Labels

Friday, April 27, 2012

Θερμότατη υποδοχή για τους "Εν Χορδαίς" στη Γερμανία -Deutsche Welle




Το μουσικό σχήμα «Εν Χορδαίς» το οποίο ασχολείται με την παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας και της Μεσογείου ολοκληρώνει την περιοδεία του σε Γερμανία, Ολλανδία και Βέλγιο.
«Εν Χορδαίς» - «Ένα εργαστήρι ήχου της καθ’ ημάς Ανατολής με έδρα τη Θεσσαλονίκη». Έτσι αυτοσυστήνεται η μουσική ομάδα των πέντε Ελλήνων μουσικών που στόχο έχουν τη μελέτη της ελληνικής μουσικής παράδοσης, τόσο λόγιας όσο και λαϊκής καθώς και την μελέτη και προώθηση της μουσικής παράδοσης της Μεσογείου.
Έχουν ταξιδέψει πολύ σε όλο τον κόσμο, από το Χονγκ Κονγκ μέχρι τα ΗΑΕ, και έχουν διακριθεί εξίσου. Είχαν την τύχη να παίξουν σε σημαντικούς συναυλιακούς χώρους όπως είναι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η εκκλησία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, το Τheatre de la Ville στο Παρίσι. Από τις αρχές Απριλίου ξεκίνησαν ένα μεγάλο κύκλο συναυλιών στη Γερμανία αλλά και στην Ολλανδία και το Βέλγιο.
Όπου και να έπαιξαν οι αίθουσες ήταν γεμάτες. Όσο για τη μουσική που επέλεξαν να παρουσιάσουν ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης, ο οποίος είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ομάδας δήλωσε στην Deutsche Welle:
«Μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου μας προέρχεται από την τελευταία μας δισκογραφική δουλειά που κυκλοφόρησε από τη γαλλική ραδιοφωνία, από το France Occora και έχει ως θέμα της τα τραγούδια και τους σκοπούς της Μικράς Ασίας. Ακούγονται και δικές μας συνθέσεις που πατάνε στα ίχνη της παράδοσης, όπως ένα παλιό μεταβυζαντινό τραγούδι που προέρχεται από ένα παλιό χειρόγραφο της μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους».
Οι Γερμανοί καταχειροκρότησαν
Έμπνευση από τις μουσικές της Μεσογείου
Το μουσικό σχήμα «Εν Χορδαίς» συστήθηκε το 1993 και έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 400 εμφανίσεις. Σε αυτή την περιοδεία στη Γερμανία να αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες πόλεις που εμφανίστηκε όπως για παράδειγμα το Άαχεν, την Κολωνία, το Χαμ, το Ντίσελντορφ αλλά και στις Βρυξέλλες και το Άμστερνταμ. Όπου και να εμφανίστηκαν τους υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, ακόμα και σε αυτό το τεταμένο -για λόγους άσχετους βεβαίως με την τέχνη- ελληνογερμανικό κλίμα:
«Η ανταπόκριση του κόσμου είναι ιδιαίτερα θερμή, αν λάβει κανείς υπόψιν του το γεγονός ότι το 70% και σε κάποιες περιπτώσεις το 100% είναι μη Έλληνες. Αυτό για εμάς ήταν μια πάρα πολύ ευχάριστη έκπληξη και έρχεται σε αντιδιαστολή με τα μηνύματα που φθάνουν για την Ελλάδα για το αρνητικό κλίμα που έχουμε ως Έλληνες. Εμείς είχαμε μια παρά πολύ, πάρα πολύ θερμή υποδοχή από το κοινό. Τόσο από πλευράς προσέλευσης του κόσμου όσο και τα encore και τα cd μας που αγοράζουν. Είχαμε μια πολύ θερμή υποδοχή».
Το συγκρότημα «Εν Χορδαίς» ολοκληρώνει τις συναυλίες του στις 30 Απριλίου με τελευταίο σταθμό στο Μπέβερεν του Βελγίου.

Μαρία Ρηγούτσου
Υπεύθυνος σύνταξης: Στέφανος Γεωργακόπουλος

Thursday, April 26, 2012

Το κόκκινο Κορδόνι - Η Β.Νευροκοπλή στο βιβλιοπωλείο Πολύκεντρο στην Κω







Το βιβλιοπωλείο << ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΟ Ν.ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ >>KAI O ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ έχουν τη χαρά να σας προσκαλέσουν σε εκδήλωση γνωριμίας με τη συγγραφέα
Βασιλική Νευροκοπλή
Και το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΟΡΔΟΝΙ
Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 29 Απριλίου 2012,στις 12.00το μεσημέρι, στην αίθουσα εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου <<ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΟ Ν.ΝΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ>>
(Κορυτσάς και Αργυροκάστρου)
Τα παιδιά θα παίξουν , θα ζωγραφίσουν ,θα ακούσουν μουσική από το παραμύθι της μουσικής και θα γνωρίσουν την αγαπημένη τους συγγραφέα Βασ.Νευροκοπλή.
Λίγα λόγια για το βιβλίο ''ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΟΡΔΟΝΙ''
Όταν λοιπόν ένα τέτοιο σχεδόν άχρηστο αντικείμενο –γιατί ένα κορδόνι από μόνο του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί καν σε δυο παπούτσια –σου το κάνει δώρο η γιαγιά σου και σου ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί να το φυλάξεις σαν τα μάτια σου ,γιατί μια μέρα θα σώσει τη χώρα σου από μεγάλο κακό ,ε τότε όλα αλλάζουν. Γίνονται πολύτιμα ακριβώς τέτοια έγιναν για την Ηρώ, όταν της χάρισε η γιαγιά της ένα μακρύ μεταξωτό κόκκινο κορδόνι,
Λίγα λόγια για τη Βασιλική Νευροκοπλή
Κορδόνια ζωές. Της δικής μου ξεκίνησε από τις Σέρρες το 1968 και έφτασε στη Θεσσαλονίκη και στις γειτονιές των κάστρων της. Πολλά τα κορδόνια που πλέχτηκαν γύρω του ,όπως των γονιών μου και των τεσσάρων αδερφών μου ,του συντρόφου μου και των δύο θυγατέρων μας, των φίλων ,των δασκάλων, και όσων άλλων αγάπησα και με καθόρισαν .Κορδόνια σπουδές στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ στο τμήμα της Θεάτρου της ΑΣΚΤ και στη Σχολή Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής ''Εν Χορδαις''


Friday, April 20, 2012

"Ο ερωτευμένος γίγαντας" - Παραμύθι - Β. Νευροκοπλή






Όταν άρχισαν να λιώνουν οι πάγοι, οι ζούγκλες  να εξαφανίζονται κι οι άνθρωποι να κατακυριεύουν τη γη, οι γίγαντες που ως τότε ζούσαν μια ωραία και ήσυχη ζωή, ένιωσαν πως αυτός ο κόσμος δεν τους χωράει πια. Μαζεύτηκαν τότε, κι έκαναν συμβούλιο για να αποφασίσουν τι θα κάνουν.

 Από τη μια, δίχως να το θέλουν, έβλαπταν τους ανθρώπους. Απ’ την άλλη, η τροφή είχε λιγοστέψει και το νερό των ποταμών δεν έφτανε να τους ξεδιψάσει. Μετά από μεγάλη συζήτηση, πολλές αντιρρήσεις κι άλλους τόσους δισταγμούς, αποφάσισαν να φύγουν απ’ τη γη και να αναζητήσουν άλλον πλανήτη. Ήταν τόσο θεόρατοι που έφταναν να δουν πάνω απ’ τον ουρανό. Ήταν τόσο σοφοί που γνώριζαν καλά πως υπάρχουν κι άλλοι γαλαξίες. Κι ήταν τόσο καλοί που, αντί να διώξουν τους ανθρώπους, -πράγμα που θα ήταν και το ευκολότερο-, προτίμησαν να αποχωρίσουν οι ίδιοι χωρίς να δημιουργήσουν πρόβλημα σε κανέναν.

Πάτησε, τότε, ο ένας πάνω στους ώμους του άλλου, και φτιάχνοντας μια γιγάντια σκάλα κατάφεραν να βγουν απ’ τον ουρανό, να βγουν κι απ’ τον γαλαξία, να βγουν ακόμα κι απ’ αυτό που ο νους μας μπορεί να συλλάβει, και να φτάσουν εκεί που μάτι ανθρώπου δεν έφτασε κι η φαντασία του δε φαντάστηκε ποτέ.

Ένας γίγαντας, όμως, δεν ήθελε να φύγει. Αγαπούσε πολύ τη γη και τα πλάσματά της. Τα ζώα, τα φυτά και πιο πολύ τους ανθρώπους. Αγαπούσε τον ήλιο, το φεγγάρι και όλες τις εποχές. Ήτανε τόσο λιτοδίαιτος που χόρταινε απ’ τις σκόνες του αέρα και ξεδιψούσε από τις στάλες της βροχής. Η ευτυχία του όλη ήταν να κάθεται ήσυχα κάπου και να κοιτά τη ζωή να κυλά.

Με θλίψη τον αποχαιρέτησαν οι συγγενείς και οι φίλοι του. Τον αγαπούσαν όλοι τόσο πολύ που φεύγοντας του ζήτησαν να τους υποσχεθεί πως αν ποτέ τους χρειαστεί θα τους φωνάξει αμέσως. Ήταν μεγάλη  η φωνή των γιγάντων. Τρυπούσε τα σύμπαντα.

Όταν ο γίγαντας έμεινε μόνος, κοίταξε απ’ άκρη σ’ άκρη τη γη. Διάλεξε το ψηλότερο βουνό της, απ’ όπου θα μπορούσε να έχει την καλύτερη θέα, κι αφού έφτασε σ’ αυτό με δέκα δρασκελιές κάθισε πάνω στην κορφή του οκλαδόν. Αν κοιτούσε τώρα κάποιος το βουνό για πρώτη φορά, δεν θα καταλάβαινε πως πάνω του κάθεται ένας γίγαντας, κι αν το κοιτούσε κάποιος που το γνώριζε καλά, απλά θα αναρωτιόταν πώς ψήλωσε τόσο η κορφή του.

«Μα τι ωραίος που είναι αυτός ο κόσμος…», σκέφτηκε ο γίγαντας που αγαπούσε τη γη και τα πλάσματά της. «Από δω οι άνθρωποι μοιάζουν με πουλιά που περπατούν και τα πουλιά με ανθρώπους που πετάνε. Οι πολιτείες με τα αναμμένα φωτάκια τους μέσα στη νύχτα μοιάζουν μ’  αστέρια φυτεμένα στο χώμα και τ’ αστέρια σαν πολιτείες που κρέμονται απ’ τον ουρανό. Τα τραγούδια των ανθρώπων φτάνουν στ’ αφτιά μου ίδια με τα τραγούδια των χειμάρρων, τα γέλια τους ίδια με τον παφλασμό της θάλασσας στους βράχους, και τα δάκρυά τους εξατμίζονται αθόρυβα σαν τη βροχή…»

Έλυσε τα μαλλιά του και τα έριξε ολόγυρα στο σώμα του. Ήταν πυκνά και μπορούσαν να τον προστατεύουν απ’ το λιοπύρι μα κι απ’ το κρύο, και μακριά ίσαμε τα πόδια του. Σταύρωσε, τέλος, ευχαριστημένος τα χέρια, κι άφησε τον χρόνο να περνά ανενόχλητος από πάνω του.

Σ’ αυτή τη θέση τον έβρισκε η μέρα, στην ίδια τον συναντούσε η νύχτα. Καθισμένος ξυπνούσε, καθισμένος κοιμόταν. Έτσι χαιρόταν την ομορφιά του κόσμου κι έτσι την ονειρεύονταν. Τίποτα δεν ήταν ικανό να ταράξει τη γαλήνη της ευτυχίας του.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια άσπριζαν τα μαλλιά του κι οι άνθρωποι σαν κοιτούσαν το βουνό απορούσαν που η κορφή του μένει χιονισμένη το καλοκαίρι. Με τον καιρό, μικρά και μεγάλα ζώα άρχισαν να ανηφορίζουν στην κορφή και να βρίσκουν καταφύγιο μέσα στις πτυχές του σώματός του γίγαντα που ήταν πάντα ζεστό. Οι σπόροι που στο πέρασμα του ανέμου κάθονταν πάνω του, ρίζωναν μέσα στο πυκνό του τρίχωμα. Έτσι, το σώμα του γίγαντα που αγαπούσε τη γη και τα πλάσματά της, κάθε φθινόπωρο και χειμώνα γέμιζε ζώα που του κρατούσαν συντροφιά, και κάθε άνοιξη και καλοκαίρι πανέμορφα λουλούδια με αρώματα μεθυστικά και αναρίθμητα πουλιά που έχτιζαν φωλιές στα μαλλιά του. Η καρδιά του πλημμύριζε ευτυχία.

Κάποτε ένα αηδόνι φώλιασε στο λακκάκι της ρίζας του λαιμού του. Από κει άρχισε να τραγουδά ένα τραγούδι που υμνούσε τις χάρες μιας κόρης ξεχωριστής. Όσα τραγούδια κι αν είχε ακούσει ο γίγαντας από τόσα πουλιά που χρόνια ολάκερα του τραγουδούσαν, τόσο γλυκό τραγούδι πρώτη φορά άκουγε. Ένιωσε ξαφνικά τους παλμούς της μεγάλης καρδιάς του ν’ αυξάνονται κι αισθάνθηκε τα μάτια του να βουρκώνουν. Ούτε που θυμόταν από πότε είχε να συναντήσει άνθρωπο, ν’ ακούσει ανθρώπινη φωνή, να δει ανθρώπου όψη. Μα το τραγούδι του αηδονιού δεν του ξύπνησε μόνο την πεθυμιά για τους ανθρώπους, αλλά κάτι που ο γίγαντας μέχρι τότε δεν είχε ξανανιώσει: την αγάπη για μια γυναίκα. Πόσο θα ήθελε να ζητήσει απ’ το αηδόνι να του φέρει την κόρη, έστω μονάχα για να τη δει, μα δίσταζε. Το αηδόνι, όμως, καθισμένο στη ρίζα του λαιμού τού γίγαντα ένιωσε το χτυποκάρδι της καρδιάς του και δίχως να πει τίποτα φτεροκόπησε βιαστικό.

Ο γίγαντας λυπήθηκε. Για μια στιγμή πίστεψε πως μαζί με την κοπέλα έχασε και τ’ αηδόνι. Μετάνιωσε που ήταν τόσο ντροπαλός. Σκέφτηκε να σηκωθεί, να κατέβει το βουνό και ν’ ακολουθήσει το πουλί. Μα όχι… αυτό δεν έπρεπε να γίνει… έτσι θα κατέστρεφε μεμιάς όλη τη ζωή στην οποία τόσα χρόνια είχε αφοσιωθεί και μαζί της θα χαλούσε και τις ζωές πολλών άλλων. Αν σηκωνόταν τώρα από τη θέση του, θα γκρεμίζονταν τόσες και τόσες φωλιές πουλιών και ζώων και μαζί τους θα παρασέρνονταν στον όλεθρο πλάσματα που δεν έφταιξαν σε τίποτα και μέχρι τότε ζούσαν ευτυχισμένα κοντά του.

Ο γίγαντας που αγαπούσε τη γη κι όλα της τα πλάσματα, έκλεισε τα μάτια να πνίξει τα δάκρυα του, κι αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, είπε με το νου του: «Αν είναι για καλό, ας μου φέρει το αηδόνι την κοπέλα, αλλιώς, καλύτερα να την ξεχάσω…», κι έπεσε σε ύπνο βαθύ.

Το αηδόνι μόλις έφτασε στ’ ανοιχτό παραθύρι της κόρης άρχισε να της τραγουδά, όπως τόσες φορές. Αυτή τη φορά όμως, το τραγούδι του ήταν αλλιώτικο, γιατί υμνούσε τις χάρες ενός άντρα που όμοιός του δεν βρέθηκε στη γη. Θεόρατο σαν βουνό ήταν το σώμα του και στα μαλλιά του είχαν πλέξει τα φτερωτά τις φωλιές τους. Στα δυνατά του μπράτσα άνθιζαν τα πιο σπάνια λουλούδια της γης και τα ζώα κούρνιαζαν στις χούφτες του. Ο ουρανός στόλιζε γαλάζιο στεφάνι το τρανό του κεφάλι που τη μέρα συνομιλούσε με τον ήλιο και το βράδυ με τη σελήνη και τ’ άστρα της. Άνθρωπος δεν τον απάντησε ποτέ, μα τα ζωντανά της γης τον είχαν βοηθό και προστάτη.

Αυτά έλεγε το αηδόνι για τον γίγαντα κι η κόρη ρίγησε από λαχτάρα να τον απαντήσει. Ήτανε όμορφη και για τις αρετές της ξακουστή σ’ όλη την πλάση. Την είχαν ποθήσει λεβέντες και πρίγκιπες. Την είχαν λατρέψει άσημοι και δοξασμένοι. Η καρδιά της για κανέναν δε σκίρτησε.

«Αηδόνι μου γλυκό», είπε, «πήγαινέ με σ’ αυτόν τον άντρα».
«Μα πρέπει να σου πω, κυρά μου, πως μ’ όλα του τα χαρίσματα έχει τα μαλλιά ασπρισμένα απ’ τα χρόνια», απάντησε το αηδόνι.
«Δεν με νοιάζουν τ’ άσπρα του μαλλιά, πήγαινέ με σ’ εκείνον», είπε η κόρη.
«Στέκεται ακίνητος, κυρά μου,  δεν περπατεί, βήμα δεν κάνει», ξανάπε το αηδόνι θέλοντας να δοκιμάσει την επιθυμία της.
«Δεν με νοιάζει που δεν περπατεί, πήγαινέ με σ’ αυτόν», ξανάπε η κόρη.
«Μα δεν είναι άνθρωπος, κυρά μου, γίγαντας είναι φοβερός».
«Αφού στο σώμα του κατοικεί όλη η πλάση, ας είναι και γίγαντας, ας είναι και φοβερός, πήγαινέ με, σε ικετεύω».

Έτσι, ξεκίνησαν. Μπροστά πετούσε το αηδόνι, πίσω ακολουθούσε η όμορφη. Μα ήρθε στο δρόμο κρύο βαρύ, κόντεψε να παγώσει η λεπτεπίλεπτη. Πέταξε γρήγορα το αηδόνι στον γίγαντα, τον ξύπνησε, και του ζήτησε βοήθεια.
«Πάρε μια τρίχα από τα μαλλιά μου και πλέξε της κουβέρτα για να ζεσταθεί», είπε ο γίγαντας και το αηδόνι έκανε κατά πώς του παρήγγειλε. Ζεστάθηκε η τρυφερή και συνέχισε.
Μα σε λίγο ήρθε χαλάζι κι η χαριτωμένη κινδύνεψε να χτυπηθεί θανάσιμα. Πάλι πέταξε βιαστικό το αηδόνι στον γίγαντα με κίνδυνο της ζωής του, κι εκείνος του ’πε να κόψει το μεγαλύτερο νύχι του για να την προστατέψει. Ίσα που την πρόλαβε το αηδόνι ζωντανή και έβαλε το γιγάντιο νύχι σκέπαστρο πάνω της.
Όμως ίσα που κόντευαν να φτάσουν ήρθε πείνα και δίψα. Λύγισαν τα πόδια της αραχνοϋφαντης κι έπεσε στη γη. Φτεροκόπησε το αηδόνι στον γίγαντα κι εκείνος το παρακάλεσε να του ανοίξει το στέρνο και να πάρει την καρδιά του.
«Να φάει και να πιει όσο θέλει για να φτάσει», του είπε, μα το αηδόνι δίστασε.
«Αν σου πάρω την καρδιά, γίγαντά μου, θα πεθάνεις».
«Έχω ήδη πεθάνει από αγάπη γι’ αυτήν», είπε ο γίγαντας που αγαπούσε τη γη κι όλα της τα πλάσματα «Πίσω δεν κάνω. Όλα όσα έχω είναι δικά της. Αν ζήσει τρώγοντας την καρδιά μου, δεν πεθαίνω, μα ζω μέσα της παντοτινά. Στο σώμα μου θα συνεχίσουν να ζουν τα πλάσματα της γης, ν’ ανθίζουν τα φυτά της. Ας φτάσει ως εδώ κι αν μ’ αγάπησε όσο κι εγώ, ας μείνει κοντά μου». Έβγαλε βουρκωμένο το αηδόνι την καρδιά του γίγαντα και τρέμοντας την έδωσε στην κυρά του δίχως να της ομολογήσει τι φαγητό την κερνά. Έφαγε εκείνη και χόρτασε, ήπιε και ξεδίψασε, φτάσαν στο βουνό. Άρχισαν να ανηφορίζουν προς την κορφή του.

Στο δρόμο χίλιες ευωδιές τύλιξαν την ενάρετη κι άλλα χίλια κελαηδίσματα πουλιών την καλωσόρισαν. Ζαρκάδια κι ελάφια έτρεξαν κοντά της αναπηδώντας μέσα από τις χούφτες του γίγαντα. Εκείνη σα μαγεμένη σκαρφάλωνε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, ώσπου μετά από πολλούς κόπους έφτασε σε μια σπηλιά κι εκεί σταμάτησε να ξαποστάσει. Ένα γλυκό κόκκινο φως έλουζε τη σπηλιά και μια ζεστή ευωδιά  γέμισε την καρδιά της ανείπωτη ευτυχία. Δεν κατάλαβε για πότε την πήρε ο ύπνος, μα δεν πρόλαβε να κοιμηθεί για πολύ. Ξύπνησε από έναν επαναλαμβανόμενο ρυθμικό ήχο που τράνταζε τα τοιχώματα της σπηλιάς. Ανασηκώθηκε και βγήκε στην είσοδο να δει τι συμβαίνει. Εκεί άκουσε μια φωνή να της λέει:

«Αγαπημένη μου, τόσο σε αγάπησα που σου ’δωσα την καρδιά μου. Τόσο με αγάπησες που έγινες η καρδιά μου  που σε έθρεψε κι έτσι μου έδωσες πίσω τη ζωή που σου χάρισα. Αν μείνεις κοντά μου θα ζήσουμε μαζί ευτυχισμένοι για αμέτρητα χρόνια, μα αν θελήσεις να φύγεις, να ξέρεις πως μαζί σου παίρνεις και τη ζωή που μου χάρισες».

 «Αγαπημένε μου», είπε η κόρη κι η ομορφιά της άστραψε σαν ήλιος μέσα στον κήπο των λουλουδιών και των πουλιών που την περιτριγύριζαν, «εδώ θα μείνω, δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Έγινες η καρδιά μου κι έγινα η δική σου καρδιά. Αν φύγω πεθαίνουμε κι οι δυο. Κι άραγε, πού να πάω; Σαν βρει η ψυχή τον τόπο της, άλλος τόπος γι’ αυτήν δεν υπάρχει».

Τότε η σπηλιά έγινε ολόχρυση και το αηδόνι καθισμένο στο λακκάκι του λαιμού της κυράς του, άρχισε ένα τραγούδι που υμνούσε τον τόπο της ψυχής του ανθρώπου…

Ο γίγαντας, τότε, μεθυσμένος από ευτυχία, έβγαλε μια μεγάλη φωνή που τρύπησε τα σύμπαντα. Στη στιγμή σχηματίστηκε στον ουρανό μια γιγάντια σκάλα φτιαγμένη απ'   τ’ αδέρφια του, τους γονείς κι όλους τους φίλους του, που ήρθαν να ευχηθούν στις χαρές του. Τραγούδησαν με όλη τους την καρδιά κι οι ανίδεοι άνθρωποι φοβήθηκαν πως έρχεται κατακλυσμός, γιατί στ’ αφτιά τους τα τραγούδια των γιγάντων ήχησαν σαν αστραπές φοβερές και βροντές απόκοσμες.

Μόνο η αγαπημένη του γίγαντα δε σκιάχτηκε, παρά μόνο γελούσε τρισευτυχισμένη, κι όταν ήρθε η σειρά της να τραγουδήσει, είπε ένα τραγούδι που ακούστηκε σ’ όλες τις άλρες της γης και τ’ ουρανού. Ένα τραγούδι που έκανε τους ανθρώπους να γαληνέψουν και τους γίγαντες να μερώσουν.  Τους έκανε όλους να νιώσουν πως η ψυχή κάθε πλάσματος είναι μία, κι άμα σταθεί τυχερή και βρει το ταίρι της, όλος ο κόσμος ενώνεται μπροστά στο θαύμα κι όλα πανηγυρίζουν...






Thursday, April 19, 2012

Ρένος Χαραλαμπίδης - Μια ουσιαστική συνέντευξη




Magic Hour. Μια ταινία δρόμου. Με δυο ήρωες άσχετους μεταξύ τους, που γυρίζουν στην ελληνική επαρχιά και γίνονται φίλοι επειδή και οι δυο ζουν μια ζωή χωρίς υπόθεση. Και μάλλον, χωρίς Ιθάκη...

Ο Διομήδης και ο Αριστείδης, τον οποίο υποδύετται ο Τάσος Αντωνίου, βρίσκονται στο Magic Hour της ζωής τους. Έτσι ονομάζεται στην κινηματογραφική φωτογραφία η μαγική ώρα μεταξύ μέρας και νύχτας. Το μεταίχμιο.

Ο ένας είδε τα πλάνα του για σκηνοθετική καριέρα να γκρεμίζονται, ο άλλος απατήθηκε από τη γυναίκα του. Όμως παρά τις απώλειες, υπάρχει πολύ χαμόγελο, υποδόριος αυτοσαρκασμός του "Ελληναρά", αιδιόδοξο φινάλε. Συμφωνείς ότι ο Καπάκας προσέδωσε συμβολισμό στο Magic Hour;

Απολύτως! Σκέψου, γιατί αυτοί οι δύο συμπαθείς "Ελληαρες" γλίτωσαν στο τέλος. Επειδή πετάνε πίσω τους όλα τα αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν τις φαντασιώσεις τους. Αυτό ήταν, μέχρι τώρα, το πρόβλημα του Έλληνα, αλλά και μιας πολιτικής που του έδινε, όχι όνειρα, φαντασιώσεις. Τη φαντασίωση της γκλαμουριάς, αντί για το όνειρο μιας αυτόνομης ζωής. Πώς πήραμε όλοι τόσα τζιπ, τόσα τετραγωνικά και τόσα πολυτελή τριήμερα -πώς τα λέγαμε, ΠΣΚ; Το Magic Hour έχει και σουρεαλιστικές πινελιές. ΄Οπως στη σκηνή που ο ήρωάς μου γίνεται... φλου στην οθόνη! Αυτό, λοιπόν, που υπονοεί ο Κπάκας είναι οτι πρέπει να πάψουμε να είμαστε φλου και να γίνουμε επιτέλους διαυγείς στην καθημερινότητά μας.


Θα έλεγες ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο ίδιο μεταίχμιο, μεταξύ φωτός και σκοταδιού;

Ναι. Δεν ξέρω αν μπροστά μας βρίσκεται η ημέρα ή η νύχτα. Αλλά και η νύχτα είναι ευπρόσδεκτη, αν είναι γεμάτη δημιουργηκά όνειρα. Ακόμη και οι εφιάλτες είναι δεκτοί. Γιατί οι εφιάλτες σε ξυπνάνε - το λέω εκ πείρας.

Πέρα απ' τους συμβολισμούς πάντως, πρόκειται για την ιστορία μιας απρόσμενης ανδρικής φιλίας. Αλήθεια, συμφωνείς με την άποψη ότι η φιλία μεταξύ ανδρών είναι πιο στέρεα από τις γυναίκες;

Μπα, δεν έχω στερεότυπα. Θέμα ανθρώπου είναι. Ξέρεις, όμως, πότε φαίνεται πραγματικά αν αξίζει μια ανδρική φιλία; Όταν εμφανιστεί μια γυναίκα που αρέσει και στους δύο!

Ναι, αλλά ο έρωτας δεν είναι κυρίαρχος; Δεν είναι μετά την μητρότητα και την πατρότητα, το ιερότερο συναίσθημα;

Όχι. Η αγάπη είναι. Αυτή αποτελεί το μεγάλο έπαθλο για εκείνον που ξέρει να παλεύει και να μπαίνει στην πρώτη γραμμή του πυρός. Ο έρωτας προδίδει το χιούμορ του Θεού. Είναι η φάρσα του στους ανθρώπους. Όπως και η πολιτικη, πολλές φορές -αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Όχι και τόσο "άλλη". Πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι πολιτεύεσαι στη Β΄ Αθηνών με τον Αντώνη Σαμαρά...

Ναι, και θέλω να πολιτευτώ με τακτ. Να μη φωνάξω στο αφτί του πολίτη, να μην τον σπρώξω για να αρπάξω την ψήφο του. Στο κάτω κάτω, με βλέπουν τόσα χρόνια. Συχνά έχω την αίσθηση ότι με ξέρουν καλύτερα απ'  όσο ξέρω εγώ τον εαυτό μου. Με μαθαίνω μέσω από τους ανθρώπους που μου μιλούν στο δρόμο.

Πες μου κάτι που έμαθες από εκείνους.

Έμαθα ότι, τελικά, πιο πολλά είναι αυτ΄απου μας ενώνουν παρά αυτά που μας χωρίζουν. Είμαστε πολύ συμπαγείς ως έθνος. Η ψηχή του Έλληνα είναι ίδια σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Και δεν θα χρεωκοπήσει ποτέ. Εδώ δε χρεωκόπησε σε εμφυλίους, κατοχές και μεταναστεύσεις.


Γιατί το έκανες;

Κοίτα, ο πατέρας μου κάποτε έφυγε για τη Γερμανία όρθιος σ' ένα τρένο, βαστώντας μια χαρτοσακούλα με δυο σώβρακα. Τώρα, αυτός ο ίδιος άνθρωπος με κοιτά στα μάτια τρομαγμένος. Ε, δεν το ανέχομαι αυτό. Δεν ανέχομαι το φόβο στα μάτια του. Νιώθω ηθικά υποχρεωμένος να μπω "στα αίματα". Μιλάω με συναδέρφους μου, όλοι παραπονιούνται, αλλά κανένας δε μαπίνει στην πρώτη γραμμή του πυρός. Τι να κάνω; Να βγάζω ανακοινώσεις στο Facebook; Λοιπόν, είπα, θα το κάνω τώρα και μάλιστα στην ακμή της δημιουργικότητάς μου. Όχι λίγο πριν από τη σύνταξη. Και είμαι έτοιμος να υποστώ τις συνέπειες. Στο κάτω κάτω η αδράνεια φθείρει, όχι η δράση.

Έχει σχέση η πολιτική με την τέχνη;

Η πολιτική είναι τέχνη. Η λέξη "τέχνη" βγαίνει από το "τίκτω", το "γεννώ", από τον πόνο. Και η πολιτική που δεν έχει κόστος γι' αυτόν που την ασκεί, δεν μπορεί να είναι δημιουργική.

Ο κόσμος αναρωτιέται πόση καρδιά μπορεί να έχει ένας πολιτικός;

Όση καρδιά μπορεί να έχει ένας χειρουργός σε μια πολύ σημαντική επέμβαση.

Δε φοβάσαι μήπως σε αλλάξει αυτή η εμπριεία;

Α, έχω αναθέσει αποστολή στους παδικούς μου φίλους αν νιώσουν ότι απένατί τους δεν είναι πια ο Ρένος να με ξυπνήσουν με μπουγέλωμα για να συνέλθω.

Ως πολίτης, τι πιστεύεις ότι χρειάζεται η Ελλάδα για να βγει στο φως;

Ο Έλληνας πρέπει να θέσει τρία ερωτήματα στον εαυτό του: ποιος είμαι, από πού έρχομαι και πού θέλω να πάω. Το βασικό είναι να πάρουμε στα χέρια μας τον έλεγχο του εαυτού μας και της ψυχικής μας διάθεσης. Να επιδιώξουμε ένα πρώτο χαμόγελο. Η Ελλάδα, όπως το είπε τόσω ωραία ο Σαββόπουλος, είναι σαν  μια σωριασμένη πολιτεία με πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερρημμένους. Σαν ψηφίδες ενός ψηφιδωτού που πρέπει να καθαριστούν μία μία και να συνθέσουν ένα διαφορετικό, απροσδόκητο ψηφιδωτό, που θα μας ωθήσει να ανακαλύψουμε ξανά και τον εαυατό μας και την πατρίδα μας. Να υιοθετήσουμε έναν προοδευτικό , νεανικό πατριωτισμό. Ή θα γίνουμε όλοι μας ποιητές ή θα μας φάει το σκοτάδι!


Η συνέντευξη του Ρένου Χαραλαμπίδη δόθηκε στην δημοσιογράφο Μαρίνα Τσικλητήρα, το Μ.Σάββατο 14 Απριλίου 2012, στην εφημερίδα Real News

Για την αντιγραφή: Β. Νευροκοπλή


Saturday, April 14, 2012

Καλή Ανάσταση!!!



Έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.

Μ. Σάββατο




Τὸ Μεγάλο Σάββατο εἶναι ἡ τελευταία μέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Τὰ μεσάνυχτα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου πρὸς Κυριακή του Πάσχα ἑορτάζεται κατὰ τὸ ὀρθόδοξο τυπικὸ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τὸ μόνο Σάββατο τοῦ χρόνου κατὰ τὸ ὁποῖο νηστεύεται καὶ τὸ λάδι. Τὸ πρωὶ ἑορτάζεται στὴν ἐκκλησία ἡ πρώτη Ἀνάσταση, κατὰ τὴν ὁποία ψάλλεται τὸ
”Ανάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πάσι τοῖς ἔθνεσι”


Ἡ κάθοδος τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἅδη.
Τὸ πρωὶ τελεῖται ὁ ἑσπερινός του Πάσχα. Ἡ ἀκολουθία ἔχει ἀναστάσιμο καὶ πανηγυρικὸ χαρακτήρα. Εἶναι ἡ λεγομένη Πρώτη Ἀνάσταση.
Εὐαγγέλιο (Κατὰ Ματθαῖον): «Σεισμὸς ἐγένετο μέγας», καθὼς οἱ Μυροφόρες, πλησιάζουν τὸν Τάφο τοῦ Ἰησοῦ. Ἄγγελος Κυρίου ἀποσφραγίζει τὸν τάφο. Ὅταν οἱ δύο γυναῖκες καταφθάνουν τὸν βλέπουν κενὸ καὶ τὸν Ἄγγελο νὰ τοὺς ἀναγγέλλει ὅτι ὁ «Κύριος Ἀνέστη».
Τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς θὰ πρέπει νὰ τὸ διαμηνύσουν στοὺς μαθητές του. Ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται στὶς δύο γυναῖκες. Σύναξη τῶν 11 μαθητῶν καὶ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιόν τους. Τοὺς προτρέπει:
«Πορευθέντες μαθητεύσαντες πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Ἡ ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς του Πάσχα, ὁ ὄρθρος καὶ ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ψάλλονται τὰ μεσάνυχτα τοῦ Σαββάτου πρὸς Κυριακή.
΄΄ Τὸ Μέγα Σάββατο μετέχει ταυτοχρόνως στὸ πένθος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ στὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα. Εἶναι ἐν μέρει στραμμένο πρὸς τὸν τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ἐν μέρει πρὸς τὸν Ἀναστάντα. Ὁ Ὄρθρος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ τελέσαμε τὸ βράδυ τῆς Παρασκευῆς, περιγράφει τὴν προσμονὴ καὶ τὴ θλίψη τῶν «φίλων του Ἰησοῦ» -τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἁγίων γυναικὼν- τῶν ὁποίων ἡ προσοχὴ εἶναι τώρα συγκεντρωμένη στὸν τάφο, ὅπου ὁ ἀπὸ Ἀρειμαθαίας Ἰωσὴφ ἔχει ἐναποθέσει τὸ Σῶμα τοῦ Σωτῆρος.
Ἤδη ὁ Ἑσπερινὸς καὶ ἡ Λειτουργία ποὺ τελοῦμε τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου «προλαμβάνουν» τὴν Κυριακὴ καὶ μᾶς φέρνουν τὸ πρῶτο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως.
«Σήμερον ὁ Ἅδης στενῶν βοᾶ· συνέφερε μοὶ εἰ τὸν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα μή. ὑπεδεξάμην· ἐλθῶν γὰρ ἐπ’ ἐμέ, τὸ κράτος μου ἔλυσε· πύλας χαλκὰς συνέτριψε, ψυχᾶς ἂς κατεῖχον τὸ πρίν, ὡς Θεὸς ἀνάστησε…»
Μετὰ τὸ «Φῶς ἱλαρὸν» διαβάζονται τρία ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη: Πρῶτα-πρῶτα ἡ διήγηση περὶ τῆς Δημιουργίας (Γέν.1:1-13), ἐπειδὴ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι κατὰ μία ἔννοια μία νέα Κτίση.
Κατόπιν χωρία ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἐξόδου (12:1-11) γιὰ τὴν καθιέρωση τοῦ Μωσαϊκοῦ Πάσχα, γιὰ τὸν ἀμνό, γιὰ τὸ ράντισμα τῶν θυρῶν μὲ τὸ αἷμα του, καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ προτύπωναν τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα.
Τέλος, ὁ προφήτης Δανιὴλ μᾶς διηγεῖται τὴν ἱστορία τῶν τριῶν παίδων ποὺ ρίφθησαν στὸ καμίνι μετὰ τὴν ἄρνησή τους νὰ προσκυνήσουν τὴν εἰκόνα τοῦ Βασιλιᾶ (Δᾶν. 3: 1-88). Ἡ θαυματουργή τους διάσωση ἀπὸ τὸν θάνατο συμβολίζει τὴ νίκη τοῦ Ἀναστημένου. Ἡ ὠδὴ τῶν τριῶν παίδων παρακινεῖ ὁλόκληρη τὴν Κτίση νὰ δοξολογήσει τὸν Κύριο:
«Εὐλογεῖτε ἥλιος καὶ σελήνη, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὸν Κύριον.»
«Εὐλογεῖτε φῶς καὶ σκότος, νύκτες καὶ ἥμεραι, τὸν Κύριον.»
Ὡστόσο ἡ τελικὴ εὐλογία κατὰ τὴν ἀπόλυση δὲν ἀναφέρει ἀκόμη τὴν Ἀνάσταση. Τὸ Μέγα Σάββατο ἔχει ἤδη ἀναγγείλει τὸ Πάσχα, ἀλλὰ χαμηλόφωνα ἀκόμη. Τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, τοῦτο τὸ πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, φυλάσσεται ἀκόμη σὰν μυστικό. Οἱ ὧρες ὅμως κυλοῦν καὶ δὲν ἀργεῖ ἡ ὥρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς φωνῆς της -θὰ διακηρύξει τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.΄΄
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: “Πασχαλινὴ Κατανυξη”, Lev Gillet,
ἔκδ. Ἀκρίτας, 2009.

Friday, April 13, 2012

Μ. Παρασκευή 2012




Αν οι Μεγάλες Παρασσκευές της ζωής μου ήτανε κεχριμπαρένιες χάντρες, θα αρμολογούσαν σήμερα ένα κολιέ, ένα κομπολόι, ή μήπως κομποσκοίνι καλύτερα, που θα αριθμούσε τις σαράντα τρεις. Χάντρες σαν χοντρές σταγόνες δακρύων απαράλλακτα ίδιων και συνάμα ολότελα διάφορων. Κόσμημα που στολίζει τον κάθε χρόνο μου κατά μια χάντρα παραπάνω και λιθαράκι πελεκητό από ναούς, ύμνους, λουλούδια και θυμιαμάτα, τοποθετημένο στην ασημένια προθήκη του τάφου του Χριστού.

Άγιοι Δώδεκα Απόστολοι Βαρδαριου, Ζωοδόχος Πηγή Επταλόφου, Άγιος Δημήτριος Συκεών, Άγιοι Πάντες Σιδηροδρομικού Σταθμού, Άγιος Νικόλαος Ορφανός Άνω Πόλης. Σαράντα τρεις Μεγάλες Παρασκευές σ' αυτούς τους πέντε ναούς της μητέρας μου Θεσσαλονίκης. Παιδί να πηγαινοέρχομαι από τις μυροφόρες στους ιερείς και τα ράσα του μπαμπά, ενήλικη από τις χορωδούς στους ψάλτες. Να μοιράζω λουλούδια στους προσκυνητές τότε και να προσφέρω λουλούδια από τις γλάστρες μου τώρα. Να διαβάζω την ακολουθία από το βιβλιαράκι μη χάσω καμιά λέξη και να κυλά η ακολουθία σαν γάργαρο νερό από στήθους. Να σκύβω το κεφάλι, τότε και τώρα, για να χαρώ σαν μωρό γι' άλλη μια φορά πώς θα με πιτσιλίσει το μύρο που καθώς ακούγεται το "Έρρανον τον τάφο" μοιράζει ο παπάς σ' όλον τον κόσμο και να το νιώθω να κατρακυλά στις ρίζες των μαλλιών, του μυαλού και να φτάνει στις αρτηρίες της καρδιάς μυρώνοντας το αίμα μου. Να ενώνομαι με το ποτάμι του απλού λαού και να ψάλλω με όλο μου το είναι τα εγκώμια. Να μη χορταίνω να ακολουθώ την κηδεία των κηδείων, να μετέχω στην πλέον προσφιλή πορεία, να νιώθω μια κουκίδα χρυσόσκονης πίσω απ' τα εξαπτέρυγα και το Σταυρό, μπροστά από τον Επιτάφιο που γεροδεμένοι Κυρηναίοι κουβαλούν. Να κοιτάζω πότε πότε ψηλά στα μπαλκόνια τους ευλαβείς ανήμπορους που κρατούν αναμμένο το κερί, να χαζεύω τα παιδιά που σπρώχνονται, γελούν ή μαλώνουν για το ποιο θα κρατήσει το μεγαλύτερο καλάθι με τα περισσότερα λουλούδια, πλάι σε άφωνους, παράφωνους ή καλλίφωνους πιστούς, σε ατίθασα εφηβάκια και καταπονημένους γέροντες, που όλοι, ό, τι κι αν είναι, όπως κι αν τα έφερε η ζωή, είναι εκεί, είναι εδώ, και θέλουν με τον τρόπο τους και τις δυνάμεις τους, να συμμετέχουν. 

Αν δεν συμμετάσχεις στην κηδεία του Θεού σου, πώς θα συμμετάσχεις ύστερα στην Ανάστασή Του;
Η καταπράσινη και ολάνθιστη αυλή του Αγίου Νικολάου είναι κατάμεστη από κόσμο, αναμμένα κεριά, ψυχές φλεγόμενες λιγότερο ή περισσότερο από αγάπη για τον Χριστό. Οι μαυροντυμένες γυναίκες που πολλούς έχουν ήδη κλάψει σε ανάλογες στιγμές, τρέμουνε σύγκορμες. Δε γίνεται να μην περνά από το νου σου ο δικός άνθρωπος που έφυγε. Είναι εκεί, μαζί με τον Θεό Σου. Μαζί με τη Ζωή που σε Τάφο κατατίθεται για να ελευθερώσει κάθε νεκρό από τα δεσμά του θανάτου, να ελευθερώσει κι εμάς τους ζωντανούς από τα πάθη μας και την απελπισία.

Ο Επιτάφιος στέκεται στην εξώθυρα της αυλής και τα πλήθη συρρέουν να περάσουν από κάτω. Λίγοι πιστοί, μαζί τους κι εγώ, μπαίνουμε στον ναό. Ο αγαπημένος μου θα ψάλλει γι' άλλη μια φορά ένα από τα πλέον αγαπημένα μου τροπάρια, ενώ τα μάρμαρα του ναού είναι γεμάτα πέταλα, οι άνθρωποι κάθονται να ξεκουραστούν και σιγομουρμουρίζουν τα δικά τους κι ο ιερέας περιμένει στο Ιερό ήσυχα μέχρι να μπει ξανά ο Επιτάφιος και να πάρει το Σώμα του Κυρίου για να το τοποθετήσει και πάλι στην Αγία Τράπεζα. 

Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Ήδη προχωρούμε για την Ανάσταση. Καρδιοχτύπι. "Τον ήλιο κρύψαντα", ακούω, και την προφητεία του Ιεζεκιήλ ακούω, που προφητεύει την Ανάσταση. 
Αύριο με το καλό, όπως μου συμβαίνει εδώ και σαράντα τρία χρόνια, το κεχριμπαρένιο κόσμημα, κομπολόι ή μήπως κομποσκοίνι καλύτερα, θα μεταμορφωθεί σε μαργαριταρένιο. 

Καλή Ανάσταση!



Αποσπάσματα από την α΄ εκατοντάδα λόγων προς Θαλάσσιον του αγίου Μαξίμου του Ομολοητού, σχετικά με το Πάθος του Κυρίου μας













62. Εκείνοι που ενταφιάζουν με τιμές τον Κύριο, θα Τον δουν και αναστημένο με δόξα, ενώ είναι αθέατος σ' όλους που δεν ενεργούν έτσι. Γιατί δε συλλαμβάνεται πλέον ο Κύριος απ' όσους Τον επιβουλεύονται, καθώς δεν έχει τα εξωτερικά περικαλύμματα με τα οποία φαινόταν ότι αφήνεται θεληματικά να συλληφθεί από τους διώκτες Τουκαι υπέμεινε το πάθος για τη σωτηρία όλων.

 

63. Εκείνος που ενταφιάζει με τιμές τον Κύριο(Ματθ. 28,60), είναι σε όλους τους φιλόθεους σεβάσμιος, γιατί Τον έσωσε όπως έπρεπε, από την διαπόμπευση και τον εξευτελισμό των εχθρών Του, και δεν άφησε να γίνει το κάρφωμά Του πάνω στο σταυρό αφορμή βλασφημίας στους άπιστους. Εκείνοι που σφραγίζουν τον τάφο και βάζουν στρατιώτες να τον φρουρούν(Ματθ. 27,66), είναι μισητοί για την πράξη τους. και όταν αναστηθεί ο Λόγος, αυτοί διαδίδουν ότι δήθεν Τον έκλεψαν(Ματθ. 28,13). Για τη συκοφαντία αυτή του αναστημένου Σωτήρα, εξαγοράζουν και τους στρατιώτες με χρήματα, όπως και για την προδοσία είχαν εξαγοράσει το νόθο μαθητή(Ματθ. 26,15). (νόθο μαθητή εννοώ τον επιδεικτικό τρόπο της αρετής). Γνωρίζει την έννοια των λεγομένων όποιος κατέχει θεία γνώση. αυτός δεν αγνοεί πώς και με πόσους τρόπους σταυρώνεται ο Κύριος και ενταφιάζεται και ανασταίνεται κάνοντας σαν νεκρούς τους εμπαθείς λογισμούς που τους εγκαθιστούν οι δαίμονες στην καρδιά, εκείνους που διαμοιράζονται στις ώρες του πειρασμού σαν ιμάτια(Ματθ. 27,35) τους τρόπους της ηθικής ομορφιάς. και πώς εξουδετερώνει, όπως τις σφραγίδες του τάφου , τα αποτυπώματα που άφησαν πάνω στη ψυχή τα προηγούμενα αμαρτήματα.64. Κάθε φιλάργυρος που με σχήμα ευλάβειας υποκρίνεται την αρετή, όταν βρει τρόπο να συλλέξει τα χρήματα που ποθεί, απαρνείται τη συμπεριφορά με την οποία νομιζόταν πρωτύτερα ότι είναι μαθητής του Λόγου.

 

66. Το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου περιέχει το νόημα όλων των αινιγματικών και συμβολικών λόγων της Γραφής, καθώς επίσης και τη γνώση των ορατών [και των νοητών] δημιουργημάτων. Όποιος έχει κατανοήσει το μυστήριο του σταυρού και της ταφής, κατανοεί και τους λόγους όσων προαναφέρθηκαν. Κι όποιος έχει μυηθεί στην ανέκφραστη δύναμη της Αναστάσεως, κατανόησε το σκοπό για τον οποίο αρχικά ο Θεός δημιούργησε τα πάντα. 

 

Όλες οι ορατές πραγματικότητες χρειάζονται το σταυρό, δηλαδή την κατάσταση στην οποία αποκόπτονται από πράγματα που επενεργούν στις πραγματικότητες αυτές μέσω της αισθήσεως. Τα νοητά πάλι όλα, έχουν ανάγκη από την ταφή. την ολική δηλαδή ακινησία αυτών που επενεργούν νοερά σ' αυτά. Γιατί όταν μαζί με τη σχέση θανατώνεται και κάθε φυσική ενέργεια και κίνηση  σχετικά με όλα τα πράγματα, τότε ο λόγος, μένοντας μόνος με τον εαυτό του, φανερώνεται σαν αναστημένος από τους νεκρούς, περικλείοντας μέσα του όλα όσα προέρχονται από αυτόν, χωρίς κανένα γενικώς πράγμα να έχει μαζί του την οικειότητα της φυσικής σχέσεως. Επειδή κατά χάρη γίνεται η σωτηρία των σωζομένων και όχι κατά φύση(Εφ. 2, 5).  

 

71. Ο Πιλάτος είναι ο τύπος του φυσικού νόμου, ενώ του γραπτού νόμου το πλήθος των Ιουδαίων. Εκείνος λοιπόν που δεν υψώθηκε με την πίστη πάνω από τους δύο νόμους, δεν μπορεί να δεχτεί την αλήθεια που είναι πάνω από τη φύση και το λόγο, αλλά σταυρώνει πάντως το λόγο, θεωρώντας το Ευαγγέλιο είτε σκάνδαλο, όπως ο Ιουδαίος, είτε μωρία, όπως ο εθνικός(Αϳ Κορ. 1, 23).

Όταν δεις τον Ηρώδη και τον Πιλάτο να συμφιλιώνονται για να θανατώσουν τον Ιησού(Λουκ. 23, 12), τότε να νοήσεις τη συνάντηση των δαιμόνων της πορνείας και της κενοδοξίας που συμφώνησαν μεταξύ τους για να θανατώσουν το λόγο της αρετής και της γνώσεως. Γιατί ο δαίμονας της κενοδοξίας υποκρίνεται πνευματική γνώση και παραπέμπει στο δαίμονα της πορνείας. ο δαίμονας πάλι της πορνείας υποκρίνεται καθαρότητα και στέλνει πίσω στο δαίμονα της κενοδοξίας, καθώς λέει: "Αφού Του φόρεσε φόρεμα λαμπρό, ο Ηρώδης έστειλε τον Ιησού ξανά στον Πιλάτο"(Λουκ. 23, 11).

 

75. Ο Ηρώδης έχει τη θέση του σαρκικού φρονήματος ενώ ο Πιλάτος της αισθήσεως, ο Καίσαρας των αισθητών, και οι Ιουδαίοι των ψυχικών λογισμών. Όταν λοιπόν η ψυχή από άγνοια στραφεί στα αισθητά, παραδίνει στην αίσθηση τον λόγο για να θανατωθεί, και κατακυρώνει εναντίον της με την ομολογία της τη βασιλεία των φθαρτών. Γιατί είπαν οι Ιουδαίοι: "Δεν έχομε βασιλιά, παρά τον Καίσαρα"(Ιω. 19, 15).

 

76. Ο Ηρώδης έχει τη θέση της ενέργειας των παθών, ενώ ο Πιλάτος της έξεως που δημιουργείται από την απάτη των παθών. ο Καίσαρας του σκοτεινού κοσμοκράτορα, του διαβόλου, και οι Ιουδαίοι της ψυχής. Όταν λοιπόν η ψυχή υποταχθεί στα πάθη και παραδώσει την αρετή υποχείρια στην έξη της κακίας, αρνείται ολοφάνερα τη βασιλεία του Θεού και μεταβαίνει στην καταστρεπτική τυρρανία του διαβόλου.

 

77. Δεν αρκεί στην ψυχή, για την πνευματική ευφροσύνη της, η υποδούλωση των παθών, αν δεν αποκτήσει τις αρετές με την εκπλήρωση των εντολών. "Να μη χαίρεστε, λεει ο Κύριος, γιατί υποτάσσονται σ' εσάς τα δαιμόνια", δηλαδή τα ενεργήματα των παθών, "αλλά γιατί τα ονόματά σας γράφτηκαν στον ουρανό"(Λουκ. 10, 20), καθώς μεταγράφηκαν στον τόπο της απάθειας με τη χάρη της υιοθεσίας μέσω των αρετών.

 







Fairouz - فيروز - يا يسوع الحياة نعظمك Η ζωή εν Τάφω

Μ. Παρασκευή


 


Τὴν Παρασκευή, στέλνεται ὁ Ἰησοῦς δέσμιος ἀπὸ τὸν Καϊάφα στὸν τότε ἡγεμόνα τῆς Ἰουδαίας Πόντιο Πιλάτο.
Αὐτός, ἀφοῦ Τὸν ἀνέκρινε μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησε δύο φορὲς ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἀθῶος, ἔπειτα, γιὰ νὰ εὐχαριστηθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν καταδικάζει σὲ θάνατο• καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσε σὰν δραπέτη δοῦλο τὸν Δεσπότη τῶν ὅλων, Τὸν παρέδωσε γιὰ νὰ σταυρωθεῖ.
Ἀπὸ ’κει καὶ πέρα ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ παραδόθηκε στοὺς στρατιῶτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται μὲ ἀκάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σὰ σκῆπτρο, προσκυνεῖται χλευαστικά, φτύνεται καὶ χτυπιέται στὸ πρόσωπο καὶ στὸ κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τὰ ροῦχα του καὶ βαστάζοντας τὸ Σταυρό, πηγαίνει πρὸς τὸν Γολγοθά, τὸν τόπο τῆς καταδίκης καὶ ἐκεῖ, γύρω στὴν Τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας, σταυρώνεται μεταξὺ δύο ληστῶν, βλασφημεῖται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πάει στὸν Γολγοθὰ μαζί του, μυκτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, ποτίζεται ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μὲ ξύδι ἀνακατεμένο μὲ χολή.
Γύρω στὴν ἐνάτη ὥρα, ἀφοῦ βγάζει πρῶτα φωνὴ μεγάλη, καὶ λέει: «Τετέλεσται», ἐκπνέει «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία σφάζονταν, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, ὁ πασχαλινὸς ἀμνός, ὁ ὁποῖος καθιερώθηκε ὡς ἔθιμο στοὺς Ἰουδαίους, προτυπώνοντας τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό, πρὶν ἀπὸ 1043 χρόνια.

Τὸ δεσποτικὸ αὐτὸ θάνατο καὶ ἡ ἄψυχη κτίση, πενθώντας, τὸν τρέμει καὶ ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὸ φόβο ἀλλὰ ὁ Δημιουργός της κτίσεως ἀκόμα καὶ ὅταν εἶναι νεκρός, λογχίζεται τὴν ἀκήρατη πλευρά Του καὶ ρέει ἀπ’ αὐτὴ αἷμα καὶ νερό.
Τέλος, κατὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου, ἔρχεται ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθείας καὶ ὁ Νικόδημος μαζὶ μὲ αὐτόν, καὶ οἱ δύο κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ, ἀποκαθηλώνουν ἀπὸ τὸ Σταυρὸ τὸ πανάγιό του διδασκάλου σῶμα, τὸ ἀρωματίζουν, τὸ τυλίγουν μὲ καθαρὸ σεντόνι καὶ ἀφοῦ τὸ ἔθαψαν σὲ καινούργιο τάφο, κυλοῦν στὸ στόμιο τοῦ μεγάλο λίθο.

Αὐτὰ τὰ φρικτὰ καὶ σωτήρια πάθη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμε σήμερα καὶ εἰς ἀνάμνηση αὐτῶν παραλάβαμε ἀπὸ ἀποστολικὴ διαταγή, τὴ νηστεία τῆς Παρασκευῆς.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’
Τὸν δι’ ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν·
αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν·
Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.Ὁ Οἶκος
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον,
ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ’ ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα·
Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς;
μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ;
Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης;
συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον,
δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με·
σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Συναξάριον
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ, τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν,
τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον,
ἃ δι’ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο,
ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν.Στίχοι εἰς τὴν ΣταύρωσινΖῶν εἶ Θεὸς σύ, καὶ νεκρωθεὶς ἐν ξύλῳ,Ὦ νεκρὲ γυμνέ, καὶ Θεοῦ ζῶντος Λόγε.Ἕτεροι εἰς τὸν εὐγνώμονα ΛῃστὴνΚεκλεισμένας ἤνοιξε τῆς Ἐδὲμ πύλας,
Βαλὼν ὁ Λῃστὴς κλεῖδα τό, Μνήσθητί μου.
Τῇ ὑπερφυεῖ καὶ περὶ ἡμᾶς παναπείρῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀμήν.

Thursday, April 12, 2012

Μ. Πέμπτη




Κατὰ τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἐπιτελοῦμε ἀνάμνηση:
Τῆς νίψεως τῶν ποδῶν τῶν Ἀποστόλων ὑπὸ τοῦ Κυρίου,
Τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, δηλαδὴ τῆς παραδόσεως σ’ ἐμᾶς ὑπὸ τοῦ Κυρίου τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας,
τῆς θαυμαστῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Πατέρα Του καὶ τῆς προδοσίας τοῦ Κυρίου ὑπὸ τοῦ Ἰούδα.

Ἐκεῖνο τὸ βράδυ τῆς Πέμπτης, πρὶν ν’ ἀρχίσει τὸ δεῖπνο ὁ Ἰησοῦς σηκώνεται ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἀφήνει κάτω τὰ ἱμάτιά του, βάζει νερὸ στὸ νιπτήρα καὶ τὰ κάνει ὅλα μόνος Του, πλένοντας τὰ πόδια τῶν Μαθητῶν Του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θέλει νὰ δείξει σ’ ὅλους ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε τὰ πρωτεῖα. Μετὰ τὴ νίψη τῶν ποδιῶν λέγει: «ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, νὰ εἶναι τελευταῖος ἀπ’ ὅλους».

Πρῶτα πῆγε στὸν Ἰούδα καὶ μετὰ στὸ Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πιὸ ὁρμητικὸς ἀπ’ ὅλους καὶ στὴν ἀρχὴ σταματάει τὸ Διδάσκαλο, ἀλλὰ ὕστερα ὅταν τὸν ἔλεγξε, ὑποχωρεῖ μὲ τὴ καρδιά του. Ἀφοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια ὅλων, πῆρε τὰ ἱμάτιά Του καὶ ξανακάθησε.

Ἄρχισε κατόπιν νὰ τοὺς νουθετεῖ νὰ ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ νὰ μὴ ἐπιζητοῦν τὸ ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Στὴ συνέχεια τοὺς μίλησε γιὰ τὴν προδοσία καὶ ἐπειδὴ θορυβήθηκαν, στρέφεται μὲ ἤρεμο τρόπο στὸν Ἰωάννη καὶ τὸν ὑπέδειξε.

Κατόπιν πῆρε ψωμὶ στὰ χέρια Του καὶ εἶπε: «Λάβετε φάγετε». Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ποτήρι τοῦ κρασιοῦ λέγοντας: «Πιέστε ἀπ’ αὐτὸ ὅλοι, γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα Μου, τῆς νέας Συμφωνίας. Αὐτὸ νὰ κάνετε γιὰ νὰ Μὲ θυμάστε». Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὁ Ἰούδας, μόλις ἔφαγε τὸν ἄρτο ἔφυγε καὶ συμφώνησε μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ τοὺς Τὸν παραδώσει.

Μετὰ τὸ δεῖπνο βγῆκαν ὅλοι στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅπου ὁ Χριστὸς τοὺς δίδαξε τὰ ἀνήκουστα καὶ τελευταία μαθήματα καὶ ἀρχίζει νὰ λυπᾶται καὶ νὰ ἀνυπομονεῖ. Ἀναχωρεὸ μόνος Του καί, γονατίζοντας, προσεύχεται ἐκτενῶς. Ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγωνία γίνεται ὁ ἱδρώτας Του σὰν σταγόνες πηχτοῦ αἵματος, οἱ ὁποῖες ἔπεφταν στὴ γῆ. Μόλις συμπληρώνει τὴν ἐναγώνια ἐκείνη προσευχή, φθάνει ὁ Ἰούδας μὲ ἔνοπλους στρατιῶτες καὶ πολὺ ὄχλο καὶ ἀφοῦ χαιρετάει καὶ φιλάει πονηρὰ τὸ δάσκαλό Του, Τὸν παραδίδει.

Συλλαμβάνεται λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν φέρνουν δέσμιο στοὺς Ἀρχιερεῖς Ἄννα καὶ Καϊάφα. Οἱ μαθητὲς σκορπίζονται καὶ ὁ θερμοτερος τῶν ἄλλων ὁ Πέτρος τὸν ἀκολούθησε ὡς τὴν ἀρχιερατικὴ αὐλὴ καὶ ἀρνεῖται καὶ αὐτὸς ὅτι εἶναι μαθητής Του.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ θεῖος διδάσκαλος παρουσιάζεται μπροστὰ στὸ παράνομο συνέδριο, ἐξετάζεται γιὰ τοὺς μαθητὲς καὶ τὴ διδασκαλία Του, ἐξορκίζεται στὸ Θεὸ γιὰ νὰ πεῖ ἐὰν Αὐτὸς εἶναι πράγματι ὁ Χριστὸς καὶ ἀφοῦ εἶπε τὴν ἀλήθεια, κρίνεται ὡς ἔνοχος θανάτου, ἐπειδὴ τάχα βλασφήμησε. Ἀπὸ ‘κει καὶ πέρα τὸν φτύνουν στὸ πρόσωπο, τὸν χτυπᾶνε, τὸν ἐμπαίζουν μὲ κάθε τρόπο κατὰ τὴ διάρκεια ὅλης της νύχτας, ὡς τὸ πρωϊ.
Κοντάκιον Ἦχος β’
Τὰ ἄνω ζητῶν
Τὸν ἄρτον λαβών, εἰς χεῖρας ὁ προδότης, κρυφίως αὐτάς, ἐκτείνει καὶ λαμβάνει, τὴν τιμὴν τοῦ πλάσαντος, ταῖς οἰκείαις χερσὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.
Ὁ Οἶκος
Τῇ μυστικῇ ἐν φόβῳ τραπέζῃ, προσεγγίσαντες πάντες,
καθαραῖς ταῖς ψυχαῖς, τὸν ἄρτον ὑποδεξώμεθα,
συμπαραμένοντες τῷ Δεσπότῃ,
ἵνα ἴδωμεν τοὺς πόδας πῶς ἀπονίπτει τῶν Μαθητῶν,
καὶ ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ, καὶ ποιήσωμεν ὥσπερ κατίδωμεν,
ἀλλήλοις ὑποταγέντες, καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντες·
αὐτὸς γὰρ ὁ Χριστὸς οὕτως ἐκέλευσε, τοῖς αὐτοῦ Μαθηταῖς ὡς προέφησεν,
ἀλλ’ οὐκ ἤκουσεν, Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος.

Συναξάριον
Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν,
-τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα,
-τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ’ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων),
-τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχήν,
-καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν.
Στίχοι εἰς τὸν Ἱερὸν Νιπτήρα
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεὸς πόδας,
Οὗ ποῦς πατῶν ἦν εἰς Ἐδὲμ δείλης πάλαι.
Εἰς τὸν Μυστικον Δεῖπνον
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γὰρ νόμου φέρει,
Καὶ Πάσχα καινόν, Αἷμα. Σῶμα Δεσπότου.
Εἰς τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχὴν
Προσεύχῃ· καὶ φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
Θάνατον, ἐχθρὸν ἐν τούτοις φενακίζων.
Εἰς τὴν Προδοσίαν
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων λαοπλάνοι,
Πρὸς τὸ θανεῖν πρόθυμον εἰς Κόσμου λύτρον.

Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν