Το
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη το αντέγραψα γράμμα-γράμμα το 1996 με ένα δάκτυλο
αφού δεν ήξερα γραφομηχανή. Το διοχέτευσα (ανώνυμα) στο Ιντερνετ λίγο μετά
τον θάνατο του μεγάλου μας ποιητή. Ήταν απότιση ενός μικρου φόρου τιμής
σ’ αυτόν και μια συμβολή στην προσπάθεια να μπορούν οι Έλληνες ανά την υφήλιο
να διαβάσουν ελληνικά κείμενα ποιότητας.
Το
1996 δεν είχα την δυνατότητα να χρησιμοποιήσω τόνους και γι αυτό ζητώ κατανόηση.
Για προσωπικούς λόγους αφήνω το κείμενο στην αρχική του μορφή. Εν τω μεταξύ
το ποίημα αυτό κυκλοφόρησε σε διάφορες μορφές, σε πολλές άλλες ιστοσελίδες
οπότε αποφάσισα να το καταχωρήσω και εγώ στην δική μου.
Τέλος,
μιας κι ο Ελύτης ποτέ δεν υπομνηματίζει τα ποιήματά του, προσπάθησα ανατρέχοντας
σε διάφορες άλλες πηγές να ρίξω λίγο φως σε ορισμένα ονόματα, λέξεις, αναγράμματα
κλπ. που αναφέρονται στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ελπίζοντας έτσι να βοηθήσω τον αναγνώστη.
Αθανάσιος
Γιάννης Βόννη 1997, Λειψία 2010
Υ.Γ.
Είμαι ερασιτέχνης , όχι σοφός αλλά φιλό-σοφος. Και „ιητρός γαρ ανήρ πολλών
αντάξιος
άλλων„...
Ο
Ελύτης μιλάει για το Άξιον Εστί
(το
αντέγραψα απο μια συνέντευξη του ποιητή στην ΕΡΤ)
Έβλεπα
καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα
του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους
του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο
εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μού ́δωσε το δεύτερο εύρημα,
να δώσω δηλαδή σ ́ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής
λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί.
Πλεονακις
επολεμησαν με εκ νεοτητος μου, και γαρ ουκ ηδυνηθησαν μοι1. Ψαλμος ΡΚΗ
Η
ΓΕΝΕΣΙΣ
Στην
αρχη το φως και η ωρα η πρωτη που τα χειλη ακομη στον πηλο δοκιμαζουν τα πραγματα
του κοσμου Αιμα πρασινο και βολβοι στη γη χρυσοι Πανωραια στον υπνο της απλωσε και
η θαλασσα γαζες αιθερος τις αλευκαντες
κατω
απο τις χαρουπιες και τους μεγαλους ορθιους φοινηκες Εκει μονος αντικρισα τον κοσμο
κλαιγοντας γοερα
Η
ψυχη μου ζητουσε Σηματωρο και Κηρυκα Ειδα τοτε θυμαμαι τις τρεις Μαυρες Γυναικες2.
vα σηκωνουν τα χερια κατα την Ανατολη Χρυσωμενη τη ραχη τους και το νεφος που αφηναν
λιγο-λιγο σβηνοντας
δεξια
Και φυτα σχηματων αλλων Ηταν ο ηλιος με τον αξονα του μεσα μου πολυαχτιδος ολος
που καλουσε Και αυτος αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν Ο ακομη χλωρος μες
τη φωτια Ο ακοπος απ' τον ουρανο Ενιωσα ηρθε κι εσκυψε πανω απο το λικνο μου ιδια
η μνημη γιναμενη παρον τη φωνη πηρε των δεντρων, των κυματων: "Εντολη σου,
ειπε, αυτος ο κοσμος και γραμμενος μες τα σπλαχνα σου ειναι Διαβασε και προσπαθησε
και πολεμησε" ειπε "Ο καθεις και τα οπλα του" ειπε Και τα χερια του
απλωσε οπως κανει νεος δοκιμος Θεος για να πλασει μαζι αλγηδονα3 και ευφροσυνη.
Πρωτα συρθηκαν με δυναμη και ψηλα πανω απο τα μπεντενια ξεκαρφωθηκαν πεφτοντας οι
Εφτα Μπαλταδεςκατα πως η καταιγιδα στο σημειο μηδεν οπου ευωδιαζει απ' αρχης παλι
ενα πουλι καθαρο παλιννοστουσε το αιμα και τα τερατα επαιρναν την οψη του ανθρωπου
Τοσο ευλογο το Ακατανοητο Υστερα και οι ανεμοι ολης της φαμιλιας μου εφτασαν τ'
αγορια με τα φουσκωμενα μαγουλα και τις πρασινες ουρες ομοια Γοργονες και οι αλλοι
γεροντες γνωριμοι παλαιοι οστρακοδερμοι γενειοφοροι Και το νεφος εχωρισαν στα δυο
Και αυτο παλι στα τεσσερα και το λιγο που απομεινε φυσηξαν στο Βορρα Με πλατυ πατησε
ποδι στα νερα και αγερωχος ο μεγας Κούλες4 Η γραμμη του οριζοντα ελαμψε ορατη και
πυκνη και αδιαπεραστη
ΑΥΤΟΣ
ο πρωτος υμνος
ΚΑΙ
ΑΥΤΟΣ αληθεια που ημουνα Ο πολλους αιωνες πριν Ο ακομη χλωρος μες τη φωτια Ο Αχειροποιητος
με το δαχτυλο εσυρε τις μακρινες γραμμες
ανεβαινοντας
καποτε ψηλα με οξυτητα και φορες πιο χαμηλα οι καμπυλες απαλες μια μεσα στην αλλη
στεριες μεγαλες που ενιωσα να μυριζουνε χωμα οπως η νοηση Τοσο ηταν αληθεια που
πιστα μ' ακολουθησε το χωμα εγινε σε μεριες κρυφες πιο κοκκινο και αλλου με πολλες
μικρες πευκοβελονες
Υστερα
πιο νωχελικα οι λοφοι οι κατωφερειες αλλοτε και το χερι αργο σε αναπαυση τα λαγκαδια
οι καμποι κι αξαφνα παλι βραχοι αγριοι και γυμνοι δυνατες πολυ παρορμησεις Μια στιγμη
που εσταθηκε να στοχαστει κατι δυσκολο ή κατι το υψηλο: ο Ολυμπος, ο Ταϋγετος
"Κατι που να σου σταθει βοηθος και αφου πεθανεις" ειπε Και στις πετρες
μεσα τραβηξε κλωστες κι απ' τα σπλαχνα της γης ανεβασε σχιστολιθο ενα γυρο σ' ολη
την πλαγια τα πλατια στερεωσε σκαλοπατια Εκει μονος απιθωσε κρηνες5 λευκες μαρμαρινες
μυλους ανεμων τρουλους ροδινους μικρους και ψηλους διατρητους περιστεριωνες Αρετη6
με τις τεσσερις ορθες γωνιες Κι επειδη συλλοστηκεν ωραια που ειναι στην αγκαλια
ο ενας του αλλου γεμισαν ερωτα οι μεγαλες γουρνες αγαθα σκυψανε τα ζωα μοσκαρια
και αγελαδες σα να μη ητανε στον κοσμο πειρασμος κανενας και να μη ειχαν γινει ακομη
τα μαχαιρια "Η ειρηνη θελει δυναμη να την αντεξεις" ειπε και στροφη γυρω
του κανοντας μ' ανοιχτες παλαμες εσπειρε φλομους κροκους καμπανουλες ολων των ειδων
της γης τ' αστερια τρυπημενα στο ενα φυλλο τους για σημειο καταγωγης και υπεροχή
και δυναμη
Α
ΥΤΟΣ ο κοσμος ο μικρος, ο μεγας!