Labels

Tuesday, April 28, 2015

O Γιάννης Tσαρούχης στο κελί του γέροντα Ιερόθεου


Είναι γνωστή η βαθιά έλξη που ασκούσε στον Τσαρούχη (1910-1989) το Άγιον Όρος, όπου - αν και άρρωστος σοβαρά - έφτανε ως απλός προσκυνητής τις παραμονές της Μεγαλοβδομάδας για να παρακολουθήσει τις ολονύχτιες ακολουθίες. 


Ανάσταση στο Πρωτάτο (1982). 
Ο Τσαρούχης στο στασίδι κρατώντας την λαμπάδα του.

Το μοναστικό τυπικό τον ενθουσίαζε. Οι αργόσυρτες βυζαντινές μελωδίες τον γοήτευαν.






Τα τελευταία χρόνια έμενε στο Ι. Κουτλουμουσιανό Κελλί Αγίου Νικολάου Χαλκιά του Γέροντα Ιερόθεου, προσκυνούσε στο Πρωτάτο, και εξομολογείτο πάντοτε.


Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε: «Ο Τσαρούχης είναι χριστιανός, όχι γιατί πηγαίνει στην εκκλησία, αλλά γιατί ξέρει να στέκεται μέσα σ’ αυτήν, με την άνεση ενός παπά και με την αγιότητα ενός μικρού παιδιού». 

Πηγές:

Monday, April 27, 2015

To σχόλιο της Δευτέρας: Το κουμπί, η κουμπότρυπα και το ρούχο - Καλή βδομάδα!


Πουλάω ψαλίδια, βελόνες και κλωστές, υφάσματα όλων των ειδών, μονόχρωμα, πολύχρωμα, εμπριμέ, ριγέ, λεπτά, χοντρά, βαμβακερά, μεταξωτά, σατέν, κάμποτ, λινά. Πουλώ κορδέλες, φερμουάρ, αυτοκόλλητα, κόπτσες και καρφτίτσες.
Πουλάω ό,τι μπορείς να φανταστς για να ντύσεις το σώμα σου, να το κρύψεις, να το κάνεις κομψό, σεμνό ή προκλητικό ανάλογα με την τέχνη και την πρόθεσή σου. 
Πουλώ ό,τι κόβεται και ράβεται, ό,τι ξυλώνεται και μαντάρεται, ό,τι σχίζεται, τεμαχίζεται κι ενώνεται. Ό,τι καινούργιο θα παλιώσει, ό,τι αστραφτερό θα θαμπώσει, ό,τι γερό θα φθαρεί.
Πουλώ τα πάντα γύρω απ' το ρούχο, αλλά πολλά απ' αυτά που πουλώ θα τα βρεις κι αλλού. Αυτά όμως που δεν θα βρεις πουθενά και είναι η αποκλειστικότητά μου, είναι τα κουμπιά. Έχω οχτώ χιλιάδες εξακόσιες ενενήντα μία ποικιλλίες. Κάθε μία σε τέσσερα μεγέθη. Σχέδια, χρώματα, υλικά ευφάνταστα, όλα φτιαγμένα από τα χέρια μου κι όλα πρωτότυπα κι ανεπανάληπτα. Δεν το κρύβω, έχω μεγάλη αδυναμία στα κουμπιά. Χωρίς αυτά δε θ' άξιζε τίποτα όλα όσα πουλώ, αλλά αυτό πολύ λίγοι μπορούν να το καταλάβουν.


Το κουμπί είναι η κλειδαριά του ρούχου. Χωρίς κουμπιά ένα ρούχο είναι τυφλό και το σώμα που το φορά κλειδωμένο. Θα μπορούσε ίσως κάποιος αφελής να ισχυριστεί με απλοϊκότητα ανάλογη μ' αυτήν που έχει μόνον ένας αμύητος στα μυστήρια του σώματος, πως ό,τι κάνει το κουμπί, το κάνει κι ένα φερμουάρ, μια σούστα ή η μια κόπτσα. Θα έχει τόσο άδικο όσο κι αυτός που θα υπερασπιζόταν πως δε διαφέρει ένα μπουκάλι κρασί με φελό από ένα άλλο με καπάκι που βιδώνει. Γιατί η αλήθεια είναι πως όσο διατηρείται το άρωμα του κρασιού το χρωστάει στον φελό του κι όσο διατηρείται το άρωμα ενός σώματος το χρωστά άλλο τόσο στα κουμπιά του ρούχου του. 

Σκέψου μόνον την κίνηση των δαχτύλων που κουμπώνουν ή ξεκουμπώνουν ένα φόρεμα. Η επιδεξιότητα που απαιτείται είναι τόσο υψηλότερη από την αυτόματη κίνηση για το ανεβοκατέβασμα ενός φερμουάρ ή το πάτημα μιας κόπτσας πάνω στο ζευγάρι της, όσο και η γραφή με πένα πάνω στο χαρτί σε σχέση με το χτύπημα των πλήκτρων στο πληκτρολόγιο.
Το κουμπί είναι απαιτητικό, όπως και κάθε τι που έχει χαρακτήρα. Σου ζητά και τα δυο σου χέρια, όλη σου την προσοχή και σίγουρα περισσότερο χρόνο. Δεν ξεμπερδεύεις εύκολα μαζί του. Το κουμπί ενώνει τόσο ταιριαστά το ρούχο με τον ευατό του, αφήνοντας μάλιστα πάντοτε λίγον αέρα ν' αναπνέουν και τα δυο, που πρέπει να τα πιάσεις και τα δύο, να τα παντρέψεις ή να τα χωρίσεις. Την ίδια στιγμή τα δάχτυλα θέλοντας και μη, είτε πάνω απ' το ύφασμα είτε λίγο κάτω απ' αυτό, αισθάνονται το σώμα, την αφή του, τη δεκτικότητα ή την αντίδρασή του. 
Το κουμπί σου υπενθυμίζει την ιεροτελεστία, που στους καιρούς μας πολλοί μπορούν να  θεωρούν ολότελα περιττή, του ντυσίματος και του γδυσίματος, της απόκρυψης και της φανέρωσης, του λίγο λίγο και σιγά σιγά σε αντίθεση με το εύκολο, γρήγορο, απότομο και ρηχό άγγιγμα για να τελειώνουμε μια ώρα γρηγορότερα. 
Το κουμπί και η κουμπότρυπά του πάνω σ' ένα ρούχο αποτελούν μια τριαδική σχέση ανάλογη με τη σχέση του ανθρώπινου ζευγαριού με τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. 





Καλή βδομάδα!

Sunday, April 26, 2015

Κυριακή των Μυροφόρων


(Μάρκ. 15,43-16,8)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω,
43. ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
44. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε·
45. καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ.
46. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου.
47. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.
1. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
2. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
3. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
4. καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.
5. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.
6. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.
7. ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
8. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Saturday, April 25, 2015

O Mίκης, ο Μάνος, ο Σάκης και ο Φλωρινιώτης - του Πάρι Κωνσταντινίδη



Ναι, είναι γεγονός! Ο Σάκης Ρουβάς θα τραγουδήσει Μίκη Θεοδωράκη. Έκπληξη! Θύελλα αντιδράσεων... Μα γιατί; Πάνω από 10 χρόνια προετοιμαζόταν ο Σάκης για μια τέτοια στιγμή, ενώ ο Μίκης ήταν σαν έτοιμος (;) από καιρό! Πώς και μας διέφυγε κάτι τέτοιο, παρότι θαρρείς ότι ξέρουμε τα πάντα γι αυτούς;
Ένα πρόβλημα των προσώπων και των καταστάσεων που έχουν λάβει μυθικές διαστάσεις είναι η λήθη στην οποία παραδίδονται οι πραγματικές τους διαστάσεις. Όχι απαραίτητα λόγω κάποια ύποπτης σιωπής, αλλά λόγω της ενθουσιώδους και επιλεκτικής υπερπροβολής συγκεκριμένων πτυχών τους. Ο Ουμπέρτο Έκο έλεγε χαρακτηριστικά ότι «δεν ξεχνάς από τη διαγραφή [μιας αλήθειας], αλλά από την επικάλυψή [της], ούτε από την παραγωγή των απουσιών, αλλά από τον πολλαπλασιασμό των παρουσιών».1
Ο Μίκης
Έτσι, αποπλανημένοι από την επιτυχία του Μίκη, ξεχνάμε ποιος ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης 55 χρόνια πριν και το σκάνδαλο που προκάλεσε τότε με το ντεμπούτο του στο «λαϊκό» τραγούδι. Το 1960 λοιπόν κυκλοφορούν αρχικά δύο μελοποιημένες εκδοχές του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου.2 Και οι δύο ήταν συνθέσεις του Θεοδωράκη. Ίδια μουσική, άλλο ύφος. Στη μία, σε ενορχήστρωση Χατζιδάκι, τραγουδούσε η Νάνα Μούσχουρη και στην άλλη, σε ενορχήστρωση του ιδίου του Θεοδωράκη, τραγουδούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Όλοι ενθουσιάστηκαν με τη «λυρική», χατζιδακική εκδοχή, ενώ οι εστέτ και η Αριστερά σοκαρίστηκαν με τη «ρεμπέτικη», θεοδωρακική! Η Αυγή στις 4 Οκτωβρίου 1960 έγραφε:
«Τρομάξαμε ν’ αναγνωρίσουμε τις μελωδίες του Θεοδωράκη όπως μας είχαν εντυπωθεί στην προηγούμενη εκτέλεση [τη χατζιδακική]. Εδώ [στη θεοδωρακική] κυριαρχούσαν τα μπουζούκια μ’ έναν τρόπο που αφαιρούσαν όλη την ποίηση του έργου και παρωδούσαν τα τόσο ισχυρά του αισθήματα. Και το περίεργο είναι ότι στη δεύτερη έκδοση διευθυντής ορχήστρας ήταν ο ίδιος ο συνθέτης.»
Για τους εστέτ, τα μπουζούκια ήταν κακόγουστα. Για την Αριστερά, το στιγματισμένο από τα χασισοτράγουδα μπουζούκι, ήταν έναν είδος μουσικού οπίου.
Για τους εστέτ, τα μπουζούκια ήταν κακόγουστα. Για την Αριστερά, το στιγματισμένο από τα χασισοτράγουδα μπουζούκι, ήταν έναν είδος μουσικού οπίου. Για τον Θεοδωράκη τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. ΟΕπιτάφιος έπρεπε να είναι πέρα για πέρα «λαϊκός». Το περιεχόμενό του; Το μοιρολόι για τη δολοφονία ενός διαδηλωτή από την αστυνομία του Μεταξά το 1936. Η ποιητική μορφή του; Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, όπως και τα δημοτικά τραγούδια. Άρα και η μουσική του θα έπρεπε να είναι «γνήσια λαϊκή», όπως και ο τραγουδιστής του, ο Μπιθικώτσης:
Θεοδωράκης: «Ήξερα πως είχα να κάνω μ’ έναν άνθρωπο της γενιάς μου, δηλαδή μ’ έναν που να’ χει πολύ υποφέρει και πιο πολύ ελπίσει. [...] Η φωνή του Μπιθικώτση έχει μια άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του. Είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σωφέρ, ο φοιτητής, ο φαντάρος, ο εμποράκος – είναι ο Νεοέλληνας, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει».3
Ο Θεοδωράκης λοιπόν δεν έβλεπε στον Μπιθικώτση καλλιτεχνικές δεξιότητες, αλλά γνήσια λαϊκότητα, η οποία εκφραζόταν τόσο στη φωνή, όσο και στα βιώματα του τραγουδιστή. Ο Μπιθικώτσης ταυτιζόταν με τον Επιτάφιο του κομμουνιστή Ρίτσου μόνο ως προς τη λαϊκότητα, κι όχι ως προς το περιεχόμενο των στίχων του. Με την ίδια άνεση που τραγουδούσε Θεοδωράκη τραγουδούσε και προς τιμήν της Βασιλικής Οικογένειας (δηλώνοντας μάλιστα ότι έμαθε μπουζούκι χάρις στη βασίλισσα),4 ή προς τιμήν της πρώτης επετείου της χούντας – κάτι που έκαναν και άλλοι διάσημοι καλλιτέχνες της εποχής.5 Ο Θεοδωράκης, όπως έβλεπε το «έντεχνο-λαϊκό» και ως ένα μουσικό όχημα διάδοσης της ποίησης του Ρίτσου, του Σεφέρη, ή του Ελύτη, έτσι βλέπει και τους διαφορετικούς τραγουδιστές ως ένα ερμηνευτικό όχημα διάδοσης της μουσικής του -και όσα αυτή σημαίνει- σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
manos-floriniotisΟ Μάνος
Δεν ήταν όμως ο Μίκης ο πρώτος που κατάφερε να σοκάρει την ελληνική κοινή γνώμη. Τον είχε προλάβει ο Μάνος Χατζιδάκις με την περίφημη διάλεξη που είχε δώσει για το ρεμπέτικο -στο πλαίσιο των κύκλων διαλέξεων που διοργάνωνε το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν- στις 31 Ιανουαρίου 1949.6 Εκεί, ο Χατζιδάκις υπερασπίστηκε το ρεμπέτικο ως λαϊκή έκφραση «γνήσια ελληνική» σε αντίθεση με το ελαφρό τραγούδι, που θεωρούταν τότε η «καθώς πρέπει» μουσική διασκέδασης.
Εδώ, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι ο θαυμασμός για τον Χατζιδάκι έχει επικαλύψει άλλη μια αλήθεια. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ανακάλυψε το ρεμπέτικο. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ο Τσιτσάνης μέχρι το 1948, ένα χρόνο πριν από την περίφημη διάλεξη του Χατζιδάκι είχε κάνει ήδη 181 ηχογραφήσεις!7 Το ρεμπέτικο είχε ήδη διάδοση σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.8 Δεν του έλειπε το κοινό. Ηθική αναγνώριση του έλειπε...
Το πείραμα επανέλαβε το 1979 μέσω της εκπομπής του στο Τρίτο Πρόγραμμα. Αυτήν τη φορά, τη θέση του ρεμπέτικου πήρε ο Γιάννης Φλωρινιώτης. Η ρητορική του Χατζιδάκι παρόμοια. Η τεχνική η ίδια, συμπυκνωμένη στο πλαίσιο μιας ραδιοφωνικής εκπομπής. Όπως ανέδειξε ο Χατζιδάκις τα ρεμπέτικα, ως ικανά για «έντεχνη» έκφραση, ενορχηστρώνοντάς τα για πιάνο στις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, έτσι προσπάθησε να αναδείξει και τον Φλωρινιώτη συνοδεύοντας τον με πιάνο και τσέμπαλο. Γιατί άραγε ο Χατζιδάκις πέτυχε στο ρεμπέτικο, κι απέτυχε στον Φλωρινιώτη;
Οι δύο λαοί
Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τους όρους που επινόησε η νεωτερική ευρωπαϊκή σκέψη για να αναφέρεται στον «λαό». Από τη μία υπήρχε ο λαός ως folk –που έφερε τα υποτιθέμενα ευγενή, αιώνια κι αναλλοίωτα χαρακτηριστικά του έθνους- στον οποίο οι αστοί μπορούσαν να βλέπουν τη δική τους καταγωγή· από την άλλη ο λαός ως populus– που αναφερόταν στα αμόρφωτα και άξεστα πλήθη.9 Αντίστοιχη ήταν και η άποψη για τη μουσική τους. Για παράδειγμα, το ελληνικό folk βαφτίστηκε δημοτικό τραγούδι και ήδη το 1824 ο Κλωντ Φωριέλ το έβλεπε ως προφορικό μνημείο της ελληνικής αρχαιότητας. Την ίδια περίπου εποχή, το 1806, στις Ιδέες για την Αισθητική της Μουσικής, ο Κρίστιαν Φρίντριχ Ντάνιελ Σούμπαρτ χαρακτήριζε την popular μουσική, ως μία «μουσική χωρίς ίχνος φυσικής έκφρασης, [όπως] ένα ψοφίμι, το οποίο δικαίως θα θαφτεί στο λιβάδι».10
Η περίπτωση του Φλωρινιώτη πάντως δείχνει ότι η πειθώ του Χατζιδάκι δεν είχε απεριόριστη δύναμη.
Τι κατάφεραν οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης; Πριν από αυτούς το ρεμπέτικο εθεωρείτο ως μία popular υποκουλτούρα. Ο Χατζιδάκις, ως νέος Φωριέλ, το συνέδεσε με την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Παρομοίως, ο Θεοδωράκης το έβλεπε ως άμεση συνέχεια του δημοτικού τραγουδιού.11 Μαζί, κατάφεραν και του έδωσαν το κύρος της folk μουσικής.12 Παράλληλα, κατέστησαν τη δική τους μουσική εκλεπτυσμένο απόγονο του ελληνικού folk. Έτσι, ρεμπέτικο και «έντεχνο-λαϊκό» έγιναν οι φορείς του ελληνικού, συλλογικού-Εγώ.
Η περίπτωση του Φλωρινιώτη πάντως δείχνει ότι η πειθώ του Χατζιδάκι δεν είχε απεριόριστη δύναμη. Το ρεμπέτικο ήταν όχι μόνο η μουσική των κατώτερων στρωμάτων, αλλά και η μουσική καταγωγή της ανερχόμενης μεσαίας τάξης, ενώ το «έντεχνο-λαϊκό» έγινε η μουσική των νέων μορφωμένων στρωμάτων λαϊκής καταγωγής. Απεναντίας, ο Φλωρινιώτης εξέφραζε πάντα μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, η οποία έμεινε στάσιμη.
sakis
Σάκης Ρουβάς: Άξιος Εστί;
Ο Σάκης Ρουβάς σαφώς δεν είναι Φλωρινιώτης. Ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε ως εκφραστής κάποιας περιθωριακής και γραφικής κοινωνικής ομάδας για να ελκύσει το ενδιαφέρον του Μάνου Χατζιδάκι. Πάντα ήταν mainstream. Υπήρξε το αγαπημένο παιδί του life-style. Ο εκφραστής μιας ανέμελης ευδαιμονίας. Ο αγαπημένος τραγουδιστής των έφηβων Ελληνίδων της δεκαετίας του ’90. Αδιαμφισβήτητα ο πιο επιτυχημένος Έλληνας Pop Star. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι θαυμάστριές του είχαν τριανταρήσει. Σταδιακά άλλαξε καριέρα. Δοκίμασε τον κινηματογράφο, έγινε παρουσιαστής εκπομπών, συμμετείχε σε αγαθοέργιες, βραβεύτηκε στο θέατρο... Ποτέ δεν κατάφερε να διεισδύσει σε όλες τις ηλικίες, τα φύλα, τις κοινωνικές ομάδες, ως τραγουδιστής. Ως διασημότητα, όμως, έγινε ευρύτερα αποδεκτός και αναγνωρίσιμος. Είναι σίγουρο ότι κόσμος που ποτέ δεν άκουσε το λαϊκό ορατόριο Άξιον Εστί θα το ακούσει επειδή το τραγουδά ένας Pop Star, ο Σάκης Ρουβάς. Όπως είναι και πολύ πιθανό κάποιοι να μην το ακούσουν –αυτή τη φορά– ακριβώς για τον ίδιο λόγο.
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη διάσταση. Ταυτίζεται το πλήθος όσων θαυμάζουν κάποιον με τον «λαό»; Είναι δηλαδή οfan ταυτόσημη έννοια με τον folk; Άμεσα διαπιστώνουμε ότι ο όρος fan αφορά ένα μεμονωμένο άτομο, ενώ ο όρος folk ένα σύνολο. Η Κάτριν Κέλερ, στη σχετικά πρόσφατη μελέτη της με θέμα Ο Star και οι χρήστες του παρατηρούσε ότι ο star για τους εντατικούς του χρήστες του, τους fans, λειτουργεί ως ένα ιδεατό ατομικό-Εγώ.13
Οι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης, μαζί με το ρεμπέτικο –τον πρόγονό τους, που κατάφεραν να «θεσμοθετήσουν» ως folk μουσική– και τους επιγόνους τους, μέσα σε όλη τη διαφορετικότητά τους κατάφεραν να εκφράσουν ένα συλλογικό-Εγώ. Ποιος ή ποια μουσική θα μπορούσε σήμερα να εκφράσει το συλλογικό-Εγώ και να είναι παράλληλα και έργο του Σήμερα; Ή μήπως η πολλαπλασιασμένη παρουσία του ατομικού-Εγώ μάς έχει κάνει να πάψουμε να ποθούμε την αναδημιουργία αυτού που κάποτε μας ένωνε;
Ο ΠΑΡΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ είναι μουσικολόγος.

1 Umberto Eco. “An Ars Oblivionalis? Forget It!” PMLA. τεύχος 103, 1988. σ. 254-261, σ. 260.
2 Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε και τρίτη εκδοχή με τη Μαίρη Λίντα, η οποία όμως επισκιάστηκε από τις δύο προηγούμενες.
3 Απόσπασμα της ομιλίας του Μίκη Θεοδωράκη κατά την πρώτη δημόσια παρουσίαση των δύο Επιταφίων, στην αίθουσα του Συλλόγου Κρητών Σπουδαστών στις 5 Οκτωβρίου 1960. Αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή (6- 8.10.1960) και μετέπειτα στο: Μίκης Θεοδωράκης. Για την ελληνική μουσική. Αθήνα: Καστανιώτης. 1986. σσ. 169-180. 4 «Εμπρός», 18.3.1961.
5 Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο, D3453.
6 Το κείμενο της διάλεξης βρίσκεται online στην ιστοσελίδα για τον Μάνο Χατζιδάκι, http://www.manoshadjidakis.gr/works/ergo3.asp?WorkID=208
7 Βλ. Νίκος Ορδουλίδης. Η δισκογραφική καριέρα του Βασίλη Τσιτσάνη, Αθήνα: Ιανός, 2014. σ. 218.
8 Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που συνηγορούν στην ευρύτερη διάδοσή του. Μόλις το 1948 κυκλοφορεί και το πρώτο αρχοντορεμπέτικο, «το τραμ το τελευταίο», στη μουσικοθεατρική επιθεώρηση «Άνθρωποι, άνθρωποι» των Γιαννακόπουλου-Σακελλάριου σε μουσική Γιαννίδη-Σουγιούλ, όπου έπαιζαν μεταξύ άλλων οι Nτίνος Hλιόπουλος, Mίμης Φωτόπουλος και Eιρήνη Παπά, δηλαδή καθόλου περιθωριακοί άνθρωποι! Αναφέρεται στο: Παναγιώτης Κουνάδης, Καθημερινή, 23.10.2005. Τα αρχοντορεμπέτικα τα έγραφαν συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού, προσαρμοζόμενοι στο ύφος του ρεμπέτικου, ώστε να προσελκύσουν κοινό από τη δημοφιλία του. Την ευρύτατη διάδοση του ρεμπέτικου σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, παραδέχονταν ουσιαστικά κι οι πολέμιοι του. Βλ. Μίκης Θεοδωράκης, Για την ελληνική μουσική. σ. 188 και εφεξής.
9 Peter Wicke. Von Mozart zu Madonna: eine Kulturgeschichte der Popmusik. Φρανκφούρτη: Suhrkamp, 2001. σ. 11 και εφεξής.
10 Christ. Fried. Dan. Schubart's Ideen zu einer Ästhetik der Tonkunst, 1806. σ. 382. Προσβάσιμο στη Κρατική Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βαυαρίας, http://www.mdz-nbn-resolving.de/urn/resolver.pl?urn=urn:nbn:de:bvb:12-bsb10599461-7
11 Ο Νίκος Ορδουλίδης και μια γενιά νεότερων μουσικολόγων βλέπουν το ρεμπέτικο, ως την ελληνική εκδοχή της αστικής λαϊκής μουσικής της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. http://www.bookpress.gr/kritikes/texnes/2014-12-12-22-24-34
12 Βέβαια ακόμα και οι ίδιοι οι ρεμπέτες αντιλαμβανόντουσαν τη μουσική τους ως folk, ως εκφραστή του συλλογικού- Εγώ. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου χαρακτηριστικά έλεγε: «Όποιος τραγουδάει τον καημό του κόσμου, αυτός είναι ρεμπέτης. Αυτός που λέει μόνο τον δικό του καημό δεν είναι ρεμπέτης, είναι λαϊκός». Αναφέρεται στο Λάμπρος Λιάβας. Το ελληνικό τραγούδι: από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 2009 σ. 231.
13 Katrin Keller. Der Star und seine Nutzer: Starkult und Identität in der Mediengesellschaft. Μπίλεφελντ: Transcript, 2008.