Labels

Friday, January 10, 2014

Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών - Λόγος Γρηγορίου Νύσσης (απόσπασμα)







[...}


Ὄνειρο ποὺ φαίνεται καὶ χάνεται κάθε στιγμὴ 

6. Δὲν εἶδες σὲ νεκροταφεῖα τὰ μυστήρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας; Δὲν εἶδες τὸν στοιβαγμένο σωρὸ τῶν ὀστῶν; Κρανία ἀπογυμνωμένα ἀπὸ σάρκες, θέαμα φοβερὸ κι ἀπαίσιο, νὰ φαίνονται μὲ ἀδειανὲς τὶς κόγχες τῶν ματιῶν. Εἶδες στόματα ἀνοικτὰ ( χάσκοντα ) καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος νὰ ἔχουν διασκορπιστεῖ ἀπὸ τὸ συναρμολογημένο σῶμα; Ἂν εἶδες ἐκεῖνα, μέσα σ' ἐκεῖνα ἔχεις δεῖ τὸν ἑαυτό σου. Ποῦ εἶναι τὰ σημάδια τοῦ σημερινοῦ ἄνθους; Ποῦ εἶναι τὸ ὡραῖο χρῶμα τοῦ μάγουλου; Ποῦ εἶναι τὸ χαμόγελο ποὺ ἄνθιζε στὰ χείλη; Ποῦ εἶναι μέσα στὰ μάτια ἡ αὐστηρὴ ὀμορφιά, ἡ ὁποία φωτιζόταν ἐλαφρὰ κάτω ἀπὸ τὸ περίβλημα τῶν φρυδιῶν; Ποῦ εἶναι ἡ ἴσια μύτη στὴ μέση τῆς ὀμορφιᾶς τῶν παρειῶν. Ποῦ εἶναι τὰ ριγμένα πάνω στὸν αὐχένα μαλλιά; Ποῦ εἶναι οἱ γύρω ἀπὸ τοὺς κροτάφους πλεξίδες; Ποῦ εἶναι τὰ χέρια ποὺ ἐξαπολύουν βέλη; Ποῦ εἶναι τὰ πόδια ποὺ καβαλλικεύουν ἄλογα; Ἡ πορφύρα, ἡ βύσσος, ὁ ἐλαφρὸς ἐπενδύτης, ἡ ζώνη, τὰ πέδιλα, τὸ ἄλογο, τὸ τρέξιμο, ἡ αὐθάδης ἔπαρση, ὅλα ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα αὐξάνει τώρα ἡ ἀλαζονεία σου; Πές μου ποῦ διακρίνεις σ' ἐκείνους αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα τώρα περηφανεύεσαι καὶ ὑψηλοφρονεῖς; Ποιὸ ὄνειρο εἶναι τόσο ἀνύπαρκτο; Ποιὰ φαντασιοκοπήματα ποὺ γεννιῶνται στὸν ὕπνο εἶναι τέτοια; Ποιὰ σκιὰ εἶναι τόσο ἀδύνατη καὶ ἄπιαστη, ὅπως εἶναι τὸ νεανικό σου ὄνειρο, ποὺ ἅμα φανεῖ, ἀμέσως χάνεται; Κι αὐτὰ μὲν εἶχα νὰ ὑπενθυμίσω στοὺς νέους, ποὺ ἀνοηταίνουν ἐξαιτίας τῆς ἀσυμπλήρωτης ἡλικίας τους.

Τί νὰ πεῖ κανεὶς ὅμως γιὰ τοὺς ἤδη ὥριμους; Γι’ αὐτοὺς ἡ μὲν ἡλικία πέρασε, ὁ χαρακτήρας εἶναι ὅμως ἀσταθὴς κι ἡ ἀσθένεια τῆς περηφάνειας ἐπιδεινώνεται. Ὑψηλοφροσύνη ὀνομάζουν αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τοῦ χαρακτήρα. Αἰτία δὲ τῆς περηφάνειας, ὥς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶναι ἡ ἀρχομανία καὶ ἡ σχετικὴ μ' αὐτὴν ἐξουσία. Καὶ τὸ παθαίνουν αὐτὸ εἴτε ὅταν πάρουν στὰ χέρια τους τὴν ἐξουσία, εἴτε ὅταν προετοιμάζονται γι’ αὐτήν, ἢ ἀκόμη ἀπὸ σχετικὲς μὲ αὐτὲς διηγήσεις, ποὺ ἀνανεώνουν πολλὲς φορὲς τὴν ἀσθένεια. Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ τὸν ἀκούσουν, ἀφοῦ τὰ αὐτιὰ τους ἔχουν βουλώσει ἀπὸ τὶς φωνὲς τῶν κηρύκων; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τοὺς πείσει, ὅτι δὲν διαφέρουν καθόλου ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ κινοῦνται ἐπιδεικτικὰ πάνω στὴν θεατρικὴ σκηνή; Ἀλλὰ ἐκεῖνοι τουλάχιστον φοροῦν κι ἕνα προσωπεῖο ἀπὸ τὰ λεπτοκαμωμένα, καὶ πορφύρα χρυσοκέντητη, κι ἡ πομπὴ της γίνεται πάνω σὲ ἅρμα καὶ παρόλα αὐτὰ σ' αὐτοὺς δὲν εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο τῆς περηφάνιας ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν. Ἀλλὰ ὅποια ἰδέα ἔχουν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους πρὶν ἀνεβοῦν στὴ σκηνή, τὴν ἴδια διατηροῦν μέσα τους καὶ ὅταν βρίσκονται πάνω στὴ σκηνή. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲν στεναχωροῦνται ὅταν κατέβουν ἀπὸ τὸ ἅρμα καὶ ὅταν ἀφαιρέσουν τὸ προσωπεῖο. Ὅσοι ὅμως κινοῦνται ἐπιδεικτικὰ πάνω στὴ σκηνὴ τῆς ζωῆς, κατέχοντας κάποιο ἀξίωμα, δὲν σκέπτονται οὔτε τὸ πρὶν ἀπὸ λίγο, δηλ. τὸ αὔριο, καὶ φουσκώνουν ὅπως οἱ φοῦσκες μὲ τὸ φούσκωμα. Ἔτσι κι αὐτοὶ φουσκώνουν ἀπὸ τὴ μεγάλη φωνὴ τοῦ κήρυκα καὶ φοροῦν πάνω στὸν ἑαυτὸ τους τὰ χαρακτηριστικὰ κάποιου ξένου προσωπείου καὶ μεταβάλλουν τὴ φυσικὴ διάθεση τοῦ προσώπου τους καὶ δὲν γελοῦν ἢ παριστάνουν τὸν φοβισμένο. Ἐφευρίσκουν κι ἕνα τρόπο ὁμιλίας πιὸ σκληρό, κάνοντάς την νὰ μοιάζει μὲ φωνὴ θηρίου, γιὰ νὰ προκαλέσει κατάπληξη σὲ ὅσους τὴν ἀκούουν. Δὲν παραμένουν μέσα στὰ ἀνθρώπινα ὅρια, ἀλλὰ διαφημίζουν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀπιδιὰ τῆς θεϊκῆς δύναμης καὶ ἐξουσίας. Πιστεύουν πὼς εἶναι κύριοι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὅτι στὸν ἕνα ἀπ' αὐτοὺς ποὺ δικάζουν δίνουν ἀθωωτικὴ ψῆφο, ἐνῶ τὸν ἄλλο τὸν καταδικάζουν μὲ θάνατο. Καὶ δὲν προσέχουν οὔτε καὶ τοῦτο, ποιὸς δηλ. εἶναι ὁ ἀληθινὰ κύριος τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὁ ὁποῖος καθορίζει καὶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της. Καὶ ὅμως αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὸ χτύπημα τῆς ἀλαζονείας, τὸ ὅτι δηλ. βλέπουμε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες νὰ ἁρπάζονται ἀπὸ τοὺς θρόνους τους καὶ ἀπὸ τὸ προσκήνιο τῆς ἐξουσίας καὶ νὰ μεταφέρονται ἔξω στοὺς τάφους κι ὁ θρῆνος γιὰ τὸ θάνατό τους νὰ διαδέχεται τὶς φωνὲς τῶν κηρύκων.



«... τῶν καθελκόντων πτωχεύσωμεν »

7. Πῶς εἶναι λοιπόν, κανεὶς κύριος τῆς ξένης ζωῆς, ὅταν εἶναι ξένος τῆς δικῆς του; Κι αὐτὸς ἂν μὲν εἶναι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, δηλ. ταπεινός, καὶ προσβλέπει στὸ Χριστό, ποὺ γιὰ μᾶς θεληματικὰ πτώχευσε, κι ἀκόμη προσέχει στὴν ὁμοτιμία τῆς φύσης, δὲ θὰ βρίσκει καθόλου τὴν τιμὴ τοῦ ὁμοίου, ἐξαιτίας τῆς ψεύτικης ἐκείνης ἐπίδειξης γύρω ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ μακάριος, ἐπειδὴ μὲ τὴν ἐφήμερη ταπεινοφροσύνη πῆρε ὡς ἀντάλλαγμα τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μὴν ἀπορρίψεις, ἀδελφέ, καὶ τὸν ἄλλο λόγο τῆς πτωχείας ποὺ ἀποφέρει ὡς κέρδος τὸν οὐράνιο πλοῦτο, καὶ λέγει «Πώλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις καὶ θὰ ἀποκτήσεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανοὺς» ( Ματθ. 19, 21). Γιατί νομίζω πὼς κι αὐτὴ ἡ πτωχεία δὲν εἶναι ἀσυμβίβαστη μ' ἐκείνη ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος. Γιατί λέγει πρὸς τὸ διδάσκαλο ὁ μαθητής: «Μακάριοι ὅσοι εἶναι πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, γιατί σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Θέλεις νὰ κατανοήσεις ποιὸς εἶναι ὁ πτωχὸς στὸ πνεῦμα; Ἐκεῖνος ποὺ ἀνταλάσσει τὸ πλοῦτο τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ὑλικὴ εὐμάρεια. Πτωχεύει στὸ πνεῦμα ὅποιος πετάει ἀπὸ πάνω του, σὰν ἄλλο βάρος, τὸν ὑλικὸ πλοῦτο γιὰ νὰ ἀνέβει πρὸς τὰ ἄνω μετέωρος καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἀέρα, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος (Α΄ Θεσ. 4,16) «πορεύεται μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ πάνω στὶς νεφέλες».

Τὸ χρυσάφι εἶναι πράγμα βαρύ. Βαριὰ εἶναι κι ὅλα τὰ ἐπιδιωκόμενα ὑλικὰ πλούτη. Ἀνάλαφρο καὶ πρὸς τὰ ἄνω φερόμενο πράγμα εἶναι ἡ ἀρετή. Μεταξύ τους, ὅμως, αὐτά, τὸ βαρὺ καὶ τὸ ἐλαφρό, εἶναι ἀντίθετα. Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει κανεὶς ἀνάλαφρος, ὅταν ἔχει καρφώσει τὸν ἑαυτὸ του πάνω στὸ βάρος τῆς ὕλης. Ἐὰν πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀνεβοῦμε στὰ ψηλά, θὰ πτωχεύσουμε ὡς πρὸς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς τραβοῦν πρὸς τὰ κάτω, γιὰ νὰ φθάσουμε στὰ ψηλά. Ποιὸς εἶναι ὁ τρόπος, μᾶς τὸ λέγει ὁ ψαλμωδός: «Σκορπίζει, δίνει στοὺς πεινασμένους, ἡ ἀρετὴ του μένει αἰώνια» ( Ψαλμ. 101, 9). Ὅποιος κοινωνεῖ στὴν πτωχεία τοῦ πτωχοῦ, κατατάσσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἐπτώχευσε γιά μᾶς. Ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπτώχευσε, οὔτε κι ἐσὺ νὰ φοβηθεῖς στὴν πτωχεία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ γιὰ μᾶς ἐπτώχευσε, βασιλεύει σ' ὅλη τὴ δημιουργία. Ἄν, λοιπόν, πτωχεύσεις μαζὶ μὲ τὸν πτωχεύσαντα Κύριο καὶ θὰ βασιλεύσεις μαζὶ μὲ τὸν Βασιλεύοντα. Ἀλήθεια, εἶναι μακάριοι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα, ἐπειδὴ σ' αὐτοὺς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Εἴθε κι ἐμεῖς νὰ βρεθοῦμε ἄξιοι αὐτῆς τῆς βασιλείας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.








Γρηγόριος Νύσσης: Λόγοι εις τους μακαρισμούς (Α΄ λόγοςhttp://paterikakeimena.blogspot.gr/2011/03/blog-post_929.html

No comments:

Post a Comment

Σχόλια