Labels

Thursday, January 29, 2015

Η ΨΕΥΤΡΑ ΤΟΥ JEAN COCTΕΑU - ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ - ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ





Θα 'θελα να λέω την αλήθεια. Αγαπάω την αλήθεια, αλλά η αλήθεια δεν με αγαπάει. Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια: η αλήθεια δεν με αγαπάει. Μόλις την ξεστομίζω, αυτή αλλάζει όψη και στρέφεται εναντίον μου. Μοιάζω σαν να λέω ψέμματα και όλος ο κόσμος με κοροϊδεύει. Κι όμως δεν αγαπάω το ψέμα, σας το ορκίζομαι. Το ψέμα σέρνει πίσω του τρομερές φασαρίες και μπελάδες. Πιάνεσαι στην παγίδα του, παραπατάς και πέφτεις κι όλοι σε κοροϊδεύουνε και γελάνε, ενώ είναι τόσο απλό να λες την αλήθεια. 
Ας πούμε, εγώ όταν με ρωτάνε κάτι, θέλω να πω την αλήθεια, θέλω να πω αυτό που σκέφτομαι, αλλά δεν ξέρω τι παθαίνω, με πιάνει, έτσι, κάτι, πώς να σας το πω, δεν μπορώ να σας το αναλύσω, αλλά είναι κάτι σαν φόβος, έτσι, σαν να μου φαίνεται ότι θα φωνώ γελοία αν πω την αλήθεια, κάτι παθαίνω και ανοίγω το στόμα μου και λέω ψέμματα. Λέω ψέματα και τετέλεσται, είναι πολύ αργά, δεν μπορώ πια να τα πάρω πίσω. Και έτσι και πατήσεις το πόδι σου μες στο ψέμα, χάθηκες. Χώνεσαι μέσα ως το λαιμό. Και δεν είναι ευχάριστο, σας βεβαιώνω. 
Ενώ, τι εύκολο είναι να λες την αλήθεια. Η αλήθεια ειναι η πολυτέλεια των τεμπέληδων. Τη λες και ξενοιάζεις. Δε φοβάσαι πως θα κάνεις ύστερα κανένα λάθος. Δεν πρέπει να θυμάσαι τι είπα, τι δεν είπα, πρόσεξε... Ό,τι κακό είναι να σου 'ρθει από την αλήθεια, σου 'ρεχεται εκεί, σε βρίσκει επί τόπου και τελειώνει η υπόθεση. 
Ενώ το ψέμα... Έπειτα, δεν είναι να πεις το ψέμα, είναι πες, ένας γκρεμός που πέφτεις, σκοτώνεσαι και τελειώνει. Α, το ψέμα είναι κύμα θεόρατο που σε αρπάζει, σε σηκώνει ψηλά, σου κόβει την αναπνοή, σου σταματάει την καρδιά και σου τη δένει θηλιά στο λαιμό σου. Όταν αγαπάω, λέω πως δεν αγαπάω, κι όταν αγαπάω, λέω πως αγαπάω. Καταλαβαίνετε τις συνέπειες... Καλύτερα να πάρει κανείς ένα περίστροφο και να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα!
Άδικα καθίζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και του λέω σε πολύ αυστηρό τόνο βέβαια: Δε θα ξαναπείς ψέματα, ακούς; Δε θα ξαναπείς ψέματα, δε θα ξαναπείς ψέματα! Ξαναλέω ψέματα. Λέω ψέματα! Μικρά και μεγάλα ψέματα. Κι αν κατά λάθος, πω καμιά φορά την αλήθεια, να τη δείτε τι μου κάνει. Αυτή γυρίζει, με κοιτάει, αλλάζει όψη, στρίβει, παραμορφώνεται και κοιτάω και βλέπω μπροστά μου ψέμα, γίνεται ψέμα, σας βεβαιώνω. 
Εγώ θ' αλλάξω, όχι, δε θα ξαναπώ ψέματα. Θα βρω ένα τρόπο για να πάψω να ζω μέσα στο ψέμα. Να ζω μέσα σ' αυτό το χάος της ψευτιάς. Το να ζεις μέσα στο ψέμα, ξέρετε σαν τι είναι; Είναι σαν να ζεις μέσα σ' ένα ασυγύριστο δωμάτιο, σαν να περπατάς νύχτα μέσα σ' ένα δρόμο γεμάτο συρματοπλέγματα που συνεχώς σκονάφτεις, πέφτεις επάνω, γρατζουνιέσαι, Θα γιατρευτώ, θα βρω ένα σύστημα για να γιατρευτώ. Και νομίζω πως το βρήκα. Θ' αλλάξω. Ξέρετε πώς; Εδώ, ενώπιόν σας!
Εξομολογούμαι το έγκλημά μου: σας λέω ότι λέω ψέματα και σας παρακαλώ πάρα πολύ να με δικάσετε. Και μη νομίζετε ότι μου είναι και ευχάριστο να κάνω μια τέτοια εξομολόγηση. Εγώ θα πήγαινα και στην άκρη του κόσμου για να μη σας πω ότι είμαι υποχρεωμένη να λέω ψέματα.

Λοιπόν... μια στιγμή όμως. Εσείς, λέτε πάντα την αλήθεια; Α, σταθείτε, γιατί εγώ εδώ καθίζω τον εαυτό μου στο ειδώλιο του κατηγορουμένου και δεν αναρωτήθηκα εάν το δικαστήριο ειναι σε θέση να με κρίνει, να με αθωώσει ή να με καταδικάσει. Όχι, τώρα που το σκέφτομαι, είμαι βέβαιη ότι και εσείς λέτε ψέμματα! Εσείς μάλιστα, λέτε ψέματα όλη την ώρα και σας αρέσει να λέτε ψέματα και να πιστεύετε ότι δεν λέτε ψέματα. Εσείς λέτε ψέματα και στον εαυτό σας, αυτή είναι η διαφορά: εγώ δεν λέω ψέματα στον εαυτό μου. Εγώ έχω την ειλικρίνεια να λέω στον εαυτό μου την αλήθεια, δηλαδή, να παραδέχομαι ότι λέω ψέματα. Αυτό κάνει πολύ μεγάλη διαφορά!
Λοιπόν, σας την έσκασα... Δε λέω ψέματα. Δε λέω ψέματα ποτέ. Εγώ σας το 'πα αυτό, ότι λέω ψέματα, γιατί ήθελα να σας παρασύρω σε μια παγίδα. Ήθελα να καταλάβω κάτι, να διαπιστώσω κάτι. Εγώ δε λέω ψέματα ποτέ. Μισώ το ψέμα και το ψέμα με μισεί. Το μόνο ψέμα που έχω πει ήταν αυτό που σας είπα, ότι λέω ψέματα, κανένα άλλο. Και τώρα βέβαια, βλέπω τα πρόσωπά σας να ταράζονται. Καθένας θα ήθελε να σηκωθεί να φύγει γιατί φοβόσαστε μήπως σας κάνω καμία επερώτηση. Εσείς, κυρία, που είπατε στον άνδρα σας προχτές ότι θα πάτε στη μοδίστρα, πού πήγατε; Δεν το μαρτυράω, αλλά αυτό τι ήτανε; Ε, ψέμα ήταν, ψέμα, λέγατε ψέμα. Κι εσείς, κύριε, μη γελάτε, γιατί κι εσείς είπατε στη γυναίκα σας ότι πάτε να φάτε με τους φίλους σας στη λέσχη. Το θυμόσαστε; Και δεν ήταν μόνο μια φορά που είπατε ψέματα, λέτε ψέματα συνέχεια. Τολμήστε να με διαψεύσετε. Τολμήστε να με πείτε ψεύτρα. Κανένας δε μιλάει ε; Τό 'ξερα εγώ. Ε, βέβαια, είναι πολύ εύκολο να κατηγορείτε τον άλλον, να τον καθίζετε εδώ και να του λέτε πως λέει ψέματα. Και μάλιστα να του το λέτε εσείς που λέτε ψέματα όλη την ώρα, να το λέτε αυτό σ' εμένα που δεν λέω ψέματα ποτέ. Εγώ, αν καμιά φορά τύχει να πω κανένα ψέμα, εγώ το κάνω για να... πώς να σας πω... για να αποφύγω μία καταστροφή, μία συμφορά, το κάνω για να βοηθήσω κάποιον. Είναι αυτά που λέμε τα "κατά συνθήκιν ψεύδη", ε; Αυτά δεν είναι... επιτρέπονται αυτά, είναι επιτρεπτά ψεύδη. Όχι, δε λέω, όχι όλη την ώρα, πότε πότε, όταν χρειάζεται. Δεν πιστεύω να με κατηγορείτε γι' αυτού του είδους τα ψέματα, θα το 'βρισκα παράλογο, και μάλιστα να με κατηγορείτε εσείς, εμένα που δε λέω ψέματα ποτέ, εσείς που λέτε ψέματα όλη την ώρα. Λοιπόν, προχτές... δε σας το λέω όμως γιατί δε θα με πιστέψετε.

Κι έπειτα το ψέμα... το ψέμα είναι υπέροχο... Φανταστείτε να εφευρίσκεις έναν φανταστικό κόσμο και να κάνεις τους άλλους να τον πιστεύουν, δηλαδή να λες ψέματα...
Η αλήθεια έιναι πως και η αλήθεια είναι ωραία, έχει το κύρος της! Α, εμένα η αλήθεια με θαμπώνει, μου επιβέλλεται, τη θαυμάζω, αξίζει πολλά. Και τα δύο αξίζουν. Και η αλήθεια και το ψέμα. Ίσως το ψέμα ν' αξίζει λίγο περισσότερο. Μμμ; Τι λέτε εσείς; Όχι, σας ρωταω γιατί εγώ δεν ξέρω, επειδή εγώ δεν έχω πει ψέματα ποτέ. Πώς είπατε; Είπα ψέματα; Ούτε λόγος. Είπα ψέματα όταν σας έλεγα ότι λέω ψέματα.

Τώρα... είπα ψέματα όταν σας έλεγα ότι λέω ψέματα, ή μήπως λέω ψέματα τώρα που σας λέω πως δε λέω ψέματα; Είμαι ψεύτρα; Εσείς τι λέτε; 
Εγώ νομίζω, μάλλον, πως είμαι ένα ψέμα, 
ένα ψέμα που λέει πάντα την αλήθεια.






Απομαγνητοφώνιση: Βασιλική Νευροκοπλή

Sunday, January 25, 2015

Γρηγόριος ο Θεολόγος - Ποίημα (244. - Περί των του βίου οδών 1-30) μτφ. Ιγνάτιος Σακαλής




Ποιος κι από πού ήρθα στη ζωή; Κι η γη σαν με σκεπάσει
κι αναστηθώ, ποιος θε να βγω από τη σκόνη πάλι;
Πού θα με πάει ο μέγας Θεός; Θα με γλιτώσει τάχα,
αφού μ᾽ ανάστησε από δω, σε γαληνό λιμάνι;1
Πολλές οι στράτες της ζωής οι πολυπαθιασμένες5
και κάθε μια φορτώνεται με τα δικά της πάθη.
Καλό δεν έχει ο άνθρωπος κακό που να μην κρύβει
και μόνο ας ήταν τα πικρά να μη νικούνε τόσο.
Ο πλούτος2 φίλος άπιστος, κι ο θρόνος μάταιη δόξα,
βάρος το να σε κυβερνούν κι είναι πεδούκλι η φτώχεια.10
Η ομορφιά μιαν αστραπή με λίγη χάρη, η νιότη
του χρόνου κόχλασμα, πικρό τέλος του βίου τα γέρα.
Είναι τα λόγια φτερωτά κι η δόξα αέρας, αίμα
που πάλιωσ᾽ οι ευγενείς, η ορμή, και τ᾽ άγριου κάπρου.
Τα πλούτη προσβολή γεννούν, δεσμός ο γάμος, κι είναι15
σκληρή φροντίδα τα παιδιά κι η ατεκνία αρρώστια.
Διδασκαλεία οι αγορές κακίας· η ηρεμία
Είν᾽ απραξία· των ταπεινών είναι και κάθε τέχνη.
Πικρό το ξένο το ψωμί. Μόχθος τη γη να οργώνεις.
Κι οι πιο πολλοί θαλασσινοί στον Άδη ταξιδεύουν.20
Γκρεμός για σε η πατρίδα σου κι η ξενιτιά ντροπή σου.
Όλα τα εδώ για τους θνητούς, κόπος· κι όλα για γέλια,
άχνη, ίσκιος, φαντασία, δροσιά, πνοή, φτερό κι ομίχλη,
όνειρο, κύματα, ροή, στο πέλαο αυλάκι, σκόνη.3
Κύκλος που αδιάκοπα γυρνά,4 κυλώντας όμοια πάντα25
μια στέκεται, μια προχωρεί, σπάζει και πάλι σμίγει
ώρες και μέρες και νυχτιές, θάνατοι, πόνοι, λύπες
μ᾽ αρρώστιες αλλά και χαρές, κακοτυχίες και τύχες.
Κι αυτό η σοφία σου τ᾽ όρισε, Πατέρα Λόγε, να ᾽ναι
όλα άστατα για να ᾽χομε του ακίνητου τον πόθο.530

(μετάφραση Ιγνάτιος Σακαλής)


..............................................................................




τίς, πόθεν ἐς βίον ἦλθον; ἐπεὶ δέ με γαῖα καθέξει,
τίς πάλιν ἐκ κόνιος ἔσσομ᾽ ἀνιστάμενος;
πῆ δὲ φέρων στήσει με Θεὸς μέγας; ἦ ῥα σαώσει
ἔνθεν ἀναστήσας εὔδιον ἐς λιμένα;
5πολλαὶ μὲν βιότοιο πολυτλήτοιο κέλευθοι,
ἄλλη δ᾽ ἀλλοίοις πήμασι συμφέρεται.
κοὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι καλόν, κακότητος ἄμικτον.
αἴθε δὲ μὴ τὰ λυγρὰ πλείονα μοῖραν ἔχεν!
ὁ πλοῦτος μὲν ἄπιστος, ὁ δὲ θρόνος, ὀφρὺς ὀνείρων·
10ἄρχεσθαι δὲ μόγος, ἡ πενίη δὲ πέδη.
κάλλος δ᾽ ἀστεροπῆς, τυτθὴ χάρις, ἡ νεότης δὲ
βράσμα χρόνου, πολιή, λυπρὰ λύσις βιότου.
οἱ δὲ λόγοι πτερόεντες· ἀήρ, κλέος· αἷμα παλαιὸν
εὐγενέται, ῥώμη καὶ συὸς ἀγροτέρου.
15ὑβριστὴς δὲ κόρος· δεσμός, γάμος· εὐτεκνίη δὲ
φροντὶς ἀναγκαίη· δυστεκνίη δέ, νόσος.
αἱ δ᾽ ἀγοραί, κακίης μελετήματα· ἠρεμίη δὲ
ἀδρανίη· τέχναι, τῶν χαμαὶ ἐρχομένων.
στεινὴ δ᾽ ἀλλοτρίη μᾶζα. τὸ δὲ γαῖαν ἀρόσσειν
20μόχθος. ποντοπόρων τὸ πλέον εἰν Ἀΐδῃ.
ἡ πάτρη δέ, βέρεθρον ἑόν· ξενίη δέ τ᾽ ὄνειδος.
πάντα μόγος θνητοῖς τἀνθάδε. πάντα γέλως,
χνοῦς, σκιά, φάσμα, δρόσος, πνοιή, πτερόν, ἀτμίς, ὄνειρος,
οἶδμα, ῥόος, νηὸς ἴχνιον, αὖρα, κόνις,
25κύκλος ἀειδίνητος, ὁμοίια πάντα κυλίνδων,
ἑστηώς, τροχάων, λυόμενος, πάγιος,
ὥραις, ἤμασι, νυξί, πόνοις, θανάτοισιν, ἀνίαις,
τερπωλῇσι, νόσοις, πτώμασιν, εὐδρομίαις.
καὶ τόδε σῆς, γενέτορ, σοφίης, Λόγε, ἀστατέοντα
30πάντα πέλειν, στασίμων ὥς κεν ἔχωμεν ἔρον
……………………………………………………………


1 Ο Γρηγόριος θέτει τα ερωτήματα τα σχετικά με την ύπαρξη και τη μετά θάνατον ζωή με την ελευθερία που ταιριάζει σε διανοούμενο και όχι με την βεβαιότητα της πίστης του χριστιανού θεολόγου.
2 Μέσα από ζεύγη που περιλαμβάνουν τις δύο αντίθετες όψεις των πραγμάτων (πλούτος - φτώχεια, νεότητα - γήρας κτλ.) ο συγγραφέας αποφαίνεται ότι όλα αποβαίνουν αρνητικά και επομένως μάταια για τον άνθρωπο. Η διαπίστωση της απόλυτης ρευστότητας και αστάθειας που χαρακτηρίζει τον ανθρώπινο βίο δεν αφήνει κανένα περιθώριο ελπίδας.
3 Η παρομοίωση της ζωής με σκιά, όνειρο κτλ. απαντά ήδη στην αρχαία ελληνική ποίηση (Όμηρος, Πίνδαρος, Αισχύλος, συχνότερα όμως από την ελληνιστική εποχή κ.ε.) και αποσκοπεί στην υπενθύμιση του εφήμερου χαρακτήρα των ανθρωπίνων πραγμάτων.
4 Για πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία (αυτό δεν ισχύει για τις εικαστικές τέχνες) εμφανίζεται το σύμβολο του κύκλου ή του τροχού για να εξεικονίσει το αστάθμητο του ανθρωπίνου βίου. Το σύμβολο αυτό, ως τροχός της τύχης, θα χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στην λογοτεχνία του Μεσαίωνα.
5 Στο σημείο αυτό προβάλλει το θείο ως παρήγορο αντίβαρο, σύμβολο μιας υπερκόσμιας σταθερότητας σε σχέση με την απόλυτη αστάθεια του επίγειου βίου. Αυτή είναι και η μόνη κατάφαση του κειμένου.



ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ

244. – Περὶ τῶν τοῦ βίου ὁδῶν 1-30

Ο Γρηγόριος ανετράφη ως χριστιανός, αλλά έλαβε παράλληλα σπουδαία κλασική μόρφωση, χάρη στην οποία αναδείχθηκε σε ένθερμο υπερασπιστή της ελληνικής παιδείας. Το 379 μ.Χ. κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο στην Κωνσταντινούπολη και συνέβαλε αποφασιστικά στην καταπολέμηση του Αρειανισμού. Παραιτήθηκε το 381 και αποσύρθηκε στην Αριανζό, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολούμενος αποκλειστικά με την συγγραφή. Το πολύμορφο έργο του (ρητορικοί λόγοι -μεταξύ των οποίων οι περίφημοι θεολογικοί- επιστολογραφία, ποίηση) διακρίνεται για το πλήθος των αναφορών στο σύνολο της ελληνικής γραμματείας, με ιδιαίτερη έμφαση στους συγγραφείς της Δεύτερης Σοφιστικής, που αποτελούν και τα άμεσα πρότυπα του ύφους του. Η ποίησή του ειδικότερα, η οποία εκτός των επιγραμμάτων περιλαμβάνει ποιήματα που χωρίζονται σε τέσσερεις κατηγορίες (θρησκευτικοί ύμνοι, ηθικά, λυρικά-στοχαστικά και αφηγηματικά), χαρακτηρίζεται από μια βασική αντίφαση: ενώ ως προς την μορφή κινείται στα πρότυπα της αλεξανδρινής, είναι δηλ. ποίηση γραμμένη σε αττικίζουσα γλώσσα, ακολουθεί αυστηρά την αρχαία μετρική, και παρουσιάζει επιπλέον όλα τα αρνητικά γνωρίσματα της σύγχρονής της ρητορικής, το περιεχόμενό της ωστόσο είναι καινοφανές. Ειδικότερα η χρήση θεμάτων κοινών στη λογοτεχνία της εποχής, όπως η αστάθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων, το εφήμερο της ζωής κ.ά. συνδυάζονται με μία άκρως πεσιμιστική αντίληψη του κόσμου, και κυρίως με μια τάση ενδοσκόπησης πρωτοφανή για την εποχή. Από την ίδια ακριβώς απαισιοδοξία διαπνέεται και το απόσπασμα που παρατίθεται: η αγωνία της ύπαρξης, η ματαιότητα των ανθρωπίνων, η αμφιβολία τέλος για την μετά θάνατον ζωή θυμίζουν το "αιρετικό" πνεύμα του Εκκλησιαστή.


Friday, January 23, 2015

Σε πείσμα των φόβων



Καμιά φορά
νομίζω θα πεθάνω
απ' την πολλή ομορφιά
ή απ' την καλοσύνη τη φιλόστοργη  
Θα σπάσει σαν κακομούτσουνη στάμνα
η καρδιά μου η σκληρή

Κάποιες στιγμές -μικρές και διάφανες-
νομίζω θα πεθάνω
απ' τον πολύ Θεό
Πάρα πολύς Θεός
Πώς δίψυχη ζυγαριά σαν την δική μου 
ν' αντέξει έστω κι ένα βλέμμα του;

Εκείνες τις φριχτές στιγμές
-φριχτό να αισθάνεσαι τον θάνατο σιμά σου-
με παίρνει στην παλάμη του σαν πασχαλίτσα
και με τ' άλλο χέρι, το ζερβό, 
τα τσακισμένα μου φτερούδια ξαναβάφει
στάζοντας κόκκινο και μαύρες πιτσιλιές

Ύστερα με αποθέτει σε κλειστά λουλούδια
ώσπου ν' ανθίσουν παπαρούνες ανοιξιάτικες


Thursday, January 22, 2015

Παύλος ο Απλούς




Από τον Αββά Κρόνιο, τον μαθητή του Μεγάλου Αντωνίου, άκουσα την ιστορία του Παύλου, που για την ακακία και την απλότητα του χαρακτήρα του ονομάστηκε «Απλούς», γράφει στα απομνημονεύματα του ο Παλλάδιος.
Ο Παύλος ήταν χωριάτης γεωργός. Σε μεγάλη σχετικά ηλικία παντρεύτικε νέα γυναίκα κι όμορφη. Όχι όμως πιστή κι ενάρετη. Πολύ καιρό τον απατούσε με κάποιο συγχωριανό του, χωρίς εκείνος να βάζει με το νου του υποψίες. Κάποτε όμως την ανακάλυψε. Δεν παραφέρθηκε, όπως θα έκανε άλλος στη θέση του. Με σεμνό χαμόγελο στα χείλη, είπε στο παράνομο ζευγάρι:
-Πολύ καλά, Μάρτυς μου ο Θεός, δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Ούτε αναγνωρίζω γυναίκα πιά. Θα τραβήξω κι εγώ το δρόμο μου.
Χωρίς άλλη συζήτηση, βγήκε από το σπίτι του και πήρε το δρόμο της ερήμου. Ύστερα από εξαντλητική πορεία πολλών ημερών, κάτω από τις φλογερές ακτίνες του τροπικού ηλίου, έφθασε στο όρος του Μεγάλου Αντωνίου. Δεν άργησε ν’ ανακαλύψει και το σπήλαιο που ασκήτευε ο Όσιος. Κτύπησε ευλαβικά την πόρτα. Ο Μέγας Ερημίτης άνοιξε. Με δυο λόγια ο Παύλος του εξήγησε γιατί είχε φτάσει ως εκεί.
-Θέλω να γίνω Μοναχός, Αββά.
Ο Μέγας Ασκητής συνοφρυώθηκε.
-Πολύ αργά το αποφάσισες. Στην ηλικία που είσαι, άνθρωπε μου, δεν μπορείς να γίνεις Μοναχός και μάλιστα σε τούτη την τραχιά έρημο. Γύρισε στον τόπο σου κι εργάσου λίγο ακόμη για να ζήσεις, ευχαριστώντας το Θεό.
-Κράτησε με, Αββά, παρακάλεσε ο Παύλος. Σου υπόσχομαι να κάνω ότι προστάζεις.
-Σου λέω άλλη μια φορά για να το καταλάβεις: Είσαι ηλικιωμένος πιά και δεν αντέχεις στους κόπους της ερήμου. Αν επιμένεις όμως να γίνεις Μοναχός, πήγαινε τουλάχιστον σε Κοινόβιο που η άσκηση είναι πιο ελαφρά. Εγώ, καθώς βλέπεις,
αγωνίζομαι μόνος. Τρώγω μια φορά στις πέντε μέρες και πάλι όχι χορταστικά. Ίσα-ίσα, να μην πεθάνω από ασιτία.
Με αυτά και άλλα ακόμη επιχειρήματα προσπαθούσε ο Αντώνιος ν’ απαλλαγεί από τον ενοχλητικό επισκέπτη.
Εκείνος όμως δεν έπαυε να τον παρακαλεί. Σαν είδε ο Όσιος πως με λόγια δεν τον έπειθε, μπήκε στη σπηλιά του και έκλεισε ερμητικά την πόρτα, αφήνοντας έξω το γέρο χωρικό.
-Έτσι θ’ αναγκαστεί να φύγει, συλλογίστηκε.
Τρείς μέρες έμεινε ο Αντώνιος κλεισμένος στην σπηλιά του, Άλλες τόσες έμεινε κι ο Παύλος απ’ έξω καθισμένος σε μια πέτρα. Τέλος άνοιξε την πόρτα ο Μεγάλος Ερημίτης. Κατάπληκτος βρήκε τον Παύλο στο ίδιο μέρος να περιμένει υπομονετικά. Τον θαύμασε, το ευλαβήθηκε, μα δεν θέλησε να δείξει πως υποχωρεί.
-Φύγε, επι τέλους, ευλογημένε, και μη με στενοχωρείς. Δεν μπορώ να σε κρατήσω.
Αλλά ο γέρο-χωρικός είχε γίνει τώρα πιο σταθερός στην απόφαση του.
-Δεν πηγαίνω πουθενά, αποκρίθηκε. Ή με δέχεται η αγιοσύνη σου ή μένω εδώ απ’ έξω, έως ότου με κατασπαράξουν τα θηρία. Και τότε δώσε συ λόγο στον Θεό, Αββά.
Ο Αντώνιος δεν περίμενε ποτέ τόση αποφασιστικότητα από ένα ανάπηρο γέροντα. Με μια ματιά βεβαιώθηκε πως τρείς ημέρες είχε μείνει νηστικός και διψασμένος. Τίποτε δεν είχε φέρει μαζί του. Φοβήθηκε λοιπόν μη πεθάνει από την πείνα και το έχει βάρος στην ψυχή του. Του είπε να περάσει στη σπηλιά. Τον έβαλε να σταθεί σε μια γωνιά και του έδειξε να πλέκει ψαθί.
Νηστικός, κατάκοπος, αγρυπνισμένος ο καημένος ο γέρος, έπλεκε συνεχώς εκεί όρθιος με μεγάλη δυσκολία. Ήταν τελείως ασυνήθιστος σε τέτοια. Ως τόσο έφτιαξε δεκαπέντε πήχες. Ο Αββάς όμως δεν εννοούσε ακόμη να υποχωρήσει.
-Τι κακοφτιαγμένο πλέξιμο είναι τούτο; Του φώναξε. Καλά λέω πως δεν αξίζεις για τίποτε. Τι κάθεσαι και περιμένει; Ξήλωνε κι άρχισε άλλο.
Ο Παύλος δεν άνοιξε το στόμα του να δικαιολογηθεί. Ξέπλεξε τη σειρά που με τόση δυσκολία είχε φτιάξει. Άρχισε με καινούργια προσπάθεια. Τώρα όμως η δουλειά ήταν πιο ακατόρθωτη. Τα χόρτα ήταν ζαρωμένα.
Ο Αντώνιος που μ’ αυτό τον τρόπο τον δοκίμαζε, κρυφά παρακολουθούσε και βεβαιώθηκε για την μεγάλη του αρετή. Ούτε δυσαρεστήθηκε, ούτε από μικροψυχία γόγγυσε, ούτε ίχνος ανυπομονησίας φάνηκε στην έκφραση του. Ο Παύλος με τον υπέροχο χαρακτήρα του κέρδισε από την αρχή την εκτίμηση και την ιδιαίτερη εύνοια του Μεγάλου Αντωνίου.
-Θέλεις να φάμε λίγο ψωμί, παππούλη;
Το παππούλη του έλεγε συχνά κοροϊδευτικά.
-Όπως ορίσεις, Αββά.
Τόσες μέρες νηστικός, σκέφτηκε με απορία ο Αντώνιος, και ούτε σημάδι λαιμαργίας.
-Βάλε τράπεζα, τον πρόσταξε.
Ο Παύλος, έστρωσε το τραπέζι. Ο Αντώνιος έφερε τέσσερα παξιμάδια, ένα για τον εαυτό του και τρία για τον καινούργιο υποτακτικό. Προτού αρχίσουν φαγητό, ο Όσιος είπε όσο πιο αργά μπορούσε –εξακολουθούσε η δοκιμασία- δώδεκα ψαλμούς. Παρατηρούσε όμως και τον Παύλο. Τον είδε πως προσευχόταν με μεγάλη προθυμία.
Είχε νυχτώσει, όταν έκατσαν στην τράπεζα. Ο Αντώνιος τελείωσε το παξιμάδι του γρήγορα και περίμενε τον Παύλο που έτρωγε πιο αργά, αλλά κι εκείνος έφαγε ένα και σταμάτησε.
-Φάγε, παππούλη, και τα’ άλλα παξιμάδια, είπε ο Όσιος.
-Αν φάγεις άλλο σε, θα φάγω κι εγώ.
-Σε μένα αρκεί το ένα. Είμαι Μοναχός.
-Τότε αρκεί και σε μένα, είπε ο Παύλος. Κι εγώ θέλω να γίνω Μοναχός.
Μετα το δείπνο είπε ο Αντώνιος τους συνηθισμένους δώδεκα ψαλμούς και δώδεκα ευχές κι επήγαν ν’ αναπαυθούν λίγο, για να σηκωθούν πάλι τα μεσάνυχτα να συνεχίσουν την προσευχή τους ως το πρωί.
Όταν είδε  ο Όσιος πως ο γέροντας τον μιμήθηκε σε όλα με ζήλο νεανικό, ύστερα από μερικές εβδομάδες του είπε:
-Πιστεύω, αδελφέ, να κατάλαβες τώρα καλά πως πολιτεύομαι εδώ στην έρημο. Αν νομίζεις πως μπορείς να κάνεις την ίδια ζωή, μείνε μαζί μου.
-Δεν ξέρω αν έχεις να μου δείξεις τίποτε περισσότερο αργότερα, Αββά, αποκρίθηκε ο Παύλος. Αυτά που είδα έως σήμερα, τα κάνω μ’ ευκολία.
Έτσι ο Όσιος τον έκανε καλόγερο. Τον βοήθησε να φτιάξει μια δική του καλύβα από καλάμια σε κάποια απόσταση από το σπήλαιο.
 Τώρα με την βοήθεια του Θεού, έγινες καλόγηρος, του είπε. Μείνε λοιπόν μόνος στην καλύβα σου για να δοκιμάσεις και των δαιμόνων τους πειρασμούς. Έτσι θα γίνεις πιο γενναίος και πιο έμπειρος στους πνευματικούς αγώνες.
Ο απλοϊκός γέροντας αγωνίστηκε αλήθεια πολύ σκληρά. Με την υπομονή του όμως και την ταπεινοσύνη του κατόρθωσε να φθάσει σε μεγάλα μέτρα αρετής και να πάρει πολλά χαρίσματα από τον Θεό. Να θεραπεύει ψυχικές και σωματικές αρρώστιες και να διώχνει τα πονηρά πνεύματα.
Κάποτε οδήγησαν οι γονείς του ένα νέο που βασανιζόταν από φοβερό δαιμόνιο στο σπήλαιο του Μεγάλου Αντωνίου και τον παρακάλεσαν να το θεραπεύσει. Ο Όσιος τους έστειλε στον Αββά Παύλο.
-Εκείνος, είπε, έχει πάρει το χάρισμα από το Θεό να διώχνεις αρχικά πνεύματα.
Για να μην αρνηθεί ο Παύλος, πήγε μόνος του ως την καλύβα ο Όσιος.
-Αββά Παύλε, του είπε, ελευθέρωσε το πλάσμα του Θεού από του σατανά την εξουσία, για να ευγνωμονεί τον Κύριο σ’ όλη του τη ζωή.
-Εσύ γιατί δεν το θεραπεύεις, Πάτερ; ρώτησε με απορία ο Παύλος.
-Δεν ευκαιρώ τώρα, δικαιολογήθηκε ο Αντώνιος κι έφυγε βιαστικά.
Ο Απλούς Παύλος κοίταξε με συμπάθεια τον βασανισμένο νέο. Έκανε μέσα του θερμή προσευχή και είπε στο δαιμόνιο:
-Ο Αββάς Αντώνιος σε προστάζει να φύγεις από τον άνθρωπο και να μην τον ξαναενοχλήσεις.
Το δαιμόνιο αγρίεψε και με τρομακτικές κραυγές έβριζε τον Αντώνιο. Ο Παύλος έβγαλε την μηλωτή που του είχε χαρίσει ο Όσιος και χτυπώντας μ’ αυτή το άρρωστο ελαφρά στην πλάτη, εξακολουθούσε να λέει:
-Ο Αββάς μου σε προστάζει να φύγεις από τον άνθρωπο.
Το πονηρό πνεύμα, όχι μόνο δεν εννοούσε να υπακούσει, αλλά έγινε τώρα πιο επιθετικό. Χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές και τον θόρυβο.
Αλλά κι ο Παύλος θύμωσε μαζί του. Ανέβηκε σε μια μεγάλη πέτρα, κάτω από τον ανυπόφορο ήλιο του καλοκαιριάτικου μεσημεριού και προσευχήθηκε, με αυτά τα απλά, αλλά γεμάτα πίστη λόγια στον Θεό:
-Κύριε γνωρίζεις πως πήρα την απόφαση να μην κατέβω από τούτη την πέτρα, αν δεν ελευθερώσεις το πλάσμα Σου από την εξουσία του διαβόλου.
Αυτή η προσευχή έφερε αποτέλεσμα. Το πονηρό πνεύμα φώναξε, σαν να μαστιγωνόταν από αόρατη δύναμη:
-Φεύγω, φεύγω. Με νίκησε η προσευχή του Παύλου.
Με αυτά τα λόγια ελευθέρωσε τον άνθρωπο από την βασανιστική του εξουσία.




Wednesday, January 21, 2015

Κριτική παρουσίασαη της σειράς: "Οι ιστορίες του Καλλίστρατου" απο το blog "Αγαπημένα παιδικά βιβλία"



Καλλίστρατος, δίνει το όνομά του σε μια σειρά βιβλίων με συγγραφέα τη Βασιλική Νευροκοπλή. Μια ιδιαίτερη δημιουργό, που τα έργα της διαπνέονται από ένα βαθύ λυρισμό και μια ποιητικότητα που σπάνια συναντάς σε πεζά κείμενα.

Τα τρία βιβλία της σειράς, έχουν ως αφορμή τρεις παραβολές της Καινής Διαθήκης: η παραβολή του καλού σπορέα, δίνει το έναυσμα να περπατήσουμε“ Το χωράφι της καρδιάς”, η παραβολή των ταλάντων, εμπνέει τις “Περιπέτειες των χαρισμάτων” και η παραβολή για τα δύο σπίτια κάνει την πέτρα να σπάσει τη σιωπή της για να μιλήσει στον Καλλίστρατο για την "Πολιτεία των αηδονιών".
Η Βασιλική Νευροκοπλή, πατά πάνω στις παραβολές, με τον τρόπο που ανεβαίνουμε μια σκάλα. Με προσοχή, μεθοδικότητα, σεβασμό και γνώση ότι αυτή η σκάλα οδηγεί το νου και την καρδιά σε ένα ύψος, τέτοιο που χαρίζει μια πιο ευρεία θέαση του ορίζοντα.
Χρησιμοποιεί τις παραβολές σαν μαγιά, για να φτιάξει νέες ιστορίες. Να φουσκώσει το ζυμάρι της αλήθειας, αυτής που κρύβεται πίσω από κάθε ιστορία, να δέσει το παλιό με το νέο, όπως το προζύμι δένει τον άρτο που έγινε με τον άρτο που μέλλει να γενεί.
Έτσι καταφέρνει να γεννήσει μια ιστορία φρέσκια, που κουβαλά όμως την ουσία και τη μυρωδιά μιας ιστορίας 2000 χρόνων. Και αυτό είναι μαγικό.

Στις δύο πρώτες ιστορίες ο Καλλίστρατος, αυτός ο σπουδαίος παραμυθάς, που γυρνά χωριά και πολιτείες να μοιραστεί και να μοιράσει τις ιστορίες του, απαντά στην πρόσκληση των παιδιών να τους πει μια ιστορία που επεξηγεί κάθε φορά μια παραβολή, ενώ στην τρίτη ιστορία, είναι η πέτρα που διηγείται στον Καλλίστρατο την ιστορία της.
Στους μύθους του Καλλίστρατου, ο θρησκευτικός πυρήνας παραμένει και πολύ έντεχνα μπλέκεται με στοιχεία των λαϊκών μας παραμυθιών, των μύθων της ανατολής αλλά και στοιχεία των κλασσικών ευρωπαϊκών μύθων.
Οι ιστορίες μπορούν να διαβαστούν και αυτοτελώς. Χωρίς δηλαδή τη σύνδεση τους με την εκάστοτε παραβολή. Εκείνος που ξέρει θα κάνει το συνειρμό, αλλά και ο άπειρος των γραφών θα λάβει τα μηνύματα, με τον τρόπο που το φως βρίσκει πάντα τον τρόπο να τρυπώνει και από την πιο μικρή χαραμάδα.
Γιατί οι ιστορίες που έχει γράψει η Βασιλική Νευροκοπλή, δεν είναι απλά θρησκευτικές ιστορίες. Είναι ιστορίες που μιλούν για βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Μιλούν για την ευγένεια, την προσφορά, την ελπίδα, την πίστη, αλλά και τον εγωισμό, την αλαζονεία, την βία, την εκμετάλλευση. Μιλούν για τους δρόμους της ψυχής και τη στράτα που διαλέγουμε στη ζωή μας. Για ό,τι μας δόθηκε απλόχερα και το σπαταλήσαμε. Για ό,τι μας χαρίστηκε και το ανταποδώσαμε. Για τον αγώνα να σταθούμε κληρονόμοι και φύλακες της περιουσίας που μας δόθηκε, είτε αυτό λέγεται προσωπική ελευθερία, είτε φυσικό περιβάλλον
Αυτό κάνει τις ιστορίες της να ξεπερνούν το θρησκευτικό στοιχείο και να αποκτούν πανανθρώπινο χαρακτήρα, αφού πατάνε σε αυτό που όλοι έχουμε κοινό: την ανθρώπινη φύση μας. Με το μεγαλείο και τις αδυναμίες της. Με την ελευθερία και την δουλικότητά της. Με την τρεπτότητα και τη θεϊκότητά της.
Και αυτό κάνει τις ιστορίες της κλασσικές, τέτοιες που λες και έρχονται από καιρούς αλλοτινούς, τότε που οι άνθρωποι λογάριαζαν το λόγο ζωντανό, τον έπαιρναν και τον ζέσταναν τα βράδια γύρω από την εστία, τον έντυναν με τα καλά του σε γιορτές και πανηγύρια, τον ζύμωναν με λόγια δικά τους να τον προσφέρουν δώρο και τροφή στα παιδιά που μεγάλωναν, τον ζευγάρωναν με άλλους λόγους και εκείνος γεννούσε παιδιά όμορφα, καθένα με τη χάρη του και την ομορφιά του.
Τέτοιες είναι οι ιστορίες του Καλλίστρατου, μέλι και βάλσαμο στις καρδιές μικρών και μεγάλων.

Συγγραφέας: Βασιλική Νευροκοπλή
Εικονογράφος: Αθηνά Ρομπιέ
Εκδόσεις: Ελληνική Βιβλική Εταιρεία
















Sunday, January 18, 2015

Κυριακὴ ΙΒ’ Λουκὰ


Κυριακὴ ΙΒ’ Λουκὰ

(Λουκ. 17,12-19)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ

12. εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν,

13. καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.

14. καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ 

ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν.

15. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων 

τὸν Θεόν,

16. καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ 

αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης.

17. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;

18. οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς 

οὗτος;

19. καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

Μέγας Αθανάσιος




Αθανάσιος Αλεξανδρείας
 ή Μέγας Αθανάσιος ή Άγιος Αθανάσιος (περ. 298[1] – 2 Μαΐου 373) ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Τιμάται ως άγιοςτόσο από την Ανατολική Ορθόδοξη όσο και από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Αποτελεί έναν από τους τέσσερις μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας και έναν από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.

Από πολύ νέος έδειξε την πνευματική κλίση του. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας. Εκεί αναδείχθηκε πρωτεργάτης στην καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου που χαρακτηρίστηκε αιρετική. Το 328 και σε ηλικία 33 ετών εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας.

Παιδική ηλικία και μόρφωση[

Γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αφού κατά τον ιστορικό Σωκράτη τον Σχολαστικό, εκεί είχε και πατρικό και οικογενειακό τάφο (Εκκλ. Ιστορία 4,13). Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και από μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του, αφού παρίστανε τον ιερέα που βάπτιζε τους πιστούς (φίλους του).
Από τα συγγράμματα του και τις περιγραφές του Γρηγορίου Θεολόγου συμπεραίνουμε, ότι ανατράφηκε θεολογικά και απέκτησε λίγες εγκύκλιες γνώσεις. Τη θεολογική μόρφωση την απέκτησε από τη θεολογική Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση για τη διαμόρφωση του ήθους του και της πορείας του, συνέβαλε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο του οποίου και συνέγραψε τον «Βίο και Πολιτεία».

Η Ιεροσύνη

Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα προκαλείται αναστάτωση στην Εκκλησία όσον αφορά τον προσδιορισμό της φύσης του Θεού, λίγο μόλις καιρό μετά την κατάπαυση του κύματος διωγμών από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες. Ο Αθανάσιος από νωρίς, ως λαϊκός ακόμα, έδειξε έντονο ζήλο στην προσπάθεια καταπολέμησης των θέσεων που προασπιζόταν ο Άρειος, συγγράφοντας κείμενα όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Το 325 μ.Χ. πληροφορούμαστε ότι ήδη έχει χειροτονηθεί διάκονος όπου και συμμετέχει ενεργώς ως γραμματέας στην Α΄ Οικουμενική σύνοδο, συγκληθείσα υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου με σκοπό τη διευθέτηση των θεολογικών συγκρούσεων που ταλάνιζαν τις χριστιανικές εκκλησίες. Το 328 μ.Χ, μετά την κοίμηση του πνευματικού του Πατέρα και επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, με σύμφωνη απόφαση κλήρου και λαού, χειροτονήθηκε επίσκοπος (εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε Πατριάρχης), ένεκα του μεγάλου ζήλου και της φήμης που είχε αποκτήσει ως «ανυποχώρητου μαχητή».

Το έργο του ως Επισκόπου

Χειροτονήθηκε σε ηλικία 33 ετών, στις 8 Ιουλίου του 328 μ.Χ. Μετά την εκλογή του, άρχισε σημαντικό ποιμαντικό έργο, μελέτησε τις ανάγκες των μοναχών, κληρικών και λαϊκών για τη καλύτερη δυνατή συμβίωση και εναρμόνιση των ρόλων τους στο εκκλησιαστικό πλαίσιο. Επίσης ανέπτυξε έντονη αντιαιρετική δράση, με κύριο στόχο την διάδοση του «ορθού» δόγματος της ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού. Υπήρξε και προεξάρχων μεγάλου φιλανθρωπικού έργου στη περιοχή της Αλεξάνδρειας.

Διωγμοί

Ο Μέγας Αθανάσιος, ο επονομαζόμενος και «στύλος της ορθοδοξίας», διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε στην εξορία.
Μετά την καταδίκη του από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ο Άρειος δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της. Μολονότι καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, δεν μετανόησε. Την ομολογία της πίστεως του Αρείου, η οποία απέφευγε τα ακραία στοιχεία που είχε προ της συνόδου εκφράσει, την έκανε δεκτή και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επηρεασμένος από έναν πρωτοστάτη των απόψεων, που χαρακτηρίστηκαν αργότερα αρειανιστικές, τον Ευσέβιο Νικομήδειας, με αποτέλεσμα να διατάξει, ο Άρειος να γίνει δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία. Ο Αθανάσιος εναντιώθηκε, διότι ερχόταν σε σύγκρουση με τα επιχειρήματα και τις αποφάσεις της οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας. Αυτό είχε αποτέλεσμα την μήνη των «αρειανιστών» επισκόπων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να εκδιώξουν τον Αθανάσιο λόγω της μαχητικότητας και της αποτελεσματικότητάς του εναντίον τους. Οι επίσκοποι που συντάχθηκαν με τις θέσεις του Αρείου συνασπίστηκαν με άλλους επισκόπους, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν αργότερα ως «αίρεση των Μελιτιανών», στέλνοντας αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα, κατηγορώντας το Αθανάσιο για επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας, για μαγεία και πορνεία. Αρχικά συγκλήθηκε σύνοδος στην Καισάρεια, την οποία και δεν παραβρέθηκε, γνωρίζοντας ότι ήταν προμελετημένη σκευωρία των αντιπάλων επισκόπων. Ο Αυτοκράτορας όμως συγκάλεσε και δεύτερη σύνοδο στην Τύρο, διαμηνύοντάς του, ότι αν δεν παρευρισκόταν, θα ασκούνταν βία προκειμένου να παραστεί. Έτσι εμφανίστηκε, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες.
Ο Αθανάσιος βρέθηκε, μετά τη σύνοδο, σε δύσκολη θέση παίρνοντας μηνύματα, σε βάρος της ζωής του. Γι' αυτό το λόγο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να δει τον Αυτοκράτορα και να του ζητήσει την προστασία του. Οι αντίπαλοί του όμως πέτυχαν όχι μόνο να μην ακροαστεί, αλλά και να διωχθεί στη Γαλατία, πείθοντας τον Αυτοκράτορα με ψευδής κατηγορίες. O ίδιος δε, φαίνεται να ήταν δυσαρεστημένος σε βάρος του Αθανασίου για την έντονη κριτική που του ασκούσε.[2] Αυτή ήταν η πρώτη του εξορία του, που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες, επιστρέφοντας το 337 μ.Χ μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Η επιστροφή του Αθανασίου, συνεχίστηκε με πολλές συκοφαντίες, και στη προσπάθεια να τους αντικρούσει, συγκάλεσε σύνοδο 100 επισκόπων που διακήρυξαν την αθωότητα του. Το ίδιο και Αρειανοί, πράττοντας το ακριβώς αντίθετο, πείθοντας και το νέο φιλοαρειανό Αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Έτσι εξορίζεται στη Ρώμη όπου ο Ιούλιος, επίσκοπος Ρώμης, συγκαλείσύνοδο και κηρύσσει την αθωότητά του και την πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας. Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος πιέζει τον αδερφό του Κώνστα, να παρατείνει την εξορία του, παρά τη συνοδική απόφαση της Ρώμης. Αποτέλεσμα η επιστροφή του, το 346μ.Χ., 6 έτη μετά την εξορία του. Ο Αθανάσιος λόγω του ποιμαντικού έργου που διενήργησε, φαίνεται να αγαπήθηκε και να αγκαλιάστηκε από τους Χριστιανούς της πόλης.
Το 356 ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται μονοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας και οι Αρειανοί επίσκοποι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία αυτή, κινούνται αποφασιστικά. Καλούν σύνοδο, καθαιρούν τον Αθανάσιο και στέλνουν άγημα 5000 στρατιωτών με τον Ρωμαίο στρατηλάτη Συριανό, με σκοπό να τον εξοντώσουν οριστικά. Την ώρα που τελεί την παννυχίδα.[3] σε ναό, με πλήθος πιστών, ο ίδιος φυγαδεύεται στη έρημο, όπου για έξι χρόνια διαφεύγει τη σύλληψη με τη βοήθεια φιλικά διακείμενων μοναχών και παρθένων.[4] Εκείνη την περίοδο ο Αθανάσιος βρήκε την ευκαιρία να γράψει έναν πολύ μεγάλο αριθμό έργων του, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγε δριμεία εκστρατεία, ώστε να κατασταλεί κάθε αρειανή επιρροή.
Στην επιστροφή του, μετά το θάνατο του Κώνστα, στο θρόνο ανεβαίνει ο Ιουλιανός. Ο Ιουλιανός ανακαλεί όλους του εξορισμένους επισκόπους, μεταξύ αυτών και τον Αθανάσιο. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο θέλω των ανδρών εμφανίζεται άμεσα. Ο Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου, από την άλλη ο Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση της εκκλησίας. Ο Ιουλιανός πληροφορείται για τη δράση του Αθανασίου και διατάσσει εξορία. Το 362 μ.Χ. εξορίζεται στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού. Όμως εξορίζεται ακόμα μια φορά. Ενώ επέστρεψε και αρχικά προχώρησε, απρόσκοπτα το έργο του, επί εποχής Ιοβιανού μέχρι το 364μ.Χ. και το θάνατό του, τον διαδέχεται οΟυαλεντινιανός Α', ο οποίος ήταν οπαδός του Αρείου και εκδιώκει τον Αθανάσιο. Έτσι πληροφορούμαστε ότι αυτή την εποχή κρυβόταν «εν πατρώο μνήματι». Μέσα σε τέσσερις μήνες όμως φοβούμενος εξέγερση από την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε από την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στο θρόνο του, χωρίς διωγμούς.

Ιστορική σπουδαιότητα

Αντίθεση κατά του Αρειανισμού

Περίπου στα 319.Χ., όταν ο Αθανάσιος ήταν διάκονος, ένας πρεσβύτερος που ονομαζόταν Άρειος άρχισε να διδάσκει ότι υπήρχε χρονική περίοδος πριν γεννήσει ο Θεός και Πατέρας τονΙησού, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Υιός δεν υπήρχε. Ο Αθανάσιος συνόδευσε τον Αλέξανδρο, επίσκοπο Αλεξανδρείας στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το έτος 325μ.Χ., από την οποία προέκυψε το Σύμβολο της Πίστεως και κατά την οποία αναθεματίστηκε ο Άρειος και οι ακολουθούντες αυτόν. Στις 8 Ιουλίου 328μ.Χ., ο Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο ως επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ως αποτέλεσμα της μείωσης της επιρροής του Αρειανισμού, εξορίστηκε αρχικά από την Αλεξάνδρεια στην Τύρο από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' για να επανέλθει μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου πέντε φορές. Η κατάσταση αυτή γέννησε την έκφραση "Athanasius contra mundum" ή "Ο Αθανάσιος εναντίον του κόσμου", από τους αντιπάλους του. Κατά τη διάρκεια μερικών εξοριών του, έμεινε κοντά σε Πατέρες της Ερήμου, μοναχούς και ερημίτες που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Αιγύπτου. Παρά τη δογματική του σταθερότητα, επέδειξε διπλωματία υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία στη Σύνοδο της Αλεξανδρείας το 362.

Χαρακτηριστικές φράσεις

Χαρακτηριστική φράση του Αγίου Αθανασίου είναι η «Ο Πατήρ διά του Λόγου εν τω Πνεύματι ενεργεί και δίδωσι τα πάντα». Ο Μέγας Αθανάσιος έχει τονίσει ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα, αλλά είναι κατά φύση άκτιστο (δηλαδή αδημιούργητο) και ομοούσιο (δηλαδή έχει την ίδια ουσία) με τον Πατέρα και τον Υιό.[5]

Συγγραφικό έργο

Γενικά

Το εξαιρετικό στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου, είναι το πλούσιο συγγραφικό έργο, παρά τις πολύ μεγάλες διώξεις και εξορίες τις οποίες υπέστη. Δεν σώθηκαν όλα τα έργα του και από τα διασωθέντα, πολλά νοθεύτηκαν από αιρετικούς και αποδόθηκαν σε αυτόν χωρίς να είναι γνήσια

Κατηγοριοποίηση

Ανάλογα με το περιεχόμενο τους οι πατρολόγοι κατατάσσουν τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου σε πέντε (5) ενότητες. Στα απολογητικά, υπέρ του Χριστιανισμού, αντιαιρετικά, ερμηνευτικά-ασκητικά και πρακτικά-επιστολές.

Κύρια έργα του

Είναι συγγραφέας πολλών έργων όπως "Κατά ειδώλων", "περί ενανθρωπήσεως του Λόγου" και διαφόρων επιστολών με κυριότερη την ΛΘ΄ (39η) όπου υπάρχει κανόνας (κατάλογος) των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Του αποδίδεται επίσης το Σύμβολο του αγίου Αθανασίου ή Symbolum Quicunqve, ένα από τα πρώτα σύμβολα της χριστιανικής πίστης το οποίο πολλοί δυτικοί μελετητές ισχυρίζονται ότι πρωτογράφτηκε στα Λατινικά. Οι ίδιοι θεολόγοι θεωρούν λανθασμένη την άποψη που έχει επικρατήσει ότι ο Αθανάσιος έγραψε το συγκεκριμένο σύμβολο και ο J.N.D. Kelly, σύγχρονος μελετητής των πατερικών κειμένων, θεωρεί ως πιθανότερο συγγραφέα τον Βικέντιο του Λερίν.[6] Η υπόθεση αυτή ωστόσο δεν έχει γίνει αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα καθότι ο Βικέντιος είχε ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας στην οποία είναι πιο πιθανό να συντάχθηκε αρχικά το κείμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαμάχη γύρω από το Filioque θα είχε ξεκινήσει αμέσως εφόσον οι Ανατολικοί Πατέρες δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δεχτούν άλλη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκτός από αυτή του Πατέρα.
Την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια την έκανε με το έργο ΄΄Κατά Ελλήνων΄΄ στρέφοντας τα βέλη του κατά των ειδωλολατρών. Το δεύτερο επιγράφεται ΄΄Λόγος περί ενανθρωπήσεως του λόγου΄΄, συνοψίζοντας τη διδασκαλία της εκκλησίας περί σωτηρίας του ανθρώπου. Μεγάλο τμήμα της συγγραφής του, αφορά την αίρεση των αρειανών με κυριότερα, ΄΄4 λόγοι κατά Αρειανών΄΄, ΄΄Απολογητικός κατά Αρειανών΄΄, ΄΄Απολογία προς βασιλέα Κωνστάντιο΄΄, ΄΄Απολογια περί φυγής αυτού΄΄ που πραγματεύονται τις διδασκαλίες της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, τις απολογίες σε βάρος του, από τους Αρειανούς και τη φυγάδευση του στην έρημο το 356μ.Χ. Από τα ερμηνευτικά, τα περισσότερα έχουν χαθεί, διασώζονται όμως οι ερμηνείες περί ψαλμών. Τέλος από τα ασκητικά και πρακτικά, διασώζονται τα ΄΄Βίος και Πολιτεία Πατρός Αντωνίου΄΄ και ΄΄Περί Παρθενίας΄΄ . Από τις επιστολές διακρίνονται οι εορταστικές, προς μοναχό Αμούν, προς Ρουφινιανό, προς Σαρπίωνα, προς Επίκτητο προς Αδέλφιο, προς Μάξιμο και προς Δρακόντιο.

Κανόνας Καινής Διαθήκης

Στην 39η Εορταστική Επιστολή του, το 367 μ.Χ., ο Αθανάσιος απαριθμεί τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Από πληροφορίες που μαθαίνουμε από τον Ωριγένη, στα ταξίδια τα οποία διενήργησε σε κατά τόπους Εκκλησίες, ανέφερε ανάγνωση χωρίων, που απαγγέλλονταν ως Κανονικά. Το εύρος των βιβλίων που χρησιμοποιούνταν με αυτό τον τρόπο ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τον πυρήνα των βιβλίων που χαρακτηρίστηκαν ωςθεόπνευστα και κανονικά.
Από τον Ευαγγελιστή Λουκά [1: 1-4] και άλλες έμμεσες ιστορικές πηγές, γνωρίζουμε ότι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια πολλά έργα και προφορικές παραδόσεις είχαν διασωθεί, με αποτέλεσμα η εκκλησία να θεωρεί, πως χάνεται το σωτήριο μήνυμα των Ευαγγελίων. Από την άλλη, πολλοί αιρετικοί χάλκευαν τα ευαγγέλια προσθέτοντας ή απορρίπτοντας κομμάτια τους ή και συντάσσοντας νέα κείμενα με τη μορφή Ευαγγελίου, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη δική τους δογματική αντίληψη. Έτσι η Εκκλησία έθεσε κριτήρια επιλογής. Αυτά τα κριτήρια αφορούσαν διάφορες παραμέτρους όπως ότι τα κείμενα πρέπει να είναι αποδεδειγμένα αποστολικά, το περιεχόμενό τους να χει πνευματικό αντίκρυσμα και να είναι αποδεκτό από όλες τις Εκκλησίες. Τρεις σύνοδοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης, της Λαοδίκειας, της Ρώμης και Γ΄ Καρθαγένης. Ο κανόνας της πρώτης συνόδου θεωρήθηκε μη γνήσιος, ενώ στις επόμενες πρωτοστατούντων των Ιερωνύμου και Αυγουστίνου, έθεσαν ως κανονικό, τον κανόνα του Μεγάλου Αθανασίου. Βεβαίως, ενώ οιΕκκλησιαστικοί Πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες.

Η διδασκαλία του

Η τριαδικότητα και ο άνθρωπος

Το πιστεύω του Μεγάλου Αθανασίου συνοψίζονται από τα πεπραγμένα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Δηλαδή «Ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ». Η ψυχή είναι «αυτοκίνητη» και ζει και μετά το θάνατο του σώματος. Η αθανασία αυτή δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στο θέλημα του Θεού.

Η παράδοση της εκκλησίας

Με το όρο αυτό εννοεί τόσο την Αγία Γραφή, όσο και την παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων της εκκλησίας, την οποία δίδαξε ο Κύριος και κήρυξαν οι Πατέρες. Σε αυτήν την παράδοση θεμελιώδης είναι η ύπαρξη της εκκλησίας του Χριστού και όποιος ξεφεύγει από αυτή χάνει την ιδιότητα του Χριστιανού. Τη δε δογματική διδασκαλία, έχει τη δυνατότητα, μόνο η εκκλησία να διατυπώνει.

Η ενανθρώπηση του λόγου

Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο «υιοποίησεν ημάς τω Πατρί και εθεοποίησε τους ανθρώπους, γενόμενος αυτός άνθρωπος. Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ινα μάλλον ημάς θεοποίηση» (Λόγος κατά Αρειανών 1,30 ). Υποστηρίζει ότι όποιος υιοθετεί το δόγμα του Αρείου, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι ο Χριστός είναι κτίσμα, και καταντάει και αυτός ειδωλολάτρης, όπως οι εθνικοί. Επίσης το Άγιο Πνεύμα «συναριθμείται» και «συνδοξάζεται» αφού «της αυτής Θεότητος εστί και της αυτής ουσίας».

Εορτή

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου ετησίως δύο φορές το χρόνο. Στις 2 Μαΐου, που είναι και η ημερομηνία κοίμησης του αγίου, το οποίο το μαθαίνουμε από Κώδικα των Καυσοκαλυβίων. Υπήρχε διάσταση απόψεων κάτα πόσο βέβαιο είναι, αν πρόκειται για την κοίμηση του ή την ανακομιδή των λειψάνων όπως ο Λαυριώτικος Κώδικας υποστηρίζει. Η δεύτερη εορτή του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με τον Άγιο Κύριλλο, χωρίς να είναι ακόμα μέχρι σήμερα γνωστό, το γιατί και πότε καθιερώθηκε αυτή η εορτή. ΗΛουθηρανική, η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Μαΐου. Βάση του ερτολόγιου της Εκκλησιάς η 2 Μαϊου είναι η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του ενώ η 18 Ιανουαρίου η Κοιμησής του την ιδία μέρα εορτάζεται η φυγή του Αγίου Κυρίλλου

Υμνολογία

Απολυτίκιο (Ἦχος γ')
Στῦλος γέγονας Ὀρθοδοξίας,
θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων
τὴν Ἐκκλησίαν, ἱεράρχα Ἀθανάσιε·
τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον
ἀνακηρύξας κατῄσχυνας Ἄρειον.
Πάτερ Ὅσιε,
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.


Πηγή Βικιπαίδεια