Labels

Friday, October 31, 2008

Τα μεγάλα μυστικά των αληθινών παραμυθιών.


... - Τούτο το παλικάρι κυρά, είπε ο γερο-καπετάνιος, θέλει να δει και να γνωρίσει τον κόσμο ολάκερο. Όμως, απ' όσα ξέρω εγώ, αυτό δεν είναι μπορετό να το κατορθώσει ένας άνθρωπος μονάχος, ούτε κι αν ταξιδέψει σ' ολάκερη τη ζωή του....
Η σοφή γερόντισσα... είπε:

... -
Όποιος άκουγε τώρα δα όσα λαχταράς, θα σου 'λεγε πως χάνεις τα χρόνια σου πιστεύοντας σε τρελά όνειρα. Μα εγώ δε σου το λέω γιατί ξέρω καλά πως όνειρα τρελά και απραγματοποίητα δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο μεγάλες, μικρές και μικρότερες καρδιές, και τα όνειρα είναι φτιαγμένα για να χωρούν μέσα σ' αυτές. Είμαι σίγουρη πως δεν υπάρχουν όνειρα που γίνονται και όνειρα που δεν γίνονται, μα μεγάλα όνειρα και μικρότερα. Κι όσοι λεν σαν ακούσουν ένα όνειρο πως δε γίνεται, είναι γιατί η δικιά τους καρδιά που τ' ακούει δεν μπορεί να το χωρέσει. Αυτή είναι η αλήθεια για τα όνειρα, η μοναδική Αλήθεια.


Η δικιά σου καρδιά παιδί μου, με το να χωράει ένα τέτοιο τρανό όνειρο, μου 'δειξε πόσο μεγάλη είναι. Γι' αυτό και θα μπορέσει να σηκώσει όλες τις θυσίες που θα χρειαστεί να κάνεις, για να το πραγματοποιήσεις. Γι' αυτό τα μεγάλα όνειρα χρειάζονται μεγάλη καρδιά για να χωρέσουν. Γιατί τα μεγάλα όνειρα θέλουν τρανή καρδιά που να αντέχει τις μεγάλες θυσίες που χρειάζονται για να φτιαχτούν.


Όμως, όλα τούτα που άκουσες εσύ, επειδή είσαι νέος, δεν τα καταλαβαίνεις καλά. Για τούτο εγώ που είμαι γριά και μπορώ να σε βοηθήσω, θα σε φυλάξω από ένα μεγάλο κίνδυνο, που δεν μπορείς τώρα να τον δεις εσύ, μα μήτε κι εγώ να σου τον εξηγήσω. Λοιπόν, σου υπόσχομαι να σε βοηθήσω να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου, μόνο αν μου δώσεις όρκο βαρύ, πως το μόνο αντάλλαγμα που δεν θα δώσεις για την πραγματοποίηση του ονείρου σου, θα είναι η Ψυχή σου. Αυτήν θα την κρατήσεις ως το τέλος δική σου....


Απόσπασμα από το παραμύθι: 'Πώς γεννιούνται τα παραμύθια, οι ιστορίες και τα τραγούδια', από το βιβλίο "Παραμύθια Αγάπης και Σοφίας", της Αλίκης Τέλογλου, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1997.

Ένα αριστουργηματικό βιβλίο με τα ωραιότερα και πιο αληθινά παραμύθια που διάβασα ποτέ μου.

Η ζωγραφιά είναι του Goivanni Norri.

Thursday, October 23, 2008

Είναι κάτι πουλιά...


Συμβαίνει ένα παράξενο τον τελευταίο καιρό. Πολύ παράξενο.Συχνά, κι όλο και συχνότερα, πιάνω κάτι να ξεκινήσω να γράφω ή πάω να πάρω ένα τηλέφωνο σ' ένα φίλο και πριν καλά καλά κάνω την κίνηση, μια φράση ξεπηδά από μέσα μου, μισή, ανολοκλήρωτη, ατέλειωτα επαναλαμβανόμενη που λέει:είναι κάτι πουλιά...Αυτό. Μόνον αυτό. Αυτές οι τρεις μικρές λεξούλες στοιχημένες η μία πίσω από την άλλη, πάντα στην ιδια σειρά, που μόλις έρθουν γεμίζουν από πίσω σιωπηλά αποσιωπητικά, σε σημείο που δεν έχω τι άλλο να πω κι έτσι αναβάλλω και το γράψιμο, αναβάλλω και το τηλέφωνο.Όλα τα αναβάλλω σαν να τελειώνουν εκεί όλες μου οι λέξεις, σαν να μην έχω τίποτα άλλο να πω, εκτός από αυτές τις τρεις ελάχιστες λέξεις, αυτή την μικρή αμφίσημη, απροσανατόλιστη φράση: είναι κάτι πουλιά...Πώς να ολοκληρώσεις ένα βήμα όταν αυτό επιμένει να μένει μετέωρο στην ίδια του την εκκίνηση;Όταν καλά καλά δεν γνωρίζεις τι είναι αυτό που θέλεις να πεις, πού θέλεις, τέλος πάντων, να καταλήξεις, και όταν αυτό που νόμιζες πως ήθελες υποτάσσεται με αδιαμφισβήτητο τρόπο σ' αυτές τις τρεις λέξεις και σιγά;
Κι όμως αυτή η ανάπηρη, αυτή η ανυπεράσπιστη μικρή φρασούλα ξεπηδά δυναμικά και εντελώς αυθέρετα μπροστά μου, απαιτώντας κάτι που δεν γνωρίζω. Για κάτι διψά, σε κάποιον θέλει να απευθυνθεί, ακόμα κι έτσι όπως είναι, αστόχαστη, ανόητη κι αναποφάσιστη ίσως, μα τόσο πηγαία όσο το κελάηδημα του αηδονιού τη νύχτα που κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να ερμηνεύσει το τραγούδι του και ούτε να υποψιαστεί ποτέ κανείς για ποιον τραγουδά μονάχο μέσα στης νύχτας το κενό. Παρ' όλα αυτά, τραγουδά...
Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο εκτός από αυτήν την αλήθεια, γιατί οπωσδήποτε είναι μια αλήθεια κι ας μένει ακόμα μισή:
είναι κάτι πουλιά...

Sunday, October 19, 2008

Ένα παιχνίδι αφορμή για δυο αλήθειες που μας καθόρισαν

Το παιχνίδι, μάς ζητά να πούμε ποιο ποίημα ή ρητό και ποιος ζωγραφικός πίνακας μας έχουν επηρεάσει. Ευχαριστώ την Φλώρα για την πρόσκληση και απαντώ:



Όσον αφορά το ρητό ή το ποίημα, που με επηρέασε στη ζωή μου, θα ανατρέξω στην παιδική μου ηλικία, γιατί βρίσκω πως εκεί συντελέστηκαν όλες οι μεγάλες αλλαγές που με καθόρισαν ως άνθρωπο. Είναι το ποίημα για την αγάπη, του Αποστόλου Παύλου:
"Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσιν την γνώσιν και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί.και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι.Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φησιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητει τα εαυτοίς, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, . πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.... (Προς Κορινθίους Α΄κεφ.13)
Ήμουν στο δημοτικό, όταν ο πατέρας μου υπηρετούσε ως ιερέας στον ναό των Δώδεκα Αποστόλων. Ήταν πολύ νέος τότε και έκανε πολλά ευχέλαια, δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε την ημέρα. Επειδή αυτά είχαν πολλά αναγνώσματα και κουραζόταν πολύ, όποτε μπορούσε έπαιρνε τα δυο μου μεγάλα αδέρφια να τον βοηθούν διαβάζοντας τους αποστόλους. Κάποτε αυτοί βαριόνταν και δυσανασχετούσαν, γιατί είχαν κουραστεί και γιατί μάλλον είχαν κι ένα σωρό άλλα πράγματα στο νου τους, όπως όλα τα παιδιά. Εγώ όμως πάντα ήθελα να διαβάζω δυνατά στους άλλους. Μάλλον το θεατρικό κουσούρι το είχα από τα γεννοφάκια μου. Τον θερμοπαρακαλούσα να παίρνει εμένα και να αφήνει τα αδέρφια μου. Έτσι έγινα κάτι σαν αναγνώστης ανεπίσημος του μπαμπά, και μ' έπαιρνε μαζί του με πολλή χαρά.Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που διάβασα αυτό το κείμενο. Και είναι παράξενο, γιατί ήμουν μια σταλιά παιδί, γλώσσα με δυσκόλευε, αλλά δεν το έβαζα κάτω. Το συγκεκριμένο όμως απόσπασμα, το διάβαζα και προσπαθούσα να το καταλάβω με το μικρό μου μυαλουδάκι γιατί από την πρώτη φορά μου έκανε βαθιά εντύπωση. Το διάβαζα ξανά και ξανά και δεν το χόρταινα. Το διάβαζα και μεθούσα. Με συνέπαιρνε ολοκληρωτικά. Με συγκινούσε και κάθε φορά ένιωθα μια μεγάλη δύναμη να εισέρχεται μέσα μου. Να πλημμυρίζω ευτυχία. Μια μέρα κάθησα και το έμαθα απέξω.
Ναι, νομίζω, σήμερα, πως αυτό το ποίημα με καθόρισε παντελώς. Νομίζω πως ό,τι παραμύθι γράφω, για οτιδήποτε κι αν μιλώ, όλα έχουν να κάνουν με την αγάπη. Τα πάντα μου έχουν να κάνουν με την αγάπη. Και ό,τι δεν έχει να κάνει μ' αυτήν, ό,τι είναι έξω από τη σφαίρα της, νομίζω εν τέλει, πως δεν με ενδιαφέρει καθόλου, μα καθόλου.


Η 'ζωγραφιά' που με καθόρισε με τρόπο ανεπίστρεπτο και πολύ ουσιαστικό, είναι η τοιχογραφία που φωτογραφία της έχω αναρτήσει παραπάνω, η Ανάσταση του Κυρίου, από τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη.Ήμουν 16 χρονών όταν πρωτοπήγα στην Πόλη με τα δυο μεγάλα μου αδέρφια, για πρώτη φορά. Τα γυμνασιακά χρόνια είχαν ήδη προλάβει να με γεμίσουν μεγάλες πληγές.Ταξιδέψαμε με τρένο, και νομίζω πως ήταν τουλάχιστον καμιά δέκα-δώδεκα ώρες ταξίδι. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα από την χώρα και από το πατρικό μου σπίτι. Ήταν ένα ταξίδι σταθμός στη ζωή μου.Θυμάμαι πως όταν είδα αυτήν την τοιχογραφία, στην δεξιά κόγχη αυτού του μικρού ναού του οποίου τα ψηφιδωτά είναι τέχνης απαράμιλλης, κεραυνοβολήθηκα, όπως αργότερα μου συνέβη μόνο με πολύ μεγάλους έρωτες. Κόπηκε η ανάσα μου, πάγωσε το αίμα μου, έτρεχαν δάκρυα τα μάτια μου.Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί εκστατική, δίχως να μπορώ να κουνηθώ. Με μάγεψε πρώτα αυτό το μοναδικό μπλε του φόντου και μετά η έκρυθμη ισορροπία του Χριστού που πατά πάνω στις σπασμένες ταφόπλακες, μαζί με τον τρόπο που πιάνει τα χέρια των πρωτόπλαστων.Αυτό το 'άρπαγμα', το γεμάτο δύναμη και βεβαιότητα, που τους βγάζει από τα τάρταρα, ζωγραφίστηκε μέσα μου.Το Φως αυτής της τοιχογραφίας, νομίζω πως εγγράφηκε ανεξίτηλο πάνω μου. Η ελπίδα της Ανάστασης έγινε βεβαιότητα και πυξίδα στη ζωή μου, με τρόπο που δεν αναλύεται σε άλλες λέξεις. Με θεράπευσε τότε. Με θεραπεύει πάντα.

ΥΓ. Όποιος θα ήθελε να το παίξει αυτό το παιχνίδι ας το παίξει σαν να τον έχω καλέσει. Διστάζω πολύ να προτείνω μόνη μου. Καλή εβδομάδα!

Tuesday, October 14, 2008

Ένα... κομψό σχόλιο στην επικαιρότητα, από τον Μικρό Πρίγκιπα του Μεγάλου Αντουάν Ντε Σεντ Εξιπερί


Ο τέταρτος πλανήτης ανήκε σ' έναν επιχειρηματία. Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο απορροφημένος, που ούτε καν σήκωσε το κεφάλι του να κοιτάξει τον μικρό πρίγκιπα που τον πλησίαζε.
- Καλημέρα σας, τον χαιρέτισε. Το τσιγάρο σας έσβησε.- Τρία και δύο κάνουν πέντε. Πέντε κι εφτά κάνουν δώδεκα. Δώδεκα και τρία κάνουν δεκαπέντε. Δεκαπέντε κι εφτά κάνουν εικοσιδύο. Εικοσιδύο κι έξι κάνουν εικοσιοχτώ. Καλημέρα, δεν έχω χρόνο να το ξανανάψω. Εικοσιέξι και πέντε κάνουν τριάντα ένα. Ουφ! Βγαίνει, λοιπόν, πεντακόσια ένα εκατομμύρια εξακόσιες εικοσιδύο χιλιάδες εφτακόσια τριάντα ένα.- Πεντακόσια ένα εκατομμύρια τι πράγμα;- Τι; Εδώ είσαι ακόμα; Πεντακόσια ένα εκατομμύρια από... δε θυμάμαι πια... έχω τόση δουλειά! Είμαι σοβαρός άνθρωπος εγώ, δε χαραμίζω το χρόνο μου με σαχλαμάρες! Δύο και πέντε κάνουν εφτά...- Πεντακόσια ένα εκατομμύρια τι πράγμα, ξαναρώτησε ο πρίγκιπας που ποτέ δεν ξεχνούσε μια ερώτησή του που έμενε χωρίς απάντηση.
Ο επιχειρηματίς τότε σήκωσε το κεφάλι του.- Πενήντα τέσσερα χρόνια είμαι εδώ και με διέκοψαν τρεις μόνο φορές. Η πρώτη φορά ήταν πριν είκοσι δύο χρόνια που έπεσε εδώ μια χρυσόμυγα, ποιος ξέρει από πού. Το ζουζούνισμά της ήταν τόσο ενοχλητικό που έκανα τέσσερα λάθη στις προσθέσεις μου. Η δεύτερη φορά ήταν πριν έντεκα χρόνια με μία κρίση ρευματισμών που μου παρουσιάστηκε. Δεν πολυκινούμαι, ξέρεις, γιατί δεν έχω χρόνο να σπαταλήσω γι' αυτό. Ασχολούμαι με σοβαρά πράγματα εγώ. Τέλος, η τρίτη φορά... η τρίτη φορά είναι τώρα! Λοιπόν, τι έλεγα; Α, πεντακόσια ένα εκατομμύρια...- Εκατομμύρια τι πράγμα;
Ο επιχειρηματίας κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει ήσυχο.- Εκατομμύρια απ' αυτά τα πραγματάκια που βλέπουμε μερικές φορές στον ουρανό!- Μύγες;- Όχι, μιλάω γι' αυτά τα πραγματάκια που λάμπουν.- Μέλισσες;- Όχι, αφού σου λέω. Εννοώ εκείνα τα πραγματάκια που χρυσίζουν και κάνουν τους τεμπέληδες να γίνονται ονειροπόλοι. Εγώ, όμως, είμαι σοβαρός άνθρωπος. Δεν έχω καιρό για ρομαντισμούς.- Α, για τ' αστέρια μιλάς.- Το βρήκες. Αστέρια είναι.- Και τι τα κάνεις τέλος πάντων αυτά τα πεντακόσια ένα αστέρια;- Πεντακόσια ένα εκατομμύρια εξακόσιες εικοσιδύο χιλιάδες εφτακόσια τριάντα ένα. Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος, δίνω σημασία στην ακρίβεια.- Και τι τα κάνεις αυτά τα αστέρια;- ΤΙ τα κάνω;- Ναι.- Τίποτα. Απλώς μου ανήκουν.- Είναι δικά σου τα αστέρια;- Μάλιστα.- Μα, εγώ γνώρισα προηγουμένως έναν βασιλιά που...- Οι βασιλιάδες δεν κατέχουν, βασιλεύουν. Είναι ολότελα διαφορετικό.- Και τι κερδίζεις που 'ναι δικά σου τα αστέρια;- Γίνομαι πλούσιος.- Και τι κερδίζεις που 'σαι πλούσιος;- Μπορώ ν' αγοράζω κι άλλα αστέρια, αν βρω.
Αυτός εδώ, συλλογίστηκε ο μικρός πρίγκιπας, σκέφτεται παρόμοια με τον μπεκρή μου.Κι όμως συνέχισε τις ερωτήσεις του.- Πώς είναι δυνατόν να θεωρεί κανείς ιδιοκτησία του τ' αστέρια;- Και σε ποιον ανήκουν; ρώτησε θιγμένος ο επιχειρηματίας.- Δεν ξέρω. Σε κανέναν μάλλον.- Τότε είναι δικά μου, αφού πρώτα εγώ το σκέφτηκα.- Κι αυτό είναι αρκετό;- Φυσικά. Αν ανακαλύψεις ένα διαμάντι που δεν είναι κανενός, τότε είναι δικό σου. Αν βρεις ένα νησί που δεν είναι κανενός, τότε είναι πάλι δικό σου. Επίσης αν το μυαλό σου πρωτοκατεβάσει κάποια πρωτότυπη ιδέα, το δίπλωμα ευρασιτεχνίας δίνει μόνο σε σένα τα δικαιώματα εκμετάλλευσης αυτής της ιδέας σου. Το ίδιο, λοιπόν, ισχύει και για μένα: τ' αστέρια μού ανήκουν γιατί κανένας πριν από μένα δεν είχε την ιδέα να τα κάνει δικά του.- Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκε ο μικρός πρίγκιπας. Και τι τα κάνεις τέλος πάντων;- Τα διαχειρίζομαι. Τα μετράω και τα ξαναμετράω, απάντησε ο επιχειρηματίας. Είναι δύσκολη δουλειά. Εγώ όμως είμαι σοβαρός άνθρωπος.Ο μικρός πρίγκιπας δεν είχε πειστεί ακόμα μέσα του.- Εγώ αν έχω κάποιο μεταξωτό μαντίλι μπορώ να το τυλίξω στο λαιμό μου και να το πάρω μαζί μου. Εσύ όμως δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου τ' αστέρια!- Όχι, μπορώ όμως 'να τα καταθέσω στην τράπεζα'.- Και τι θα πει αυτό;- Σημαίνει πως καταγράφω το σύνολο των αστεριών μου σ' ένα χαρτί κι έπειτα αυτή την 'απόδειξη' την κλειδώνω και την φυλάω σ' ένα συρτάρι.- Αυτό είναι όλο κι όλο;- Φτάνει και παραφτάνει.'Φαίνεται διασκεδαστικό' συλλογίστηκε ο μικρός πρίγκιπας και 'αρκετά ποιητικό. Δεν είναι όμως για να το παίρνεις και πολύ στα σοβαρά.'Ο μικρός πρίγκιπας είχε πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για τα σοβαρά πράγματα απ' ότι οι μεγάλοι.
- Εγώ, του παρατήρησε ο μικρός πρίγκιπας, έχω ένα λουλουδάκι που το ποτίζω κάθε μέρα. Έχω επίσης τρία ηφαίστεια που τα καθαρίζω κάθε βδομάδα, μιας και καθαρίζω και το σβησμένο, γιατί ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θα απογίνει. Και το ότι είναι δικά μου είναι καλό και για τα ηφαίστειά μου και για το λουλούδι μου που τα περιποιούμαι. Εσύ όμως με το να κατέχεις τα αστέρια δεν τα κάνεις σε τίποτα καλό.
Ο επιχειρηματίας άνοιξε το στόμα του, μα δεν βρήκε κανένα επιχείρημα για να υποστηρίξει τον εαυτό του κι έτσι ο μικρός πρίγκιπας αναχώρησε κι από κει.'Οι μεγάλοι είναι πέρα για πέρα παράξενοι', βεβαίωνε μέσα του καθώς απομακρινόταν.

Friday, October 10, 2008

Ο αμήχανος άνθρωπος


Μετέωρη στάση. Εκκρεμής. Αναποφάσιστη.
Η αμηχανία είναι μία στάση ψυχής που δεσμεύει τον λόγο του προσώπου, την σωματική του έκφραση, την οποιαδήποτε αντίδραση μπροστά στο γεγονός, μη έχοντας τρόπο να ανταποκριθεί.
Τι γεννά την αμηχανία; Τι την αντίδραση;
Σε τι έγκειται η χαώδης απόσταση ανάμεσα στην μη-έκφραση και στην έκφραση;
Ποια φύση ανθρώπου ακινητοποιείται, αδυνατώντας να απαντήσει άμεσα στο συμβάν, και ποια όχι;
Είναι μόνο ζήτημα εύστροφου, ή αντιθέτως, αργόστροφου νου; Απειρίας ή εμπειρίας; Άγνοιας ή γνώσης; Ή μήπως αφορά την υφή της ψυχο-πνευματικής μας οντότητας;
Δεν γνωρίζω.
Μόνον υποψιάζομαι.
Όσο περισσότερο υποψιάζομαι τόσο αυξάνουν οι αμήχανες στιγμές μου,
ή μήπως, όσο αυξάνουν οι αμήχανες στιγμές μου τόσο υποψιάζομαι;
Όσο πιο βαθιά προχωρά κανείς στο βαθύ μυστήριο της ζωής, άρρονται ως άχρηστα τα παραδεδομένα εργαλεία μιας μιμητικής κοινωνικής αντίδρασης: λέξεις, εκφράσεις, συνήθεις διατυπώσεις, συμβουλές, χειρονομίες, το γέλιο και το κλάμα. Τη θέση όλων καταλαμβάνει η απορία.
Η αναπάντητη απορία μπροστά στο θαύμα της ζωής. Η απορία μπροστά στο ανερμήνευτα θαυμαστό των άπειρων στιγμών της.
Τον χώρο της γνωστής και οικείας συμπεριφοράς τώρα κατακλύζει μία λεπτή ακινησία ψυχής, μία αδρανής ισορροπία πνεύματος γεμάτη ενάργεια, μαζί με μία βουβή στάση σώματος. Η αμηχανία είναι μία γεμάτη παύση που αργά ή γρήγορα θα γεννήσει μουσική.
Ίσως να έχει τις ρίζες της σε κάποιο τραύμα παιδικό, που παραμένοντας ανοιχτό, διατηρεί τον άνθρωπο σε μια στάση αδυναμίας και μεγάλης εσωτερικής ευαισθησίας, που εκφράζεται ως αχώρητη -στον ίδιο τον εαυτό- τρυφερότητα μπροστά στο λυπηρό και ως έκπληξη –αχώρητη επίσης- μπροστά στο χαρμόσυνο.
Ενδέχεται όμως να μην υπάρχει μια τέτοια προϋπόθεση ή αν υπάρχει να μην οδηγεί ποτέ σε αμηχανία. Ίσως να είναι ζήτημα της διορατικής ματιάς, αυτής που καλείται ‘ποιητική’, και που έχει ως χαρακτηριστικό της την αναγνώριση του διττού προσώπου της ζωής, του διττού θανάτου, της κάθε στιγμής το αμφίρροπο πρόσωπο.
Μέσα στην δίνη αυτού του δυϊσμού ο άνθρωπος ταλαντεύεται με τρόπο τέτοιον που του διασφαλίζει την ισορροπία του σχοινοβάτη. Η αμηχανία, λοιπόν, είναι ένας τρόπος να ζεις. Είναι μια στάση ζωής, που αν δεν σε επέλεξε εξ ολοκλήρου, πάντως της απάντησες καταφατικά και προσπάθησες να την ακολουθήσεις. Μέσα της απαρνιέσαι την βία, -όχι μόνο ως έκφραση αρνητικών αλλά και ιδιαίτερα θετικών συμπεριφορών- κι έτσι αφοπλίζεις ολόκληρο πολιτισμικό οπλοστάσιο δράσεων και αντιδράσεων.
Γι’ αυτό, ο αμήχανος άνθρωπος, ως ένας άοπλος άνθρωπος, είναι ελαφρύτερος από τους άλλους. Μετέχει σε όλα, απέχοντας από όλα. Παντού καταδέχεται να πηγαίνει, αλλά δεν έχει τόπο να σταθεί. Όλοι τον αποζητούν, γιατί μόνο στο απαλό κενό του μπορούν να αποθέσουν το βάρος τους, και ο ίδιος βαθιά μοναχικός πορεύεται. Αναπαύεται μόνον στον άλλον αμήχανο. Ακόμα παραπάνω στον περισσότερο αμήχανο. Το είδος των αμήχανων ανθρώπων είναι εξαιρετικά σπάνιο. Είναι είδος εύθραυστο -ως ξεχωριστά ευαίσθητο. Όπως ακριβώς το μικρό παιδί, ο αμήχανος άνθρωπος, τρομάζει εύκολα, πληγώνεται με το παραμικρό, το βάζει στα πόδια αν τον πειθαναγκάσουν να διακόψει το παιχνίδι του, τα ξεχνάει όλα και ξαναρχίζει από την αρχή.
Την γλώσσα του δύσκολα την καταλαβαίνουν. Για τους περισσότερους είναι ακατανόητη. Τη στάση του την παρεξηγούν. Την διαρκή απορία του την παρερμηνεύουν. Μ’ αυτός εκεί. Μακραίνει τα μαλλιά του, να τυλίγει μέσα τους δάχτυλο περιστρεφόμενο την αμηχανία του χαμογελώντας.

Friday, October 3, 2008

Ο ιδανικός ακροατής



Τη δύσκολη ώρα του άλλου, τον ακούς, όπως και τα πουλά.
Η στάση του σώματός σου, ίδια γονυκλισία της ψυχής,
μεταγγίζει την ουράνια δύναμη που διασχίζει το άδειο μονοπάτι της αδυναμίας σου να μιλήσεις.

Κάθε άνθρωπος διψά να μιλήσει σε κάποιον που θα τον ακούσει.
Αν βρει κανείς τον ιδανικό του ακροατή, έχει ήδη βρει τον προσανατολισμό του. Μέχρι να πάψει να μιλά.
Ο ιδανικός ακροατής όλα τα ξέρει πριν του τα πεις. Γρήγορα θα το καταλάβεις.
Και το μονοπάτι αρχίζει κι ανθίζει μέσα στο καταχείμωνο.
Σ’ αυτό περπατάς χέρι χέρι, εσύ που θέλεις να μιλήσεις κι ο ακροατής σου. Κάποια στιγμή θα σ’ εγκαταλείψει. Λίγο θα τρομάξεις στην αρχή, μα γρήγορα θα καταλάβεις.
Εσύ που πρώτα γύρευες τον ιδανικό σου ακροατή, έγινες τώρα ο ιδανικός ακροατής των άλλων.
Η καρδιά σου μεταμορφώθηκε σε κοίτη του ποταμού της ζωής. Γίνεται το νερό της.
Κι ο πόνος απέραντος. Μόνο όποιος έγινε νερό γνωρίζει τον απέραντο πόνο του.

Γιατί μέχρι να μιλήσουν αληθινά οι άνθρωποι πολλά θα πουν πριν τον αληθινό τους λόγο.
Μέχρι να μπουν να ξεπλυθούν στο ποτάμι της καρδιά σου, πολλά ρούχα έχουν να βγάλουν από πάνω τους. Όλο θαρρούν πως επιτέλους έμειναν γυμνοί κι όλο βγαίνουν βιαστικοί στις όχθες μόλις βραχούν τα πόδια τους στο καθαρό νερό σου. Κι αν πρόλαβαν να βραχούν λιγάκι και τα ρούχα, έντρομοι δραπετεύουν
ανακαλύπτοντας πως φορούνε ρούχα που δεν γνώριζαν και τα βγάζουν βιαστικά για να στεγνώσουν πάνω στα δέντρα της φαντασίας τους.
Κάνουν έναν μακρύ περίπατο στο δάσος των επιθυμιών τους, μακριά από σένα, κι είναι για να ξεχάσουν ό,τι έγινε, όσα με τόσο καημό θέλησαν να σου πουν και δεν κατάφεραν.
Μόνο εσύ, ποτάμι, μένεις εκεί. Στην ίδια θέση. Στην κοίτη σου την αγέρωχη. Ακάθεκτο να προχωράς.

Δεν λοξοδρομείς εσύ. Το ποτάμι πάντα θα περιμένει αγόγγυστα.
Πάντα θα ταξιδεύει παρασέρνοντας ή ίσως και καταχωνιάζοντας όλα τα περιττά λόγια, τα φλύαρα και μυστικά λόγια των ανθρώπων που σκεπάζουν την αλήθεια τους επιμελώς και εν αγνοία.

Η ελάχιστη αλήθεια που θα αρθρώσουν ίσως κάποτε, δεν έχει μάζα.
Κανένα μάτι δεν θα την αντιληφθεί.
Γιατί η αλήθεια είναι η δύναμη που κάνει το νερό να ρέει ακατάπαυστα. Αυτή που οδηγεί το ποτάμι.
Είναι η ενέργεια που κάνει το νερόμυλο της ζωής των ανθρώπων -που τόλμησαν να μιλήσουν και να ξεπλυθούν μέσα στο ποτάμι-, να περιστρέφεται για να αλέσουν το σιτάρι τους.
Ένα κομμάτι ψωμί χειροποίητο για να φάνε.

Για να ερωτευθούν μέσα στο πάλευκο δωμάτιο του μύλου της ζωής, εξαγνισμένοι. Σκεπασμένοι το τρυφερό λευκό της άσπρης σκόνης που η μυλόπετρα ελευθερώνει αλεύρι γνήσιας ζωής.
Κρυμμένοι κάτω από το υφάδι της λευκής σκόνης στολισμένοι το αραχνοϋφαντο λευκό, ενωμένοι μαζί του,
να γίνουν ένα, γιατί κατάλαβαν πια πως δυο σάρκες δεν μπορούν ποτέ να γίνουν ένα αν δεν γίνουν πρώτα σκόνη.
Πως μόνο αλεσμένες στον μύλο της αλήθειας σαν σιτάρι, σαν σκόνες λευκές ολόλευκες, πάλευκες σκόνες,
μπορούν να ενωθούν.
Σκόνες λευκές ολόλευκες, πάλευκες σκόνες που βγάζει η μυλόπετρα αλεύρι γνήσιας ζωής.
Αλεύρι από το νερόμυλο που κίνησε ο ιδανικό ς ακροατής των ανθρώπων, Ποτάμι.

Χαρισμένο στο παιδί με τα μαύρα ρούχα. Τον ιδανικό μου ακροατή.

Wednesday, October 1, 2008

Καλό μήνα και καλή μας όρεξη!


Μανιτάρια γεμιστά με γαρίδες και κολοκυθάκια, με σως από μαυροδάφνη.


"Μια γλυκόπικρη ισορροπία σε σκούρο φόντο με θαλασσινά αρώματα"



Υλικά για 4 άτομα:

16 μανιτάρια μέτρια, 400γρ. γαρίδες μεγάλες
1 σκελίδα σκόρδο, 1 πράσο, 2 φρέσκα κρεμμυδάκια
2 κολοκυθάκια, 2 κουτάλια σούπας άνηθο
1 ποτήρι κρασιού μαυροδάφνη, 1/4 ποτηριού κονιάκ
1/2 κουτάλι δυόσμο, 1/2 κουτάλι θυμάρι
λίγη κρέμα γάλακτος, ελαιόλαδο

Καθαρίζουμε τα μανιτάρια και βγάζουμε τα κοτσανάκια τους. Τα σοτάρουμε ελαφρά σε λίγο ελαιόλαδο, αλατοπιπερώνουμε και τα αφήνουμε στην άκρη για να ετοιμάσουμε τη γέμιση.
Καθαρίζουμε τις γαρίδες και σοτάρουμε τα κελύφη και τα κεφάλια τους σε λίγο ελαιόλαδο. Σβήνουμε με το κονιάκ, αλατοπιπερώνουμε και προσθέτουμε μισό ποτήρι νερό. Αφήνουμε να σιγοβράσουν για δέκα λεπτά, στραγγίζουμε και κρατάμε τα υγρά τους για να κάνουμε τη σάλτσα.
Σε ένα άλλο κατσαρολάκι σοτάρουμε το σκόρδο, τα κρεμμυδάκια, το πράσο και τα κολοκυθάκια, όλα κομμένα πολύ ψιλά. Βάζουμε και τις γαρίδες και σβήνουμε με μαυροδάφνη. Προσθέτουμε τη σάλτσα από τις γαρίδες, αλατοπιπερώνουμε και αφήνουμε 10' στη φωτιά. Στραγγίζουμε ξανά το μείγμα κρατώντας τη σάλτσα σε ένα άλλο κατσαρολάκι. Ανακατεύουμε το μείγμα με τις γαρίδες με τον άνηθο και γεμίζουμε τα μανιτάρια.
Ξαναβάζουμε τη σάλτσα της μαυροδάφνης στη φωτιά, προσθέτουμε το δυόσμο και το θυμάρι και τέλος συμπληρώνουμε την κρέμα γάλακτος και τέλος αφήνουμε άλλα 5΄ λεπτά μέχρι να πήξει.


Σημείωμα:
Η συνταγή αυτή κυκλοφόρησε σ' ένα ημερολόγιο συνταγών του 2002, μία για κάθε μήνα, από το εστιατόριο Καλλίστη, Ασκληπιού 137, Αθήνα.
Είναι ένα από τα εστιατόρια που σέβομαι και εκτιμώ ιδιαίτερα, τόσο για το εκλεπτυσμένο περιβάλον του, όσο και για την κουζίνα του. Η καλή μαγειρική, για μένα, είναι εφάμιλλη ενός καλού ποιήματος. Η αγάπη μου γι' αυτήν αντιστοίχως. Και η χαρά που μου προσφέρει η ανάγνωση των συνταγών, καθώς και η πραγματοποίησή τους, μεγάλη.
Αυτή η συνταγή προτείνεται για τον Σεπτέμβριο. Σύντομα θα ανεβάσω και του Οκτωβρίου. Το Φθινόπωρο είναι θησαυρός από φρούτα και λαχανικά ξεχωριστά που αξίζει να γευθούμε. Τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον η επόμενη συνταγή πρέπει να είναι το καταπληκτικό 'χοιρινό κυδωνάτο' της Κριεζή. Είδωμεν!

Καλή επιτυχία!