"Αν υπήρξα αγωνιστής εις την Αντίστασιν
κατά των κατακτητών της χώρας μας,
αυτό υποδεικνύει ότι δεν φοβούμαι τον θάνατον"
Μνήμες και Μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή, σελ. 100-102
– Πως βγήκατε στο βουνό Μακαριώτατε ;
– Το 1942, με χειροτόνησε ο Δαμασκηνός…, μου έδωσε το οφίκκιο του Αρχιμανδρίτου και με τοποθέτησε και πάλι ως Εφημέριο, ως Εφημερεύοντα Ιεροκήρυκα ακριβέστερα, στον Aγιο Λουκά Πατησίων. Εκεί, κατά το διάστημα που ήμουν διάκονος ακόμη, είχα αναπτύξει μια δράση, ας την πω εθνική.
Αναλογιζόμενος την πείνα και τη δυστυχία που είχε τότε η πατρίδα μας, ίδρυσα εκεί κάτι συσσίτια, στο προαύλιο του Ναού, σ’ έναν
κήπο. Όταν εμείς δεν είχαμε να φάμε, εγώ τάιζα 600 παιδιά.
Στα κηρύγματά μου (…) ήμουν λιγάκι λαύρος κατά των κατακτητών και πολλές φορές κατά των εκτρεπομένων Ελλήνων ή Ελληνίδων, συμπραττόντων με τους κατακτητάς . Κινδύνευσε τότε και η ζωή μου ακόμη. Είχε έλθει στα αυτιά μου ότι « αυτός θα το φάει το κεφάλι του!»
Όπως φαίνεται με παρακολουθούσε κι η οργάνωση του Ε.Δ.Ε.Σ. και μια μέρα με πλησίασαν και με βολιδοσκόπησαν, αν θέλω να βγω στο βουνό, στις αντάρτικες ομάδες του Ε.Δ.Ε.Σ. του Ζέρβα. Με προθυμία δέχθηκα και μυήθηκα μάλιστα από τον βιομήχανο που είχε εργοστάσια, Ευθύμιο Μπάρδη και τον δικηγόρο Ματσούκα στο κατάστημα του Μπάρδη .
– Θυμάστε την αναχώρησή σας;
– Πήγα στο βουνό, σαράντα τρία η υπόθεση αυτή (…), δια μέσου Πατρών πέρασα στο Κρυονέρι με μια πνίχτρα , δεν θυμούμαι και τα’ όνομά της, ένα καραβάκι τέλος πάντων, του οποίου η ασφάλεια δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Από εκεί με το τρενάκι έφθασα στο Αγρίνιο, βέβαια συστημένος πού θα πήγαινα, πού θα κατέλυα. Κατόπιν οδηγήθηκα έξω από το Αγρίνιο με τα πόδια, για να εξηγούμεθα, όδευα προς Ήπειρο παρακαλώ. Με τα πόδια. Στο δρόμο συνάντησα κι άλλους που πήγαιναν για αντάρτικο. Αξιωματικοί και λοιποί. Δεν θυμάμαι αν ήταν κι ο Λιλαίος τότε, ο νομικός σύμβουλος της Εκκλησίας σήμερα. Δεν θυμάμαι αν ήταν στην πορεία εκείνη κι αυτός .
Περάσαμε τα χωριά του Αγρινίου και φθάσαμε στα Τζουμέρκα εν τέλει, στο στρατηγείο του Ζέρβα. Ο ίδιος μάλιστα ήταν σε περιοδεία εκείνες τις μέρες.
– Κληρικοί, Μακαριώτατε , είχαν πάει με το ΕΑΜ;
– Από την άλλη πλευρά ήταν δύο Μητροπολίτες. Ο Ηλείας Αντώνιος και Κοζάνης Ιωακείμ. Αυτοί ήσαν με το ΕΑΜ. Ο Αρης Βελουχιώτης είχε και άλλους κληρικούς. Τον Ηγούμενο…
– Της Μονής Αγάθωνος, τον Γερμανό;
– Ναι! Αυτός ο Γερμανός ήταν γνωστός ως καπετάν Ανυπόμονος.
Επίσημα όμως εγώ ήμουν εκείνος πού αντιπροσώπευα την Εκκλησία της Ελλάδος στην Εθνική Αντίσταση. Αντιλαμβάνεσαι, μάχες από εδώ, μάχες από εκεί. Εναντίον των Γερμανών, εναντίον των Ιταλών και δυστυχώς, αυτό ήταν το άσχημο, και εναντίον των κομμουνιστών. Ενώ εμείς πολεμούσαμε τούς Γερμανούς,… μια ωραία πρωία μας επιτέθησαν κι οι κομμουνιστές στα υψώματα της Καλεντίνης και είμεθα μεταξύ δύο πυρών.
Ο πόλεμος εμαίνετο… Ο στρατηγός Ζέρβας ενόμισε ότι ήμουν ό κατάλληλος για να μεταφέρω κάτι έγγραφα. Και τα μεν έγγραφα έφθασαν στην Αθήνα, όπου τα έστειλα, εγώ όμως έμεινα αμανάτι στην ‘ρτα, διότι προδόθηκα . Στην Καλεντίνη , θυμάμαι, ξημερωθήκαμε. Μ’ ένα σύνδεσμο που μου έδωσε ο Ζέρβας (…). Τότε δόθηκε σήμα ότι ανέβαιναν Γερμανοί.
” Κάποτε, φθάσατε στην άρτα…
” Οι άνθρωποι τρυπώσανε στους λόφους. Εγώ, λοιπόν, πήρα τον δρόμο για τον προορισμό μου. Ολομόναχος. Τόσο μυαλό είχα φαίνεται! Είχα κουράγιο όμως. Έφθασα στήν άρτα, αφού διανυκτέρευσα σ’ ένα χωριό άλλο, όπου είχε ο ΕΔΕΣ “σύνδεσμο”. Καλή του ώρα, ήταν διερμηνεύς στην Κομαντατούρ , πρέπει να ζει, τον λέγανε Λάμπρο Λάμπρου. Ήταν τότε υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας στην ‘ρτα. Έμεινα το βράδυ στο σπίτι ενός δικηγόρου Παπαβησσαρίωνος , για να οδηγηθώ το πρωί στην Αρτα.
Ήμουν χωρίς ταυτότητα. Δεν είχα ταυτότητα θεωρημένη. Ο “σύνδεσμος” με βοήθησε και πέρασα από το φυλάκιο των Γερμανών στη γέφυρα. Κατευθύνθηκα αμέσως στη Μητρόπολη, στο Δεσπότη, στον αείμνηστο άρτας και προκάτοχο μου στη Μητρόπολη αυτή Σπυρίδωνα, ο οποίος μάλιστα είχε εκφράσει στον Αρχιεπίσκοπο την επιθυμία να τον διαδεχθώ όταν πεθάνει. Αμέσως ενήργησε ή Μητρόπολις να βγει η άδεια μεταβάσεως μου στην Αθήνα. Αλλά φαίνεται ότι προδόθηκα. Τον πρώτο πού είδα μέσα στην πόλη από χιλιάδες κατοίκους ήταν ένας χασάπης, γνωστός στην άρτα. Χαιρετηθήκαμε. “Καλημέρα! Καλημέρα!” Αχ, λέω μέσα μου, κάηκα. Κακός οιωνός. Φαίνεται ότι με πρόδωσαν στους Γερμανούς κι οι Γερμανοί, ενώ τούς πήγα όλα τα χαρτιά, δεν μου έδιναν άδεια. Μου απαγόρευσαν την έξοδο…
– Τελικά, τα καταφέρατε…
– Εν πάση περιπτώσει κι η οργάνωση ενήργησε και μου έστειλε χαρτιά από την Αθήνα ότι “μεταβαίνω εις άρταν μετ’ επιστροφής”. Έτσι, ένα πρωί τα βάζω στην τσέπη… κι ανεβαίνω σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο, ένα γκαζοζέν, που μετέφερε πορτοκάλια. Μπήκα μέσα και είπα “Ό θεός βοηθός!” Το έσκασα από εκεί κι ήρθα στην Αθήνα. Μόλις έφθασα εδώ, οι Γερμανοί άρχισαν να ενοχλούν τον Δεσπότη στην άρτα, άλλοι πήγαιναν στον Αρχιερατικό Επίτροπο και με ζήταγαν. Έρχεται κάτω ο Δεσπότης και μου λέγει: “Φυλάξου! Θα σε πιάσουν οι Γερμανοί και θα σε σκοτώσουν”. Τότε έβαλα κάτι τζάμια γυαλιά και πήγαινα στην Σύνοδο.
Τα βράδια όμως άλλαζα σπίτια, άλλοτε κοιμόμουν εδώ κι άλλοτε εκεί, ώσπου ξεκουμπίστηκαν…”.
Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, (26.10.1913 – 10.04.1998) κατά κόσμον Βησσαρίων Τίκας του Χρήστου, διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδοςαπό το 1974 μεχρι το 1998.
Γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1913 στο χωριό Αρτεσιανό Καρδίτσας. Ολοκλήρωσε τις βασικές του σπουδές στην Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου και το 1940 αποφοίτησε από την Θεολογική Σχολή Αθηνών. Εκάρη μοναχός στη Ιερά Μονή Πεντέλης το 1938. Την επομένη μέρα της κουράς του, χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνό και τοποθετήθηκε εφημέριος στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος στο Νέο Ηράκλειο. Το 1942, χειροτονήθηκε από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό πρεσβύτερος και αρχιμανδρίτης και υπηρέτησε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό του Αγίου Λουκά Πατησίων, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη μέριμνα συσσιτίων που είχε πρωτοδημιουργήσει ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Την επόμενη χρονιά συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, ενώ ο ίδιος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» στις 30 Σεπτεμβρίου 1991 αναφέρει, «Το 1942, με χειροτόνησε ο Δαμασκηνός…, μου έδωσε το οφίκκιο του Αρχιμανδρίτου και με τοποθέτησε και πάλι ως Εφημέριο, ως Εφημερεύοντα Ιεροκήρυκα ακριβέστερα, στον Άγιο Λουκά Πατησίων. Εκεί, κατά το διάστημα που ήμουν διάκονος ακόμη, είχα αναπτύξει μια δράση, ας την πω εθνική.
Αναλογιζόμενος την πείνα και τη δυστυχία που είχε τότε η πατρίδα μας, ίδρυσα εκεί κάτι συσσίτια, στο προαύλιο του Ναού, σ’ έναν κήπο. Όταν εμείς δεν είχαμε να φάμε, εγώ τάιζα 600 παιδιά.
Όπως φαίνεται με παρακολουθούσε κι η οργάνωση του Ε.Δ.Ε.Σ. και μια μέρα με πλησίασαν και με βολιδοσκόπησαν, αν θέλω να βγω στο βουνό, στις αντάρτικες ομάδες του Ε.Δ.Ε.Σ. του Ζέρβα. Με προθυμία δέχθηκα και μυήθηκα μάλιστα από τον βιομήχανο που είχε εργοστάσια, Ευθύμιο Μπάρδη και τον δικηγόρο Ματσούκα στο κατάστημα του Μπάρδη».
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1949, επί αρχιερατείας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα εξελέγη Μητροπολίτης Άρτης, όπου και ανέπτυξε αξιόλογη δραστηριότητα ποιμαντορικού και φιλανθρωπικού χαρακτήρα, όπως ίδρυση νέων ναών, αποκατάσταση ζημιών παλαιοτέρων, ίδρυση γηροκομείου, οικοτροφείου απόρων μαθητών, παιδικό σταθμό, κατηχητικά σχολεία, φιλόπτωχα ταμεία και άλλες διακονίες.
Στις 11 Μαρτίου του 1958, επί αρχιερατείας του αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Β΄, μετατέθηκε στη μητρόπολη Ιωαννίνων, και εκεί ανέπτυξε ευρύτερη εκκλησιαστική δράση, εθνική, κοινωνική και φιλανθρωπική.
Στις 12 Ιανουαρίου 1974, εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος είχε ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας σε πολλά ξένα πανεπιστήμια, ενώ τιμήθηκε με σημαντικές ανώτατες διακρίσεις, όπως το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας και τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ τάξεως, καθώς και με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, όπως επίσης, του απονεμήθηκε και ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Τιμής.
Οι πληροφιίες, όπως και όλη η εξόδιος ακολυθία του Ιεράρχη με κάποιους εξαίρετους και ιστορικούς επικήδειους λόγους που αξίζει να ακουστούν και σήμερα, βρίσκονται στον ακόλουθο σύνδεσμο: