Labels

Friday, January 28, 2011

Η φλούδα του δέντρου (Κάτι σαν παραμύθι)





Μία φλούδα δέντρου στη θάλασσα.
Δεν έχει βάρος να βουλιάξει, ούτε πανιά να ταξιδέψει με δική της βούληση.
Είναι μόνο μια φλούδα. Μια φλούδα μονάχη.
Το ρεύμα του νερού την οδηγεί.
Ξημερώνει, βραδιάζει.
Η φλούδα μέσα στη θάλασσα συνεχίζει το ταξίδι της. Χωρίς προορισμό.
Χωρίς το φόβο του προορισμού.
Τον φόβο που γεννά η επίγνωση. Τι επίγνωση να έχει μια φλούδα;
Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν της.
Όταν ακόμα αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του μεγάλου δέντρου στην όχθη του ποταμού. Τότε, είχε και επίγνωση, είχε και φόβους. Είχε αισθήματα.
Διατηρεί μια θαμπή μνήμη εκείνου του καιρού.
Μαζί τα ίχνη της μνήμης ενός πονου, όχι τον πόνο.

Το χάραμα που κατέφθασαν οι ξυλοκόποι είχε ομιχλη πυκνή.
Δε θυμάται τα πρόσωπά τους, ούτε τα χέρια τους. Όλα τα εξαφάνιζε η ομίχλη.
Όμως θυμάται το τσεκούρι. Το υγρό του μέταλλο. Ένα ένα τα χτυπήματα.
Το σώμα του δέντρου να σφαδάζει στους πονους, να αιωρείται για μια μόνο στιγμή, κι ύστερα να πέφτει με πάταγο στην όχθη. Θυμάται το τελευταίο χτύπημα πάνω της.
Ήταν μέρος του άχρηστου εξωτερικόύ φλοιού.
Την ξύρισε το τσεκούρι κι ένα χέρι μέσα σ' ένα σκληρό μαύρο γάντι την πέταξε στο νερό.

Θυμάται με μια μνήμη αχνή σα φανταστική. Δεν έχει καμιά βεβαιότητα σήμερα για όλα αυτά.
Ξέρει μόνο πως ταξιδεύει. Δεν ξέρει τι απέγινε το υπόλοιπο σώμα του δέντρου. Πού το φόρτωσαν. Πού το πήγαν. Τι το έκαναν.
Η άγνοια αυτή τής δίνει μια εξέχουσα ελαφρότητα. Μια ανακούφιση. Σαν αναισθησία.
Ταξιδεύει παραδομένη στα χέρια των στοιχείων και των στοιχειών.
Αμέριμνη σαν πεθαμένη.
Δεν την καταπίνει το νερό. Σα να τη σέβεται.
Δεν τη σηκώνει ο αέρας. Σαν από συστολή στο αθώο σώμα της.
Αναίτιο σώμα.

Ταξιδεύει διχως προορισμό. Δίχως φόβο. Δίχως επίγνωση.
Με μιαν εξέχουσα ελαφρότητα σαν άγνοια και μια βαρύτητα εκλεπτυσμένη σαν ερημία.

Ταξιδεύει απαρατήρητη. Την προσπερνούν ψαράδες, κολυμβητές, οι βουτηχτές της θάλασσας. Κανείς δεν την προσέχει.

Άξαφνα ένας ερωδιός στέκεται πάνω της να ξαποστάσει.
Στο άγγιγμά του φανερώνεται ο προορισμός της.
Στο πέταγμά του γεννιέται μέσα της μια στάλα αίσθημα. Κάτι σαν γνώση. Και σαν εκπλήρωση.
Μέσα στην ακατάπαυστη ροή του νερού, η φλούδα ξεκούρασε ένα πουλί.

Ταξιδεύει. Υπήρξε σταθμός. Ταξιδεύει. Ένα με τη ροή.
Ταξιδεύει. Υπήρξε. Ταξιδεύει. Υπάρχει.
Ταξιδεύει. Πάνω στο νεκρό της σώμα αναπαύτηκε για λίγο η ζωή.
Ταξιδεύει. Έχει νικήσει το θάνταο. Ταξιδεύει...







Wednesday, January 26, 2011

Έχει ο καιρός γυρίσματα...





Ο άνθρωπος, όσο περνούν τα χρόνια, αλλάζει. Συχνά φτάνει μάλιστα να υιοθετήσει συνήθειες ολοσδιόλου αντίθετες από εκείνες που θεωρούσε συστατικό της ύπαρξής του απο παιδί. Ίσως, γιατί, στα πλαίσια της συνύπαρξής του ως ενήλικας με ενήλικα διαμορφώνει τακτικές αντιπαράθεσης απέναντι στον άλλον, προκειμένου να διασφαλιστεί μια ισορροπία ανάμεσά τους.

Ενδόμυχα, ανεπαίσθητα, αλλά και ασυνείδητα ένας άνθρωπος περνά στο αντίπαλο στρατόπεδο των πρότερων συνηθειών του. Η ισοοροπία των αντιθέτων είναι λιγότερο εύθραυστη και επίφοβη από εκείνη της σύμπνοιας, της ταύτισης, ακόμη και της ομοψυχίας.

Η σύγκρουση και η εκ διαμέτρου διαφορετικότητα συνιστούν εγρήγορση, ανασφάλεια, παιχνίδι. Ένα παιχνίδι όπου ανά πάσα στιγμή όλα παίζονται, όλα διακυβεύονται, τίποτα δεν είναι προβλέψιμο. Εξάλλου, στις σχέσεις που εμπεριέχουν δυναμική, οι προβλέψεις είναι άχρησες, όσο και τα αποτελέσματά τους. Δεν υπάρχει νικητής και ηττημένος. Υπάρχει πορεία.

Εσύ από παιδί, μεγαλωμένη σε μια πολυπληθή οικογένεια, συνήθισες να μελετάς τα βράδια, έχοντας ενδεχομένως και ολίγον έμφυτη την αδείρητη ανάγκη για υψηλή συγκέντρωση που ευδοκιμεί κυρίως στα ήσυχα κλίματα. Περίμενες να κοιμηθούν όλοι οι άλλοι για να διαβάσεις τα μαθήματά σου και ο παραμικρός ήχος έφτανε στ' αφτιά σου σα βοή σεισμού που ξεκούρδιζε το αρμονικό σου σύμπαν. Θα πρέπει να ήσουν και λίγο ιδιόρρυθμη, ίσως και δύστροπη. Παραδέξου το, τώρα που μεγάλωσες. Ωστόσο, δεν διάβασες ποτέ ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το κρεβάτι ήταν για τον ύπνο και μόνον γι' αυτόν. Ξεκάθαρα πράγματα. Πάντα σου άρεσαν τα ξεκάθαρα πράγματα. Τόσο απλός ήταν ο νους σου, άλλο τόσο ευθύς ο χαρακτήρας σου.

Ώρες διάβασμα στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας. Πού ευχέρεια για γραφεία τότε;
Με τον καιρό, και για λόγους πνευματικής επιβίωσης υποθέτω, κατάφερες να μελετάς και εν μέσω εισβολέων θορύβων εξασκώντας τα όπλα της αυτοσυγκέντρωσης σε σημείο να τους αποκλείεεις εντελώς έξω από το τείχος της ακοής σου. Κάποτε κατατρόμαξες, όταν προσγειώθηκε μια παντούφλα στο κεφάλι σου, προκειμένου να ξυπνήσεις στην πραγματικότητα των εισβολέων, που, μάταια και για πολλή ώρα, επικαλούνταν το όνομά σου. Κανέναν δεν κατάφερες να πείσεις πως δεν τον αγνοούσες επιτηδες. Κανείς δεν πίστεψε πως όντως δεν άκουγες. Γιατί τόσο πικράθηκες τότε, δεν ξέρω.

Διατήρησες, όμως, με θρησκευτική ευλάβεια τη συνήθειά σου να μην διαβάζεις ποτέ στο κρεβάτι, κάτι που ήσουν βέβαιη πως δε θα άλλαζε ποτέ στους αιώνες των αιώνων. Όλα άλλαξαν, μαζί τους κι αυτό. Το μόνο που έμεινε ίδιο σ' εσένα είναι η πεποίθησή σου κάθε φορά για κάτι πως δεν πρόκειται ποτέ ν' αλλάξει. Τόσο αφελές και πεισματάρικο ήσουν από μικρό.

Παντρεύτηκες, νοικοκυρεύτηκες, η προσφιλής σου συνήθεια παρέμενε ακλόνητα σταθερή στο πέρασμα των πρώτων χρόνων του έγγαμου βίου σου. Η νυκτόβια αντιπαράθεση με τον σύντροφό σου συνεχιζόταν επίσης ακλόνητη για χρόνια, γιατί εκείνος έτυχε να έχει την ακριβώς αντίθετη συνήθεια από σένα. Από παιδί δεν μπορούσε να τον πάρει ο ύπνος αν πρώτα δεν διάβαζε ένα βιβλίο ξαπλωμένος. Αδιανόητο, συμφωνώ, αλλά συμβαίνουν και κάτι τέτοια στη ζωή. Πότε υποχωρούσε ο ένας, πότε ο άλλος, φοβερό μαρτύριο, δεν αντιλέγω, αλλά τι να γίνει, τα έχει αυτά ο γάμος και η συμβίωση, -και δεν είναι και τα πιο δύσκολα, μην υπερβάλλουμε...

Έλα όμως που ο άνθρωπος αλλάζει όσο περνούν τα χρόνια. Φτάνει μάλιστα κάποτε ν' αποκτήσει συνήθειες ολοσδιόλου αντίθετες από αυτές που είχε στο παρελθόν. Πολλά μπορούν να ευθύνονται γι' αυτή του την αλλαγή. Νομίζω πως κύριο ρόλο έπαιξε στην δική σου περίπτωση η συχνή απουσία του συντρόφου σου σε ταξίδια. Από τη στιγμή λοιπόν, που το αντίπαλλον δέος άρχισε να λείπει, άρχισες κι εσύ να αλλάζεις κατά τρόπο, θα σου το πω τώρα στα ίσα, απαράδεκτο. Απερίσκεπτα, δίχως τύψεις, αλλά ούτε και συναίσθηση, πέρασες στο αντίπαλο στρατόπεδο υιοθετώντας τακτικές του άλλου. Μαζί με διάφορες άλλες μικρουποχωρήσεις, έφτασες στο επαίσχυντο σημείο να διαβάζεις ξαπλωμένη στο κρεβάτι πριν κοιμηθείς. Προχώρησες με ακόμα μεγαλύτερο θράσος στο σημείο να μην μπορείς να κοιμηθείς αν πρώτα δεν διαβάσεις. Γιατί άραγε; Μήπως τελικά οικειοποιούμαστε τις συμπεριφορές του άλλου όταν λείπει προκειμένου να μη μας λείπει ή να μας λείπει λιγότερο; Εσύ ξέρεις...

Εκείνος λείπει και η άδεια θέση του στο κρεβάτι μεταμορφώνεται αμέσως σε οριζόντια βιβλιοθήκη. Για την ακρίβεια, σε ένα ακόμη γραφείο σου, γιατί γράφεις κιόλας ξαπλωμένη. Το "ένα ακόμη γραφείο" δεν είναι βέβαια σχήμα λόγου. Δεν αφήνεις τραπέζι για τραπέζι του σπιτιού που να μην εκμεταλλευτείς, με αποτέλεσμα όταν ψάχνεις κάτι να πρέπει να το γυρεύεις παντού. Φαίνεται πως εκείνο το τραπέζι της κουζίνας φταίει για όλα. Κάτι σαν κατοχικό σύνδρομο μου μοιάζει...

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά η κακιά συνήθεια επιβουλεύθηκε και κέρδισε και τον μεσημεριανό σου ύπνο. Αυτό συμβαίνει όμως με τις συνήθειες. Έχουν ασυγκράτητες επεκτατικές ορμές.

Αποτέλεσμα: το προηγούμενο πρόβλημα τώρα πια έχει αποκτήσει εντελώς αντίθετες διαστάσεις. Όταν το αντίπαλον δέος επιστρέφει διεκδικώντας τη θέση του, εσύ λυπάσαι βαθύτατα που πρέπει να αδειάσεις το κρεβατο-γραφείο από τα αγαπημένα σου βιβλία που θα βρεθούν αναγκαστικά στο πατωμα. Αλλά να ήταν μόνον αυτό. Δεν έχεις πλέον κανέναν λόγο αντιπαράθεσης, ούτε και διάθεση γι' αυτήν. Βλέπεις, κάποιοι άνθρωποι μένουν πιστοί στις συνήθειές τους για μια ζωή, -χαρακτηριστικό παράδειγμα ο σύντροφός σου. Κι έτσι οδηγείσαι με βήμα ταχύ σε μια ιδιαίτερα ανησυχητική, αν όχι επιβλαβή, σύμπνοια μαζί του. Διαβάζετε και οι δυο ξαπλωμένοι στο κρεβάτι προτού κοιμηθείτε.

Όλες αυτές τις εξελίξεις πρέπει να σου πω πως τις παρακολουθώ με άγρυπνο μάτι. Δεν σου κρύβω πως ανησυχώ. Βαθιά μέσα μου ελπιζω πως πολύ σύντομα μια άλλη συνήθεια θα κάνει την φαντασμαγορική της είσοδο στη ζωή σας, προκειμένου να κατακτηθεί εκ νέου η ισσοροπία των αντιθέτων που χάσατε και προσωπικά ευλαβούμαι όπως ξέρεις ιδιαιτέρως. Θα δείξει, έχε το νου σου σε παρακαλώ και ενημέρωνέ με....


Saturday, January 22, 2011

Δηλώνω Παρόν! (Σελίδα Αναγνώστες του protagon.gr)






Όταν συναντώ το Παρόν, όταν εξονυχιστικά το παρατηρώ, ή όταν το φροντίζω επιμελώς επιτρέποντάς του να εισχωρήσει στα μύχια της ύπαρξής μου, η ζωή μου αναγεννάται, η στιγμή μου παίρνει νόημα, και ναι, είναι αληθεια, ευτυχώ.
Στον καθρέφτη βλέπω πέρα απ’ τις ρυτίδες μου, το στιλπνό σώμα του αντικειμένου που με υποδέχεται θωπευτικά.
Στο φλυτζάνι του καφέ τα σχέδια που αφήνει το κατακάθι ζωγραφίζουν μυστικούς λαβύρινθους και δρόμους απόκρυφους που με προκαλούν να τους περπατήσω.
Η ψιλή βροχή γίνεται το ακριβότερο άρωμά μου, και οι λάσπες ηδονικό βούλιαγμα του κορμιού παιχνιδιάρικο.
Η οχλαγωγία των δρόμων γεμίζει χρώματα, οι βιαστικοί περαστικοί αστείες γκριμάτσες που με κάνουν να γελώ, κι οι κορνες των αυτοκινήτων κούρδισμα μουσικών πριν το κοντσέρτο που θα παίξουν τα σωθικά μου.
Τα φθαρμένα έπιπλα μεταμορφώνονται στις πιο πιστές φιλίες μου και τα άπλυτα πιάτα που αγόγγυστα περιμένουν να πλυθούν, το πρότυπο της υπομονής.
Αφού τα πλύνω, θα τα τακτοποιήσω στα ράφια τους σα μωρά στα κρεβάτια. Τόσο σπλαχνικά.
Η πολύχρονη ιστορία τους μου προσφέρει ένα στέρεο παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν είναι διόλου κύημα της φαντασίας μου, αλλά το ψηλαφώ, το μυρίζω, το βλέπω. Είναι σαφές, συγκεκριμένο, αντικειμενικό, αναμφίβολο.
“Προσεύχομαι στα πράγματα για να μου δώκουν ζωή”, είχε δηλώσει ο Πεντζίκης σε μια του συνέντευξη, και νιώθω στη σάρκα μου το νόημα των λόγων του, πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια...


Σημείωση: Κάνοντας κλικ πάνω στην τελευταία φράση (πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια...) μπορείτε να διαβάσετε όλο το κείμενό μου, που δημοσιεύτηκε σήμερα στη σελίδα Αναγνωστες του Protagon.gr

Thursday, January 20, 2011

Χάρτινα όνειρα, κείμενο: Βασιλική Νευροκοπλή, εικονογράφηση: Αιμιλία Κονταίου, εκδ.Διάπλαση


Θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες...

Οδυσσέας Ελύτης - Τα δημόσια και τα ιδιωτικά (απόσπασμα)




"... Kι ύστερα κακολογούν τους ποιητές ότι δεν έχουν τη δύναμη ν' αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, μόνον κάθονται και ρεμβάζουν. Καλά κάνουν. Να βάζεις με το νου σου αβρά πράγματα, και μάλιστα να τα βλέπεις απ' την ανάποδη, χρειάζεται να 'σαι σκληρός. Ή μήπως αδιάφορη και σκληρή δε δείχνει πάντα να είναι μέσα στις ομορφιές μας η φύση; Ή ζητάει τα αδύνατα; Να εκπληρώσει τον προορισμό της, χωρίς να αφεθεί να κλονιστεί από το χτυποδάρδι μας; Αυτό είναι. Το 'νιωσα δυνατά στον πόλεμο, πάνω στην υποχώρηση του '41, μέσα στο φούντωμα της άνοιξης, όταν έδινα βουτιά στα ριζά των ολάνθιστων σύδεντρων για να καλυφθώ από τα γερμανικά στούκας. Με το μάγουλο στο υγρό χώμα ζητούσα βοήθεια, συμπόνοια, προστασία () να μου ψιθυρίσουν αυτά τα μπουμπουκιασμένα κλωνιά έναν παρήγορο λόγο. Τίποτε. Το μόνο που ζητούσαν ήταν να μου υποβάλλουν το "αιώνιο" που είχαν ταχθεί να αντιπροσωπεύουν.
Έτσι ο ποιητής. Σκληρός. Και να ζητάει τ' αδύνατα.
Ω, και να μπορούσανε, λέει, και τα οργανωμένα κράτη να οργανώσουνε μια δημόσια ζωή με νόμους σαν αυτούς που διέπουν το άτομο. Να επιφοιτούσε στα κοινά η ψυχή, και μια διαταγή του Υπουργού Υγείας να ξαπόστελνε στα εργοστάσια επεξεργασίας αποριμμάτων όλες τις πενταροδεκάρες των συμφερόντων, για να βγουν έστω και λίγα γραμμάρια ομορφιάς. Να έπαιρνε πότε πότε η συνεδρίαση του Κοινοβουλίου τις προεκτάσεις που παίρνει ένα δάκρυ όταν διαθλά τις αθλιοτητες όλες κι απομένει να λάμπει σαν μονόπετρο.
Κοντολογίας, να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουν για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις ημέρες μας, αλλά από το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων.
Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχής που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κ ο ι ν ό τ η τ ε ς; Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή που μπορούσε μια μέρα να μας οδηγήσει σ' ένα ιδιότυπο κομμένο στα μέτρα της χώρας πολίτευμα; Όπου το κοινόν αίσθημα να συμπίπτει με κείνο των αρίστων. Τι έγινε η φύση που μαντεύουμε αλλά δεν τη βλέπουμε; Ο αέρας που ακούμε αλλά δεν τον εισπνέουμε;
Κουράστηκα να τα λέω. Θα 'θελα να μην είχα πια τίποτα να πω, αλλά πώς () που νιώθω να 'μαι ακόμα γεμάτος, φορτωμένος με τόνους ανέμων, τσουβάλια Ιουλίων, καλαθούνες ανθέων... Τα μωβ ξεχειλίζουν. Τα σκούρα μου κόβουν τους αγκώνες. Πολλά γαιώδη μουλιάζουν τα ρούχα μου. Άλλα, ελαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τρούλοι. Ανάγκη να ξεφορτώσω. Πώς όμως. που αυτά πλέον έγιναν στοιχεία του οργανισμού μου;
Έτσι και τ' αδειάσω, έσβησα."


Οδυσσέας Ελύτης, Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, εκδ. Ίκαρος, Μάιος 1990.

Σημείωση: Οι παρενθέσεις () υποδηλώνουν την άνω τελεία που δεν διαθέτει το πληκτολόγιο. Ίσως εν ονόματι της κατάργησης του δισταγμού που δεν συμβαδίζει με την τεχνολογία...
Για την αντιγραφή, Βασιλική Νευροκοπλή.

Sunday, January 16, 2011

Ανδρέας Κάλβος - Ωδή δεκάτη [ΧΧ]



Ο ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ
(απόσπασμα)

ζ' 
Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν
ω φίλοι ας παραιτήσωμεν
ξηρή πέτρα το στρώμα,
φαρμάκι το ψωμί
                 της δουλείας είναι.

η΄
Εδώ, σαν αναθήματα,
εις τον βωμόν πλησίον,
τους συγγενεις, τα τέκνα μας
αγαπητά, τους γέροντας
                  τώρα ας αφήσωμεν.

θ΄
Πάντα όσα εις την καρδίαν μας
είναι ακριβή, δεν πρέπουσιν
εις άνδρας 'που τρομάζουν
έμπροσθεν εις ανόητον
                  βάρβαρον σκήπτρον.

ι΄
Ούτε η ζωή δεν πρέπει.
Τρέξατε αδέρφια, τρέξατε
συμμέτρως εχορεύσαμεν,
σύμμετρα ας αποθάνωμεν
                  διά την πατρίδα.


Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί, Κριτική έκδοση Filippo Maria Rontani, Ίκαρος, 1988

Saturday, January 15, 2011

Emily Dickinson


[1540]
Ανεπαισθήτως όπως Θλίψη
Το Καλοκαίρι κύλησε-
Τόσο πια τόσο ανεπαισθήτως
Που θα 'λεγες μας Γέλασε-
Γαλήνη καταστάλαζε
Το Σούρουπο όσο πύκνωνε,
ή σαν να πέρναγε η Φύση
ένα Άσυλο μονάχη Απόγευμα-
Το Νύχτωμα νωρίτερα τραβιόταν-
Έλαμπε ξένο το Πρωί-
Με Χάρη αβρή, μα που πονούσε,
Σαν Επισκέπτης που θ' αναχωρούσε-
Κι έτσι χωρίς Φτερούγα, και χωρίς
Χάραγμα Πλοίου στο κύμα
Ανάλαφρα μέσα στην Ομορφιά
Το Θέρος μας δραπέτευσε.

(1865

Emily Dickinson, Το ανεξάντλητα Σημαίνον, 91 Ποιήματα, μτφ. Έλλη Συνοδινού, εκδ. Ιδεόγραμμα, Δεκέμβριος 2006


Βιογραφικά στοιχεία της ποιήτριας.
Γεννήθηκε το 1830 στο Άμερστ της Μασσαχουσέτης. Πέθανε το 1886. Τα μόνα ποιήματα που δημοσίευσε σ' ένα περιοδικό της εποχής ήταν έξι ποιήματα που της τα διόρθωσαν τόσο που τα διέστρεψαν. Δεν ξαναέστειλε τίποτα. Όταν πέθανε η αδερφή της βρήκε στο γραφείο της Έμιλλυ 1775 ποιηματα... Μετά από πολλά... το 1950 η κυριότητα των ποιημάτων της επήλθε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και μόνο το 1950 εκδόθηκε η τρίτομη έκδοση των ποιηάτων της. Ζούσε απολυτως κλεισμένη στο σπιτι της βλέποντας τα βουνά... Ήταν πανέξυπνη και είχε χιούμορ, ταξίδεψε ελάχιστα κι αυτό για ιατρικούς λόγους στη Βοστώνη γιατί είχε προβλήματα με τα μάτια της. Ο κόσμος της ήταν η Βίβλος, η τεράστια βιβλιοθήκη του δικηγόρου πατέρα της και οι φίλοι του που έρχονταν στο σπίτι...

Friday, January 14, 2011

Χάι κου μικρά παιδιά



Δείγμα ελέους
την άπορη καρδιά μου
το χαμόγελο

Φάος στα μάτια
 που ψάλλουν όλη νύχτα
τ' άγιο Όνειρο

Στην πρώτη λέξη
έτοιμος στον έρωτα 
ωσάν ποιητής

Β.Ν

Thursday, January 13, 2011

Σ.Σ.Χαρκιανάκη "Διπλό παλίμψηστο"



Το τριμμένο ρούχο

είναι παλίμψηστο
όχι μόνο του σώματος
που εισέπραξε το χειροκρότημα
αλλά και της ψυχής που θησαύρισε
τις αναμνήσεις.


Σ.Σ.Χαρκιανάκη, "Άχρονες ώρες", εκδ.Δόμος.

Wednesday, January 12, 2011

Σεφέρης "Οι σύντροφοι στον Άδη"



«Αφού μας μέναν παξιμάδια

τι κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιαλιά
του θεού τ' αργά γελάδια

Που το καθένα κι ένα κάστρο
για να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πας
να γίνεις ήρωας κι άστρο!

Πεινάσαμε στης γης την πλάτη,
σαν φάγαμε καλά, πέσαμε
εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι.»

Απομαγνητοφώνησα και αντιγράφω την ερμηνεία του Δημήτρη Λιαντίνη για το συγκεκριμένο ποίημα από την τελευταία του διάλεξη στους φοιτητές του:


"Τρύγησε την ημέρα. Μη την αφήσεις να πάει χαμένη η κάθε μέρα.
Ότι χαρές είναι να σου δώσει μη τις αρνηθείς γιατί δε θα τη ξανάβρεις.
Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη.
Είναι εκείνο που ο Όμηρος μας το είπε πώς, με το παράδειγμα των βοδιών του Απόλλωνα. Άντε να σας πω κι ένα Σεφέρη τώρα, λέει:
Οι σύντροφοι στον Άδη. Ποιοι είναι οι σύντροφοι στον Άδη, οι καταδικασμένοι δηλαδή και στη ζωή και στο θάνατο. Σα να μη ζήσανε. Ακούστε τι λέει ο Σεφέρης....(εδώ απαγγέλει το ποίημα)
Τι σημαίνει εδώ φάγανε τα γελάδια του Ήλιου;
Τα γελάδια του ήλιου κατά μία έννοια είναι 365.
Σημαίνει μην αφήσετε, μην σπαταλήσετε άδικα και ανόητα τις μέρες σας.
Την κάθε μέρα να την βλέπεις και να την καρπώνεσαι μέσα σε μέτρα.
Μην την αφήσεις να περνάει γιατί την έχασες. Και δε θα ξαναρθεί. 
Και φεύγει κι η άλλη, κι η άλλη, κι η άλλη, τα σβηστά κεριά του Καβάφη, και στο 
τέλος μια απέραντη σειρά από κεράκια σβηστά.
Λοιπόν, αυτό είναι, να τη χαιρόμαστε τη ζωή. Είναι οδηγία και ευλογία και νόημα και εντολή. Η πιο σπουδαία εντολή,
ας πούμε ελληνική, ενός ελληνικού δεκάλογου. Να τη χαίρεσαι τη ζωή μέσα σε μέτρα όμως χωρίς υπερβολές, χωρίς να φτάνεις στην ύβρι. Αυτό είναι το νόημα, που σημαινει, κατάφαση..."

Monday, January 10, 2011

Ρίλκε


Δεν πρέπει επιτέλους αυτοί οι παλιότατοι πόνοι
να γίνουν πιο γόνιμοι για μας;
Δεν είναι πια καιρός να ελευθερωθούμε
από κείνο που αγαπάμε
ενώ ακόμη το αγαπάμε
και αναρριγώντας να το ξεπεράσουμε;
Έτσι καθώς και το βέλος
τη χορδή του τόξου ξεπερνά,
ώστε στο τίναγμά του συγκεντρωμένο,
να γίνει κάτι πιο πολύ απ' τον εαυτό του;
Γιατί στάση δεν υπάρχει πουθενά.


Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι ελεγείες του Ντουίνο, μτφ. Δημήτρης Θ. Γκότσης, εκδ. Αρμός, 2000

Ο Αλ Πατσίνο και το Όσκαρ


Βλέποντας αυτό το απόσπασμα της συνέντευξης που έδωσε ο Αλ Πατσίνο μετά το Όσκαρ του, γέλασα πολύ. 

Αφού γέλασα, προβληματίστηκα λίγο. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως συχνά αυτό που όντως "ερεθίζει", ή "προκαλεί" αν προτιμάτε, δεν είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, τα χαρίσματά του και ο μόχθος του, αλλά η επιτυχία του. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη.

Αυτό το βίντεο βγαίνει πρώτο στη λίστα του You Tube αν πατήσετε το όνομα στα ελληνικά αυτού του ηθοποιού, που προσωπικά θεωρώ άφταστο τέρας υποκριτικής. Πέραν του ότι δεν βγαίνει  πρώτο κάποιο απόσπασμα από μια ταινία του, αλλά η χιουμοριστική του διήγηση σ' αυτήν την συνέντευξη, είναι ενδιαφέρον τι ακολουθεί ως δεύτερο βίντεο, αμέσως μετά απ' αυτό.
Δεύτερο, λοιπόν, έρχεται ένα άλλο βίντεο που καλείται: Απομίμηση του Αλ Πατσίνο, όπου ένας παρουσιαστής τον μιμείται, ομολογουμένως πετυχημένα.

Στάθηκα απορημένη, σκεφτόμενη πόσο κοντά βαδίζουν σήμερα η αυθεντικότητα με την απομίμησή της, αλλά και πόσο προηγείται μία δημόσια παρουσίαση στην τηλεόραση από την ίδια την καλλιτεχνική πράξη. Αυτές ήταν η δεύτερη και η τρίτη σκέψη μου.

Ίσως κάποιος να ισχυριστί πως όλα αυτά είναι τυχαία, ίσως και να το αποδείξει. Ωστόσο, νομίζω πως δεν απέχουν πολύ, ή πιθανόν να εκφράζουν κιόλας με τον πλέον εμφανή τρόπο, μια σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτό αποτελεί ένα πιθανό συμπέρασμα...




Saturday, January 8, 2011

Καλή σου μέρα Σάββατο!




Ω, Σάββατο της ζωής μας

Σάββατο της καρδιάς
Άνω τελεία της βδομάδας
και εφαλτήριο της Κυριακής
Φιλί απαλό σαν παιδικό
στο αφτί της αγιοσύνης


Σάββατο Ουδέτερο

λευκή σημαία
στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα
των καθημερινών στιγμών μας

Friday, January 7, 2011

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ - ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ



Το "Reflections" είναι ένα μουσικό άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1969 σε σύνθεση του Μάνου Χατζιδάκι. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Στην Ελλάδα έχουμε δικτατορία και ο Μάνος Χατζιδάκις ζει στη Νέα Υόρκη. Έχει ήδη τιμηθεί με Όσκαρ για την ταινία "Ποτέ την Κυριακή". Έχει γράψει μουσική για το φιλμ του Ηλία Καζάν "America America" και για το "Blue" του Σίλβιο Ναριτζάνο. Η παράσταση "Ilya Darling" (με τη Μελίνα Μερκούρη) έχει ανεβεί στο Μπροντγουέι και το "Χαμόγελο της Τζοκόντας" βρίσκεται στις προθήκες των δισκοπωλείων. Ξένος σε μια χώρα που τη σημαδεύει ο πόλεμος του Βιετνάμ, ο Χατζιδάκις εμπνέεται από τη ροκ σκηνή και από τα κινήματα της αμφισβήτησης και γράφει έναν κύκλο μουσικής και τραγουδιών με αγγλικό στίχο. Το 1969 συνεργάζεται με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble. Πρόκειται για  ένα γκρουπ που πειραματιζόταν μπολιάζοντας με στοιχεία κλασικής μουσικής τη ροκ τραγουδοποιία των sixties. Τότε, λοιπόν,  κυκλοφορεί το άλμπουμ "Reflections" («Αντικατοπτρισμοί»). Αποτέλεσμα ένας «κλασικός» πλέον δίσκος με 8 τραγούδια -σε αγγλικούς στίχους μελών του γκρουπ- και 2 ορχηστρικά. Η ανατολίτικη ευγένεια των μελωδιών, η λεπτοδουλειά στην ενορχήστρωση και οι ερμηνείες άφησαν άναυδους όσους ξένους νόμιζαν ότι ο Χατζιδάκις είχε γράψει μόνο τη διεθνώς πιασάρικη μελωδιούλα των «Παιδιών του Πειραιά». 





Το 1993 ο Μάνος Χατζιδάκις, αφού έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, αποφασίζει να εκδώσει ξανά το έργο σε στίχους ελληνικούς του Νίκου Γκάτσου. Ήδη δύο από τα τραγούδια των   "Reflections" είχαν αποδοθεί στα ελληνικά και μάλιστα βρίσκοντας  πολύ μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Πρόκειται για τον «Κεμάλ» και για την «Περιμπανού» (Noble dame). Επίσης το τραγούδι «Πού το πήγαν το παιδί» (με μικροδιαφορές στο στίχο –κυρίως το πέρασμα των ρηματικών τύπων από τον ενεστώτα σε παρατατικό και αόριστο) ήταν γνωστό από την εκτέλεση με τον Γ. Μπιθικώτση. Χαρακτηριστικό είναι ότι και τα 10 τραγούδια ακούγονται τώρα με στίχους, ενώ η αρχική έκδοση του δίσκου στα αγγλικά περιλάμβανε και 2 ορχηστρικά θέματα. Έτσι προκύπτει ο δίσκος «Αντικατοπτρισμοί», που κυκλοφορεί από τον Σείριο, με ερμηνεύτρια την Αλίκη Καγιαλόγλου, διεύθυνση της ορχήστρας από τον ίδιο τον Μ. Χατζιδάκι και ένα πανέμορφο εξώφυλλο του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα.

Ο Χατζιδάκις είχε πει για τον δίσκο:


Τα “Reflections” με την φόρτιση των Ελληνικών στίχων του Γκάτσου έγιναν σαν τα πολλά πρόσωπα μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας που θα μπορούσε να είναι κι ένας νέος άντρας μέσα στην επαναστατημένη ατμόσφαιρα αμφισβήτησης που χαρακτήριζε τη Νέα Υόρκη του '68. Έγιναν οι αντικατοπτρισμοί της πόλης και των νέων ανθρώπων της και απαιτούσαν πολυεδρική ερμηνεία γυναίκας με διαφορετικές φωνές, με αντιδράσεις, με όψεις σπασμένες μέσα σε κρύσταλλα. Η Αλίκη Καγιαλόγλου φανερώνεται άξια ερμηνεύτρια, παίζοντας και μεταπηδώντας από το ύφος της Γκρέτα Γκάρμπο στην πληθωρικότητα της Μανιάνι ή την τραγική έξαρση της Κατίνας Παξινού. Με την ερμηνεία της το έργο αποκαλύπτεται. Κι έτσι με την απόσταση του χρόνου και με την ωριμότητα της ερμηνείας φανερώθηκαν ξανά οι "Αντικατοπτρισμοί" στην Αθήνα του ’93.




Πέντε σκύλοι πεινασμένοι 

μια ζωή βασανισμένοι
μέσα σε βρισιές και γιούχα 
βάλανε καινούρια ρούχα
και με γιορτινή φορεσιά
βγήκανε να πάνε βόλτα 
στου παράδεισου την πόρτα
πίσω από την παλιά εκκλησιά

Μέσα στη ζωή 
ποτέ 
μη ζητάς να βρεις 
ποιος είναι ο δικαστής
να περπατάς 
και πάντα να κοιτάς 
πού θα πας να κρυφτείς

Μες στην ερημιά τού κόσμου 
ένα χέρι γράφει εντός μου:
«Κάπου υπάρχει θεός»

Πέντε πεινασμένοι σκύλοι 
στου παράδεισου την πύλη
περίμεναν απ' τους πρώτους 
για να στήσουν το χορό τους
μα προτού η αυγή χαράξει 
στου ουρανού την άγια τάξη
χωροφύλακες αγγέλοι 
τους κρέμασαν στο τσιγκέλι

Μέσα στη ζωή 
ποτέ 
μη ζητάς να βρεις 
ποιος είναι ο δικαστής
να περπατάς 
και πάντα να κοιτάς 
πού θα πας να κρυφτείς

Φίλοι σκύλοι μην κλαίτε 
μες στη συμφορά να λέτε:
Κάπου υπάρχει θεός
Κάπου υπάρχει θεός


Reflections - Manos Hadjidakis & New York Rock & Roll Ensemble [1969]

Track list:
1.  Orpheus
2. The day
3. Love her
4. Dance of the dogs
5. Kemal
6. Dedication
7. The three answers
8. Street song
9. Bitter way
10. Noble dame

Αντικατοπτρισμοί - Αλίκη Καγιαλόγλου, Μάνος Χατζιδάκις, Νίκος Γκάτσος [1993]

Track list:
1. Το τραγούδι της χαμένης Κυριακής
2. Που πήγαν το παιδί
3. Πες μου τ' όνομα σου
4. Ο χορός των σκύλων
5. Ο κόσμος σου να είμαι εγώ
6. Κεμάλ
7. Τρεις απαντήσεις
8. Το τραγούδι του δρόμου
9. Η προσευχή του ακροβάτη
10. Περιμπανού

Από το:
......................................

Προσωπικό σημείωμα: Γιατί αυτό το μικρό οδοιπορικό σ' αυτό το τραγούδι; Δεν μπορώ να πω πολλά. Μπορώ να πω όμως πως πριν από λίγη ώρα, βγαίνοντας από ένα μαγαζί, μια νεαρή ωραία και εγκάρδια γυναίκα, που με γνωρίζει μόνον "φατσικά", αφού πριν λίγες μέρες μου έφτιαξε, άνευ λόγου και αιτίας, και μου έκανε δώρο ένα σκουλαρίκι μ' ένα φτερό φραγκόκοτας, μαύρο με άσπρες πιτσιλιές, θαυμάσιο, μου εξομολογήθηκε την απίστευτη ζωή της μέσα σε δέκα λεπτά, ξεκινώντας από μια ασήμαντη αφορμή. Όταν τελείωσε είχα βουρκώσει και το μόνο που μπόρεσα να της πω μετά το "ευχαριστώ" ήταν αυτή η φράση του Μάνου και του Γκάτσου: Κάπου υπάρχει Θεός...