[...]
Το Παραμύθι της Μουσικής θα μπορούσε να είναι μια αληθινή ιστορία που να αφορά κάθε τέχνη. Αν στεγάζεται κάτω από την σκέπη του παραμυθιτικού λόγου είναι γιατί αυτή είναι φτιαγμένη από ουρανό που επιτρέπει ανεμπόδιστα το φως του να διεισδύσει στην καρδιά του ανθρώπου.
Η συγγραφέας του παραμυθιού, Βασιλική Νευροκοπλή, μίλησε στην artpress για το παραμύθι, τη μουσική, τη διαφορετικότητα και την αλήθεια στη ζωή μας, τα παραμύθια και τα μελλοντικά της σχέδια .
Ποια ήταν η αιτία συγγραφής του παραμυθιού;
Το συγκεκριμένο παραμύθι ήταν επιθυμία του συζύγου μου Κυριάκου Καλαϊτζίδη, καλλιτεχνικού διευθυντή της Σχολής Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής “Εν Χορδαίς”, συνθέτη και ουτίστα. Ο Κυριάκος, διαπιστώνοντας πως δεν υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία ένα παραμύθι αντίστοιχο με το παραμύθι “Ο Πέτρος και ο Λύκος” της Δυτικής μουσικής, μου ζήτησε να γράψω κάτι μέσα από το οποίο να παρουσιάζονται τα όργανα της παραδοσιακής μουσικής της χώρας μας και των γειτονικών της χωρών, με τις οποίες πριν αιώνες μας ένωνε κοινή μουσική κληρονομιά.
Για ποιό λόγο επιλέξατε ως τόπο διεξαγωγής του παραμυθιού την αρχαία και βυζαντινή Μαρώνεια;
Η κοινή μουσική κληρονομιά του λαού μας με τους γειτονικούς μεσογειακούς λαούς στα χρόνια του Βυζαντίου ήθελα να έχει αναφορά σ’ έναν πραγματικό τόπο που θα ευχόμουν να ήταν στην Ελλάδα. Είναι καλό να στηρίζονται, ακόμα και τα παραμύθια, στο ρεαλισμό και την ιστορία, -όταν αυτό είναι εφικτό. Είναι αλήθεια όμως, πως ήμουν λίγο περισσότερο απαιτητική. Έτσι, επικοινώνησα μ’ έναν φίλο μου, τον Θανάση Αγγέλου, που ήταν καθηγητής Βυζαντινολογίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων και τον ρώτησα το εξής: “Ποιος τόπος στην Ελλάδα είχε επί Βυζαντίου βασιλικό παλάτι και συνδύαζε γεωφυσικά βουνό με θάλασσα;” Βλέπετε στο μυαλό μου είχα φτιάξει ήδη αυτή την εικόνα, και αυτήν αποζητούσα και στην πραγματικότητα. Ο κ. Αγγέλου αφού σκέφτηκε λίγο μου απάντησε με σιγουριά πως μόνο η Μαρώνεια διέθετε όλες αυτές τις προδιαγραφές, και μάλιστα τις ξεπερνούσε, μιας και είναι γνωστή από την εποχή του Ομήρου που την αναφέρει στα έπη του κατονομάζοντας και τον βασιλιά της Μάρωνα. Έτσι τοποθέτησα κι εγώ όλη την ιστορία στη Μαρώνεια, και όταν πήγα από κοντά και την είδα κατάλαβα πως ήταν ακριβώς αυτό που αποζητούσα.
Γιατί επιλέξατε η Θεοδώρα, κεντρικό πρόσωπο του παραμυθιού, να είναι τυφλή;
Οι ήρωες των παραμυθιών έχουν τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο πιο ακραίες προσωπικότητες είναι. Σ’ ένα κείμενο μικρής έκτασης, -όπως είναι το παραμύθι-, δεν υπάρχει η πολυτέλεια να ξεδιπλωθεί ένας χαρακτήρας σε πολλές σελίδες και γεγονότα. Έτσι το “σήμα” πρέπει να δοθεί άμεσα και να είναι ισχυρό. Γιατί όμως να είναι ειδικά τυφλή; Έκανα την επιλογή αυτή διότι αφενός η παγκόσμια ιστορία έχει αναδείξει ως κορυφαίους μουσικούς, ανθρώπους τυφλούς που καταφέρνουν να αναπληρώσουν την έλλειψη της όρασης στην ακοή, ισχυροποιώντας την σε βαθμό σχεδόν απόλυτο, και αφετέρου διότι μ’ ενδιέφερε να δουν τα παιδιά πως η δύναμη μπορεί να ξεπηδήσει μέσα από την αδυναμία, η υγεία της ψυχής και του νου μέσα από τη σωματική ασθένεια και το χάρισμα μέσα από την έλλειψη -και όχι την πληρότητα και την αρτιότητα που συνηθίσαμε να εκτιμούμε περισσότερο.
Ποιό ήταν το αρχικό φινάλε του παραμυθιού και τι συντέλεσε στην ανατροπή του;
Αν θυμάμαι καλά, το αρχικό φινάλε ήταν πως η Θεοδώρα επιλέγει για σύζυγό της έναν από τους μουσικούς. Ο χρόνος όμως της συγγραφής ενός βιβλίου δεν είναι έξω από το χρόνο της ζωής μας, αλλά μέσα σ’ αυτόν, προχωρούν μαζί ζωή και συγγραφή. Έτσι, τα δύο χρόνια στα οποία εργαζόμουν πάνω στο κείμενο με έστρεψαν σε άλλη κατεύθυνση εξαιτίας των προσωπικών βιωμάτων που είχα εκείνο το διάστημα. Αφενός, έκανα μαθήματα τραγουδιού, πράγμα που μια μέρα με οδήγησε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει πιο τέλειο όργανο από τη φωνή. Ο άλλος λόγος έχει να κάνει με την αλήθεια της ζωής μας, πως συχνά αυτό που γυρεύουμε μακριά μας, το έχουμε δίπλα μας και δεν το βλέπουμε. Συχνά βέβαια είναι αναγκαίο να πραγματοποιήσουμε ένα μεγάλο ταξίδι σε τόπους και ανθρώπους μακρινούς για να αναγνωρίσουμε το δικό μας τόπο και τους πιο δικούς μας ανθρώπους. Έτσι μέσα από την εμπειρία του “ξένου” αποκτούμε επίγνωση του πιο δικού μας, που πριν εκλαμβάναμε ως αυτονόητο και γι’ αυτό και δεν του δίναμε σημασία. Στο τέλος, αναγνωρίζουμε πως αυτό μας ταιριάζει και μιλά στην καρδιά μας όσο τίποτε άλλο. Εξάλλου, η αγάπη που έχει ο Αλέξιος για τη Θεοδώρα είναι υψηλότερη τέχνη και από την καλύτερη μουσική, και η Θεοδώρα στο τέλος μαθαίνει πως στην πραγματικότητα αυτήν την τέχνη αναζητούσε.
Ποιός ο ρόλος της μουσικής στην κατανόηση λαών και πολιτισμών;
Σ’ αυτό θα απαντούσε πληρέστερα ένας μουσικός. Προσωπικά θεωρώ τη μουσική ως βασίλισσα όλων των τεχνών. Δεν απαιτεί μετάφραση, δεν έχει σύνορα, είναι η παγκόσμια γλώσσα και απευθύνεται κατευθείαν στο θυμικό. Συγκινεί τους πλέον ετερόκλητους ανθρώπους από όποια μέρη του πλανήτη κι αν προέρχονται. Δεν προβάλλει φορτία ιδεολογικά –ακόμη κι αν πηγάζει από τέτοια-, που αυτά κυρίως διαχωρίζουν τους ανθρώπους. Νομίζω πως η μουσική είναι το πρώτο “όπλο” για να πέσουν τα τείχη που χωρίζουν τους λαούς. Με τον πιο απαλό τρόπο προδίδει τις νοοτροπίες των λαών, το βλέμμα τους πάνω στη ζωή, τις αντιλήψεις τους. Αν σε συγκινήσει η μουσική του εχθρού σου, τότε παύει να είναι εχθρός σου. Από κει και πέρα για να φτάσεις να κατανοήσεις έναν λαό και τον πολιτισμό του πρέπει να βουτήξεις και σε πολλά άλλες εκφάνσεις της ζωής και της ιστορίας του.
Έχετε γράψει πολλά βιβλία για παιδιά. Ποιος ο ρόλος της παιδικής λογοτεχνίας γενικότερα και ιδιαίτερα σε περίοδο κρίσης;
Δεν μπορώ να μιλήσω για το “γενικότερα”, αλλά μόνο για το “ειδικότερα”. Αν γράφω παραμύθια -και όχι κάποιο άλλο είδος βιβλίων για παιδιά-, είναι γιατί αγαπώ και εκτιμώ την παρηγορητική διάσταση που κατεξοχήν έχουν τα παραμύθια όταν αυτά υποτάσσονται στην τέχνη του λόγου. Το παραμύθι μέσα από τις περιπέτειες, τις ανατροπές, τις αντιθέσεις και το πάντα καλό του τέλος, καταφέρνει μέσα στο σύντομο λόγο του να συμπεριλάβει όλη τη ζωή του ανθρώπου.
Είναι σαν μια καραμέλα με πολλές διαδοχικές γεύσεις που στο τέλος είναι πάντα γλυκιά και μάλιστα τόσο γλυκιά που θέλεις οπωσδήποτε να τη φας μέχρι το τέλος -κι ας είναι στην αρχή ξινή ή πικρή.
Έχει ελπίδα το παραμύθι, όπως οφείλει να έχει, και έχει, η ίδια η ζωή. Χωρίς να το επιδιώκει, το παραμύθι μας δίνει το καλύτερο βιωματικό μάθημα: αξίζει να ζούμε και να τα ζούμε όλα, γιατί πάντα κάτι πολύ γλυκό μας περιμένει που θα μας κάνει να πούμε χαλάλι για όλα όσα περάσαμε.
Είναι, ας πω, μια προτύπωση όλης της ζωής μας συμπυκνωμένη σε λίγες σελίδες. Άρα, έχει μεγάλη δύναμη και μια αξία που αποκτά ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις σε περιόδους κρίσης, που όλα θέλουν να μας απελπίσουν. Τα παιδιά γεννούν τα παραμύθια και τα όνειρα, τα παραμύθια τρέφουν τα όνειρα και τα παιδιά. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει ζωή.
Γράφετε κάτι αυτή την εποχή;
Συνήθως πάντα κάτι γράφω, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σχεδιάζω και να το εκδώσω ως βιβλίο. Μέσα σε όλα αυτά που γράφω, περιμένω κάποιο απ’ όλα να μου φανερώσει αν αξίζει να βγει βιβλίο. Δεν το αξίζουν όλα, τα περισσότερα δεν το αξίζουν, κι εγώ, -με όση συναίσθηση διαθέτω-, θέλω να δημοσιεύω ό,τι καλύτερο έχω, όχι μέτρια και εύκολα κείμενα, -δηλ. όνειρα φτωχά και εφήμερα.
Αυτή τη στιγμή εικονογραφείται ένα παραμύθι μου που θα κυκλοφορήσει με το καλό μέσα στον χρόνο από τις εκδόσεις Λιβάνη, με τίτλο: “Το πουλί χωρίς πόδια”. Πρόκειται για ένα πουλί που έχει φτερά, όχι όμως πόδια, και αναζητά το νόημα της ζωής του και την ταυτότητά του. Είναι από τα πιο παλιά μου παραμύθια που δεν έπαψα να διορθώνω εδώ και δέκα περίπου χρόνια. Σχεδόν δεν ήθελα να το αποχωριστώ, αλλά τελικά το αποφάσισα. Καιρός να πετάξει…
Αυτό που κυρίως κάνω αυτόν τον καιρό είναι να διαβάζω βιβλία σχετικά με τα Χριστούγεννα, ώστε αν μπορέσω στο τέλος να γράψω κάτι. Αυτό προορίζεται για ενήλικες, αλλά πάντα εντός του σύμπαντος της Παραμυθίας στο οποίο κινούμαι φύση και θέση.
Το παραμύθι της μουσικής και σε cd από το Εν Χορδαίς
“Το παραμύθι της μουσικής”, που ως βιβλίο κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Λιβάνη και εικονογράφησε ο Νικόλας Ανδρικόπουλος, κυκλοφορεί σε βιβλιοπωλεία και δισκοπωλεία και σε cd από τις εκδόσεις Εν Χορδαίς.
Τα τέσσερα πρώτα track του cd περιλαμβάνουν το κείμενο του Παραμυθιού αφηγούμενο από τη συγγραφέα και την ηθοποιό Δέσποινα Σαραφείδου συνοδευμένο από τις μουσικές συνθέσεις του Κυριάκου Καλαϊτζίδη, ερμηνευμένες από το μουσικό σχήμα «Εν Χορδαίς», καθώς και γνωστά κομμάτια της Μεσογειακής μουσικής από ξένους δεξιοτέχνες. Τα υπόλοιπα track συνιστούν κατ’ ουσία ένα β΄ μέρος όπου περιέχει μόνον τη μουσική, ώστε να μπορεί ο ακροατής να την ακούσει και αυτόνομα ή ο εκπαιδευτικός να την διδάξει σε συνδυασμό με το ομώνυμο βιβλίο.
Μία ακόμα ξεχωριστή παραγωγή του βραβευμένου, από το RADIO FRANCE για το 2008 με το Prix France Musiquedes Musiques Du Monde, μουσικού σχήματος «Εν Χορδαίς» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, και τον ομώνυμο Πολιτιστικό Οργανισμό. Οι νέες συνθέσεις του Κυριάκου Καλαϊτζίδη συνταιριάζονται αρμονικά με γνωστά κομμάτια της Ανατολικής και Δυτικής Μεσογείου (Do zarbi Bayât-e tork, Ya mersal el marasil και Ya soi desposado, Pavana) όπως και η ερμηνεία τους από το μουσικό σχήμα «Εν Χορδαίς» «παντρεύεται» αυτή των προσκεκλημένων μουσικών από τη Μεσόγειο (Imane Homsy – κανονάκι, Misirli Ahmet – τουμπελέκι, Lluis Coll – κορνέτο, Pietro Prosser μεσαιωνικό λαούτο κ.α.).
[...]