Σ’ εκείνον, λέει, τον καιρό, μπορείς να πεις και τούτον
Μπαίνοντας, λέει, ο Χριστός, σ’ ένα χωριό, μια πόλη
-πες το και μεγαλούπολη τη σήμερον ημέρα-
Δέκα λεπτροί τον απαντούν και στέκονται μπροστά του
-Αλλοίμονό μας, φίλοι μου, που η δική μας λέπρα
Καλά κρυμμένη βρίσκεται αθέατη στα μάτια-
Και μ’ ένα στόμα μια φωνή, -πώς μας ενώνει η αρρώστεια-
Του λένε, επιστάτα μας, θεραπευτά, γιατρέ μας,
Ελέησε τον πόνο μας και την αρρώστεια γιάνε
Και βλέποτνάς τους ο Χριστός, τους μίλησε, που ο πόνος
τα σπλάχνα του κατέφαγε: Πηγαίνετε και δείξτε
στους ιερείς το σώμα σας ώστε να υπογράψουν
και για την θεραπεία του που θα εξακριβώσουν
Στο δρόμο καθαρίστηκαν, -έχει κι η υγεία δρόμο-
Σαν φυλλοβόλα τα σπυριά πέφταν απ’ το κορμί τους
Μέχρι που πια καθάρισε το πληγιασμένο σώμα
Κι όλοι γινήκαν υγιείς όπως και το ποθούσαν
Ένας απ’ όλους βλέποντας το σώμα γιατρεμένο
Πίσω και πάλι γύρισε και με φωνή μεγάλη
Δοξολογούσε τον Θεό που αν σκύψει σε γιατρεύει
Πέφτει στα πόδια του Χριστού και τα φιλεί και κλαίει
Ναι, Σαμαρείτης ήτανε, δεν ήταν Ιουδαίος
Ομόφιλος του Ιησού κι από την ίδια φάρα
Απόκριση στο φίλημα ο Ιησούς του δίνει
Ρωτώντας όπως τα παιδιά που γράμματα δεν ξέρουν
Δέκα δεν ήρθατε μαζί, δέκα δεν γιατρευτήκαν
Δέκα δεν φύγαν από δω, πού ’ναι οι εννιά, χαθήκαν;
Δόξα δε δίνουν στον Θεό, το δώρο δικαιούνταν;
Μόνον ο αδικαίωτος, αλλογενής χρωστάει;
Σήκω, παιδί μου, πήγαινε, σε έσωσε η πίστη
Και όχι η αρρώστεια σου, μήτε κι η γιατρειά της