Labels

Thursday, January 23, 2014

H παραμυθητική ζωγραφική της Όλγας Σταυρίδου - της Βασιλικής Νευροκοπλή




"Το περασμένο καλοκαίρι συνέβη να περάσω λίγες μέρες στην ύπαιθρο της Ρουμανικής Μολδαβίας. Περιδιαβαίνοντας τις αυτάρκεις κοινότητες των μικρών χωριών της, γνώρισα μια μέρα έναν ηλικιωμένο λεβεντόκορμο άνδρα που από το πρωί μέχρι το βράδυ αγωνίζεται να δαμάσει τη γη και τα ζώα του. Τη στιγμή που συναπαντήθηκαν τα βλέμματά μας ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ένα αίσθημα που με ανάγκασε να χαμηλώσω τα μάτια μου από ντροπή. Ήταν τόσο καθαρό το βλέμμα αυτού του ανθρώπου, που και μόνο κοιτάζοντάς τον αισθάνθηκα πως τον μολύνω.




Επιχειρώντας τώρα να γράψω για την Όλγα Σταυρίδου και τη ζωγραφική της, έχω ακριβώς το ίδιο αίσθημα. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι βαθιά που θα μολύνω με τις λέξεις μου το σχεδόν αχειροποίητο έργο της. Θα το τολμήσω όμως εξαιτίας της αγάπης που έχω για την ίδια, αλλά και της αδιάπτωτης έκστασης που μου προκαλεί πάντα το έργο της, ελπίζοντας πως αυτή η αγάπη θα μου συγχωρέσει το ατελές του εγχειρήματός μου.




Η Όλγα Σταυρίδου κατάφερε στη ζωγραφική της έναν εξωπραγματικό άθλο. Έναν άθλο που ξεπερνά και το πλέον εμπνευσμένο ποίημα ενός μεγάλου ποιητή που χρησιμοποιώντας λέξεις κοινές και καθημερινές κατορθώνει να σε μεταφέρει εσωτερικά σ’ έναν άλλον κόσμο, σε μία μεταφυσική πραγματικότητα, συνδέοντάς σε απευθείας με μία ουσία αναφή, που θα ποθούσες διακαώς να μπορούσες, να άντεχες και να ήταν ποτέ δυνατόν στην ανθρώπινη φύση σου, να μην την αποχωριστείς ποτέ.
Το ανέφικτο που πραγματώνει η Όλγα Σταυρίδου με τα απτά και απλά υλικά της είναι πως δίνει πρόσωπο σ’ αυτήν την αόρατη ουσία. Αποκαλύπτει την ανάσα της, την αφή της, το άρωμά της. Το εικαστικό της αποτέλεσμα είναι η αποτύπωση του αοράτου στον καμβά. Αποτύπωση ορατή από τον καθένα μας.



Η Όλγα Σταυρίδου χρησιμοποιεί το υλικό φως για να ζωγραφίσει το άυλο. Χρησιμοποιεί τα λουλούδια, τα ρόδια και τις πέτρες, τις κατοικίες των ανθρώπων και τα νερά, τις εποχές και όλα όσα περικλείονται στον παρόντα κόσμο για να τα αποδώσει θαρρείς όπως αυτά αρμολογήθηκαν τη στιγμή της δημιουργίας τους: Λουσμένα στο φως της χάρης που τα δημιούργησε, ανάλαφρα, αθώα, αμόλυντα, ανέγγιχτα από φθορά και θάνατο.




Το παράδοξο δεν είναι πως το επιχειρεί αλλά το ότι το καταφέρνει, και μάλιστα σε απόλυτο βαθμό. Ο θεατής των έργων της δεν χρειάζεται να καταβάλλει καμία προσπάθεια προκειμένου να ψαύσει την αόρατη ουσία που στο έργο της μετουσιώνεται σε απτή πραγματικότητα.
Εισερχόμενος σε μια έκθεσή της Όλγας Σταυρίδου βρίσκεσαι ήδη στην καρδιά ενός παραδείσου προτού καλά καλά το αντιληφθείς. Δεν μεταφέρεσαι σ’ αυτόν μόνον εσωτερικά, όπως θα το κατάφερνε το ποίημα μιας υψηλής ποιητικής τέχνης. Μεταφέρεσαι με όλες σου τις αισθήσεις, με όλη σου την ύπαρξη. Ακέραιος. Και τότε, αλλοιώνεσαι την καλή αλλοίωση.




Σήμερα, τώρα, αυτή τη στιγμή ακριβώς που γράφω, αναρωτιέμαι σοβαρά, μήπως η Όλγα Σταυρίδου, δεν ζωγραφίζει αυτό που εμείς βλέπουμε στους πίνακές της, αλλά ζωγραφίζει εμάς τη στιγμή που στεκόμαστε μπροστά τους. Ή, μήπως είναι αυτοί καθεαυτοί οι πίνακές της που μας ζωγραφίζουν καθώς διεισδύουν μέσα μας με τέτοια ερωτική, -παθιασμένη θα έλεγα-, αβρότητα, ώστε να μην έχουμε πλέον κανένα περιθώριο αντίστασης να τους παραδοθούμε ολοκληρωτικά. Δεν ξέρω.





Ξέρω όμως από τη μαθητεία μου στον χώρο των παραμυθιών πως η ζωγραφική της Όλγας Σταυρίδου είναι βαθιά παραμυθητική. Παρηγορεί τις λύπες μας, τις αδυναμίες μας, τα πάθη μας και την ανημπόρια μας σαν το φιλόστοργο χάδι της γιαγιάς μας. Παρηγορεί τα αναπάντητα βασανιστικά μας ερωτήματα μ’ ένα χαμόγελο άδολο, παιδικό. Παρηγορεί τον διχασμό μας, την απόγνωσή μας, την απιστία μας μόνο μ’ ένα της ίχνος. Ίχνος χειρονομίας, χρώματος, γραμμής, που δεν μένει ποτέ μόνο του μετέωρο, αλλά συνυφαίνεται από πολλές άλλες χειρονομίες, αλλεπάλληλες γραμμές και χρώματα πάνω στο είναι του σαν το ίχνος της ύπαρξης ενός ανθρώπου και της ιστορίας γενεών και γενεών που προηγήθηκαν πριν απ’ αυτόν και φέρει επάνω του. 




Η θαλπωρή του φωτός που διατρέχει κάθε πινελιά από τις αναρίθμητες των θεμάτων της είναι τόσο μεγάλη που δεν αφήνει τίποτα απαρηγόρητο, τίποτα θλιμμένο, τίποτα σκιερό.





Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει πάντα όλα αυτά, όποιο κι αν είναι το θέμα της. Δεν ξέρω αν είναι η σπουδαία τεχνική της, η υπομονή της που προσιδιάζει αυτήν μιας παλιάς κεντήστρας, ή η ίδια η αραχνοϋφαντη ψυχή της που δεν έπαψε ποτέ να συνδέεται με την αόρατη ουσία. Ξέρω όμως, πως τα καταφέρνει κι έτσι μας χαρίζει με τον εντελώς προσωπικό της τρόπο αυτό που κατόρθωσαν μόνον οι μεγάλοι μάστορες της βυζαντινής τέχνης σαν τον Μανουήλ Πανσέληνο και τον Θεοφάνη τον Κρήτα."  



Σημείωση:
Το κείμενο, γραμμένο  στις 22 Οκτωβρίου 2011, όπως και οι φωτογραφίες, συμπεριλαμβάνονται στο έξοχο λεύκωμα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.
Κείμενα κριτικής προσέγγισης έγραψαν οι
Θανάσης Γεωργιάδης, Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Στέλιος Κούκος, Φωτεινή Παπαντωνίου, Κώστας Σιμόπουλος, Χρήστος Γουσίδης, Έρη Κασίμη, Βασιλική Νευροκοπλή.
Ποιήματα: Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου, Μαίρη Γιόση, Π.Β.Πάσχος και Νόκος Παναγιωτόπουλος.
Επιμέλεια έκδοσης: Αλέξης Βερούκας, Αλέξανδρος Κοσματόπουλος.







No comments:

Post a Comment

Σχόλια