Labels

Sunday, February 28, 2021

Κυριακὴ τοῦ Ἀσὼτου

 (Λουκ. 15,11-32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· 

11. ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς, 

12. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 

13. καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 

14. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 

15. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. 

16. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 

17. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι 

18. ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 

19. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 

20. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 

21. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 

22. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 

23. καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 

24. ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 

25. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 

26. καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.

27. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 

28. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 

29. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 

30. ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 

31. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 

32. εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.


https://aerapatera.wordpress.com/2021/02/28/κυριακὴ-τοῦ-ἀσὼτου-3/

Monday, February 22, 2021

Ο έρωτας, το σεξ και το αγρίεμα της ψυχής - Ιάκωβος Μαρτίδης

 Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η σεξουαλικότητα είναι πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν είναι η σεξουαλικότητα, αλλά ηεπιβητορική, η καταναλωτική και η αυτονομημένη εκδοχή της. Τοπρόβλημα είναι οι ανέραστεςαντιλήψεις που ισοπεδώνουν την ερωτική έκφραση, οι σεξιστικές απόψεις που καταψύχουν την αγάπη, η αποϊεροποίηση του σεξ που αγριεύει την ψυχή και ταλαιπωρεί το σώμα. Όταν τοσεξ αυτονομείται από τοσυναίσθημα, είναι αυτό πουσκοτώνει τον έρωτα και όχι ογάμος. Η πρόσκαιρη αυτονομημένη ικανοποίηση της ανάγκης και η ναρκισσιστική επιβεβαίωση του εγώ ως ποθητού αντικειμένου, ηχρησιμοποίηση του άλλου, σημαίνει εμπορευματοποίηση του σεξ, ακόμη και μέσα σε μιαμονο­γαμική σχέση!

Η υπεραπασχόληση των ανθρώπων με την σεξουα­λική τους ικανότητα, το πόσους άνδρες ή γυναίκες έχουν ρίξει, οκομπασμός για τις καταπληκτικές τεχνικές τους -για τους γνωρίζοντες- δεν φανερώνει τίποτε άλλο παρά την συναισθηματική τους ερωτική αναπηρία. Φανερώνει επίσης την χαμηλή αυτοεκτίμηση και τον ανύπαρκτο αυτοσεβασμό. Αυτή ηυπερβολική και μονομερής ενασχόληση που έχει καταντήσει το σεξ άθλημα και τους ίδιους επίδοξους πρωταθλητές, είναι μια προσπάθεια να αναπληρώσουν τα ελλείποντα, να εξισορροπήσουν τις ανικανότητες και τις αναπηρίες που κουβαλούν. Εδώ υπάρχει μια υπερτίμηση του σώματος καιμια υποτίμηση του πνεύματος.

Όλες αυτές οι στάσεις τελικά οξιδώνουν την ίδια την ζωή. Οαυθεντικά ερωτικός άνθρωπος αναζητά τη ζωή σε όλες τις εκφράσεις της και όχι μόνον στην σεξουαλική εμπειρία.

Όμως, έχω την αίσθηση ότι ακόμη και στην πιο εγωκεντρική δίψα ηδονής, το σώμα του άλλου δεν είναι μόνον αντικείμενο επιθυμίας. Είναι τοσημαίνον της επιθυμίας. Σημαινόμενο, έστω ανεπίγνωστο, είναι η ίδια η ζωή. Το ποθούμενο σώμα υποδέχεται την επιθυμία, όμως ο λόγος της επιθυμίας κατευθύνεται πέρα από το σώμα του άλλου. Ανεπίγνωστα είναι μια συμπεριφορά υπαρξιακής απόγνωσης. Μια κραυγή βοήθειας. Ο άνθρωπος προσπαθεί να σβήσει την δίψα για ζωή με λάθος τρόπο. Καιαυτός είναι ο λόγος που αντί να σβήνει η δίψα, φουντώνει.

Ιάκωβος Μαρτίδης

*Μας το έστειλε ο π Βασίλειος Χριστοδούλου



Sunday, February 21, 2021

Κυριακὴ Τελὼνου καὶ Φαρισαὶου

 (Λουκ. 18,10-14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· 

10. ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. 

11. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· 

12. νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. 

13. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. 

14. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.




https://aerapatera.wordpress.com/2021/02/21/κυριακὴ-τελὼνου-καὶ-φαρισαὶου-5/

Friday, February 19, 2021

Το χρέος - Βασιλική Νευροκοπλή - Διήγημα στο περιοδικό Δίοδος.

Δεν έχεις παράπονο. Πλυμένος, καθαρός, με τα ωραία σου χρυσάνθεμα σε φρέσκο δροσερό νερό. Ξαναμπήκαν τα πράγματα στη θέση τους. Ας κάτσω τώρα να στα πω όλα με τη σειρά. Έλα, μη μου κρατάς κακία. Μόνο τρεις μέρες σ’ άφησα στα χέρια της κυρά Μαρίκας. Σου φάνηκαν αιώνας, ε; Εμένα να δεις. Μια χαρά όμως σε φρόντισε. Δε σου ’λειψε τίποτα. Πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια, θα μου το συγχωρέσεις, έτσι; Κι υπόσχομαι να μην ξανασυμβεί. Εσύ καταλαβαίνεις. Καλύτερα απ’ όλους καταλαβαίνεις. Ξέρεις τι ήτανε για μένα ο πρίγκιπας. Ξέρεις πόσα χρόνια δεν μπορούσα να του ανταποδώσω κάτι για όλα αυτά που έκανε για μένα. Ήταν αδύνατον. Ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Θα στα πω απ’ την αρχή. Τα περισσότερα τα ξέρεις. Άλλο όμως να τα ξέρεις κι άλλο να στα λέω.

 

Εσύ το χώμα το αγαπούσες από μικρός. Ήταν το αγαπημένο σου παιχνίδι. Ο καλύτερος φίλος σου. Εγώ όμως δεν το αγάπησα ποτέ. Ο χειρότερος εχθρός μου ήταν. Και πώς να τ’ αγαπήσω; Εσύ όταν χόρταινες το παιχνίδι, ερχόσουν να σε πλύνει η μάνα σου στο σπίτι. Κι είχες ένα σπίτι κανονικό. Με πάτωμα, με σκάλες, με δωμάτια και στέγη. Εγώ μέρα νύχτα πολιορκημένος απ’ το χώμα ήμουν. Έξω απ’ το σπίτι χώμα, μέσα στο σπίτι χώμα. Μια παράγκα όλη κι όλη. Και πάνω απ’ το καψερό μου κεφάλι αντί για στέγη ελενίτ στην παράγκα του Παλιού Σταθμού. Ήθελα να ξεφύγω. Κι απ’ το χώμα να ξεφύγω κι απ’ το ελενίτ να ξεφύγω. Έβρεχε κι απ’ το θόρυβο δεν κοιμόμουν. Το πύρωνε ο ήλιος και ψηνόμασταν σαν σαρδέλες. Κι άμα χιόνιζε, η παράγκα γινόταν καταψύκτης. Να ξεφύγω κι απ’ τη μοίρα του πατέρα μου ήθελα. Με το βελόνι προσπαθούσε ο έρμος να μας θρέψει. Μέρα νύχτα σκυμμένος πάνω απ’ τα ρούχα. Δεν πα να ’ταν σπουδαίος ράφτης. Δε πα να δούλευε κι η μάνα στο καπνεργοστάσιο. Τσίμα τσίμα τα φέρναμε βόλτα. Όσο να πληρώνουμε το νοίκι της παράγκας και να γεμίζει ο τέντζερης για δυο πιάτα, που τα μοιραζόμασταν ένα οι γονείς μου κι ένα εγώ με την αδερφή μου. Άντε κι ένα τρίτο για τους άπορους της γειτονιάς, που δεν είχαν μήτε κι αυτό. Υπάρχουν και χειρότερα, έλεγε η μάνα μου όταν έφευγαν. Και τότε μια φωνή μέσα μου ούρλιαζε, υπάρχουν και καλύτερα. Κι όλα αυτά μέχρι που παράτησα το σχολείο και βγήκα στη δουλειά. Οχτώ χρονώ παιδί έβγαζα με τα κουλούρια δέκα φορές περισσότερα απ’ αυτά που έβγαζε ο πατέρας με το βελόνι. Κι έτσι ξεκίνησε η μάνα μου να φτιάχνει την προίκα της αδερφής μου. Της έδινα ό,τι έβγαζα κι ήμουν περήφανος. Όχι μόνο για τα λεφτά. Το ξέρεις πως δεν ήταν μόνο τα λεφτά που μ’ έκαναν περήφανο. Ήταν οι δρόμοι, το αλισβερίσι, ο κόσμος. Ο κόσμος που κυκλοφορoύσε έξω απ’ τα στενοσόκακα, τα χώματα και τη μιζέρια τους. Ο άλλος κόσμος. Όπως ο αμερικάνικος στόλος, που όταν ερχόταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης έτρεχα να οδηγήσω τους ναύτες στα μπορντέλα, για να μου δώσουν κανένα πακέτο τσιγάρα, να το μοσχοπουλήσω. Στα δεκατέσσερα ήμουν πια σίγουρος. Εγώ ήμουν γεννημένος για έμπορος. Μη μ’ έκλεινες εμένα σε τέσσερις τοίχους. Θα πέθαινα. Αλλά η γιαγιά σου, την ξέρεις τώρα, φοβήθηκε. Φοβήθηκε τους δρόμους και τα τσιμέντα τους. Φοβήθηκε το αλισβερίσι. Φοβήθηκε και τον κόσμο. Τον άλλο κόσμο. Αυτόν που δεν πατούσε στο χώμα. Που ταξίδευε με τα καράβια, τα τρένα και τ’ αεροπλάνα.«Θα μου το χαλάσουν το παιδί», είπε μια μέρα στον πατέρα μου που πάντα την άκουγε σιωπηλός. «Μάνα του είμαι, πρέπει να το σώσω». Και πήγε στον μαστρο-Νικόλα και τα κουβεντιάσανε. «Πάρ’ το στη δούλεψή σου. Φαίνεται τζαναμπέτης, αλλά είναι καλό παιδί και τα παίρνει εύκολα. Θα στρώσει». Κι εκείνος συμφώνησε. Δε σήκωνε και πολλά πολλά η κυρά Λένη. Ποιος θα της αρνιόταν; Όταν γύρισε σπίτι και μου τα ’πε, έπεσα να πεθάνω. Αλλά κουβέντα δεν είπα. Και τι μπορούσα να πω; Η τρυπητή κουτάλα θα πήγαινε σύννεφο. Εσύ δεν ξέρεις τι σημάδια αφήνει μια τρυπητή κουτάλα. Μια βδομάδα δεν μπορείς να κάτσεις πουθενά. Ευτυχώς που δεν ξέρεις. Την άλλη μέρα πήγα στον μάστορα με κατεβασμένο το κεφάλι. Μούγκα. Εγώ που διαλαλούσα την πραμάτεια μου και μ’ άκουγαν από τον Παλιό Σταθμό μέχρι το Βαρδάρι, δεν μπορούσα πια να βγάλω άχνα. Το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν, «είμαι ο γιος της κυρά Λένης». «Έλα, παιδί μου», είπε ο μάστορας. Κι αυτό ήταν. Κλείστηκα στους τέσσερις τοίχους σαν ποντικός που πιάστηκε στη φάκα. Κι έμεινα στη φάκα μέχρι τα είκοσι. Έμαθα τη δουλειά, έμαθα και τρόπους. Ο μάστορας ήταν δάσκαλος. Δάσκαλος της δουλειάς και της ζωής. Τα ξέρεις. Δεν τ’ ακούς πρώτη φορά. «Σαν κορίτσια θα μπαίνετε στα σπίτια. Δεσποινιδούλες θα είσαστε. Κι ούτε φωνές ούτε σκουπίδια. Όταν θέλετε κάτι θα ψιθυρίζετε και πριν φύγετε θα τα σκουπίζετε όλα». Κι άλλα πολλά μας έλεγε ο συγχωρεμένος. Άκουγα, μάθαινα, πρόκοβα. Μια μέρα κλώτσησα ένα μαδέρι, γιατί σκόνταψα πάνω του κι έπεσα. Ήταν η μόνη φορά, που ο μάστορας με χτύπησε. Σήκωσε το μαδέρι από κάτω και μου το κόλλησε στο στόμα. «Φίλα το βρε» μου ’πε, κι εγώ το φίλησα. «Αυτό σου δίνει ψωμί». Κι έτσι έμαθα να τιμώ τα ξύλα και τη δουλειά. Τον αγάπησα τον μάστορα. Δέθηκα μαζί του. Χρυσός άνθρωπος ήτανε. Μαζί του περνούσα περισσότερες ώρες απ’ όσες με τον πατέρα μου. Μ’ αυτόν βγήκα στη ζωή. Αυτός μ’ έκανε άνθρωπο. Αλλά οι τέσσερις τοίχοι στο μαραγκούδικο δεν έπαψαν ούτε μια μέρα να με πνίγουν. Ο Παλιός Σταθμός μ’ έπνιγε. Το χώμα κάτω απ’ τα ξυλιασμένα μου πόδια και το ελενίτ πάνω απ’ το ξυρισμένο μου κεφάλι μ’ έπνιγαν και νόμιζα πως θα σκάσω. Μέχρι που έγινα είκοσι. Και στα είκοσι δεν ακούς πια τη μάνα σου. Κι εσύ τη δική σου δεν την άκουγες. Έπαιρνες τη μηχανή κι όπου φύγει φύγει. Πήρα κι εγώ τα μάτια μου κι ήρθα εδώ ν’ αλλάξω τη ζωή μου. Να ξεφύγω. Ν’ ανασάνω.

Χτίζανε τότε ξενοδοχεία κι είχαν ανάγκη από μαστόρους. Έπιασα αμέσως δουλειά. Στην αρχή έπαιρνα εργολαβίες, μετά έφτιαξα το δικό μου μαραγκούδικο. Θα μου πεις, τέσσερις τοίχοι δεν ήταν πάλι; Ήταν. Και βέβαια ήταν. Αλλά ήταν οι δικοί μου τοίχοι. Κι όποτε ήθελα έμπαινα κι όποτε ήθελα έβγαινα. Δεν ήταν το ίδιο. Κι εξάλλου, αυτούς τους τοίχους τους έφτιαξα για κείνον. Όλοι οι τοίχοι για τον «Πρίγκιπα» ήταν. Με πήρε να δουλέψω για τα ξενοδοχεία του. Δεν ήταν ούτε οι δουλειές ούτε τα χρήματα, που τόσα δεν είχα δει ούτε στον ύπνο μου. Ήταν που αυτός ο άνθρωπος ήταν απ’ άλλο κόσμο. Ένα κόσμο μαγικό. Όχι σαν τον κόσμο του παλιού σταθμού, ούτε σαν τον κόσμο που ταξίδευε με τ’ αεροπλάνα και τα πλοία. Απ’ άλλο πλανήτη ήταν. Μπορεί κι απ’ το φεγγάρι. Και για χάρη του κατέφτανε εδώ ένα πλήθος ανθρώπων. Κόσμος ξένος, απρόσιτος, λαμπερός. Με άλλα ρούχα, άλλες συνήθειες, άλλες γλώσσες. Κι ερχόνταν οι φίλοι του Πρίγκιπα στα ξενοδοχεία του κι εγώ τους κρυφοκοίταζα σαν χαζός. Καλλιτέχνες, επιστήμονες, πολιτικοί, τι δεν ήταν. Απ’ την Ευρώπη, απ’ την Αμερική, δεν ξέρω κι εγώ από πού αλλού. Αυτοί έρχονταν για ν’ αλλάξουν τον αέρα τους κι ούτε υποψιάζονταν πως άλλαζαν και τον δικό μας. Τότε θαρρείς και ξύπνησαν μέσα μου δυνάμεις, που μέχρι τότε κοιμούνταν. Δούλευα μέρα νύχτα. Σαν μεθυσμένος δούλευα. Σαν ερωτευμένος. Με παγωνιές, με βροχές και λιοπύρια. Τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου ονειρεύτηκα. Ακόμα και το όνειρο, γιε μου, θέλει μια μαγιά. Χωρίς μαγιά, όνειρο δεν ζυμώνεις. Το αλεύρι είναι ό,τι κουβαλάς μέσα σου. Τη μαγιά όμως πρέπει να την αναζητήσεις έξω από σένα, πρέπει κάποιος να στη δώσει –αν σταθείς τυχερός. Απ’ τα χώματα είχα ξεφύγει. Είχα δραπετεύσει μια για πάντα. Και ονειρεύτηκα να φτάσω μια μέρα ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσα.

Έρχονταν οι αρχιτέκτονες και μου έδιναν τα σχέδιά τους. Έφευγαν κι εγώ τα γύριζα γύρω γύρω στο τραπέζι και μου φαίνονταν κινέζικα. Πώς να τα διαβάσω; Γράμματα δεν ήξερα. Δεν τους ρωτούσα όμως, γιατί ντρεπόμουν. Έκανα πως τάχα καταλάβαινα. Έσπαζα το κεφάλι μου και μετά ρωτούσα κανέναν γνωστό μου γραμματιζούμενο. Έτσι σιγά σιγά έμαθα να συλλαβίζω τα σχέδια. Κι ήρθε κάποτε η μεγάλη ώρα. Ανέβηκα στις σκαλωσιές. Άρχισα να φτιάχνω τα πρώτα μου ταβάνια, κι άρχισα να πιστεύω πως σίγουρα μια μέρα θ’ αγγίξω και το ταβάνι τ’ ουρανού. Κι αυτά ήταν ταβάνια αληθινά, δεν ήταν από ελενίτ και παλιολαμαρίνες. Ήταν από καστανιές, που το κάθε δοκάρι ήθελε τέσσερα παλικάρια για να σηκωθεί πέντε και δέκα μέτρα πάνω απ’ το χώμα. Κι εγώ έδινα την ψυχή μου να τα κάνω όλα καλά κι όλα τέλεια. Όχι για τα λεφτά, ούτε για να μου πούνε μπράβο. Για τον Πρίγκιπα. Για κείνον τα ’δινα όλα. Βλέπεις, δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου αληθινό πρίγκιπα κι έμελλε ένας τέτοιος άνθρωπος να καθορίσει τη ζωή μου όλη. Θα μου πεις τώρα, τι πάει να πει, βρε πατέρα, αληθινός πρίγκιπας; Κι εγώ θα σου απαντήσω, γιε μου, πως αληθινός πρίγκιπας είναι αυτός που δεν είναι πρίγκιπας μόνο με τον πρωθυπουργό και με τον καλλιτέχνη, αλλά είναι πρίγκιπας και με τον εργάτη και με τον χαμάλη. Αυτό θα πει αληθινός πρίγκιπας!

 

Αλλά τα χρόνια της ευτυχίας πέρασαν. Πάντοτε περνούν. Η μάνα μου προίκισε και πάντρεψε την αδερφή μου, παντρεύτηκα κι εγώ τη μάνα σου κι ήρθες στη ζωή πρώτα εσύ κι ύστερα ο αδερφός σου. Κι αυτό ήταν. Ύστερα γύρισαν τα πάνω κάτω. Συγχωρέθηκε ο Πρίγκιπας. Πώς γίνεται να πεθαίνουν ακόμα και οι πρίγκιπες; Μπορείς να μου πεις; Δεν μπορείς. Τον πήραν από δω και πήγαν να τον θάψουν στο νησί του. Στην άλλη άκρη της χώρας τον πήγαν. Μωρά ήσασταν. Πού να σας αφήσω; Τότε δεν είχαμε νταντάδες και τέτοια. Κι η μάνα σου ούτε που να τ’ ακούσει. Κι έτσι δεν πήγα στην κηδεία του. Δεν άργησαν να ’ρθουν τα χειρότερα. Πώς έγινε, ποιοι τα μαγείρεψαν και πώς τα κατάφεραν, πήραν απ’ τον συγχωρεμένο ό,τι είχε και δεν είχε και ήρθε άλλο αφεντικό. Κι εγώ ξαναπιάστηκα σαν ποντικός στη φάκα κι οι τέσσερις τοίχοι άρχισαν πάλι να με ζώνουν σαν φίδια. Μέρα με τη μέρα τα φίδια μ’ έσφιγγαν όλο και πιο πολύ, να με πνίξουν ήθελαν, να με συνθλίψουν, να με λιώσουν. Κι είπα χειρότερα απ’ αυτά δεν υπάρχουν. Μεγάλη κουβέντα είπα. Κι οι μεγάλες κουβέντες, γιε μου, είναι όλες ψεύτικες. Έκανα υπομονή. Να μεγαλώσεις κι εσύ κι ο αδερφός σου. Και κατάπινα, γιε μου. Όλο κατάπινα. Κατάπινα τις προσβολές, τις περικοπές στις πληρωμές, κατάπινα και τους τοίχους. Αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε μια μέρα και το ανεπανόρθωτο. Το αδιόρθωτο φευγιό σου. Το αγιάτρευτο. Κι όρμηξε σαν δαίμονας να με καταπιεί, να με πάρει κι εμένα μαζί του. Ένας Θεός ξέρει πόσο το πάλεψα. Αλλά στο τέλος, το κατάπια κι αυτό μαζί με όλα τ’ άλλα. Έτσι μουγκάθηκε η φωνή που κάποτε μέσα μου ούρλιαζε, «υπάρχουν και καλύτερα». Τα τύλιξε όλα το σκοτάδι κι έπνιξε όλες τις φωνές. 

Κι όμως ήρθανε και οι καλύτερες μέρες. Πάντοτε έρχονται. Δεν υπάρχουν μόνο τα χειρότερα. Υπάρχουν και τα καλύτερα. Κι αν αξίζει να ζεις είναι για να τις δεις να καταφτάνουν σαν άγγελοι εξ ουρανού. Πριν από δυο μήνες έμαθα πως καινούργιο αφεντικό πήρε τα ξενοδοχεία και το σπίτι του Πρίγκιπα. Δε θα στέριωνε ο προηγούμενος. Πώς να στεριώσει; Αθεόφοβος ήτανε. Αργά ή γρήγορα θα φαλίριζε. Αλλά εγώ δεν ήξερα. Θα ’ναι τώρα για καλό ή για κακό η αλλαγή; Μήπως μας έβρισκαν χειρότερα κι απ’ τα προηγούμενα; Ποτέ δεν ξέρεις. Όλα στην πράξη αποδείχνονται, όχι στα λόγια. Κι όμως όλα φωτίστηκαν σχεδόν σαν και πρώτα. Κι άρχισα πάλι να πληρώνομαι κανονικά, να δουλεύω με την ψυχή μου, κι οι τοίχοι με τα φίδια τους ν’ απομακρύνονται. Όχι βέβαια πως άρχισα να ονειρεύομαι κιόλας. Τα όνειρα όλα έγιναν στάχτη μόλις ήρθε το κακό. Πριν απ’ αυτό θαρρούσα πως δεν υπήρχε χειρότερο απ’ το να πατάς στο χώμα, να κοιμάσαι στο χώμα, να τρως στο χώμα. Δεν ήξερα τότε πως όσο το χώμα σε βαστά όρθιο και το πατάς, είσαι μια χαρά κι όλα τα παλεύεις. Δεν ήξερα πως το θέμα είναι να μην υποχωρήσει η γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Να μην ανοίξει η αχόρταγη ρωγμή που και θεριά καταπίνει. Τέλος πάντων. Και τη ρωγμή την κατάπια. Αγιάτρευτη ήταν. Γυρισμό δεν είχε. Την κατάπια κι ας μην τη χώνεψα ως σήμερα. Κι αν ήθελα στα είκοσι να φτάσω ψηλά και να ξεφύγω απ’ το χώμα, ήταν που δεν ήξερα ακόμα τις ρωγμές του. Ανέβηκα όμως, γιε μου. Πράγματι, ανέβηκα ψηλά. Θα μ’ ακούσει κανένας τώρα και θα γελάσει. «Πού ανέβηκες, βρε ανόητε;», θα με ρωτήσει. Κι εγώ θα του πω ότι έφτασα στο ψηλότερο σκαλί της σκαλωσιάς. Δεν το λες και λίγο. Ξέρεις πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος από κει πάνω; Δεν έχω παράπονο. Από κει είδα τον απέραντο ορίζοντα και τη μεγάλη θάλασσα. Είδα τον ουρανό και το ταβάνι του. Και το Θεό είδα, κι εσένα είδα.

 

Πριν λίγες μέρες ανεβασμένος εκεί, πάνω στο τελευταίο σκαλί, εβδομήντα χρονών άνθρωπος πια, ξανάδα από κοντά τις καστανιές που τότε κουβάλησαν τα παλικάρια για να φτιάξω το αληθινό ταβάνι στο σπίτι του αληθινού πρίγκιπα. Είδα τις καστανιές, παιδί μου, και θαρρείς εκείνη τη στιγμή οι καστανιές ζωντάνεψαν. Μη σου πω ότι μου μίλησαν κιόλας. Εγώ πάντα το ’λεγα πως τα ξύλα είναι ζωντανά κι έχουν ψυχή. Ας μη με πίστευαν. Εγώ με τα ξύλα μιλώ. Τ’ ακούω και μ’ ακούν. Κι ας είναι και κομμένα στα δυο, στα τρία, σε χίλια κομμάτια. Κι εγώ κομμένος στα χίλια δεν είμαι από τότε που έγινε το κακό; Είμαι. Δε μιλώ; Μιλώ. Και μιλώ και νιώθω και γελώ και κλαίω. Κι εκεί, δέκα μέτρα πάνω απ’ το χώμα και κάτω από το πρώτο αληθινό ταβάνι της ζωής μου, με πήραν, μωρέ γιε μου, τα δάκρυα. Κι έκλαψα από ευγνωμοσύνη. Α ρε, πρίγκιπα, είπα. Με τάισες όταν έφτασα μόνος κι έρημος εδώ, τάισες μετά και την οικογένεια που έφτιαξα. Και συνέχισες να με ταΐζεις και αφότου έφυγες απ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο. Και με τον χαραμοφάη που πήρε τη θέση σου με τάισες, και με τον καινούργιο που ήρθε τώρα με ταΐζεις. Πενήντα χρόνια τώρα, πρίγκιπά μου, δεν χόρτασες να με ταΐζεις...

Και είπα πως ήρθε η ώρα να κάνω το χρέος μου. Το παλιό κι ανεξόφλητο χρέος που βάραινε τόσα χρόνια την καρδιά μου. Έτσι πήρα την απόφαση γι’ αυτό το ταξίδι κι έμεινα μακριά σου τρεις ολάκερες μέρες που κι εμένα αιώνες μου φάνηκαν. Πήγαμε με τη μάνα σου στο νησί και γυρέψαμε το μνήμα του πρίγκιπα. Και το πλύναμε και το φροντίσαμε και βάλαμε και λουλούδια και φωνάξαμε κι έναν παπά. Και τόσο συγκινήθηκε ο καλός εκείνος παπάς, γιατί ταξιδέψαμε ως την άλλη άκρη της πατρίδας μας χωρίς να είμαστε συγγενείς του νεκρού, που δεν έψαλλε ένα απλό τρισάγιο, αλλά έκανε μνημόσυνο κανονικό με όλα τα γράμματα. Μισή ώρα έψελνε κι έψελνε. Κι έκλαιγε η μάνα σου κι έκλαιγα κι εγώ. Κι αλάφρωσε η ψυχούλα μου, γιε μου, αλάφρωσε και της μάνας σου. Κι ο παπα-καλόγερος τόσο γλυκά έψελνε που θαρρείς κι η ψαλμωδία του κατέβασε το ταβάνι τ’ ουρανού στο χώμα. Αχ, αυτό το χώμα... Τι να σε κάνω; Φταις κι εσύ. Εγώ που το ’χα για εχθρό στέκομαι τώρα πάνω του και το πατώ. Εσύ τι θαρρούσες; Δε θα σ’ αγαπούσε κι αυτό, τόσο που το αγάπησες εσύ; Δε θα ’κανε τα πάντα να σε κρατήσει στην αγκαλιά του; Τέλος πάντων. Βρε, που να πάρει, τον αναθεματισμένο αέρα!

-Μας πήρε η νύχτα, μπαρμπα-Θόδωρε. Τέλειωσες με το γιο σου; Θα με κατεβάσεις κι εμένα με τ’ αμάξι στο χωριό;

-Τέλειωσα, κυρά Μαρίκα. Μια στιγμή να ξανανάψω το καντήλι γιατί φύσηξε αέρας κι έσβησε. Μου ’λειψέ η κουβέντα μας, γιε μου. Στα ’πα και ξαλάφρωσα! Πρώτα ο Θεός, τα λέμε πάλι το πρωί. Καληνύχτα...

 

* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δίοδος», τ.19ο - Ιανουάριος 2021

 

 












Sunday, February 14, 2021

Κυριακὴ ΙΖ’ Ματθαὶου

 (Ματθ. 15,21-28)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς 

21. εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. 

22. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.

23. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. 

24. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 

25. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι.

26. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 

27. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. 

28. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνη



https://aerapatera.wordpress.com/2021/02/14/κυριακὴ-ιζ-ματθαὶου/


Wednesday, February 10, 2021

Εξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν

 «Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ' ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι». (Ἐφ. ε΄ 15-16) 

Για να φωτιστεί η διαφορά «αγοράζω τον χρόνο» και «εξαγοράζω τον καιρό» ή, όπως λέει ο λαός μας, «περνάω τον καιρό μου» παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα:

«Ένας άντρας γραβατωμένος και παρφουμαρισμένος κατευθύνθηκε σε μια από τις γυναίκες. 

-Είναι για πούλημα αυτά τα πορτοκάλια; 

-Βεβαίως, διαφορετικά γιατί θα τα είχα μαζέψει και γιατί θα βρισκόμουν εδώ;

-Σου αγοράζω όλα τα κοφίνια, λέει ο άντρας. 

-Καημένε μου κύριε. Ξόδεψα τρεις μέρες για να τα μα­ζέψω αυτά τα φρούτα και τα λαχανικά. Σηκώθηκα σήμε­ρα πολύ νωρίς. Περπατάω από το πρωί. Πηγαίνω στην αγορά του Αγαδίρ να πουλήσω τα αγαθά μου. Δεν ση­κώθηκα απ' την αυγή για να ξεφορτωθώ στο άψε-σβήσε όλα μου τα φρούτα και λαχανικά. Πηγαίνω στο Αγαδίρ για να εγκατασταθώ στη μικρή μου γωνιά, ν' απλώσω τα προϊόντα μου, να χαιρετήσω τον φύλακα, να μάθω νέα της Ράμα που είναι άρρωστη και να πουλήσω τα πορτοκάλια και τις ντομάτες μου σε πολλά πρόσωπα. Θα ήθελα πολύ το ποσό που μου προσφέρεις, αλλά από πολλά χέρια, με πολλά χαμόγελα και διαφορετικά πρόσωπα. Λυπάμαι δεν ξεφορτώνομαι το εμπόρευμα μου, το πουλάω. Και περνάω μια ολόκληρη μέρα για να το πουλήσω. Αλλιώς τι ζωή θα κάναμε».

Tahar Ben Jelloun


*Μας το έστειλε ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου





Sunday, February 7, 2021

Κυριακὴ ΙΣΤ᾽Ματθαὶου

 (Ματθ. 25,14-30)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπος τίς ἀποδημῶν 

14. ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, 

15. καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. 

16. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. 

17. ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 

18. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ.

19. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον.

20. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς

. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 

22. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι πέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 

23. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 

24. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· 

25. καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. 

26. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα 

27. ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ.

28. ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. 

29. τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 30. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. [Ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω][4].



https://aerapatera.wordpress.com/2021/02/07/κυριακὴ-ιστ᾽ματθαὶου/


Monday, February 1, 2021

Ο τύπος του φανατικού ανθρώπου

 Ο φανατισμός, ως διάστροφο ψυχικό φαινόμενο, απειλεί την ψυχή του καθενός. Μπορεί να εμφανισθεί στους άθεους όπως και στους πι­στούς, στους προοδευτικούς όπως και στους συντηρητι­κούς. Ριζώνει στο άγχος και στην αλαζονεία. Το άγχος να αισθάνεται κανείς απειλούμενα τα ιστορικά σχήματα που είχε συνηθίσει, και χάρη στα οποία αυτοπροσδιοριζόταν. Και την αλαζονεία να ανήκει στον μικρό αριθμό των εκλεκτών, οι οποίοι έχουν επομένως το δικαίωμα να απορρίπτουν και να τιμωρούν εκείνους που θεωρούνται υπεύθυνοι γι' αυτές τις αναστατώσεις.

Ο φανατικός έχει συχνά την ψύχωση της συνωμοσίας! Μάλιστα, μια μορφή απελπισμένης αλαζονείας μπορεί να οδηγήσει τον καθένα να πει­σθεί ότι είναι ο μόνος που μένει στην αλήθεια, μια αλήθεια την οποίαν απολυτοποιεί, και την οποίαν κατέχει. Οποιοσ­δήποτε δεν συμφωνεί μαζί του, είναι το όργανο δαιμονι­κών δυνάμεων. Αν είσαι διαφορετικός από εμένα, αυτό σημαίνει ότι θέλεις το θάνατό μου!

Ο φανατικός είναι συ­χνά ένα ον αβέβαιο, ανήσυχο, αποδιοργανωμένο, που ισορ­ροπεί όπως όπως χάρη σε μια περίπου αιμομεικτική προ­σκόλληση στην αλήθειά του. Δεν θέλει να βλέπει παρά μόνο κακές διαφορές, νεύρωση των «μικρών διαφορών» έλεγε ο Φρόυντ, θεωρεί πώς εκείνος που διαφωνεί μαζί του σε ένα σημείο, έστω και δευτερεύον, έχει άδικο σε όλα και για όλα. Είναι ανίκανος να περάσει μέσα στην ετερό­τητα του άλλου, να τον καταλάβει λίγο, να δεχτεί πως ίσως έχει δίκιο, έστω και εν μέρει. Ορισμένες λέξεις, που αγνοεί την πραγματική τους σημασία, τον κάνουν μανιακό. Αρκεί να τις προφέρετε για να σας αποκλείσει, να σας κολλήσει μια ετικέτα, να σας ρίξει σ' ένα συρτάρι, ως αιρε­τικό, αποκλίνοντα, νεωτεριστή ή αντιδραστικό!

Olivier Clement



*Μας το έστειλε ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου