Labels

Friday, December 31, 2010

Καλή χρονιά!!!



Τι είναι μια χρονιά; Σχεδόν αστειευόμενη με την ερώτηση που θέτω στον εαυτό μου, απαντώ: μια λέξη ανάμεσα σε αναρίθμητες άλλες.
Και μετά συνειδητοποιώ πως ο αστεϊσμός μου δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Μια χρονιά είναι όντως μια λέξη ανάμεσα σε αναρίθμητες άλλες, μια συμπύκνωση στιγμών κλεισμένων -ή και ελεύθερων- σ' ένα (ή από) μικρό κέλυφος στα αναρίθμητα σημεία του Σύμπαντος. 

Μια χρονιά είναι σαν ένα σημείο, που διέτρεξε φως και σκοτάδι τη ζωή μας και που μοιάζει να έκανε τον κύκλο του πυροδοτώντας το νέο σημείο, τη συνέχειά του. Οπωσδήποτε, μια εφεύρεση του ανθρώπινου εγκεφάλου, ψευδή και απατηλή, προκειμένου να οριοθετήσει την πραγματικότητα που βιώνει, ή μάλλον τις πολλαπλές πραγματικότητες, ώστε να μπορεί να κάνει το αφηρημένο συγκεκριμένο, υποβοηθώντας τη μνήμη του παρελθόντος που ολισθαίνει ανυπότακτο.

Συνηθίζονται οι απολογισμοί τέτοιες ώρες. Δεν προτίθεμαι να συνταχτώ στο κυρίαρχο κλίμα του απολογισμού κι αυτό γιατί ανοίγοντας σήμερα το πρωί τα μάτια μου, ένιωσα πως οτιδήποτε πασχίσω να μαζέψω στο τρύπιο δίχτυ του χρόνου για να αντικρίσω ξανά αυτό που πέρασε και τάχα να το αξιολογήσω, έχει τόσο μεγάλη σχέση με τη στιγμή που το επιχειρώ, όσο και ο καιρός την ώρα που ο ψαράς ψαρεύει στη θάλασσα. Εκεί είναι η θάλασσα και τα ψάρια εκεί είναι, μα ο καιρός, σαν την στιγμή, δεν είναι στο χέρι του, και ό, τι μαζέψει δεν εναπόκειται απλώς και μόνον στο χάρισμά του ή στην διάθεσή του, αλλά και σ' αυτόν τον καιρό που δεν τον ορίζει. 

Αν είμαι χαρούμενη θα θυμηθώ όλες τις καλές στιγμές του περασμένου χρόνου, αν είμαι θλιμμένη, όλες τις στεναχώριες. Όπως και να 'χει, άπειρες στιγμές θα γλιστρήσουν και από τις δύο προσπάθειες που θα κάνω και θα εμφανιστούν όταν αυτές το αποφασίσουν ή δεν θα εμφανιστούν και ποτέ, προτιμώντας να εργάζονται μυστικά στα παρασκήνια της συνείδησης.  Έτσι παραιτήθηκα από την διαδικασία στην οποία, ομολογώ πως, έμπαινα κάθε χρόνο τέτοια μέρα.

Είτε ο χρόνος είναι ένας και αδιάσπαστος από κτίσεως κόσμου, είτε δεν υπάρχει καθόλου, η ενότητά του Είναι ή του μη Είναι, δεν διασπάται σε χρονολογίες. Μια διαρκής γέννηση κι ένας ακατάπαυστος θάνατος στιγμών που η μια ανασταίνει την άλλη διαρκώς και όλα ρέουν, ρέουν, ρέουν πορευόμενα στην αιωνιότητα. Ένα πλήθος δοκιμασιών, λαθών, τραυμάτων πλάι σ' ένα πλήθος θαυμάτων, ονείρων, παραμυθιών, χέρι με χέρι συμπορεύονται. Είμαστε ζωντανοί και προχωράμε πλάι στους κεκοιμημένους. Είμαστε θνητοι που πορευόμαστε στην αθανασία. Άλλοτε τρέχοντας, άλλοτε βαριανασαίνοντας, άλλοτε κοιμισμένοι, άλλοτε σερνάμενοι κι άλλοτε πετώντας. Είμαστε το ορατό μέρος ενός αόρατου κόσμου που μας περιθάλπει και μας οδηγεί. Με τα σκοτάδια μας πορευόμαστε προς το φως. Όλα είναι ένα και προς το ένα προχωρούν ακάθεκτα.

Η ευχή μου, λοιπόν, έστω για αυτο το 2011 που ξημερώνει τυπικά αύριο αποτελώντας σάρκα των χιλιάδων χρόνων που προηγήθηκαν, -μιας και αν δεν μπορώ να απολογηθώ για τίποτα για τους λόγους που εξήγησα, μπορώ ωστόσο να ευχηθώ όπως θα το έκανα κάθε μέρα και πολύ παραπάνω σήμερα που οι ευχές είναι στα φόρτε τους-, είναι να κάνουμε όλοι αυτό που μπορούμε. Ό, τι καλύτερο μπορούμε και όσο μπορούμε, για να κυλάει το ποτάμι των ψυχών και των σωμάτων μας όσο γίνεται πιο ανεμπόδιστο στην αιωνιότητα που μας προσδοκά.
Καλή χρονιά!

Saturday, December 25, 2010

Χριστούγεννα 2010!





Ήρθανε και τα Χριστούγεννα του 2010. Αυτής της χρονιάς που πάγωσε συχνά τις καλές διαθέσεις και το κέφι μας ύστερα από τόσες ταλαιπωρίες που υποστήκαμε συνδεδεμένες άρρηκτα με τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες που λίγο πολύ κανέναν δεν άφησαν απαθή, σε όλους μας κόστισαν και συνεχίζουν να κοστίζουν.
Τα Χριστούγεννα όμως, σχεδόν απαθή, ήρθαν και πάλι. Μετρώ και ξαναμετρώ τα πενιχρά μου έσοδα και δεν μπορώ παρά να αποφασίσω να μην αγοράσω φέτος το φόρεμα που τέτοιες μέρες πάντα αγόραζα. Δεν θα ψωνίσω ούτε τόσα κρέατα για τα τραπέζια που κάνω στους φίλους και τους συγγενείς. Ούτε ξύλα για το τζάκι θα αγοράσω κι ευτυχώς ο καλός καιρός συμμαχεί στην ανάγκη μου κι ας χαθεί η θαλπωρή που προσφέρει πάντα το τζάκι. Λιγότερα κρασιά, μόνον ευχητήριες κάρτες στα βαφτιστήρια, να κόψω από δω, να κόψω κι από κει, να τα βγάλουμε πέρα. Κι ενώ αρχίζει να με στεναχωρεί η μεγάλη αφαίρεση στην οποια όσο εξασκημένη και να ήμουνα, τώρα ξεπερνά τις δυνατότητές μου στα απλά μαθηματικά της ζωής, τα Χριστούγεννα έρχονατι πάλι ανέμελα και γελαστά.
Χτυπούν το κουδούνι και τους ανοίγω την πόρτα. Δυο δεκαπεντάχρονα αγόρια με ρωτούν αν θέλω “να μου τα πουν”. Πώς να αρνηθώ σε δυο παιδιά; Και βέβαια να μου τα πείτε, απαντώ. Καθώς ακούω τις παράφωνες φωνές τους που βρίσκονται πάνω στη μεταφώνηση συνέρχομαι και αρχίζω δειλά να χαμογελώ. Έχω φροντίσει από χθες, λόγω και πάλι έλλειψης χρημάτων, να προμηθευτώ σοκολατάκια για να κερνάω στα παιδιά δίνοντας παράλληλα ό,τι ψιλό έχω. Φεύγουν ευχαριστημένα τα εφηβάκια κι ύστερα έρχονται κι άλλα, κι άλλα, μικρά και μεγάλα, ένα σωρό παιδιά.
Όλα, μα όλα τα παιδιά δεν κοιτούν τα χρήματα αλλά τα σοκολατάκια. Κάποια σταματούν να καλαντίζουν και τ’ ανοίγουν για να τα καταβροχθήσουν αμέσως. Αυτό είναι. Τα παιδιά είναι παιδιά, κι εγώ λίγο λίγο πλημμυρίζω από ευτυχία.
“Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στο αρχοντικό σας…”. Ε, ναι, λοιπόν, είμαστε άρχοντες και ζούμε σε αρχοντικά, σωστά τα λένε τα κάλαντα. Και είμαστε άρχοντες όχι γιατί έχουμε τίτλους και αξιώματα, εξουσία και ισχύ. Τα αρχοντικά μας δεν είναι αρχοντικά επειδή έχουν Βικτωριανούς καναπέδες και χρυσά πόμολα, πορσελάνινους νιπτήρες και μαρμάρινα δάπεδα. Είμαστε άρχοντες γιατί συγγενεύουμε με τον Άρχοντα της Αγάπης που γεννιέται σήμερα, και ζούμε σε αληθινά αρχοντικά γιατί ο Μέγας Συγγενής μας γεννήθηκε σε φάτνη. Αυτή είναι η αρχοντιά μας όλη, η ελπίδα μας και η ευτυχία μας η ατόφια. Για ποια φορέματα να μιλήσουμε τώρα, ποιο φαγητό, ποια κρασί και ποια ψώνια;
Τα Χριστούγεννα ήρθαν και φέτος και το άστρο της Βηθλεέμ πάλι φωτίζει από ψηλά δείχνοντας τον δρόμο προς τη φάτνη. Ποιος είναι φτωχότερος από τον Χριστό και ποιος γεννιέται δίπλα στα ζώα; Οπωσδήποτε κάποιοι είναι στενότεροι συγγενείς Του από μένα ως προς αυτά. Οπωσδήποτε κάποιοι είναι το ίδιο φτωχοί και πολύ ταπεινότεροι από μένα που γράφω τώρα αυτές τις λέξεις. Μα αν τις γράφω είναι γιατί ξαφνικά κι εξαιτίας των καλάντων, ξύπνησε πάλι μέσα μου αυτό το άλλο Φως που όταν με φωτίζει οι θλίψεις και τα βάσανα εξανεμίζονται ευθύς γιατί είναι κυρίως αποτέλεσμα μόνο των παθών μου, των αδυναμιών μου και των φρούδων και μάταιων επιθυμιών μου.
Τα Χριστούγεννα όμως ήρθανε και πάλι και ο Χριστός ξαναγεννήθηκε για μένα, για σένα, για τον καθένα και για όλους μας και δεν μας κοστίζει τίποτα να τα ζήσουμε, εκτός από το άνοιγμα της καρδιάς μας στο Φως τους, που φανερώνει την βαθιά μας ουσία καθώς αυτή πορεύεται στην Αιωνιότητα της Αγάπης Του.
Καλά Χριστούγεννα!
..................................................................................................................................
Σημείωση: Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην σελίδα Αναγνώστες του Protagon
 http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.anagnwstes&id=4524 

Saturday, December 18, 2010

Ο βασιλιάς, η βασίλισσα και το κόκκινο τριαντάφυλλο.



Μια καθημερινή μάχη ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Μια μάχη δίχως τέλος εδώ και χρόνια, κανείς δε θυμάται πόσα.

Κάθε νύχτα ο βασιλιάς ακόνιζε τα σπαθιά του, τρόχιζε τα ακόντια, σφυριλατούσε βέλη στα σκοτεινά υπόγεια του παλατιού του.
Απ’ την άλλη μεριά του βουνού, στο άλλο παλάτι, κάθε νύχτα η βασίλισσα έβραζε στο μεγάλο καζάνι της τα φυτά που τις έδιναν τα λαμπερότερα χρώματα, βουτούσε τις κλωστές της και ύφαινε μεταξωτά υφάσματα στη σοφίτα του δικού της παλατιού.

Και κάθε πρωί, χρόνια τώρα, η ίδια μάχη ξεκινούσε με το που ξεμυτούσαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Σπαθιά, τόξα και ακόντια εκτοξεύονταν με δύναμη από τη μια μεριά. Πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα απ’ την άλλη.

Κάθε μέρα όλα ήταν πιο βελτιωμένα από την προηγούμενη. Πιο μυτερά τα σπαθιά, πιο αιχμηρά τα τόξα, πλέον ακονισμένα τα ακόντια. Αλλά και πιο πολύχρωμα, πιο λεπτεπίλεπτα και πιο μεγάλα τα μεταξωτά.

Άλλοτε τα όπλα του βασιλιά κατάφερναν να φτάσουν απέναντι δίχως όμως ποτέ να μπορέσουν να μπούνε στο παλάτι για να τραυματίσουν τη βασίλισσα. Κι άλλοτε τα μετάξια κατάφερναν κι αυτά να φτάσουν απέναντι δίχως όμως ποτέ να τρυπώσουν από κάποιο ξεχασμένο ανοιχτό παράθυρο για να τυλίξουν και να πνίξουν τον βασιλιά. Συνήθως στην  εναέρια μάχη τα σπαθιά έσχιζαν τα υφάσματα, τα ακόντια τα τρυπούσαν, τα τόξα τα κομμάτιαζαν ή τα μεταξωτά όπλα της βασίλισσας  τύλιγαν τα άγρια όπλα του βασιλιά με αφοπλιστικά σφιχταγκαλιάσματα και τυφλώνοντας την πολεμική ορμή τους τα έριχναν στο χώμα.

Τα χρόνια περνούσαν και τα εργαλεία στο υπόγειο του βασιλιά που βελτίωναν τα όπλα του σκούριασαν. Τα χρόνια περνούσαν και τα φυτά που έδιναν τα χρώματα στα υφάσματα της βασίλισσας εξαντλήθηκαν, έσπασε ο αργαλειός της και το μεγάλο καζάνι της ράγισε.

Και καθώς τα χρόνια περνούσαν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα έμειναν άπραγοι, γερασμένοι κι απορημένοι. Ο ένας στο υπόγειο κι η άλλη στη σοφίτα, καθισμένοι στις αναπαυτικές βελούδινες πολυθρόνες τους έσπαζαν το κεφάλι τους να θυμηθούν ποια ήταν η αιτία του πολέμου τους, πώς άρχισαν όλα, πόση ζωή σπατάλησαν σ’ αυτή την ατέλειωτη μάχη. Κανένας όμως απ’ τους δυο δε θυμόταν τίποτα.

Ήρθε χειμώνας βαρύς. Το βουνό που τους χώριζε ήταν χιονισμένο. Ίχνος πράσινου φύλλου δε διέκρινες. Με βαριά βήματα ο βασιλιάς ανέβηκε τη σκάλα του υπογείου, μπήκε στην άδεια αίθουσα του θρόνου και πλησίασε το παράθυρο. Κοίταξε το χιονισμένο βουνό και τα μάτια του έμειναν εκεί ακίνητα χωρίς σκέψεις, αισθήματα, σχεδόν χιονισμένα.

Με βαριά βήματα κι η βασίλισσα κατέβηκε από τη σοφίτα στην δική της άδεια αίθουσα του θρόνου και πλησίασε το παράθυρο. Είδε κι αυτή  το χιονισμένο βουνό και τα δικά της μάτια της, ακριβώς σαν τα μάτια του βασιλιά, έμειναν εκεί ακίνητα χωρίς σκέψεις, αισθήματα, σχεδόν χιονισμένα.

Ξαφνικά και ταυτόχρονα είδαν κι οι δυο στην κορφή του βουνού κάτι ολωσδιόλου παράδοξο. Κανείς απ’ τους δυο δεν ήταν σίγουρος τι ήταν αυτό το αλλόκοτο κόκκινο σημάδι που άστραφτε εκτυφλωτικά κι έκανε την πλαγιά να αντιφεγγίζει κόκκινη σαν φωτιά. Ξαφνικά και ταυτόχρονα άνοιξαν οι πύλες και των δυο παλατιών και δίχως να σκεφτούν να  φορέσουν τις γούνες τους για να προστατευθούν από το κρύο, ο βασιλιάς κι η βασίλισσα  φορώντας μόνον το χρυσούφαντο χιτώνα τους άρχισαν να ανηφορίζουν την πλαγιά.

Με κόπους και με βάσανα έφτασαν κι οι δυο στην κορυφή. Ανάμεσά τους ένα πορφυρό τριαντάφυλλο στεκόταν αμέριμνο μέσα στην άλυκη ομορφιά του, μα κανείς απ’ τους δυο δεν το κοίταξε. Παγωμένοι απ’ το κρύο, πάλευκοι απ’ το χιόνι που στόλιζε τα μαλλιά και τους χιτώνες τους, έμειναν ασάλευτοι να κοιτάζονται στα μάτια.

Οι λεπτές νιφάδες έπεφταν ήσυχα στα βλέφαρά τους κι ύστερα γλυστρώντας στα μάγουλα έλιωναν σχηματίζοντας δάκρυα ζεστά. Άλλες νιφάδες κούρνιασαν μέσα στις βαθιές τους ρυτίδες να ξαποστάσουν  και τα πρόσωπά τους άσπρισαν σαν τότε που ήταν νέοι. Τότε που το μεγάλο πάθος του έρωτά τους είχε προλάβει κιόλας να γίνει παραμύθι που διηγούνταν οι γιαγιάδες τις νύχτες στα εγγόνια τους για να κοιμηθούν. Τότε που μετά τον τρικούβερτο γάμο τους έμειναν κλεισμένοι σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες στη βασιλική κάμαρα για να ξεδιψάσουν τους πόθους τους.

Για πότε οι πόθοι τους μεταμορφώθηκαν σε άγριο μένος κανένας απ’ τους δυο δεν κατάλαβε. Για πότε βρέθηκε ένα βουνό ανάμεσά τους κανένας δεν το πήρε είδηση. Για πότε άρχισε ο ατελείωτος πόλεμος μυρωδιά δεν πήραν. Και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια ακατάπαυστης μάχης, πόση ώρα στέκονταν εκεί στην κορφή του βουνού ξυλιασμένοι απ’ το κρύο, χιονισμένοι απ’ τις νιφάδες του χιονιά, μ’ ένα πορφυρό τριαντάφυλλο ανάμεσά τους, ήταν ακόμη ένα μυστήριο στην παράξενη  ζωή τους.

Τι σημασία όμως είχαν τώρα όλα αυτά; Όχι, καμιά σημαστία δεν είχαν. Τώρα ο ένας απέναντι στον άλλον θαύμαζε την ομορφιά του, τα δάκρυα των νιφάδων γίνονταν  δάκρυα αληθινά που ζέσταναν τις παγωμένες καρδιές τους και πέφτοντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου έπεσαν μαζί εκεί στην κορφή του βουνού, λευκοί πάνω στο λευκό, με το κόκκινο τριαντάφυλλο να ενώνει τις δυο καρδιές τους όπως ποτέ κανένα λουλούδι δεν μπόρεσε.

Η πλάση κοκκίνησε απ’ άκρη σ’ ακρη κι επιτέλους το παραμύθι των γιαγιάδων βρήκε το τέλος που του άξιζε…

Wednesday, December 15, 2010

Το "Παραμύθι της μουσικής" πάει στη Ρόδο


Το Διεθνές Κέντρο Λογοτεχνών και Μεταφραστών Ρόδου σε συνεργασία με το Σύλλογο Πελοποννησίων Ρόδου μας προσκάλεσε για να παρουσιάσουμε στον χώρο του Κέντρου "Το παραμύθι της μουσικής", την Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010, στις 7.00 το απόγευμα. Ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης θα παίξει τις συνθέσεις του στο ούτι, ενώ εγώ θα αφηγηθώ το παραμύθι σε μικρούς και μεγάλους.

Η Μελινα Μερκουρη διαβαζει την ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ





Θεσσαλονίκη, Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου, ώρα 11.05. Θερμοκρασία 3 βαθμοι κάτω από το μηδέν. Γύρισα ιδρωμένη από το γυμναστήριο, δεν έκανα μπάνιο να μην ξυπνήσω τα παιδιά. Ο ιδρώτας μου μυρίζει άσχημα, μα ο ύπνος τον παιδιών ευωδιάζει και η ευωδιά του κυριαρχεί. 
Κατέβηκα στο παγωμένο μου γραφείο. Άνοιξα το παράθυρο, το αερόθερμο και τον υπολογιστή. Άναψα ένα τσιγάρο. Πάντα ένα τσιγάρο με ανοιχτο παράθυρο και ανοιχτό αερόθερμο. Ύστερα άνοιξα την καρδιά μου σ' ένα χάι κου κι έπειτα έπεσα πάνω στη σονάτα του σεληνόφωτος δύο αντρών, -ενός μουσικού κι ενός ποιητή-, και μιας γυναίκας.

"Μονάχος σου πορεύεσαι στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο", λέει ο ποιητής κι οι νότες του μουσικού τον συνοδεύουν μόνες, ενώ η γυναίκα μόνη διαβάζει. "Δεν με πειράζει που άσπρισαν τα μαλλιά μου, με πειράζει που δεν άσπρισε ακόμα η καρδιά μου", λέει ο στίχος κι εγώ τωρα για ν' ασπρίσει η καρδιά μου, μόνη σαν το κρύο, θα την ξεπλύνω στο νερό των λέξεων που έρχονται και ζητούν να με λούσουν, τόσο γενναιόδωρες στις ατέλειωτες μουντζούρες της καρδιάς μου.

Saturday, December 11, 2010

Στο θυσιαστήριο του Ύπνου



Ποιος με ονειρεύτηκε ψες βράδυ
δεν το ξέρω

Ξέρω πως σήμερα
υπήρξα αστραπή του ονείρου του


Λησμόνησα τις λέξεις,
τα τραγούδια και τα χαριεντίσματα

Σκόρπισαν οι ιδέες μου γύρη στον άνεμο
κι η λύπη μου κύλησε χάδι στον φτωχό

Τα φτερά μου ασημένια βέλη εκτοξεύτηκαν
στον μελλοντικό αιώνα
και τώρα
Τώρα είμαι μονάχα η μνήμη του ονείρου αυτού του ανθρώπουπου στο θυσιαστήριο του Ύπνου του με μεταμόρφωσε σε Πορεία σώζωντάς με απ' τα Τάρταρα
που αβάσταχτα με πόθησαν

Friday, December 10, 2010

Ο άρρωστος βασιλιάς και το πουκάμισο - Διασκευή παραμυθιού του Τολστόι



Θα σας πω σήμερα ένα μικρό παραμύθι του παππού Τολστόι με τον δικό μου τρόπο, επίκαιρο όσο ποτέ!


Ήταν που λέτε κάποτε ένα βασιλιάς που αρρώστησε βαριά. Τόσο βαριά αρρώστησε που έταξε το μισό του βασίλειο σε όποιον θα τον γιάτρευε. Όσο όμως κι αν προσπάθησαν οι γιατροί, οι σοφοί και οι μάγοι κανείς δεν κατάφερε να τον γιατρέψει. Μια μέρα ένας γέρο σοφός αποφάνθηκε πως ο βασιλιάς θα γίνει καλά αν φορέσει το πουκάμισο του πιο ευτυχισμένου ανθρώπου που ζούσε στο βασίλειο. Ξαμολύθηκαν στρατιώτες, αυλικοί και ο γιος του ο μονάκριβος να βρουν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του βασιλείου. Όσο όμως κι αν έψαξαν πουθενά δεν τον απάντησαν. Ο ένας ήταν γερός αλλά φτωχός. Ο άλλος ήταν πλούσιος αλλά άρρωστος. Ο τρίτος ήταν και γερός και πλούσιος αλλά είχε κακιά γυναίκα. Ο τέταρτος ήταν και γερός και πλούσιος και καλή γυναίκα είχε αλλά είχε κακά παιδιά και πάει λέγοντας. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην έχει ένα τουλάχιστον παράπονο από τη ζωή του. Μια μέρα όμως το βασιλόπουλο περνώντας με τους στρατιώτες του μέσα από ένα δάσος άκουσε από το ανοιχτό παραθύρι μιας καλύβας μια φωνή να λέει: Δόξα τω Θεώ, σήμερα δούλεψα, κουράστηκα, έφαγα, ας κοιμηθώ τώρα. Χάρηκε το βασιλόπουλο που επιτέλους βρήκε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο και διέταξε αμέσως τους στρατιώτες του να μπουν στο καλύβι και δίνοντας στον άνθρωπο όσα φλουριά επιθυμούσε να πάρουν το πουκάμισό του. Μπήκαν οι στρατιώτες στο καλύβι, αλλά ο άνθρωπος ήταν τόσο φτωχός που... δεν είχε ούτε πουκάμισο...

Tuesday, December 7, 2010

Το αηδόνι και η αμμώδης πολιτεία.






Ένα μικρό αηδόνι, μια σταλιά μικρό αηδόνι ακόμα, ήτανε δεν ήτανε εκατό πεταγμάτων, πρόλαβε να χτίσει σε μια διάρκεια ζωής τόσο μικρής, σαν τη δική του, πολιτείες ολόκληρες.

Ήταν που κάθε φορά που αγαπούσε κάποιο άλλο πουλί, -γιατί μόνο πουλιά αγαπούσε, του ήταν παντελώς αδύνατον να αγαπήσει άλλο πλάσμα-, έχτιζε κι από μια πολιτεία.

Κι έτσι μια μέρα στάθηκε και καμάρωσε τον κόσμο που είχε χτίσει, τον δικό του κόσμο μέσα στον οποίο σεργιανούσε, ανέπνεε, φτεροκοπούσε. Εκεί που κανείς ξένος δεν έμπαινε, γιατί όλες οι πολιτείες του ήταν αόρατες για τα μάτια των ξένων.

Η χρυσή πολιτεία ήτανε ρέουσα. Ποτάμια ολάκερα εισχωρούσαν το ένα μέσα στο άλλο, μπλέκονταν και μπερδεύονταν, ισορροπώντας ωστόσο σαν κλωστές ιστού αράχνης.

Η αργυρή πολιτεία ήταν πουπουλένια. Ανά πάσα στιγμή στο φύσημα του αέρα όλα τα αργυρά πούπουλα άλλαζαν θέση και η όψη του σχεδίου της πολιτείας έπαιρνε νέα μορφή.

Η χάλικινη πολιτεία ήταν από φύλλα φθινοπωρινά. Στοιβαγμένα σε λόφους λόφους έκρυβαν τα μυστικά βαθιά στο χώμα και απαρατήρητα ζούσαν αμετάβλητα.

Λίγο παραπέρα ήταν χτισμένη η πέτρινη πολιτεία, η υδάτινη, η συννεφένια. Κάποτε έχτισε και την αμμώδη.

Αυτή όμως διέφερε απ' τις άλλες. Έμοιαζε να συνθέτει όλες τις υπόλοιπες. Γι' αυτό το αηδόνι την αγαπούσε ξεχωριστά. Οι κόκκοι της άμμου έρρεαν, πετούσαν, στέκονταν, ρίζωναν, υψώνονταν και βούλιαζαν. Έφτιαχναν πύργους, υπόγειες στοές, σκοτεινούς διαδρόμους και πεδιάδες λουσμένες στο φως. Χρύσιζαν οι κόκκοι της στον ήλιο, ασήμιζαν στο σκοτάδι. Καμιά πολιτεία δε μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτήν. Όλες ήταν ωραίες, στ' αλήθεια πανέμορφες, αλλά καμιά δεν την παράβγαινε στην ποικιλλία, στο αναπάντεχο, στην έκπληξη. Η καρδιά του αηδονιού δονούταν σε κάθε μεταβολή. Τα φτερά του χτυπούσαν τρελά σε κάθενέα  όψη της. Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί, την λάτρευε.

Συχνά κλυδωνιζόταν στο ασταθές της έδαφος. Συχνά έκλαιγε που βούλιαζε τόσοπολύ μέσα της όταν μετατρεπόταν σε κινούμενη άμμο. Υπήρχαν και στιγμές που θύμωνε όταν τα μεταξωτά φτερά του βρέχονταν στην υγρασία της. Κατέβαλλε τότε σκληρές προσπάθειες να μην πνιγεί, να μη σπάσουν τα λεπτοκαμωμένα του φτερά, να μην κολλήσει στους βάλτους της. Ορκιζόταν τότε πως σίγουρα αυτή η πολιτεία είναι η χειρότερη που έχτισε ποτέ. Πως είνα άσχημη, πως δεν του ταιριάζει, πως μια μέρα θα το καταπιεί ολόκληρο αν δεν την παρατήσει εγκαίρως. Μα πάνω που τα έλεγε όλα αυτά, πάνω που τα πίστευε μέχρι τα τρίσβαθα της μικρής καρδιάς του, η αμμώδης πολιτεία ησύχαζε. Ανέβαζε τα παλάτια της ψηλά, άνοιγε πόρτες και παράθυρα, άνθιζαν τα δέντρα της, μοσχοβολούσαν, και γρήγορα κατάφερνε ν' αλλάξει τη διάθεση του αηδονιού που έδινε όρκους πρόσκαιρους σαν τη ζωή του.

Ήταν τόσο νέο το αηδόνι τότε που δεν γνώριζε ακόμα πως κάποτε έρχεται μια ηλικία που η κούραση μπορεί και να υπερβεί την αγάπη. Ή πως η αγάπη δεν μπορεί να πνίγει, να ρισκάρει τη ζωή του αγαπημένου. Μια ηλικία που αποζητάς ένα έδαφος λίγο πιο σταθερό. Πως η πείνα μπορεί να σε φέρει σιμά στο θάνατο. Πως η διαρκής μεταβολή, όσο εκτυφλωτική λάμψη κι αν έχει, θέλει φτερά γερακιού για να την χαίρεσαι κι όχι μικρά, αδύναμα και τρυφερά σαν αυτά που έχει ένα αηδόνι. Πως το κελάηδημά του όσο γλυκό κι αν είναι συχνά είναι ανήμπορο να συγκινήσει την άμμο που φτιάχτηκε να την πατούν κι όχι για να της λέν τραγούδια.

Έτσι ήρθε μια νύχτα αλλιώτικη απ' τις άλλες. Τόσο γλυκά τραγούδησε το αηδόνι την αμμώδη πολιτεία του, τόσο την αγάπησε παράφορα με όλο του το είναι που η συνηθισμένη αδιαφορία της πολιτείας το τσάκισε. Η καρδιά του έσπασε χίλια κομμάτια κι ίσα που πρόλαβε να αποτραβηχτεί σε μιαν άκρη έξω απ' τις πύλες της για να μπορέσει να κλάψει με χίλια δάκρυα κι άλλους χίλιους λυγμούς. Αναστεναγμούς άλλους τόσους.

Ένα χέρι τότε το αγκάλιασε σηκώνοντάς το ψηλά. Καθώς το χάιδευε, το μικρό πικραμένο αηδόνι είδε από και ψηλά τις πολιτείες όλες, είδε και την αμμώδη, την πλέον αγαπημένη του που άρχισε να σαλεύει πάλι υψώνοντας πύργους και παλάτια σαγηνευτικά. Μέσα στη ζεστασιά του χεριού που το κρατούσε κι από το τόσο ύψος στο οποίο βρέθηκε άξαφνα, το αηδόνι κατάλαβε το λάθος του. Το μεγάλο του λάθος. Τι δουλειά είχε ένα αηδόνι να χτίζει πολιτείες, σαν ήταν αυτές; Τι δουλειά είχε να σκλαβώνεται στα χρυσά, στα ασημένια, τα χάλκινα; Στα πέτρινα, στα υδάτινα, στα συννεφένια και στα αμμώδη υλικά τους που σχεδόν μαγεμένο σπαταλούσε τη ζωή του περιδιαβαίνοντας στους δρόμους τους; Πώς εναντιώθηκε τόσο στη φύση του; Πώς εξαπατήθηκε τόσο από τα όνειρά του; Πώς εγκατέλειψε τους αιθέρες και τα ταξίδια τους, το κελάηδημά του, για να χτίζει κόσμους απαστράπτοντες για χάρη μιας αγάπης που ήθελε να προστατέψει κάθε φορά και που το κρατούσε τόσο χαμηλά;

Το χέρι τότε άνοιξ σαν ώριμο φρούτο και άφησε το μικρό αηδόνι να πετάξει ψηλά βγάζοντας μια σπαρακτική φωνή που έσεισε την πλάση από τον αβάσταχτο πόνο του και την αξεπέραστη τρυφερότητά του.

Στα δάση, φώναξε ανοίγοντας τα μικρά φτερά του. Στ' άγρια κι απόμακρα δάση και στους ουρανούς, φώναξε και συνέχισε να πετά. Δεν αρμόζουν πολιτείες στα πουλιά που αγαπώ ούτε σ' εμένα, φώναξε. Κι όποιο πουλί μ' αγαπά ας μ' ακολουθήσει...

Υψώθηκε σαν αστραπή στο σύμπαν το απέραντο.  Μόνο σαν το φεγγάρι. Γαληνεμένο σαν νύχτα. Και ανυπέρβλητα γλυκόλαλο σαν αηδόνι που ήτανε.



Sunday, December 5, 2010

Αγίου Νικολάου






Η ζωή του

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλουσίους, την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού, Μαξιμιανού και έτυχε επιμελημένης μόρφωσης. Όμως, σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Από πολύ νωρίς είχε αφιερωθεί στα Θεία όπου και μετά την ματάβασή του στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τον Πανάγιο Τάφο, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του χειροτονήθηκε ιερέας στα Πάταρα. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο κι έγινε ηγούμενος της Μονής Σιών στα Μύρα της Λυκίας. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι, δια θεϊκής αποκαλύψεως, έκαναν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο.

Από την θέση αυτή ανέπτυξε έντονη δράση και επεξέτεινε τους αγώνες του για την προστασία των φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Προικισμένος με υψηλό χριστιανικό φρόνημα, ακαταμάχητο θάρρος και ζωτικότητα εμψύχωνε τους διωκόμενους από τους Ρωμαίους χριστιανούς διωκόμενος και εξοριζόμενος και ο ίδιος για τη στάση του αυτή.

Κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού υπέστη βασανιστήρια. Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αρχιεπισκοπικό θρόνο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας και έσωσε πολλούς ανθρώπους, και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμησή του.

Αναφέρονται πλείστα θαύματα του Αγίου όπως η απελευθέρωση των τριών στρατηλάτων, θεραπείες νοσούντων και αποκαταστάσεις φτωχών μεταξύ των οποίων και η περίπτωση που έγινε πολύ γνωστή, παρά τη θέληση του Νικολάου, όταν ένας φτωχός οικογενειάρχης, που κατοικούσε στην περιοχή της πατρίδας του Αγίου, και δεν είχε χρήματα να προικίσει τις τρεις κόρες του, σκόπευε πάνω στην απελπισία του να τις στείλει να γίνουν πόρνες σε οίκο ανοχής, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Νικόλαος, άρχισε να πηγαίνει μυστικά έξω από το σπίτι εκείνο τις νύχτες και να αφήνει σακούλια με χρήματα. Σε τρεις νύχτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών, αφήνοντας 100 χρυσά νομίσματα στην κάθε μία. Την τρίτη φορά όμως, ο πατέρας είχε παραφυλάξει για να δει ποιος ήταν ο άγνωστος ευεργέτης, κι αντελήφθηκε τον Άγιο, που τον παρακάλεσε να μην το αποκαλύψει σε κανέναν. Έτσι, οι τρεις κόρες παντρεύτηκαν κι ο πατέρας μετανόησε για την πρόθεσή του.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος

Το 325 μ.Χ έλαβε μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, και καταπολέμησε τις διδασκαλίες του Αρείου. Λέγεται ότι κατά τη Σύνοδο χαστούκισε τον Άρειο και ο Μέγας Κωνσταντίνος τον έβαλε στη φυλακή. Όταν επέστρεψε απο τη Σύνοδο, συνέχισε το ποιμαντικό του έργο μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Η κοίμησή του

Ο άγιος Νικόλαος πέθανε ειρηνικά στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 330 μ. Χ. (Κατ’ άλλους του 345 ή 352 μ.Χ.) Μετά την κοίμησή του ονομάστηκε «μυροβλύτης», καθώς τα λείψανά του άρχισαν να αναβλύζουν άγιο μύρο, όπως και άλλων αγίων. Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα έως και τον ενδέκατο αιώνα, όπου το 1087 κάποιοι ναύτες τα αφαίρεσαν και τα μετέφεραν στην Ιταλία, στην πόλη Μπάρι, όπου τοποθετήθηκαν στο Ναό του Αγίου Στεφάνου. Λέγεται ότι κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας άρχισε να αναβλύζει τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες, ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν από την ευωδία του μύρου αυτού.
Η μνήμη του γιορτάζεται στις 6 Δεκεμβρίου τόσο από την Ορθόδοξη, όσο και από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Ο Άγιος Νικόλαος, φορητή εικόνα του 15ου αιώνα, Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών
Υμνολογία

Απολυτίκιο Αγίου Νικολάου (ήχος δ΄)

"Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος
εγκρατείας διδάσκαλον ανέδειξέ σε
τη ποίμνη σου η των πραγμάτων αλήθεια
δια τούτω εκτείσω τη ταπεινώσει τα υψηλά
τη πτωχεία τα πλούσια.
Πάτερ ιεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ
σωθήναι τας ψυχάς ημών".

Κοντάκιο Αγίου Νικολάου (ήχος γ΄)

"Εν τοις Μύροις Άγιε, ιερουργός ενεδείχθης,
του Χριστού γαρ όσιε, το ευαγγέλιο πληρώσας,
έθηκας την ψυχήν σου υπέρ λαού σου,
έσωσας τους αθώους εκ του θανάτου,
δια τούτο ηγιάσθεις,
ως μέγας μύστης του Θεού της χάριτος".

Μεγαλυνάριο του Αγίου Νικολάου

"Μύρων ιεράρχης προχειρισθείς
μυριπνόοις έργοις κατεμύρισας
αληθώς Μύρων επαρχίαν,
διό και μύρα βλύζειν,
Νικόλαε τρισμάκαρ,
όντως ηξίωσαι.
Εξέταση λειψάνων για ανάπλαση προσώπου
Σύγχρονη εικόνα του Αγίου Νικολάου από μέταλλο, έργο του Βούλγαρου καλλιτέχνη Γκεόργκι "Τσάπα" Τσαπκάνοβ, που εικονίζει τον προστάτη των αλιέων να κρατά ψάρια. Gilbert House, Στάνλεϊ, Νήσοι Φώκλαντ.

Ο νέος τάφος του αγίου Νικολάου στο Μπάρι ανοίχτηκε τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαΐου του 1953, επειδή έπρεπε να γίνουν αναστηλωτικά και αναπαλαιωτικά έργα στη Βασιλική του αγίου Στεφάνου. Με την ευκαιρία αυτή έγινε αναγνωριστικός έλεγχος και καταμέτρηση των οστών που βρέθηκαν στον τάφο από τον καθηγητή της Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Bari Luigi Martino, με τη βοήθεια του Δρ. Venezia Luigi. Μετά, τα λείψανα τοποθετήθηκαν σε γυάλινη κάψα και τέθηκαν σε προσκύνημα στη Βασιλική του Αγίου. Το1957, ο ίδιος καθηγητής, με τον ίδιο βοηθό πραγματοποίησαν μια δεύτερη εξέταση των λειψάνων, τα οποία αμέσως μετά τοποθετήθηκαν στη σαρκοφάγο από όπου τα είχαν βγάλει αρχικά. Επρόκειτο για μια «ανατομική ανθρωπολογική μελέτη, που απέβλεπε στον προσδιορισμό και την αποτύπωση της εικόνας και των χαρακτηριστικών των οστών και κυρίως στην ανασύνθεση της φυσικής εμφάνισης ή ακόμη και της εικονογραφικής μορφής του ατόμου, στο όποιο άνηκαν τα υπό εξέταση οστικά λείψανα».[1] Η εξέταση απέδειξε ότι πολλά τμήματα των οστών έλειπαν, και ότι η κάρα είχε διατηρηθεί καλύτερα από τα υπόλοιπα. Παράλληλα, όταν ανοίχτηκε ή σαρκοφάγος, τα οστά βρέθηκαν βουτηγμένα σ’ ένα υγρό διαυγές, άχρωμο και άοσμο, σαν νερό που βγαίνει από βράχο. Όσα οστά βρίσκονταν πάνω από τη στάθμη του υγρού, που έφτανε στα 2-3 εκ. μ. από τον πυθμένα της σαρκοφάγου, ήταν υγρά όπως και τα εσωτερικά τοιχώματα της. Επίσης από αυτό το υγρό ήταν γεμάτες οι μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστών. Η εξέταση του υγρού στα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Bari έδειξε ότι επρόκειτο για νερό καθαρό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς. Οι ρωμαιοκαθολικοί του έχουν δώσει τη χαρακτηριστική ονομασία «Manna». Τα σχετικά Αγιολογικά κείμενα λένε ότι και όταν οι βαρηνοί ναύτες έσπασαν την πλάκα, του τάφου του Αγίου στα Μύρα, για να πάρουν τα λείψανα, τα βρήκαν μέσα σε «Θείο μύρο», (άλλοι γράφουν Sanctus liguor ή oleum). Σύμφωνα με τον ερευνητή καθηγητή, η ύπαρξη του υγρού αυτού στη σαρκοφάγο επέδρασε ευεργετικά στην καλύτερη συντήρηση των οστών όλους αυτούς τους αιώνες που πέρασαν. Η μελέτη των οστών έδειξε ότι ο κάτοχός τους έπασχε από αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση. Θεωρείται ότι αυτά πρέπει να κληροδοτήθηκαν στον Άγιο από κάποια υγρή φυλακή, όπου θα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία, όπως μαρτυρούν τα σχετικά αγιολογικά κείμενα. Ο ίδιος καθηγητής εκτέλεσε ανάπλαση της μορφής του αγίου Νικολάου με βάση τα οστά της κάρας του, και το αποτέλεσμα έμοιαζε με τη μορφή του αγίου όπως εικονίζεται στο Παρεκκλήσιο του Άγ. Ισιδώρου της Βασιλικής του Άγ. Μάρκου Βενετίας.[2]

myra_ekklisia_240Η Βασιλική του Αγίου, με τη σημερινή της μορφή, κτίστηκε το 570 μ.Χ. στα θεμέλια παλαιοτέρου πρωτοχριστιανικού ναού, στον οποίο λειτουργούσε ο Άγιος σαν επίσκοπος. Θεωρείται το σπουδαιότερο Χριστιανικό κτίσμα των Μύρων και στα Πατριαρχικά αρχεία αναφέρεται σαν μονή του Αγίου Νικολάου.
Το αρχικό κτίσμα του ναού εξαιτίας της φήμης και των θαυμάτων του Αγίου, χρειάστηκε να μεγαλώσει και να εξελιχθεί σε μεγάλο προσκύνημα.
Το αρχιτεκτονικό  αυτό αριστούργημα σήμερα βρίσκεται περίπου 10 μέτρα κάτω από τη στάθμη του εδάφους. Πλαισιώνεται βόρεια, δυτικά και νότια με στεγασμένο περιστύλιο σε σχήμα Π, που αποτελεί το νάρθηκα. Στο καθολικό προσκολλώνται 3 ακόμη παρεκκλήσια.
Στο Ιερό Βήμα, υψώνεται επιβλητικό μεγάλο σύνθρονο με 10 σκαλοπάτια. Σώζεται η μαρμάρινη βάση της Αγίας Τράπεζας περιστοιχιζόμενη από 4 κίονες. Στη θέση του τέμπλου από το οποίο απουσιάζουν τα θωράκια, σώζονται 2 μεγάλες μαρμάρινες κολώνες. Υπάρχουν τζάμια στο ιερό προς ανατολάς.  Όλος ο ναός είναι χωρίς πόρτες, χωρίς πύλες. Εικονοστάσι δεν υπάρχει. ‘Εικονοστάσι του, στεφάνι του και λουλούδια του’ κατά την ωραία έκφραση του νυν Μητροπολίτου Μύρων, ‘είναι οι προσκυνηταί που συρρέουν από παντού’.
Εντυπωσιακό είναι το θαυμάσιο δάπεδο με τα πολύχρωμα μαρμάρινα ψηφιδωτά σε γεωμετρικά σχήματα του 11ου αιώνα. 19 τοιχογραφίες, παραστάσεις του Αγίου σε διάφορα σημεία του Ναού είναι –δυστυχώς- οι περισσότερες κατεστραμμένες.
myra_tafos_240Νοτίως του κυρίως Ναού και μέσα στο περιστύλιο, βρίσκεται ο κενός/συλλημένος  τάφος του Αγίου. Το ιερό σκήνωμα κλάπηκε από τους «πειρατές» της Δύσης και μεταφέρθηκε στο Μπάρι της Ιταλίας το 1087 μ.Χ. όπου ακόμα κρατείται. Ο τάφος καλύπτεται με μάρμαρο και μαρμάρινο άγαλμα του Αγίου, Ρωσικό προφανώς και αυτό κατεστραμμένο.


Το 1922 με τα γεγονότα στη Μ. Ασία, τελέστηκε και η τελευταία Θεία Λειτουργία στο Ναό. Από τότε «σίγησαν οι καμπάνες, έσβησαν τα καντήλια, έμεινε αλιβάνιστος ο τάφος». Όμως το θαύμα έγινε. Με μεγάλες προσπάθειες, αλλά και με τη συνεργασία των τοπικών αρχών, δόθηκε άδεια και από το 1983 γίνεται χρήση του Ναού για λατρευτικούς λόγους. Πρώτοι προσκυνητές οι ομογενείς από την πόλη και οι κάτοικοι του Καστελόριζου και της Ρόδου. Το προσκύνημα χρόνο με το χρόνο φουντώνει και από το 1997 έρχονται από όλα τα μέρη της Ελλάδος.
myron_miropolitis_240Από το ίδιο έτος, παράλληλα με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, οργανώνονται συμπόσια για τον Άγιο με διεθνή συμμετοχή. Επιφανείς Πανεπιστημιακοί καθηγητές και ερευνητές αναπτύσσουν θέματα σχετικά με τη ζωή και τα θαύματα του Αγίου Νικολάου.
Έτσι, με την ευλογία του Αγίου μας, το ρεύμα των προσκυνητών κάθε χρόνο μεγαλώνει. Σημειώνεται ότι το 2002 τελέστηκαν, ύστερα από 72 χρόνια σιωπής, οι ακολουθίες των παθών του Χριστού μας.

Monday, November 15, 2010

Θεσαλονίκη Ελσίνκι και τούμπαλιν


Τρεις μέρες μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών και εν μέσω αυτού του ομιχλώδους τοπίου μιας χώρας που απαξιώνει τους πολίτες της θεωρώντας τους υπεύθυνους της οικονομικής της κρίσης, που κακοποιεί τους πολίτες της αφαιρώντας από τους οικονομικά ασθενέστερους το μισό από το ολόκληρο ξεροκόμματο που έτρωγαν, που υποκρίνεται ακόμα την πίστη στο έθνος και την
ελπίδα στην ανάκαμψη έχοντας ξεπουλήσει στο διεθνές παζάρι του ΔΝΤ το ίδιο το μέλλον μας σε εξευτελιστικές τιμές, προέκυψε το ταξίδι μου στο Ελσίνκι.

Τρόμαξα βλέποντας στον χάρτη πόσο ψηλά βρίσκεται η Φιλανδία. Ακριβώς κάτω από τον Β.Πόλο συνορεύοντας με την Ρωσία. Τι άνθρωποι κατοικούν εκεί, αναρωτήθηκα, και εκτός από τους μηδέν βθμούς Κελσίου που διαβάζω στο ίντερνετ, πώς μπορεί να είναι εκεί η ζωή; Ξημερώνει, βραδιάζει ή τώρα το χειμώνα δεν υπάρχει διαφοροποίηση;

Μετά την ενδιάμεση στάση στην ωραία Βιέννη όπου είχαμε τον χρόνο να κάνουμε μια βόλτα στο πεζοδρομημένο της κέντρο με τα εμπορικά, μια πίτσα στο χέρι από υπαίθριο περίπτερο, μια ζεστή σοκολάτα κι ένα προφιτερόλ σε café καπνιζόντων -προς μεγάλη μας έκπληξη-, πήραμε το επόμενο αεροπλάνο της Austrian και φτάσαμε νύχτα στην πρωτεύουσα της Φιλανδίας.

Ξύπνησα πολλές φορές το βράδυ με την αγωνία να προλάβω το χάραμα, αλλά ήταν μόνο τα φώτα των δρόμων που γλυσρούσαν  υποκίτρινα πίσω απ’ τη σχισμή της κουρτίνας. Όταν μπήκε το αμυδρό πρωινό φως τα φώτα έσβησαν. Πετάχτηκα όρθια κι έτρεξα στο παράθυρο σαν παιδί που του φέρνουν ένα δώρο. Ο ουρανός ήταν γεμάτος μαβιά σύννεφα και το φως μόνον ως υποψία διαπερνούσε τις διασταυρώσεις τους. Παλτό, γάντια, κασκόλ, μπότες, μία μπλούζα μοχέρ μ’ έναν τεράστιο σβάγκο γιακά που διπλοτυλίγεται στο λαιμό και ποτέ δε φοράω στην Ελλάδα που οι παγωνιές δεν την καταδέχονται πια. Ήμουν ήδη αρκετά άρρωστη από το ταξίδι στην Πόλη και μαζί με όλα τα αξεσουάρ είχα και τα φάρμακά μου. Έπρεπε να προσέχω, αλλά είχα αποφασίσει να μην το βάλω κάτω. Δεν πας κάθε μέρα στη γειτονιά του Βόρειου Πόλου.

Λεπτό χιονόνερο σα χάδι αμφίβολο. Η πρώτη γεύση γύρω από το ξενοδοχείο τα εμπορικά που καταλάμβαναν ολόκληρα τετράγωνα. Δρόμοι φαρδείς, λίγοι διαβάτες, κρύο ευχάριστο, σχεδόν αναζωογονητικό. Τα ψηλά τετραόροφα ή πενταόροφα κτίρια άλλοτε από κόκκινο τούβλο κι άλλοτε από σοβά ή μέταλλα, δεντοστοιχίες από δέντρα γυμνά, σκούρο καφέ χώμα άψογα στρωμένο σα χαλί στο πάτωμα της γης, ούτε ένα αποτσίγαρο κάτω, φύλλα ξερά που έπεφταν χορεύοντας τον τελευταίο τους χορό με κινήσεις μεγαλόπρεπες όπως θα έπεφτε μια αυτοκρατορία που χόρτασε τη βασιλεία της.

Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει μετά τις τέσσερις. Μπήκα σ’ ένα εμπορικό να επιβεβαιώσω τον δρόμο του ξενοδοχεόυ και φεύγοντας η ευγενέστατη κυρία μού ευχήθηκε "καλή σας μέρα" πάνω που εγώ ήμουν έοιμη να την καληνυχτίσω. Τότε συνειδητοποίησα πως η μέρα σ’ αυτόν τον τόπο στο μεγαλύτερο κομμάτι της είναι σκοτεινή, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο μέρα.

Μετά το πρώτο μούδιασμα που έχει κάθε πρώτη ψηλάφιση του σώματος ενός νέου τόπου και ήδη από τη δεύτερη μέρα μια βαθειά γαλήνη απλώθηκε στην ψυχή μου. Δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να περιφέρομαι στους δρόμους, εκτός από τα βράδια που παρακολουθούσα τις συναυλίλες στην Ακαδημία  Σιμπέλιους στην οποία πραγματοποιούνταν το Συμπόσιο του προγράμματος More για την μουσική διαπολιτισμική εκπαίδευση και στο οποίο συμμετείχε ως οργανισμός το Εν Χορδαίς.

Από πού προέρχονταν αυτή η γαλήνη; Ήταν οι γενναιόδωροι δρόμοι, οι ήσυχοι άνθρωποι, η παντελής έλλειψη μποτιλιαρίσματος και κορναρισμάτων, η τάξη και η καθαριότητα, η σάουνα, ή η νύχτα που έρχεται πρόωρα απαλύνοντας τις αντιθέσεις; Μάλλον ήταν όλα μαζί.

Την τρίτη μέρα περπατώντας μέσα στο χιονόνερο και  βγαίνοντας από τον Ορθόδοξο ναό Ουσπένσκι που κατακόκκινος σε ρωσικό στυλ υψώνεται πάνω σ’ ένα λόφο, συνέλαβα τον εαυτό μου να σκέφτεται με πόνο την πατρίδα του. Την πατρίδα με την οποία τον τελευταίο καιρό ομολογώ πως ήταν ιδιαίτερα θυμωμένος και πικραμένος.

Μόλις είχα μάθει από τους μουσικούς εντόπιους φίλους, πως οι Φιλανδοί απέκτησαν γραπτή γλώσσα μόνον εδώ και πεντακόσια χρόνια και πως αποτίναξαν τον ρωσικό ζυγό εδώ και σχεδόν εκατό. Πως ενώ η πρωτεύουσα στην οποία περιφερόμουν προσπαθεί να κάνει αποκέντρωση οι γύρω μικρότερες πόλεις αντιδρούν γιατί θέλουν, λέει, να κρατήσουν την ησυχία τους. Μιλώ για μια πρωτεύουσα μικρότερης έκτασης από  τη Θεσσαλονίκη με περίπου ένα εκατομμύριο κατοίκους. Ψηλούς, ξανθούς, πάλευκους. Πρόσωπα στην πλειονότητά τους αγνά, χαμογελαστά, προσηνή.

Ξαφνικά, λοιπόν, το έπαθα και ξαφνιάστηκα. Συμπόνεσα την πατρίδα μου. Και τη συμπόνεσα βαθιά. Την είδα μπροστά μου ολοζώντανη σαν ένα γερασμένο άνθρωπο, βαθιά γερασμένο και ανήμπορο, καθισμένο σ' ένα παγκάκι του παγκόσμιου πάρκου. Καμπουριασμένον από το βάρος των χιλιετιών σην πλάτη του. Άλαλο από τις τόσες λέξεις που μίλησε και έγραψε στο διάβα της ζωής του. Μ’ ένα βαρύ αλτσχάιμερ τόσο δικαιολογημένο στην ηλικία του, αφού δεν αντέχει άλλο να θυμάται, ανθρωπίνως τόση μνήμη δε χωρά στον περιορισμένο του εγκέφαλο. Έναν γέρο σχεδόν ξεμωραμένο και ωστόσο δικαιολογημένο μιας και στο βάθος του τούνελ της σοφίας η μωρία παραμονεύει πάντα για τους υπερήλικες.

Είμαστε ένας βαθιά  κουρασμένος λαός. Βαθιά γερασμένος. Αυτό συνειδητοποίησα αίφνης. Κοντεύουμε να μουμιοποιηθούμε και όλα μοιάζουν σαν να ετοιμάζουμε ή να μας ετοιμάζουν, το μουσείο στο οποίο θα μας τοποθετήσουν προς κοινή θέα με ακριβό εισητήριο. Υπήρξαμε η περηφάνια της ανθρωπότητας όλης, αλλά μόνο με την περηφάνια δυστυχώς δε ζει κανένας ζωντανός. Δε δημιουργεί, δεν αναγεννάται, δεν αυτοπροσδιορίζεται, δεν προχωρά.

Δεν θέλω να κλείσω αυτό το κείμενο μόνο μ’ αυτές τις μάλλον λυπηρές διαπιστώσεις. Το γονίδιό μας έχει αποδείξει ουκ ολίγες φορές πως πάνω που πεθαίνει αναγεννάται απ’ τις στάχτες του. Διαισθάνομαι πως για άλλη μια φορά η ελπιδα θα έρθει από τον ελληνισμό που ζει εκτός συνόρων. Πως το μεγάλο κομμάτι που αυτή τη στιγμή αποχωρίζεται το σώμα των γεωγραφικών ορίων της πατρίδας μας θα αποτελέσει την αναζωογονητική ένεση που θα κάνει τον γέρο να ξανανιώσει. Ας μην κάνω προβλέψεις όμως. Εξάλλου πιστεύω ακράδαντα στο θαύμα, όπως πιστεύω και στο φως που ανατέλλει από τον τάφο. Ας γίνουμε όμως λίγο πιο επιεικείς με τον γέρο άνθρωπο μέχρι τότε... δεν είναι σφάλμα δικό του που τόσο γέρασε...

Monday, November 8, 2010

Όταν τα πέπλα σηκώνονται



Κάποτε έρχεται μια ηλικία. Η ηλικία κατά την οποία τα πέπλα αφαιρούνται. Όλα τα πέπλα με τα οποία η νιότη ντύνει τον κόσμο, τον άνθρωπο, τη ζωή. Πέπλα του πάθους, του ενθουσιασμού, του ονείρου. Πέπλα της αθωότητας, της αγνότητας, της άγνοιας. Πέπλα της ορμής, της γοητείας, της θέλησης. Αναρίθμητα αέρινα μετάξια πλασμένα από την ίδια τη φύση της. Γιατί η νιότη είναι το μετάξι της πλάσης και η ενηλικίωσή της δεν ορίζεται από κάποιo  δοσμένo νόμο παρά μόνο από την ώρα εκείνη όπου τα πέπλα σηκώνονται. Αδιόρατα στην αρχή, ένα ένα με τρόπο, ή κάποτε ακαριαία όλα μαζί σ’ ένα φύσημα άγριου ανέμου.

Η ώρα αυτή είναι σκληρή σαν πέτρα. Άγρια σαν πριονωτό μαχαίρι. Αδυσώπητη σαν μοίρα. Είναι η ώρα της γύμνωσης. Η ώρα που τα παρελθόντα λάθη ορθώνονται μπροστά σου, οι αδυναμίες σου όλες  αποκαλύπτουν το φρικτό τους πρόσωπο, η φθορά ξεπροβάλλει σε όλη της την τραγικότητα. Είναι η ώρα που έκπληκτος αναρωτιέσαι αν μέχρι πριν από λίγο και για όλη την προηγούμενη ζωή σου, ήσουν τυφλός και τώρα αίφνης βρήκες το φως σου. Αυτό που αντικρύζεις δεν είναι κίβδηλο, το ξέρεις και γι’ αυτό τρομάζεις κυρίως με την ίδια σου την όραση. Εύχεσαι να ξανατυφλωθείς σαν και πρώτα, με τα γόνατα λυμένα απ’ τον τρόμο που σου προκαλεί το θέαμα του κόσμου μα και του εαυτού σου.

Κι όμως ποτέ δεν ήσουν τυφλός. Ήσουν μόνον νέος. Τυλιγμένος ολόκληρος απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια με πέπλα που ήρθε η στιγμή να αφιρεθούν. Πέπλα για τα οποία εσύ δεν κοπίασες ποτέ, δεν τα ύφανες μόνος σου. Ήταν το γάλα της ζωής που έθρεψε τη νιότη σου.

Ένα δώρο που απομακρύνεται μόνο του δεν το διεκδικήσεις πίσω βάζοντας τις φωνές ή χτυπώντας πεισματικά το πόδι στο χώμα. Δεν θα έρθει ούτε αν κλάψεις, ούτε αν η θλίψη για τον αποχωρισμό του σε καθηλώσει σ’ έναν καναπέ. Μη νιώσεις ανάξιος που δεν το κράτησες. Ανάξιος ήσουν από την αρχή που σου δόθηκε, μα αυτό δεν το εμπόδισε να σ’ επισκεφτεί και να μείνει τόσα χρόνια σ’ εσένα. Μη γεμίσεις ενοχές ανώφελες. Εκ γενετής ένοχος ήσουν όπως όλοι όσοι τυλίχθηκαν γενναιόδωρα τα πέπλα της νιότης. Δεν είσαι ο μόνος, ούτε μόνος είσαι.

Γιατί μόλις έμεινες γυμνός άρχισες τρομοκρατημένος να χτίζεις τείχη γύρω σου; Τώρα που η υγρασία των τειχών διαπερνά το μεδούλι σου, που η θέα ακόμη κι αυτή του φθαρμένου κόσμου που αργοπεθαίνει χάθηκε απ’ τον ορίζοντα, τώρα που το χαμόγελο σου έσβησε αποκλείοντας το φίλημα της παπαρούνας ή της πρώτης αχτίδας του ήλιου κι έγινες πέτρα από τις πέτρες που στοίβαξες και ύψωσες βιαστικά γύρω σου, νιώθεις στ’ αλήθεια ασφαλής; Προτατευμένος; Είσαι χαρούμενος;

Ενηλικιώθηκες. Να το χαρείς. Ψηλάφησε το ωραίο σου σώμα. Τόσο ωραίο μόνο και μόνο γιατί  είναι δικό σου. Μοναδικό κι ανεπαναληπτο σε όλο το σύμπαν που σε περιζώνει με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια από τα τείχη που έχτισες. Όσο σκληρή κι αν είναι τούτη η ώρα στάσου για λίγο άοπλος στα χέρια της. Πάψε το χτίσιμο πριν αποκλείσεις την τελευταία σχισμάδα ουτανού γιατί αν ύστερα το μετανιώσεις θα ’ναι αργά. Μα γιατί χτίζεις; Δεν ήσουν εσύ  πλασμένος γι’ αυτό. Σου το θυμίζω τώρα που ο φόβος διαστρέφει ακόμα και τη φύση σου.

Τώρα που όλα τα πέπλα απομακρύνιθηκαν  είναι η σειρά σου να καθίσεις στον αργαλειό. Υφαντουργός ήσουν, θυμάσαι, τόσο που τα μετάξια λάτρεψες. Κι άλλο τόσο που σου ταίριαζαν. Ονειρέψου καινούρια σχέδια, γύρνα τον κόσμο να βρεις κλωστές, καινούρια χρώματα, συνδίασε ό,τι γνώρισες, ό,τι πίστεψες, ό,τι υπήρξες βυζαίνοντας το γάλα της ζωής  μέχρι χθες, με ό,τι άγνωστο ακόμη παραμονεύει στο στημόνι σου, στο σκαμνί που θα κάτσεις, στην εποχή που περνά. Δε χρειάζεσαι σκαρπέλο να γκρεμίσεις τα τείχη σου. Ξεκίνα να υφαίνεις τα όνειρά σου και θα δεις τις πέτρες να κατρακυλούν αποδιωγμένες από την μεγάλη τέχνη της τρυφερότητάς σου.

Τώρα είναι η δική σου σειρά. Με τα δικά σου μεταξωτά θα ντυθούν γυμνά παιδιά ντύνοντας κι εσένα. Με τα δικά σου πέπλα θα μαλακώσει ο καιρός κι ο χειμώνας ήπιος θα περάσει απ’ όσους φτωχοί πορεύονται μέσα στον άσπλαχνο κόσμο. Αφού σ’ όλη τη νιότη σου δέχθηκες τόση γενναιόδωρη ομορφιά θα ’ρχόταν κι ο καιρός για να την επιστρέψεις πολλαπλασιασμένη και ωραιότερη πίσω. Θα ’σουν αχάριστος αλλιώς. Θα ’σουν μισός. Στ’ αλήθεια μόνος. Και δεν το θέλεις. 

Κι έτσι δουλεύοντας με υπομονή τα μερόνυχτα της ζωής που σου απομένει  στον αργαλειό λίγο λίγο θα γίνεσαι κι ο ίδιος  μεταξωτός σαν πρώτα. Αλλιώτικα νέος. Ίσως νεότερος από ποτέ. Μέχρι να γίνεις όπως γεννήθηκες και βρέφος αέρινο, ελαφρύ και μεταξένιο ν’ αναχωρήσεις αφημένος στα χέρια μιας Αύρας λεπτής για τη χώρα της Μεταξωτής Ευτυχίας στης  οποίας την ύφανση την εξαίσια κι εσύ συντέλεσες μια στάλα…