασσα και ρυάκι προς ποταμό».

Γι’ αυτό και σε κάθε διδαχή που έκαμνε ο Άγιος, οι άνθρωποι που άκουγαν, μη υποφέροντας την χαρά, κτυπούσαν πολλές φορές, κάτω από τον άμβωνα, όλοι με συμφωνία τα χέρια τους.
Σε ένα μόνο καιρό, που γινόταν λιτανεία στην Κων/πολη, εκ του προχείρου έκαμε 18 λόγους στο δρόμο το πάγχρυσο εκείνο στόμα! Τόση ευκολία είχε στο να ομιλή.

Να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο φίλο γνήσιο της Θεοτόκου; Ναι, και αυτό το αξιώθηκε! Ευρισκόμενος ο Άγιος για την ασθένειά του έξω από την Κων/λη, εκεί που προσευχόταν κατά το μεσονύκτιο, είδε ξύπνιος την Κυρία Θεοτόκο, η οποία ήλθε προς αυτόν με άπειρο φως και έχοντας τριγύρω της πλήθος από άνδρες και γυναίκες του είπε αυτά με φωνή χαριέστατη: «Ιωάννη, του εμού θεράπων Υιού και Θεού, καλά αγωνίστηκες τον αγώνα της α­σκήσεως, καλά εποίμανας το λογικόν ποίμνιον, αλλά ανδρίζου ακόμη και κραταιού. Διότι ιδού και μαρτυρικός σε αναμένει δρόμος και αθλητικό σε περιμένει στάδιο διά ποικίλων πόνων και πειρασμών, για να καταστή φανερή η δοκιμασία σου και στη γη και τον ουρανό…. Ας αγαλλιασθή λοιπόν και ας χαρή το πνεύμα σου, διότι σε έχει αποταμιευθεί και χαρά στους ουρανούς, ανάλογα με τις θλίψεις σου».
Επίσης και η θαυμαστή οπτασία που είδε ο άγιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας.
Ο θειος του πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος είχε εχθρόν τον άγιο Χρυσόστομο…
Βλέπει μία φορά σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο, μαζί και τον άγιο Χρυσόστομο, να συνομιλούν μεταξύ τους σε ένα πάμφωτο και ωραιότατο τόπο. Βλέποντας τους, όμως, επιθυμούσε και εζητούσε να πάη κοντά και αυτός αλλά ο θείος Χρυσόστομος τον επιτιμούσε και τον εμπόδιζε. Τότε, ακούει φωνή από την Θεοτόκο, που έλεγε προς τον Χρυσόστομο αυτά: Συγχώρησε τον χάριν εμού (για χάρι δική μου), διότι πολλά επάσχισε, εκοπίασε για εμένα, καταντροπιάσας τον υβριστή Νεστόριο, και εμένα Θεοτόκο με ανακήρυξε. Από άγνοια την άσχημη για σένα υπόληψη – γνώμη εσχημάτισε και θα φανέρωση αυτήν, που απέκτησε με επίγνωση.
Μετά από αυτό το όραμα ο άγιος Κύριλλος, έγινε μεγάλος φίλος του Χρυσοστόμου, επαινώντας αυτόν και συνέγραψε πρόχειρα και τον βίον Του.

Τι άλλο θέλετε να ονομάσουμε τον Χρυσόστομο; Θαυματουργόν; Ναι διότι τόσο πλούσια του εδόθη το χάρισμα των θαυμάτων, ώστε όλοι τον επωνόμιζαν «Ιωάννην τον θαυματουργόν».
Να τον ονομάσουμε ελεήμονα; Και βέβαια, για την υπερβολική του ευσπλαγχνία προς τους πτω­χούς τον ωνόμαζαν όλοι «Ιωάννης ο της ελεημο­σύνης».
Να τον ονομάσουμε κήρυκα της μετανοίας; Και ποιος μπορεί να το αρνηθή! Τέτοια δύναμη είχε ο λόγος του στο να τραβά τους αμαρτωλούς σε μετά­νοια, ώστε έφθανε μόνο να ακούση κάποιος την δι­δαχή του για να μετανοήση και αλλάξη ζωή!…. Δί­καια λοιπόν από όλους ωνομαζόταν «Ιωάννης ο της μετανοίας»….


Sunday, January 26, 2014

Ο Ιησούς Χριστός, το κάτι άλλο στη ζωή μας / Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη



"Δεκάτη πέμπτη Κυριακή του Λουκά σήμερα, αγαπητοί αδελφοί, η Κυριακή του Ζακχαίου. Το άγιο Ευαγγέλιο (κεφ. Ιθ΄, 1-10) αναφέρεται στη μεταστροφή του αρχιτελώνη και πλουσίου Ζακχαίου. Κι εδώ φαίνεται η μεγάλη δύναμη της χάριτος του Χριστού μας, που μπορεί να αλλάξει και να μεταβάλλει τις πιο πωρωμενες και δύσκολες ψυχές σ’ αυτή την πλάση.

Πήγαινε ο Χριστός μας στην Ιερουσαλήμ για να πάθει. Και πέρασε από την Ιεριχώ να βρει τον Ζακχαίο. Ο Ζακχαίος είχε κουραστεί με τη μεγάλη θέση που κατείχε, με τα αγαθά του και τα υπόλοιπα, και ζητούσε επίμονα το κάτι άλλο. Παράξενη η ανθρώπινη ψυχή, είναι φτιαγμένη όμως απ’ τον Θεό και ζητάει Εκείνον. Είχε μάθει για τον Ιησού και η καρδιά του καιγόταν να Τον δει, να Τον συναντήσει, να Τον ακούσει, να γεμίσει με την παρουσία και την ευχή Του. Και σαν άκουσε πως ήρθε στην Ιεριχώ ο Ιησούς, τα άφησε όλα και έτρεξε να Τον βρει. Μα ήταν κόσμος, κι αυτός ήταν κοντός, με μεγάλη όμως ψυχή. Τρέχει μπορστά απ’ τον κόσμο, ανεβαίνει στη συκομμουριά και περιμένει τον Ιησού να περάσει. Κι όταν ο Ιησούς περνούσε, τον κοίταξε, τον ονόμασε και του είπε να κατέβει γρήγορα κάτω. Χαρά εκείνος που τον πρόσεξε! Κι εμείς χαρά έχουμε σαν μας προσέχουν κάποιοι, κι ιδίως ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριος. Και έτρεξε και Τον υποδέχτηκε με χαρά στο σπίτι του.

Μόνο τον Χριστό μας έχουμε, που μας δίνει όντως χαρά. Όταν δεν έχουμε Εκείνον, όλα να τα έχουμε, τίποτα δεν έχουμε. Τα είχε και ο Ζακχαίος, αλλά δεν είχε τίποτα. Τώρα που ήρθε ο Ιησούς, τα έχει όλα.

Και κάποιοι γόγγυξαν που πήγε στο σπίτι του αμαρτωλού να μείνει ο Χριστός. Το άκουσε ο Ζακχαίος και στέκεται μπροστά στον Ιησού και στα πληθη και λέει απευθυνόμενος στον Χριστό: “Κύριε, έχουν δίκιο. Υπήρξα παλιανθρωπος, καταχραστής, σκληρός κι απάνθρωπος. Τώρα, λοιπόν, μετανιώνω και αλλάζω με τη δική Σου χάρη και ευχή. Δίνω τα μισά ελεημοσύνη, στους πτωχούς. Κι όποιον αδίκησα, τέσσερις φορές επάνω”.

Και τότε ο Ιησούς ανέλαβε να τον υπερασπιστεί και τους είπε: “Έπρεπε και σ’ αυτόν να έρθω. Κι αυτός γιος Αβραάμ είναι, αφού περίμενε τη σωτηρία με πίστη και υπομονή και υπακοή. Γι’ αυό ένα να ξέρετε: Εγώ ήρθα να ζητήσω και να σώσω το απολωλός. Να σώσω ολες εκείνες τις υπάρξεις που στη ζωή τους, όποιοι κι αν ειναι, όσα κι αν έχουν, ότι κι αν κάνουν, ζητάνε το κάτι άλλο, δηλαδή, τον κάποιον Άλλον: Εμένα, τον Χριστό”.

Μακάρι στη ζωή μας να έρθει και να μας βρει Ιησούς Χριστός, αρκεί εμείς, όπως κι αν ειμαστε, να Τον ζητάμε και να Τον παρακαλούμε. Αυτό θα είναι μεγάλη χαρά για Εκείνον και δική μας σωτηρία." 


Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, Εφημερίδα Πρώτο Θέμα, Κυριακή 16 Ιανουαρίου, Το κήρυγμα της Κυριακής, Άγγιγμα ψυχής



Η Ευαγγελική περικοπή της ημέρας εδώ:
http://aerapatera.wordpress.com/2014/01/26/κυριακή-ιε-λουκά/


Κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας:

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά "Διόρθωση και σωτηρία του αρχιτελώνη Ζακχαίου: 
http://paterikakeimena.blogspot.gr/2012/01/blog-post_5727.html



Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: "Ὁμιλία εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν Τελώνην"








Thursday, January 23, 2014

H παραμυθητική ζωγραφική της Όλγας Σταυρίδου - της Βασιλικής Νευροκοπλή




"Το περασμένο καλοκαίρι συνέβη να περάσω λίγες μέρες στην ύπαιθρο της Ρουμανικής Μολδαβίας. Περιδιαβαίνοντας τις αυτάρκεις κοινότητες των μικρών χωριών της, γνώρισα μια μέρα έναν ηλικιωμένο λεβεντόκορμο άνδρα που από το πρωί μέχρι το βράδυ αγωνίζεται να δαμάσει τη γη και τα ζώα του. Τη στιγμή που συναπαντήθηκαν τα βλέμματά μας ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ένα αίσθημα που με ανάγκασε να χαμηλώσω τα μάτια μου από ντροπή. Ήταν τόσο καθαρό το βλέμμα αυτού του ανθρώπου, που και μόνο κοιτάζοντάς τον αισθάνθηκα πως τον μολύνω.




Επιχειρώντας τώρα να γράψω για την Όλγα Σταυρίδου και τη ζωγραφική της, έχω ακριβώς το ίδιο αίσθημα. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι βαθιά που θα μολύνω με τις λέξεις μου το σχεδόν αχειροποίητο έργο της. Θα το τολμήσω όμως εξαιτίας της αγάπης που έχω για την ίδια, αλλά και της αδιάπτωτης έκστασης που μου προκαλεί πάντα το έργο της, ελπίζοντας πως αυτή η αγάπη θα μου συγχωρέσει το ατελές του εγχειρήματός μου.




Η Όλγα Σταυρίδου κατάφερε στη ζωγραφική της έναν εξωπραγματικό άθλο. Έναν άθλο που ξεπερνά και το πλέον εμπνευσμένο ποίημα ενός μεγάλου ποιητή που χρησιμοποιώντας λέξεις κοινές και καθημερινές κατορθώνει να σε μεταφέρει εσωτερικά σ’ έναν άλλον κόσμο, σε μία μεταφυσική πραγματικότητα, συνδέοντάς σε απευθείας με μία ουσία αναφή, που θα ποθούσες διακαώς να μπορούσες, να άντεχες και να ήταν ποτέ δυνατόν στην ανθρώπινη φύση σου, να μην την αποχωριστείς ποτέ.
Το ανέφικτο που πραγματώνει η Όλγα Σταυρίδου με τα απτά και απλά υλικά της είναι πως δίνει πρόσωπο σ’ αυτήν την αόρατη ουσία. Αποκαλύπτει την ανάσα της, την αφή της, το άρωμά της. Το εικαστικό της αποτέλεσμα είναι η αποτύπωση του αοράτου στον καμβά. Αποτύπωση ορατή από τον καθένα μας.



Η Όλγα Σταυρίδου χρησιμοποιεί το υλικό φως για να ζωγραφίσει το άυλο. Χρησιμοποιεί τα λουλούδια, τα ρόδια και τις πέτρες, τις κατοικίες των ανθρώπων και τα νερά, τις εποχές και όλα όσα περικλείονται στον παρόντα κόσμο για να τα αποδώσει θαρρείς όπως αυτά αρμολογήθηκαν τη στιγμή της δημιουργίας τους: Λουσμένα στο φως της χάρης που τα δημιούργησε, ανάλαφρα, αθώα, αμόλυντα, ανέγγιχτα από φθορά και θάνατο.




Το παράδοξο δεν είναι πως το επιχειρεί αλλά το ότι το καταφέρνει, και μάλιστα σε απόλυτο βαθμό. Ο θεατής των έργων της δεν χρειάζεται να καταβάλλει καμία προσπάθεια προκειμένου να ψαύσει την αόρατη ουσία που στο έργο της μετουσιώνεται σε απτή πραγματικότητα.
Εισερχόμενος σε μια έκθεσή της Όλγας Σταυρίδου βρίσκεσαι ήδη στην καρδιά ενός παραδείσου προτού καλά καλά το αντιληφθείς. Δεν μεταφέρεσαι σ’ αυτόν μόνον εσωτερικά, όπως θα το κατάφερνε το ποίημα μιας υψηλής ποιητικής τέχνης. Μεταφέρεσαι με όλες σου τις αισθήσεις, με όλη σου την ύπαρξη. Ακέραιος. Και τότε, αλλοιώνεσαι την καλή αλλοίωση.




Σήμερα, τώρα, αυτή τη στιγμή ακριβώς που γράφω, αναρωτιέμαι σοβαρά, μήπως η Όλγα Σταυρίδου, δεν ζωγραφίζει αυτό που εμείς βλέπουμε στους πίνακές της, αλλά ζωγραφίζει εμάς τη στιγμή που στεκόμαστε μπροστά τους. Ή, μήπως είναι αυτοί καθεαυτοί οι πίνακές της που μας ζωγραφίζουν καθώς διεισδύουν μέσα μας με τέτοια ερωτική, -παθιασμένη θα έλεγα-, αβρότητα, ώστε να μην έχουμε πλέον κανένα περιθώριο αντίστασης να τους παραδοθούμε ολοκληρωτικά. Δεν ξέρω.





Ξέρω όμως από τη μαθητεία μου στον χώρο των παραμυθιών πως η ζωγραφική της Όλγας Σταυρίδου είναι βαθιά παραμυθητική. Παρηγορεί τις λύπες μας, τις αδυναμίες μας, τα πάθη μας και την ανημπόρια μας σαν το φιλόστοργο χάδι της γιαγιάς μας. Παρηγορεί τα αναπάντητα βασανιστικά μας ερωτήματα μ’ ένα χαμόγελο άδολο, παιδικό. Παρηγορεί τον διχασμό μας, την απόγνωσή μας, την απιστία μας μόνο μ’ ένα της ίχνος. Ίχνος χειρονομίας, χρώματος, γραμμής, που δεν μένει ποτέ μόνο του μετέωρο, αλλά συνυφαίνεται από πολλές άλλες χειρονομίες, αλλεπάλληλες γραμμές και χρώματα πάνω στο είναι του σαν το ίχνος της ύπαρξης ενός ανθρώπου και της ιστορίας γενεών και γενεών που προηγήθηκαν πριν απ’ αυτόν και φέρει επάνω του. 




Η θαλπωρή του φωτός που διατρέχει κάθε πινελιά από τις αναρίθμητες των θεμάτων της είναι τόσο μεγάλη που δεν αφήνει τίποτα απαρηγόρητο, τίποτα θλιμμένο, τίποτα σκιερό.





Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει πάντα όλα αυτά, όποιο κι αν είναι το θέμα της. Δεν ξέρω αν είναι η σπουδαία τεχνική της, η υπομονή της που προσιδιάζει αυτήν μιας παλιάς κεντήστρας, ή η ίδια η αραχνοϋφαντη ψυχή της που δεν έπαψε ποτέ να συνδέεται με την αόρατη ουσία. Ξέρω όμως, πως τα καταφέρνει κι έτσι μας χαρίζει με τον εντελώς προσωπικό της τρόπο αυτό που κατόρθωσαν μόνον οι μεγάλοι μάστορες της βυζαντινής τέχνης σαν τον Μανουήλ Πανσέληνο και τον Θεοφάνη τον Κρήτα."  



Σημείωση:
Το κείμενο, γραμμένο  στις 22 Οκτωβρίου 2011, όπως και οι φωτογραφίες, συμπεριλαμβάνονται στο έξοχο λεύκωμα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.
Κείμενα κριτικής προσέγγισης έγραψαν οι
Θανάσης Γεωργιάδης, Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Στέλιος Κούκος, Φωτεινή Παπαντωνίου, Κώστας Σιμόπουλος, Χρήστος Γουσίδης, Έρη Κασίμη, Βασιλική Νευροκοπλή.
Ποιήματα: Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, Μαίρη Γιόση, Π.Β.Πάσχος και Νόκος Παναγιωτόπουλος.
Επιμέλεια έκδοσης: Αλέξης Βερούκας, Αλέξανδρος Κοσματόπουλος.