Πώς μου 'ρθε τώρα αυτό
το ξεχασμένο τρυφερότατο τραγουδάκι, πώς να ξέρω; Λέω όμως να το αφιερώσω στον άγιο
Νεόφυτο που γυρνά απ' το πρωί στο νου μου. Ίσως γελάσετε, δεν πειράζει. Ν' αφιερώνεις
ένα τραγούδι σ' έναν άγιο, χάζεψες, θα πείτε κι ίσως και δίκιο να 'χετε. Μα
θα σας πω με λίγα λόγια την ιστορία του τη μικρή κι ίσως κάτι να νιώσετε απ' τις
χορδές της καρδιάς μου που θέλουν να του χαρίσουν αυτό το ηρωικό και πένθιμο τραγούδι...
Ήταν εννιά χρονών ακόμα. Στη Νίκαια της Βιθυνίας ο τρισχαριτωμένος. Στου Διοκλητιανού
τα μαύρα χρόνια κι άραχνα. Μάζευε στο σχολείο τα παιδιά, έκαναν όλοι μαζί προσευχή
που αυτός την ξεκινούσε κι ύστερα τους μοίραζε το φαγητό του. Στο δωμάτιό του ένα
περιστεράκι ερχότανε. Του μιλούσε μ' ανθρώπινη φωνή κι έκαναν κουβέντα τα δυο πουλάκια.
Κουβέντα ζηλευτή. Έλειπε το παιδί μια μέρα, το περιστεράκι δεν βρήκε το φίλο του,
βρήκε όμως τη μανούλα του. Της μίλησε τότε και της είπε πόσο σπουδαίος θα γίνει ο γιος
της και πως θα μαρτυρήσει για το Χριστό. Άκουσε η δόλια το φτερωτό να μιλά με ανθρώπινη
λαλιά, έπεσε και πέθανε από τη λαχτάρα που πήρε. Γυρνά ο Νεόφυτος και βλέπει τη μανούλα
του κατάχαμα. Κοιτάζει το περιστέρι. "Πέθανε απ' αυτά που της είπα γιατί τρόμαξε.
Άντε να τη σηκώσεις τώρα" του λέει εκείνο. "Μανούλα, το περιστεράκι είπε
να σηκωθείς" είπε ο γιος κι αναστήθηκε η μάνα.
Ύστερα το περιστεράκι τον πήρε
και τον πήγε στο βουνό. Στον Όλυμπο της Βιθυνίας που 'ταν ο Όλυμπος των αγίων και
των ασκητών της εποχής. Τον οδήγησε σε μια σπηλιά που ζούσε ένα λιοντάρι.
"Φύγε τώρα εσύ" είπε το περιστέρι στο λιοντάρι, κι εκείνο έφυγε. Δυο χρόνια
έμεινε εκεί το παιδί και ασκήτευε και το πουλάκι, ο άγγελος του, ο ίδιος ο Παράκλητος
αυτοπροσώπως του έφερνε τροφή. Πάνω στα δυο χρόνια του λέει: "Άντε παιδάκι
να πας στη Νίκαια να δεις τους γονείς σου που σ' επιθύμησαν και στεναχωριούνται.
Τους λείπεις παιδάκι". Πήγε ο Νεόφυτος, τους είδε, μοίρασε και το μέρος της
περιουσίας που του αναλογούσε, γύρισε πάλι στο βουνό κι έμεινε άλλα τέσσερα χρόνια.
Έφθασε σε πνευματικά ύψη μεγάλα.Την κορφή του Ολύμπου πάτησε.
"Πάμε τώρα κάτω
να μαρτυρήσεις για το Χριστό", του είπε το πουλάκι κι ο Νεόφυτος πήγε στον
άρχοντα, ομολόγησε την πίστη του κι εκείνος τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια,
απάνθρωπα και μισητά, στο τέλος στα θηρία τον έριξε να τον κατασπαράξουν. Ήρθε και το λιοντάρι πεινασμένο,
το λιοντάρι της σπηλιάς, και τον αναγνώρισε και στάθηκε. Κι ο Νεόφυτος το αγαγνώρισε
όμως. Κι αφού τίποτα δεν πάθαινε κι απ' όλα το νεαρό άνθος έμενε ανέγγιχτο, ένας
βάρβαρος του πήρε το κεφάλι.
Και πήγε το περιστεράκι και πήρε την ψυχούλα του την
ευωδιαστή, λευκό γιασεμί της πλάσης, και την πήγε στον Παράδεισο.
Και τότε ξημέρωσε, στέγνωσαν τα δάκρυα κι
από κει πάνω αιώνες τώρα χαμογελά σ' όλα τα παιδιά του κόσμου, μα και σε όσους τα
παιδιά πολύ αγάπησαν...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια