Labels

Thursday, April 29, 2021

Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κύριου καὶ εἰς τὸν Θρῆνον τῆς Θεοτόκου Ἅγ. Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός Mτφρ. π. Ἀνανίας Κουστένης

                                                Προοίμιον

ed-1

 Τὸν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν, αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν, «Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις  ὁ υἱὸς καὶ θεός μου»    

                                   Προοίμιον   

Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε. Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε: «Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».           

                                          Οἶκοι

                                             α´

Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα, «Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν δρόμον τελέεις; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ, κἀκεῖ νυνὶ σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς; συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σε μᾶλλον; δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».          

                                                             Οἶκοι

                                                                 α´

Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε: «Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις; Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ, καὶ γιὰ ῾κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης; Νὰ ῾ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω; Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης, Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες, ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».             

                                                                β´

Οὐκ ἤλπιζον, τέκνον, ἐν τούτοις ἰδεῖν σε οὐδ᾿ ἐπίστευόν ποτε ἕως τούτου τοὺς ἀνόμους ἐκμανῆναι καὶ ἐκτείναι ἐπὶ σὲ χεῖρας ἀδίκως, ἔτι γὰρ τὰ βρέφη τούτων κράζουσί σοι τὸ «εὐλογημένος»· ἀκμὴν δὲ βαΐων πεπλησμένη ἡ ὁδὸς μηνύει τοῖς πᾶσι τῶν ἀθέσμων τὰς πρὸς σὲ πανευφημίας· καὶ νῦν τίνος χάριν ἐπράχθη τὸ χεῖρον; γνῶναι θέλω, οἴμοι, πῶς τὸ φῶς μου σβέννυται, πῶς σταυρῷ προσπήγνυται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                              β´

Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ, καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θά ῾φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου. Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,  κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ῾πλεξαν οἱ ἄνομοι. Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό; Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου; Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.           

                                                               γ´

Ὑπάγεις, ὢ τέκνον, πρὸς ἄδικον φόνον καὶ οὐδεὶς σοὶ συναλγεί, οὗ συνέρχεται σοὶ Πέτρος ὁ εἰπῶν σοι, «οὐκ ἀρνοῦμαί σε ποτέ, κἂν ἀποθνῄσκω»· ἔλιπέ σε Θωμᾶς ὁ βοήσας, «μετ᾿ αὐτοῦ θάνωμεν πάντες»· οἱ ἄλλοι Δὲ πάλιν, οἱ οἰκεῖοι καὶ γνωστοὶ  καὶ μέλλοντες κρίνειν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποῦ εἰσιν ἄρτι; οὐδεὶς ἐκ τῶν πάντων, ἀλλ᾿ εἰς ὑπὲρ πάντων θνῄσκεις, τέκνον, μόνος, ἀνθ᾿ ὧν πάντας ἔσωσας, ἀνθ᾿ ὧν πᾶσιν ἤρεσας, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    γ´

Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου, ποὺ Σοῦ εἶπε: «Ποτὲ δὲν Σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω». Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἂς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του». Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται; Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους. Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,  μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».   

                                                                  δ´

Τοιαῦτα Μαρίας ἐκ λύπης βαρείας  καὶ ἐκ θλίψεως πολλῆς κραυγαζούσης καὶ κλαιούσης,  ἐπεστράφη πρὸς αὐτὴν ὁ ἐξ αὐτῆς οὕτω βοήσας, «Τὶ δακρύεις, μήτηρ; τὶ ταῖς ἄλλαις γυναιξὶ συναποφέρῃ; μὴ πάθω; μὴ θάνω; πῶς οὖν σώσω τὸν Ἀδάμ; μὴ τάφον οἰκήσω; πῶς ἑλκύσω πρὸς ζωὴν τοὺς ἐν τῷ ᾍδῃ; καὶ μὴν καθὼς οἶδᾳς ἀδίκως σταυροῦμαι, τὶ οὖν κλαίεις, μήτηρ; μᾶλλον οὕτω κραύγασον ὅτι «θέλων ἔπαθεν, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    δ´

Ἐνῷ τέτοια ἡ Μαρία μὲ λύπη μεγάλη καὶ θλῖψι πολλὴ ἔλεγε καὶ ἔκλαιγε, Τὴν κοίταξε ὁ Γιός Της καὶ Τῆς μίλησε: «Γιατί σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα; Γιατί Σὲ παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;  Μὴν πάθω, φοβᾶσαι; Μὴν ἀποθάνω; Μὰ πῶς θὰ σώσω τὸν Ἀδάμ; Μὴν κατέβω στὸν τάφο; Πῶς θὰ φέρω στὴ ζωὴ τοὺς  πεθαμένους; Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα. Γιατί κλαῖς, λοιπόν, Μητέρα; Μᾶλλον φώναξε καὶ λέγε πῶς «θέλοντας ἔπαθεν  ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».            

                                                                     ε´

Ἀπόθου, ὦ μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου, οὐ γὰρ πρέπει σε θρηνεῖν, ὅτι κεχαριτωμένη ὠνομάσθης, τὴν οὖν κλῆσιν τῷ κλαυθμῷ μὴ συγκαλύψῃς, μὴ ταῖς ἀσυνέτοις ὁμοιώσῃς ἑαυτήν, πάνσοφε κόρη, ἐν μέσῳ ὑπάρχεις τοῦ νυμφῶνος τοῦ ἐμοῦ· μὴ οὖν ὥσπερ ἔξω ἱσταμένη τὴν ψυχὴν καταμαράνῃς· τοὺς ἐν τῷ νυμφῶνι ὡς δούλους σου φώνει, πᾶς γὰρ τρέχων τρόμῳ ὑπακούσει σου, σεμνή, ὅταν εἴπῃς, «ποῦ ἐστιν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                         ε´

Μὴ λυπᾶσαι, Μητέρα, μὴ λυπᾶσαι. Μιᾶς καὶ ὁ θρῆνος δὲν Σοῦ πρέπει, ἀφοῦ Σὲ εἶπαν «Κεχαριτωμένη». Μὴν ἐπισκιάσης, λοιπόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ μὲ τὸ θρῆνο. Μὴν κατατάξης, πρόσεξε, τὸν Ἑαυτό Σου μὲ τὶς ἄμυαλες, Πάνσοφη Κόρη. Βρίσκεσαι μέσα στὸ Νυμφῶνα τὸ δικό μου. Μή, λοιπόν, καταμαράνης τὴ ψυχή, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀπέξω. Ὅσους εἶναι μέσα στὸ Νυμφῶνα δικούς Σου νὰ τοὺς ὀνομάζῃς. Μιᾶς καὶ καθένας π᾿ ἀγωνίζεται περίφοβος θὰ Σὲ ἀκούση, Ἁγιασμένη, ὅταν εἰπῇς: «ποὺ βρίσκεται ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.            

                                                                   στ´

Πικρὰν τὴν ἡμέραν τοῦ πάθους μὴ δείξῃς, δι᾿ αὐτὴν γὰρ ὁ γλυκὺς οὐρανόθεν νῦν κατῆλθον ὡς τὸ μάννα, οὐκ ἐν ὄρει τῷ Σινᾷ, ἀλλ᾿ ἐν γαστρί σου· ἔνδοθεν γὰρ ταύτης ἐτυρώθην, ὡς Δαυὶδ προανεφώνει, τὸ τετυρωμένον ὄρος νόησον, σεμνή, ἐγὼ γὰρ ὑπάρχω, ὅτι λόγος ὧν ἐν σοὶ σὰρξ ἐγενόμην, ἐν ταύτη οὖν πάσχω, ἐν ταύτῃ καὶ σῴζω, μὴ οὖν κλαίης, μῆτερ, μᾶλλον κράξον ἐν χαρᾷ, «θέλων πάθος δέχεται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                     στ´

Πικρὴ τοῦ Πάθους τὴν ἡμέρα μὴ τὴ κάνῃς, μιᾶς κι ὁ Γλυκὸς Ἐγὼ γι᾿ αὐτὴν τώρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κατέβηκα σὰν τὸ Μάννα, ὄχι στὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν κοιλιά Σου. Μέσα της δηλαδὴ σαρκώθηκα, ὅπως τὸ πρόβλεψ᾿ ὁ Δαβίδ. Θυμήσου, Κόρη, τὸ Βουνὸ τὸ δυνατὸ καὶ πλούσιο, εἶμαι Ἐγὼ ἀληθινά, γιατὶ Λόγος ὑπάρχων μέσα Σου ἄνθρωπος ἔγινα. Πάσχω, λοιπόν, ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ ἐτοῦτο σῴζω. Μητέρα πιὰ Ἐσὺ μὴν κλαίς. Φώναξε μᾶλλον μὲ χαρά: «δέχεται θεληματικᾶ τὸ Πάθος ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                    ζ´

«Ἰδού», φησί, «τέκνον, ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου τὸν κλαυθμὸν ἀποσοβῶ, τὴν καρδίαν μου συντρίβω ἐπὶ πλεῖον, ἀλλ᾿ οὐ δύναται σιγᾶν ὁ λογισμός μου, τό μοι λέγεις, σπλάγχνον, «εἰ μὴ θάνω, ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει»; καὶ μὴν ἄνευ πάθους ἐθεράπευσας πολλούς, λεπρὸν γὰρ καθήρας καὶ οὐκ ἤλγησας οὐδέν, ἀλλ᾿ ἠβουλήθης,  παράλυτον σφίγξας οὐ κατεπονήθης, πῆρον πάλιν λόγῳ ὀμματώσας, ἀγαθέ, ἀπαθὴς μεμένηκας, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                           ζ´      

«Ναί, Τέκνο», ἀπαντάει, «ἀπὸ τὰ μάτια μου· Τὸ κλάμα σταματῶ καὶ σφίγγω τὴν καρδιά μου ἀκόμα πιὸ πολύ, ὁ λογισμός μου ὅμως νὰ σωπάση δὲν μπορεῖ. Σπλάχνο, τί μου λές: «Ἂν δὲν πεθάνω, ὁ Ἀδὰμ δὲ γιατρεύεται;». Κι ὅμως δίχως Πάθος ἐθεράπευσες πολλούς. Τὸ λεπρό, γιὰ παράδειγμα, καθάρισες καὶ καθόλου δὲν πόνεσες, τὸ θέλησες κι ἔγινε. Τὸν παράλυτο στέριωσες καὶ κούραση δὲν ἔνοιωσες.Καὶ στὸν ἀνάπηρο ἔδωκες μάτια, Καλέ μου, μὲ λόγο καὶ δὲν ἔπαθες τίποτα, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.   

                                                                            η´      

Νεκροὺς ἀναστήσας νεκρὸς οὐκ ἐγένου, οὐδ᾿ ἐτέθης ἐν ταφῇ, υἱέ μου καὶ ζωή μου, πῶς οὖν λέγεις, «εἰ μὴ πάθω, ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει»; κέλευσον, σωτήρ μου, καὶ ἐγείρεται εὐθὺς κλίνην βαστάζων· εἰ δὲ καὶ ἐν τάφῳ κατεχώσθη ὁ Ἀδάμ, ὡς Λάζαρον τάφου ἐξανέστησας φωνή, οὕτως καὶ τοῦτον, δουλεύει σοι πάντα ὡς πλάστῃ τῶν πάντων, τὶ οὖν τρέχεις, τέκνον; μὴ ἐπείγου πρὸς σφαγήν, μὴ φιλῇς τὸν θάνατον, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου.

                                                                        η´  

Πεθαμένους ἀνάστησες, μὰ Νεκρὸς δὲν θὰ γίνῃς, καὶ ταφὴ δὲν θὰ λάβης, Παιδί μου καὶ Ζωή μου. Καὶ πῶς λές, «ἂν δὲν πεθάνω ὁ Ἀδὰμ γιατρειὰ δὲ βρίσκει»; Σωτῆρα μου, διάταξε καὶ ἀμέσως σηκώνεται τὸ κρεββάτι βαστώντας. Ἂν καὶ μέσα στὸν τάφο ὁ Ἀδὰμ καταχώθηκε, ὅπως τὸ Λάζαρο ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μὲ φωνὴ ἔβγαλες ἔξω, ἔτσι καὶ τοῦτον ἀνάστησε. Ὅλα Σὲ ὑπηρετοῦνε, ὡς Δημιουργὸ τῶν πάντων. Τί, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Νὰ σφαγῆς μὴν ἐπείγεσαι, τὸ θάνατο μὴν ἀγαπᾷς, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.»

                                                                                 θ´      

«Οὐκ οἶδᾳς, ὦ μῆτερ, οὐκ οἶδᾳς ὃ λέγω, διὸ ἄνοιξον τὸν νοῦν καὶ εἰσοίκισοιν τὸ ῥῆμα ὃ ἀκούεις, καὶ αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν νόει ἃ λέγω, οὗτος, ὃν προεῖπον, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ὁ ἀρρωστήσας οὐ μόνον τὸ σῶμα ἀλλὰ γὰρ καὶ τὴν ψυχήν, ἐνόσησε θέλων, οὐ γὰρ ἤκουσεν ἐμοῦ καὶ κινδυνεύει,       γνωρίζεις ὁ λέγω, μὴ κλαύσης οὖν, μῆτερ, μᾶλλον τοῦτο κράξον, «τὸν Ἀδὰμ ἐλέησον καὶ τὴν Εὕαν οἰκτεῖρον, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                            θ´      

«Δὲν κατάλαβες, Μητέρα, δὲν κατάλαβες τί λέω. Ἄνοιξε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὰ λόγια βάλε μέσα, ποὺ σὺ ἀκούεις,  καὶ ἡ Ἴδια ὅσα λέγω κᾶμε τρόπο νὰ νοήσης. Αὐτὸς ποὺ προανέφερα, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ποὺ ἔπεσεν ἄρρωστος  ὄχι στὸ σῶμα μοναχὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, ἀρρώστησε μὲ τὴ θέλησί Του, μιᾶς καὶ δὲν ἄκουσεν Ἐμένα καὶ βρίσκεται σὲ κίνδυνο. Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ λέω. Μὴν κλάψης, λοιπόν, Μητέρα, καλλίτερα ἔτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τὸν Ἀδὰμ καὶ λυπήσου τὴν Εὕα, Σὺ  ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».             

                                                                                 ι´      

 Ὑπὸ ἀσωτίας, ὑπ᾿ ἀδηφαγίας ἀρρωστήσας ὁ Ἀδὰμ κατηνέχθη ἕως ᾍδου κατωτάτου καὶ ἐκεῖ τὸν τῆς ψυχῆς πόνον δακρύει. Εὕα δὲ ἡ τοῦτον ἐκδιδάξασά ποτε τὴν ἀταξίαν σὺν τούτῳ στενάζει, σὺν αὐτῷ γὰρ ἀρρωστεῖ, ἵνα μάθωσιν ἅμα τοῦ φυλάττειν ἰατροῦ παραγγελίαν, συνῆκας κἂν ἄρτι; ἐπέγνως ἃ εἶπον; πάλιν, μήτηρ, κράξον, «τῷ Ἀδὰμ εἰ συγχωρεῖς, καὶ τῇ Εὔᾳ, σύγγνωθι, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                                ι´      

Ἀπὸ ἀσωτία, ἀπὸ λαιμαργία ὁ Ἀδὰμ ἀρρώστησε καὶ γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τὰ κατάβαθα κι ἐκεῖ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς τοῦ κλαίει. Καὶ ἡ Εὕα ποὺ τὸν δίδαξε τότε τὴν ἁμαρτία μαζί του στενάζει. Καὶ μαζί του εἶναι ἄρρωστη, γιὰ νὰ μάθουνε κι οἱ δυό του Γιατροῦ τὴν ὁδηγία νὰ κρατᾶνε. Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Ἀντελήφθης τὰ ὅσα εἶπα; Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τὸν Ἀδὰμ ἂν συγχωρᾷς  καὶ τὴν Εὕα συγχώρεσε, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».  

                                                                           ια´  

Ῥημάτων δὲ τούτων ὣς ἤκουσε τότε ἡ ἀμώμητος ἀμνάς, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν ἄρνα, «Κύριέ μου, ἔτι ἅπαξ ἂν εἴπω, μὴ ὀργισθῇς μοι, λέξω σοι ὃ ἔχω, ἵνα μάθω παρὰ σοῦ πάντως ὃ θέλω, ἂν πάθῃς, ἂν θάνῃς, ἀναλύσεις πρὸς ἑμέ; ἂν περιοδεύσης σὺν τῇ Εὕᾳ τὸν Ἀδάμ, βλέψω σε πάλιν; αὐτὸ γὰρ φοβοῦμαι, μήπως ἐκ τοῦ τάφου  ἄνω δράμῃς, τέκνον, καὶ ζητοῦσα σὲ ἰδεῖν κλαύσω, κράξω, «ποῦ ἐστιν  ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                     ια´

Τοῦτα τὰ λόγια καθὼς ἄκουσεν τότε ἡ ἀψεγάδιαστη Μητέρα στὸ Παιδὶ Τῆς ἀπάντησε: «Κύριέ μου, ἂν ἀκόμα μιὰ φορᾷ Σου μιλήσω, μὴ μοῦ θυμώσης. Αὐτὸ ποὺ νοιώθω θὰ Σοῦ πῶ γιὰ νὰ μάθω στὰ σίγουρα  αὐτὸ ποὺ θέλω ἀπὸ Σένα. Ἂν σταυρωθῆς, ἂν πεθάνης, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα; Ἂν πᾷς γιὰ νὰ γιατρέψης τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα θὰ Σὲ ξαναδῶ; Ἕνα φοβᾶμαι στ᾿ ἀλήθεια, μήπως, Παιδί μου, ἀπὸ τὸν Τάφο γιὰ τὸν οὐρανὸ τραβήξης κι Ἐγὼ ποὺ θέλω νὰ Σὲ δῶ, θὰ κλάψω καὶ θὰ κράξω: «Ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                        ιβ´    

 Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ πάντα γινώσκων πρὸ γενέσεως αὐτῶν, ἀπεκρίθη πρὸς Μαρίαν, «Θάρσει, μῆτερ,  ὅτι πρώτη μὲ ὁρᾷς ἀπὸ τοῦ τάφου, ἔρχομαι σοὶ δεῖξαι πόσων πόνων τὸν Ἀδὰμ ἐλυτρωσάμην  καὶ πόσους ἱδρῶτας ἔσχον ἕνεκεν αὐτοῦ, δηλώσω τοῖς φίλοις τὰ τεκμήρια δείκνυς ἐν ταῖς χερσί μου, καὶ τότε θεάσῃ τὴν Εὔαν, ὢ μῆτερ, ζῶσαν ὥσπερ πρῴην καὶ βοήσεις ἐν χαρᾷ, «τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                             ιβ´      

 Μόλις ἄκουσεν ἐτοῦτα Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα πρὶν νὰ γίνουν, ἀπεκρίθη στὴ Μαρία: «Ἔχε θάρρος, Μητέρα, Γιατὶ Πρώτη θὰ μὲ δῇς μετὰ τὴν Ἀνάστασι. Θάρθω νὰ Σοῦ δείξω μὲ τί ἄμετρους πόνους τὸν Ἀδὰμ ἐλευθέρωσα  καὶ πόσους ἱδρῶτες γιὰ χάρι τοῦ ἔχυσα. Θὰ φανερώσω στοὺς φίλους τὰ τεκμήρια στὰ χέρια μου. Καὶ θ᾿ ἀντικρύσης τὴν Εὕα ἐτότες, Μητέρα, ζωντανὴ σὰν καὶ πρῶτα καὶ γεμάτη χαρὰ θὰ φωνάξης: «Τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».   

                                                                        ιγ´

Μικρὸν οὖν, ὦ μῆτερ, ἀνασχοῦ καὶ βλέπεις,  πῶς καθάπερ ἰατρὸς ἀποδύομαι καὶ φθάνω ὅπου κεῖνται, καὶ ἐκείνων τὰς πληγὰς περιοδεύω, τέμνων ἐν τῇ λόγχῃ τὰ πωρώματα αὐτῶν καὶ τὴν σκληρίαν, λαμβάνω καὶ ὄξος, καὶ ἐπιστύφω τὴν πληγήν, τῇ σμίλῃ τῶν ἥλων ἀνευρύνας τὴν τομὴν χλαίνη μοτώσω, καὶ δὴ τὸν σταυρόν μου ὡς νάρθηκα ἔχων τούτῳ χρῶμαι, μῆτερ, ἵνα ψάλλῃς συνετῶς, «πάσχων πάθος ἔλυσεν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                      ιγ´

Λιγάκι γιὰ περίμενε, Μητέρα, καὶ θὰ δῇς, πῶς σὰν Γιατρὸς τρέχω καὶ φτάνω στὸν τόπο  ὅπου εὑρίσκονται  καὶ τὶς πληγὲς τοὺς θεραπεύω  καὶ μὲ τὴ Λόγχη κόβω τὴν ἀναισθησία τους καὶ τὴ σκληροκαρδία. Παίρνω καὶ ξύδι καὶ ἀπολυμαίνω τὴν πληγή. Καὶ μὲ ἰατρικὸ μαχαῖρι τὰ Καρφιὰ θὰ πλατύνω τὴν τομή, βάζοντας γάζα τὸν Χιτῶνα. Κι ἔχοντας τὸ Σταυρό μου μάλιστα σὰν ἄλλη θήκη γιὰ τὰ φάρμακα·  Αὐτὸν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ψέλνῃς ταπεινά: «Πάσχοντας γιάτρεψε τὰ πάθη ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».             

                                                                    ιδ´

Ἀπόθου οὖν, μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου, καὶ πορεύου ἐν χαρᾷ, ἐγὼ γὰρ δι᾿ ὃ κατῆλθον ἤδη σπεύδω ἐκτελέσαι τὴν βουλὴν τοῦ πέμψαντός με, τοῦτο γὰρ ἐκ πρώτης δεδογμένον ἦν ἑμοὶ καὶ τῷ πατρί μου, καὶ τῷ πνεύματί μου οὐκ ἀπήρεσέ ποτε τὸ ἐνανθρωπῆσαι καὶ παθεῖν με διὰ τὸν παραπεσόντα, δραμοῦσα οὖν, μῆτερ, ἀνάγγειλον πᾶσιν ὅτι «πάσχων πλήττει τὸν μισοῦντα τὸν Ἀδὰμ καὶ νικήσας ἔρχεται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    ιδ´

 Ἀπόθεσε πλέον τὴ λύπη, Μητέρα, καὶ πορέψου μὲ χαρά, μιᾶς κι Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ ποὺ κατέβηκα τώρα βιάζομαι  νὰ ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τὴν ἀπόφασι. Ἀφοῦ αὐτὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου καὶ ποτὲ δὲν ἀπαρνηθῆκε τὸ πνεῦμα μου ἄνθρωπος νὰ γίνω καὶ νὰ πάθω γιὰ τὸν ἀποπλανημένο. Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, καὶ μήνυσε σ᾿ ὅλους  πῶς: «Μὲ τὸ Πάθος χτυπάει τὸν Ἅδη, τοῦ Ἀδὰμ τὸν ἐχθρὸ καὶ σὰν νικήσῃ ἔρχεται ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                      ιε´  

«Νικῶμαι, ὦ τέκνον, νικῶμαι τῷ πόθῳ καί οὐ στέγω ἀληθῶς, ἵν᾿ ἐγὼ μὲν ἐν θαλάμῳ, σὺ δ᾿ ἐν ξύλῳ, καὶ ἑγὼ μὲν ἐν οἰκίᾳ, σὺ δ᾿ ἐν μνημείῳ, ἄφες οὖν συνέλθω, θεραπεύει γὰρ ἑμὲ τὸ θεωρεῖν σε, κατιδῷ τὴν τολμᾶν τῶν τιμώντων τὸν Μωσῆν, αὐτὸν γὰρ ὡς δῆθεν ἐκδικοῦντες οἱ τυφλοὶ κτείναι σὲ ᾖλθον. Μωσῆς δὲ τοιοῦτο τῷ Ἰσραὴλ εἶπεν ὅτι, «μέλλεις βλέπειν ἐπὶ ξύλου τὴν ζωήν» ἡ ζωὴ δέ τίς ἐστιν; ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                       ιε´      

«Νικιέμαι, Παιδί μου, ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη νικιέμαι  καὶ στ᾿ ἀλήθεια δὲν ἀντέχω, ἐγὼ νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι καὶ Σὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό, ἐγὼ μέσα στὸ οἴκημα κι Ἐσὺ μέσα στὸ Μνῆμα. Ασε μὲ τὸ λοιπὸν κοντά Σου. Μοῦ κάνει πράγματι καλὸ τὸ νὰ Σὲ βλέπω. Νὰ δῶ τὸ τόλμημα αὐτῶν, ποὺ τιμοῦν τὸν Μωυσῆ, μιᾶς καὶ μὲ πρόσχημα πὼς αὐτὸν ὑποστηρίζουν ἔρχονται  οἱ τυφλοὶ Ἐσένα νὰ φονέψουν. Κι αὐτὸ ὁ Μωυσῆς γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ προφήτεψε πῶς «κάποτε θὰ δεῖτε τὴ Ζωὴ πάνω στὸ Ξύλο». Καὶ ποιὸς εἶναι ἡ Ζωή; Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».           

                                                                 ιστ´  

«Οὐκοῦν εἰ συνέρχει, μὴ κλαύσῃς, ὦ μῆτερ, μηδὲ πάλιν πτοηθῇς, ἐὰν ἴδῃς σαλευθέντα τὰ στοιχεῖα, τὸ γὰρ τόλμημα δονεῖ πᾶσαν τὴν κτίσιν, πόλος ἐκτυφλοῦται καὶ οὐκ ἀνοίγει ὀφθαλμόν, ἕως ἂν εἴπω, ἡ γῆ σὺν θαλάσσῃ τότε σπεύσουσι φυγεῖν, ναὸς τὸν χιτῶνα ῥήξει τότε κατὰ τῶν ταῦτα τολμώντων, τὰ ὄρη δονοῦνται, οἱ τάφοι κενοῦνται, ὅταν ἴδῃς ταῦτα, ἐὰν πτήξης ὡς γυνή, κράξον πρὸς μέ, «φεῖσαί μου, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                               ιστ´ 

Λοιπόν, ἂν μείνης μαζί μου, μὴν κλάψης, Μητέρα, οὔτε καὶ νὰ φοβηθῇς, ἂν ἰδῆς νὰ σαλεύουν τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, γιατὶ τοῦτο τὸ τόλμημα συγκλονίζει τὴν πλάσι. Χάνει τὸ φῶς ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἀνοίγει μάτι μέχρι νὰ τοῦ πῶ. Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τότε θὰ τρέξουν νὰ φύγουν. Τότε ὁ Ναὸς τὸ καταπέτασμα θὰ σχίσει γιὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὰ τολμοῦν. Τὰ ὄρη τραντάζονται, οἱ τάφοι ἀδειάζουν. Ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρίσῃς, ἂν σὰν γυναῖκα φοβηθῆς, κρᾶξε σὲ μένα: «Γλύτωσέ με, Σύ, ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».  

                                                              ιζ´

Υἱὲ τῆς παρθένου, θεὲ τῆς παρθένου καὶ τοῦ κόσμου ποιητά, σὸν τὸ πάθος, σὸν τὸ βάθος τῆς σοφίας, σὺ ἐπίστασαι ὁ ἧς καὶ ὁ ἐγένου, σὺ παθεῖν θελήσας κατηξίωσας ἐλθεῖν ἀνθρώπους σῶσαι, σὺ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἦρας ὡς ἀμνός, σὺ ταύτας νεκρώσας τῇ σφαγῇ σου, ὁ σωτήρ, ἔσωσας πάντας, σὺ εἶ ἐν τῷ πάσχειν καὶ ἐν τῷ μὴ πάσχειν, σὺ εἶ θνῄσκων, σῴζων, σὺ παρέσχες τῇ σεμνῇ  παρρησίαν κράζειν σοι, «Ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                               ιζ´

 Υἱὲ τῆς Παρθένου, Θεὲ τῆς Παρθένου  καὶ Δημιουργὲ τοῦ κόσμου, δικό Σου τὸ Πάθος καὶ τὸ βάθος τῆς σοφίας. Ἐσὺ ξέρεις αὐτὸ ποὺ ἤσουν κι αὐτὸ ποὺ ἔγινες. Ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ πάθῃς καὶ καταδέχθηκες νἀρθῆς νὰ σώσῃς τοὺς ἀνθρώπους. Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες. Ἐσὺ αὐτὰ θανάτωσες μὲ τὴ σφαγή Σου, Λυτρωτῆ, καὶ ὅλους ἐλευθέρωσες.  Εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ὅταν πάσχῃς καὶ ὅταν δὲν πάσχῃς. Ἐσύ ῾σαι ποὺ πεθαίνεις καὶ σῴζεις. Ἐσὺ ἔδωκες στὴ Σεμνὴ τὸ θάρρος νὰ σοῦ φωνάζει: «Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου».


https://aerapatera.wordpress.com/2021/04/29/εἰς-τὸ-πάθος-τοῦ-κύριου-καὶ-εἰς-τὸν-θ/















Μεγάλη Εβδομάδα - Σε τέμπο κόκκινο - Βασιλική Νευροκοπλή

 https://youtu.be/ArW6_2HF_vw


Tuesday, April 27, 2021

Ἀπό τήν Μ.Δευτέρα μέχρι καί τήν Μ.Τετάρτη - Πρωτ. Αλεξάνδρου Σμέμαν

 Αὐτὲς οἱ τρεῖς ἡμέρες, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει Μεγάλες καὶ Ἅγιες, ἔχουν, μέσα στὸ λειτουργικὸ κύκλο τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἕναν καθοριστικὸ σκοπό. Τοποθετοῦν ὅλες τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες στὴν προοπτική του Τέλους· μᾶς ὑπενθυμίζουν τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα. Συχνὰ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα χαρακτηρίζεται σὰν περίοδος γεμάτη μὲ «ὡραιότατες παραδόσεις» καὶ «ἔθιμα», σὰν ξεχωριστὸ τμῆμα τοῦ ἑορτολογίου μας. Τὰ ζοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὴν παιδική μας ἡλικία σὰν ἕνα ἐλπιδοφόρο γεγονὸς ποὺ γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀκολουθιῶν, τὶς ἐπιβλητικὲς πομπὲς καὶ προσβλέπουμε μὲ κάποια ἀνυπομονησία στὸ Πασχαλινὸ τραπέζι… Καὶ ὑστέρα, ὅταν ὅλα αὐτὰ τελειώσουν, ξαναρχίζουμε τὴν κανονική μας ζωή.

Ἀλλὰ ἄραγε καταλαβαίνουμε πὼς ὅταν ὁ κόσμος ἀρνήθηκε τὸν Σωτήρα του, ὅταν ὁ Ἰησοῦς «ἤρξατο ἀδημονεῖν» καὶ ἔλεγε: «περίλυπος ἐστὶν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», καὶ ὅταν πέθανε στὸ Σταυρό, τότε ἡ «κανονικὴ ζωὴ» σταμάτησε; Δὲν εἶναι πιὰ δυνατὸν νὰ ὑπάρξει «κανονικὴ ζωὴ» γιατί ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ φώναζαν «Σταὺρωσον Αὐτόν!», αὐτοὶ ποὺ Τὸν ἔφτυναν καὶ Τὸν κάρφωναν στὸ Σταυρὸ ἦταν… «κανονικοὶ ἄνθρωποι». Τὸν μισοῦσαν καὶ Τὸν σκότωσαν ἀκριβῶς γιατί τοὺς τάραξε, τοὺς χάλασε τὴν «κανονικὴ» ζωή τους. Καὶ ἦταν πραγματικὰ ἕνας τέλεια «κανονικὸς» κόσμος αὐτὸς ποὺ προτίμησε τὸ σκοτάδι καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὴ ζωή… Μὲ τὸ θάνατο ὅμως τοῦ Χριστοῦ ὁ «κανονικὸς» κόσμος καὶ ἡ «κανονικὴ» ζωὴ καταδικάστηκαν ἀμετάκλητα. Ἢ μᾶλλον, θὰ λέγαμε ὅτι ἀποκαλύφθηκε ἡ ἀληθινή, ἡ ἀνώμαλη φύση τους, ἡ ἀνικανότητά τους νὰ δεχθοῦν τὸ Φῶς· ἀποκαλύφθηκε ἡ τρομερὴ δύναμη τοῦ κακοῦ μέσα τους. «Νῦν κρίσις ἐστὶν τοῦ κόσμου τούτου· νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰω. 12, 31).

Τὸ Πάσχα σημαίνει τὸ τέλος «αὐτοῦ τοῦ κόσμου». Μὲ τὸν Θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ συντελέστηκε αὐτὸ τὸ τέλος, ποὺ μπορεῖ νὰ διαρκέσει ἑκατοντάδες αἰῶνες, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνει τὴ φύση τοῦ χρόνου τὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν «ἔσχατο καιρό». «Καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7, 31).

Ἡ λέξη Πάσχα σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Ἡ γιορτὴ τῆς Διάβασης (Πάσχα) ἦταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους ἡ ἐτήσια ἀνάμνηση ὅλης τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας τους  τῆς σωτηρίας σὰν πέρασμα ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἦταν ἐπίσης ἡ προσδοκία τῆς τελικῆς διάβασης στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἡ ἐκπλήρωση αὐτοῦ τοῦ Πάσχα, ἔγινε τὸ Πέρασμα. Αὐτὸς πραγματοποίησε τὴν τελικὴ διάβαση ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ ἀπὸ τοῦτο τὸν «παλαιὸ κόσμο» στὸν «καινὸ κόσμο», στὸν «καινὸ χρόνο» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστὸς ἔδωσε καὶ σὲ μᾶς τὴ δυνατότητα γιὰ μία τέτοια διάβαση. Ζώντας «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ» μποροῦμε ταυτόχρονα νὰ μὴν εἴμαστε «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», δηλαδὴ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸν «ἐπερχόμενο αἰώνα». Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ θὰ πρέπει καὶ ἐμεῖς ἐπίσης νὰ πραγματοποιήσουμε τὴ δική μας, τὴν προσωπικὴ διάβαση· νὰ καταδικάσουμε τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ μέσα μας, νὰ «ἐνδυθοῦμε» τὸν Χριστὸ -αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ γίνεται στὸ βάπτισμα μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ποὺ εἶναι σύμβολο θανάτου- καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ἐν Θεῷ… 

Μόνον ἔτσι τὸ Πάσχα δὲν γίνεται μία ἐτήσια ἀνάμνηση -ἱεροπρεπὴς καὶ ὡραία- γεγονότων τοῦ παρελθόντος. Ἀλλὰ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς προσφέρθηκε καὶ ἀποτελεσματικά μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ παρὼν κόσμος μας, ὁ χρόνος μας, ἡ ζωὴ μας ἔφτασαν στὸ Τέλος τους καὶ ταυτόχρονα μᾶς ἀναγγέλλει τὴν Ἀρχὴ τῆς νέας ζωῆς…

Οἱ τρεῖς, λοιπόν, πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἔχουν σὰν σκοπὸ νὰ μᾶς παρουσιάσουν, σὰν πρόκληση, αὐτὸ τὸ ἐσχατολογικὸ νόημα τοῦ Πάσχα καὶ νὰ μᾶς προετοιμάσουν νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ νὰ τὸ ἀποδεχτοῦμε.

  1. Ἡ ἐσχατολογικὴ αὐτὴ πρόκληση ἀποκαλύπτεται πρῶτα-πρῶτα μὲ τὸ κοινὸ καὶ γιὰ τὶς τρεῖς ἡμέρες, τροπάριο: «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέςῳ τῆς νυκτὸς καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῆς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῆς, καὶ τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῆς· ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ θεὸς διὰ τῆς Θεοτόκου, ἐλέησον ἡμᾶς» Τὸ «μέσον τῆς νυκτὸς» (μεσονύκτιο) εἶναι ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἡμέρα φτάνει στὸ τέλος της καὶ μία νέα ἡμέρα ἀρχίζει.
  2. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ μεσονύκτιο γίνεται τὸ σύμβολο τοῦ χρόνου στὸν ὁποῖο ζοῦμε σὰν χριστιανοί. Γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ζεῖ μέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο συμμετέχοντας στὶς ἀδυναμίες του καὶ σ’ ὅλες τὶς τραγωδίες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ ἀληθινή της ὕπαρξη δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», γιατί εἶναι ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀποστολὴ της εἶναι νὰ ἀναγγείλει καὶ νὰ ἀποκαλύψει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν «καινὴ ἡμέρα». Ἡ ζωὴ της εἶναι μία αἰώνια ἀναμονή, μία συνεχὴς καὶ ἄγρυπνη προσδοκία αὐτῆς τῆς νέας Ἡμέρας…

Ἀλλὰ ἐμεῖς ξέρουμε πολὺ καλὰ πόσο ἰσχυρὸς εἶναι ὁ δεσμός μας μὲ τὴν «παλαιὰ ἡμέρα», μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὰ πάθη του καὶ τὶς ἁμαρτίες. Ξέρουμε πόσο βαθιὰ ἀκόμα ἀνήκουμε στὸν «κόσμο τοῦτο». Εἴδαμε τὸ φῶς, γνωρίσαμε τὸν Χριστό, ἀκούσαμε γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ χαρά, τὴ νέα «ἐν Χριστῷ ζωὴ» καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ κόσμος μᾶς κρατάει σκλάβους του

. Αὐτὴ ἡ ἀδυναμία, αὐτὴ ἡ συνεχὴς προδοσία τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἡ ἀνικανότητα νὰ δώσουμε ὁλόκληρη τὴν ἀγάπη μας στὸ μόνο πραγματικὸ ἀντικείμενο ἀγάπης, ἐκφράζονται τέλεια στὸ ἐξαποστειλάριο τῶν τριῶν αὐτῶν ἡμερῶν: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσον με»

  1. Τὸ ἴδιο θέμα παρουσιάζεται στὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων (ὡς τὸ Ἰω. 13, 31) διαβάζεται στὶς Ὧρες (πρώτη, τρίτη, ἕκτη καὶ ἐννάτη). Αὐτὴ ἡ ἀνακεφαλαίωση δείχνει ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς καὶ τῆς διακονίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνει τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ βαθύτερη κατανόηση αὐτῆς τῆς ζωῆς. Καθετὶ στὸ Εὐαγγέλιο ὁδηγεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅλα γίνονται κατανοητὰ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς. Γι’ αὐτὸ κάθε ἀκολουθία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἔχει εἰδικὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα:

Μεγάλη Δευτέρα: Στὸν Ὄρθρο διαβάζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (21, 18- 43) ἡ ἱστορία τῆς «ξηρανθείσης συκῆς». Ἡ συκιὰ ἐδῶ εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ κόσμου ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φέρει πνευματικοὺς καρποὺς καὶ ἀπέτυχε ν’ ἀνταποκριθεῖ στὸ Δημιουργό του. Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων διαβάζονται ἀπὸ τὸ 24ο κεφάλαιο τοῦ Ματθαίου οἱ στίχοι 3-35 οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὰ σημεῖα τῆς ἔλευσης τοῦ Κυρίου καὶ τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου.

Εἶναι μία ἐσχατολογικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν Του, καὶ προαναγγέλλει τὸ Τέλος, τὰ Ἔσχατα. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι…».

Μεγάλη Τρίτη: Στὸν Ὄρθρο διαβάζεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (22, 15-23,39) ἡ καταδίκη τῶν Φαρισαίων. Τὰ πολλὰ «οὐαὶ» γιὰ τὴν τυφλὴ καὶ ὑποκριτικὴ θρησκεία αὐτῶν oἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἀρχηγοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ἀλλὰ στὴν οὐσία «κλείουν τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων…». Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων συνεχίζεται ἡ ἀνάγνωση ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου στὰ κεφάλαια 24 (36) 25 καὶ 26 (2).

Καὶ ἐδῶ πάλι γίνεται λόγος γιὰ τὰ Ἔσχατα, γιὰ τὸ Τέλος. Γι’ αὐτὸ μιλοῦν καὶ οἱ παραβολὲς ποὺ χαρακτηρίζονται «παραβολὲς τῶν Ἐσχάτων». Εἶναι ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. «Πέντε ἐξ αὐτῶν ἦσαν φρόνιμοι» καὶ εἶχαν πάρει μαζὶ μὲ τὶς λαμπάδες τους καὶ ἀρκετὸ λάδι, «πέντε ἦσαν μωραί», οἱ λαμπάδες τους ἔσβυσαν καὶ δὲν ἔγιναν δεκτὲς στὸ γαμήλιο δεῖπνο. Ἡ ἄλλη παραβολὴ εἶναι τῶν ταλάντων. Δὲν χρησιμοποιοῦνται τὰ τάλαντα ποὺ ἔδωσε στὸν καθένα ὁ Κύριος. «…Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἄνθρωπου ἔρχεται». Καὶ τέλος διαβάζουμε γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς μέλλουσας κρίσης.

Μεγάλη Τετάρτη: Στὸν Ὄρθρο τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἀπὸ τὸν Ἰωάννη (12, 17-50). Ἀναφέρεται σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ κάνει τὴν ἐσχατολογικὴ προειδοποίηση: «Νῦν κρίσις ἐστι τοῦ κόσμου… Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτὸν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρίνει αὐτὸν ἐν τὴ ἐσχάτη ἡμέρα». Στὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων διαβάζεται στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (26, 6-16) ἡ ἱστορία τῆς γυναίκας ποὺ μὲ πολύτιμα μύρα ἔλουσε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ γυναίκα μὲ τούτη τὴν πράξη της εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μετάνοιας, μοναδικὰ μέσα γιὰ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό.

3. Τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα βρίσκουν τέλεια ἑρμηνεία καὶ ἀνάπτυξη στὴν ὑμνολογία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν. Τὰ στιχηρὰ καὶ τὰ τριώδια (σύντομοι κανόνες ἀπὸ τρεῖς ὠδὲς ποὺ ψάλλονται στὸν Ὄρθρο) ἀναλύουν τὰ Εὐαγγελικὰ νοήματα. Μία προειδοποίηση, προτροπὴ διατρέχει ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὕμνους: τὸ τέλος, ἡ κρίση ἔρχεται… ἂς προετοιμαστοῦμε ἀνάλογα… 

«Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος, τοῖς ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τὴ ὁδῷ· ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς· ἴνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ· Οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, διὰ τὸ παθεῖν, ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου, καὶ Θεὸν ὑμῶν. Καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Στιχηρὸ ἀπὸ τοὺς Αἴνους τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας). «Ἰδοὺ σοὶ τὸ τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου· 

φόβῳ δέξαι τὸ χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καὶ κτῆσαι φίλον τὸν Κύριον, ἵνα στῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, ὅταν ἔλθη ἐν δόξη καὶ ἀκούσης μακαρίας φωνῆς· Εἴσελθε δοῦλε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τὸν πλανηθέντα, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος»(Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων στὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τρίτης).

4. Στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς τὰ δύο βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ διαβάζονται στοὺς Ἑσπερινοὺς εἶναι ἡ Γένεση καὶ οἱ Παροιμίες. Μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀντὶ γι’ αὐτὰ ἔχουμε τὰ βιβλία «Ἔξοδος» καὶ «Ἰώβ», πάλι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἔξοδος εἶναι ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ Ἰσραήλ, τῆς ἐλευθερίας του ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Αἰγυπτίων, ἡ ἱστορία δηλαδὴ τῆς Διάβασης τῶν Ἑβραίων. Αὐτὴ ἡ ἱστορία προετοιμάζει καὶ μᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴν ἔξοδο τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πατέρα Του, τὴν ὁλοκλήρωση δηλαδὴ τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἰώβ, ὁ πολύπαθος, εἶναι ἡ προεικόνιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὰ τὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ προαναγγέλλουν τὸ μεγάλο μυστήριο τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς θυσίας Του.

5. Ἡ λειτουργικὴ πορεία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἔχει ἀκόμα τὸ ρυθμὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Λέγεται ἀκόμα ἡ προσευχὴ τοῦ Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, («Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας, μὴ μοὶ δῶς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναὶ Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμά πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν») καὶ γίνονται οἱ ἀνάλογες μετάνοιες. 

Ἐπίσης ἔχουμε ἐκτεταμένα ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι καὶ βέβαια κάθε πρωὶ τὴν Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμὲνων Δώρων, μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Βρισκόμαστε ἀκόμα στὴν περίοδο τῆς μετανοίας, γιατί μόνο ἡ μετάνοια μᾶς ἐξασφαλίζει τὴ συμμετοχή μας στὸ Πάσχα τοῦ Κυρίου μας καὶ μᾶς ἀνοίγει τὶς θύρες στὸ Πασχάλιο δεῖπνο.

Τελικὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη ὅταν ἡ τελευταία πιὰ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων φτάνει στὸ τέλος, ἀφοῦ τὰ Τίμια Δῶρα ἔχουν μεταφερθεῖ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, ὁ ἱερέας λέει, γιὰ τελευταία φορά, τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ἡ προετοιμασία φτάνει στὸ τέλος. Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ τώρα στὸ τελευταῖο Του δεῖπνο.

Ἀπό τό βιβλίο: Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ,

Ἔκδ. Ἀκρίτας


https://aerapatera.wordpress.com/2021/04/26/ἀπό-τήν-μ-δευτέρα-μέχρι-καί-τήν-μ-τετάρ/

Sunday, April 25, 2021

Κυριακὴ τῶν Βαῒων (Ιωάν. 12,1-18)

Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς 

1. εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 

2. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. 

3. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. 

4. λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· 

5. διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; 

6. εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. 

7. εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. 

8. τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 

9. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 

10. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, 

11. ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. 

12. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, 

13. ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν Φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 

14. εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· 

15. μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. 

16. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ.

17. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 

18. διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.


https://aerapatera.wordpress.com/2021/04/25/κυριακὴ-τῶν-βαῒων-ιωάν-121-18/

Sunday, April 18, 2021

Κυριακὴ Νηστειῶν (Μάρκ. 10,32-45)(Ἁγὶας Μαρὶας τῆς Αἰγυπτὶας)

 Τῷ καιρῷ ἐκείνω, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα καὶ μαθητάς αὐτοῦ καί 

32. ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 

33. ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 

34. καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 

35. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης οἱ υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 

36. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 

37. οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.

38. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 

39. οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 

40. τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. 

41. καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου.

42. ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 

43. οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλη γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 

44. καὶ ὃς ἂν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 

45. καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.



https://aerapatera.wordpress.com/2021/04/17/e᾽-κυριακὴ-νηστειῶν-μάρκ-1032-45ἁγὶας-μα/

Sunday, April 11, 2021

Δ᾽ Κυριακὴ Νηστειῶν (Ἁγ. Ἰωὰννη τῆς Κλὶμακος)

 Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων·

17. διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 

18. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 

19. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 

20. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 

21. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 

22. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ’ ἡμᾶς. 

23. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.

24. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 

25. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 

26. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 

28. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ’ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 

29. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 

30. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 

31. ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.


https://aerapatera.wordpress.com/2021/04/10/δ᾽-κυριακὴ-νηστειῶν-ἁγ-ἰωὰννη-τῆς/


Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.Μνήμης ένεκεν Γρηγορίου Ε’, κατά κόσμον Γεωργίου Αγγελοπούλου, εκ Δημητσάνης-Γορτυνίας-Αρκαδίας-Πελοποννήσου ορμωμένου, εν Κωνσταντινουπόλει απαγχονισθέντος και αγιοκαταταχθέντος. (απὸ Μπὰμπη)

 «Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου,

τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπο σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδες,
όσαις μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριαίς κ’ ελπίδες;…
Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζη,
πατέρα, ένα χαμόγελο;… Γιατί να μη σπαράζη
μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρο σου
ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;…
Ολόγυρα σου τα βουνά κ’ οι λόγγοι στολισμένοι
το λυτρωτή τους χαιρετούν… Η θάλασσ’ αγριωμένη
από μακρά σ’ εγνώρισε και μ’ αφρισμένο στόμα
φιλεί, πατέρα μου γλυκέ, το ελεύθερο το χώμα,
που σε κρατεί στα σπλάχνα του… Θυμάται την ημέρα,
πατέρα μου, σ’ εδέχτηκε… Θυμάται στο λαιμό σου
το ματωμένο το σχοινί, και στ’ άγιο πρόσωπο σου
τ’ άτιμα τα ραπίσματα… το βόγγο… τη λαχτάρα…
του κόσμου την ποδοβολή… Θυμάται την αντάρα…
την πέτρα, που σου εκρέμασαν… τη γύμνια του νεκρού σου
το φοβερό το ανάβασμα του καταποντισμού σου…
Δεν ελησμόνησε τη γη που σώγινε πατρίδα,
όταν, πατέρα μου, άκαρδοι, γονατισμέν’ οι ξένοι
το αίμα σου έγλυφαν κρυφά στα νύχια του φονιά σου…
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσα σου…
Το λείψανο σου το φτωχό, το ποδοπατημένο,
τ’ ανάστησε η αγάπη μας κ’ εδώ μαρμαρωμένο
θα στέκει ολόρθο, ακλόνητο κ’ αιώνια θα να ζήση,
νάναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ Ανατολή και Δύση…
Πενήντα χρόνοι πέρασαν σαν νάτανε μια μέρα!…
Για σας που είσθε αθάνατοι φεύγουν γλυκειαίς, πατέρα
πετούν οι ώραις αμέτρηταις στου τάφου το λιμάνι…]
Για μας… και μόνη μια στιγμή αρκεί να μας μαράνη…
Πενήντα χρόνοι πέρασαν κι’ ακόμη η ανατριχίλα
βαθειά μας βόσκει την καρδιά… Μετα χλωρά τα φύλλα
ανθοβολεί κι’ ο τάφος σου και στο μνημόσυνο σου
υψώνεται στον ουρανό το νεκρολίβανο σου
με των ανθών την μυρωδιά και με το καρδιοχτύπι
του κόσμου, που εζωντάνεψες… Γέροντα τι σου λείπει;…
Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου;…
Ποιος είν’ ο πόθος σου ο κρυφός και ποιο το μυστικό σου;…
Είχαν ξυπνήσει ανέλπιστα οι νεκρωμένοι δούλοι
κι’ από το γέρο Δούναβη ως τ’ άγριο Κακοσούλι
έβραζε γη και θάλασσα… Σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
σπαθί και ψυχομάχημα και δάκρυ και κατάρα.
Εβρόντουν κι’ άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια…
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ’ αχόρταγα τα χέρια,
κ’ ήταν ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια…
Με μιας θολώνουν του Όλυμπου τα χιονισμένα φρύδια
και μαύρα νέφη απλώνονται στου Κίσσαβου τη ράχη…
Ανατριχιάζουν τα κλαριά και τα νερά κ’ οι βράχοι
μένουν παράλυτα, νεκρά, σαν νάχε διαπεράσει
κρυφό μαχαίρι αυτή τη γη κ’ εσκότωσε την πλάση…
Είχε προβάλει από μακρά πουλί κυνηγημένο
σα σύγνεφο με το βορειά και μαυροφορεμένο,
σκοτείδιασε τον ουρανό με τα πλατειά φτερά του,
και με φωνή, που εξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
ερρέκαξε κ’ εβρόντησε… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!’…
Του μυστικού διαλαλητή πέφτει στη γη, στο κύμα
το φλογερό το μήνυμα κι’ από ένα τέτοιο κρίμα
εφύτρωσε άσβεστη φωτιά και με τη δύναμη σου
εθέριεψε, εζωντάνεψε τ’ άτιμο το σχοινί σου
κ’ έγεινε φίδι φτερωτό στον κόρφο του φονιά σου…
Καλόγερε, πως δεν ξυπνάς να ιδής τα θαύματα σου;…
Αναστηλώνεται ο Μωρηάς… Η Ρούμελη μουγκρίζει…
Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει…
Παντού παράπονο βαθύ και αλαλαγμοί και θρήνοι…
Διαβαίνει μαύρ’ η άνοιξη. Τα ρόδα σας, οι κρίνοι
λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιά σκιασμένα
αφίνουν έρμη τη φωλιά και φεύγουνε στα ξένα…
Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
του Γένους το ξημέρωμα… Πάσα ματιά σου σφάζει…
Διωγμέν’ από τον Κάλαμο, με την ψυχή στο στόμα,
χιλιάδες γυναικόπεδα δε βρίσκουν φούχτα χώμα
να μείνουν ακυνήγητα… κι’ ο Χάρος δεκατίζει…
Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριό τη χαίτη του ανεμίζει…
Φλόγα παντού και σίδερο… δεν θ’ απομείνη λόθρα…
Στην Κιάφα νεκρανάσταση… στου Πέτα καταβόθρα…
Πέτρα δε μένει ασάλευτη… κλαρί χωρίς κρεμάλα…
Ερμιά και ξεθεμέλιωμα στην Τρίπολη, στου Λάλα…
Κι’ όταν το χέρι εχόρταινε κ’ έπεφτε στομωμένο
να ξανασάνη το σπαθί στη θήκη ξαπλωμένο,
εφώναζε ο αντίλαλος… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Απ’ άκρη σ’ άκρη ο χαλασμός… Κρεμούν τον Πατριάρχη!’.
Φριμάζουν τα Καλάβρυτα… Καπνίζει το Ζητούνι…
κ’ η Μάνη η ανυπόμονη τεντώνει το ρουθούνι
σαν το καθάριο τάλογο, να μυριστεί τ’ αγέρι
που, ταχυδρόμος τ’ ουρανού, με τα φτερά του φέρει
του Διάκου τη σπιθοβολή και την αναλαμπή του…
Ο γυιός τ’ Ανδρούτσου στη Γραβιά στηλώνει το κορμί του
κ’ επάνω του, σαν νάτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
συντρίβεται η Αρβανιτιά με τον Ομέρ Βρυώνη…
Φεγγοβολούν τα πέλαγα στην Τένεδο, στην Σάμο
και κάθε κύμα πώρχεται να ξαπλωθή στον άμμο
ξερνώντας αίμα και φωτιά, φωνάζει… “Πολεμάρχοι!…
Εκδίκηση… άσπλαχνη… παντού… Κρεμούν τον Πατριάρχη!
“. Το Σούλι το ανυπόμονο ψηλά στο Καρπενήσι
του Βότσαρή μου την ψυχή για να σε προσκυνήση
σου στέλλει αιματοστάλαχτη…Στον τάφο του κλεισμένο
το Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
δεν παραδίδει τάρματα, δε γέρνει το κεφάλι…
Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη,
το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανο του,
και φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του
και θάφτεται ολοζώντανο… Στο διάβα του τρομάζουν
τ’ αστέρια που το κύτταζαν, και ταπεινά μεριάζουν…
Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι,
πώμεινε ακόμα πράσινο, τ’ αράπικο ποδάρι
το μάρανε, το σκότωσε… Χορτάσαν οι κοράκοι…
Στη Ράχωβα, στο Δίστομο με τον Καραϊσκάκη
αδελφωμένο πολεμά της Λιάκουρας το χιόνι…
Θερίζει τ’ άσπλαχνο σπαθί κι’ ο πάγος σαβανώνει…
Πλαταίνει πάντα η ερημιά και το σχοινί σου σφίγγει
του λύκου μας του εφτάψυχου τ’ αχόρταγο λαρύγγι…
Ο κόσμος ανταριάζεται… Και τα σκυλόδοντα του
ξερριζωμένα πνίγονται με τα ρυασίματά του
στου Ναβαρίνου τα νερά… και φεύγει… Ανάθεμά τον!…
Εσκόρπισαν τα σύγνεφα με τ’ αστραπόβροντά των
και κούφια απέμεινε η βοή του μαύρου καταρράχτη…
Μ’ αυτά… μ’ αυτά τα κόκκαλα, τα τρίμματα, τη στάχτη
εχτίσαμε, πατέρα μου, τη φτωχική φωλειά μας,
κ’ εκείθε εφύτρωσε η μυρτιά και τα δαφνόκλαρά μας,
π’ ανθοβολούν τριγύρω σου… Γιατί τα δάχτυλά σου
ακίνητα δεν ευλογούν τα μαύρα τα παιδιά σου;…
Στ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρ’ από την Ελλάδα
ερρίζωσε τόσο βαθειά του Χάρου η φαρμακάδα,
π’ ούτε του Ρήγα η συντροφιά, καλόγερε, δε φθάνει
τα σφραγισμένα χείλη σου ν’ ανοίξη να γλυκάνη…
ούτε το φως το ακοίμητο που στο πλευρό σου χύνει
αυτό μας το περήφανο, το φλογερό καμίνι;…
ούτε, τα δέντρα, τα πουλιά, τα πράσινα χορτάρια…
ούτε τα βασιλόπουλα, του Θρόνου μας βλαστάρια,
που θάρχωνται να χαιρετούν του ποιητού τη λύρα,
και να ρωτούν πώς έγεινε το ράσο σου πορφύρα;…
Τι θέλεις, γέροντ’, από μας;… Δε νοιώθεις μια ματιά σου
πόσαις θα εφλόγιζε καρδιαίς κι’ από τα σωθικά σου
πόση θα εβλάσταινε ζωή;… Πώς δεν ξυπνάς, πατέρα;…
Δε φέγγει μες το μνήμα σου ούτε μια τέτοια μέρα;…
Το μάρμαρο μένει βουβό… Και θα να μείνη ακόμα
ποιος ξέρει ως πότ’ αμίλητο το νεκρικό του στόμα…
Κοιμάται κι’ ονειρεύεται… και τότε θα ξυπνήση,
όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήση
το φοβερό μας κήρυγμα… “Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!’…

https://aerapatera.wordpress.com/2021/04/10/ποίημα-του-αριστοτέλη-βαλαωρίτη-μνήμ/