Labels

Tuesday, February 28, 2017

Συνέντευξη της Bασιλικής Νευροκοπλή στην Μαρία Πανουσιάδου - Press Publica



-Κυρία Νευροκοπλή, υπηρετείτε ένα ιδιαίτερο είδος λόγου, στο όποιο και έχετε διακριθεί: το ποιητικό παραμύθι. Γιατί το επιλέξατε και ποιες είναι οι προκλήσεις της συγγραφής του;
Νομίζω πως δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Μάλλον δεν το επέλεξα εγώ. Νομίζω πως αυτό με επέλεξε. Το ποιητικό παραμύθι είναι αυτό που με ανάθρεψε. Δεν είχα την τύχη να έχω γιαγιάδες που μου έλεγαν παραμύθια. Είχα όμως μια ακόμη μεγαλύτερη: να γεννηθώ και να ανατραφώ μέσα στους κόλπους της εκκλησίας. Έτσι, η ποίηση της υμνολογίας της μαζί με την παραμυθία του Ευαγγελίου με διαπότισαν με το πλέον αληθινό και ποιητικότερο παραμύθι του κόσμου. Αδυνατώντας να διανοηθώ τον εαυτό μου έξω από αυτό το τρυφερότατο σύμπαν, όταν ήρθε η ώρα να εκφραστώ, η ποίηση και το παραμύθι σφιχταγκαλιάστηκαν στη γραφή, δίχως καλά καλά να το καταλάβω.
Η πρόκληση είναι μία: να ταυτίζεται η ζωή μου με τα κείμενά μου. Να γίνομαι πρώτα εγώ κάθε στιγμή ένα ποιητικό παραμύθι.  Αυτός είναι ο ακατάπαυστος καθημερινός αγώνας αφαίρεσης του αντιποιητικού μου εγώ και συμπλήρωσής των κενών με ψηφίδες ποιητικού παραμυθητικού κάλλους. Όσο αυτό κατορθώνεται στη ζωή, θα κατορθώνεται και στα κείμενα.
-Μέσα στα παραμύθια σας εντάσσετε με τόλμη και ειλικρίνεια, ζητήματα για τα οποία πολλοί γονείς δυσκολεύονται να συζητήσουν με τα παιδιά τους, όπως ο θάνατος, η τρίτη ηλικία, η αναπηρία. Στις παρουσιάσεις αυτών των παραμυθιών σας, πώς αντιδρούν τα παιδιά;
Κι εγώ θα δυσκολευόμουν να κάνω ανάλογες συζητήσεις με τα παιδιά μου. Αυτό όμως δεν κάνει η τέχνη; Συμπληρώνει τις ελλείψεις μας. Ρίχνει φως εκεί που βλέπουμε μόνο σκιές. Νομίζω πως δεν είναι μόνο ζήτημα τόλμης και ειλικρίνειας. Αυτα από μόνα τους δεν αρκούν, μπορεί και να αποδειχθούν σκληρά και ανάλγητα, να κάνουν κακό αντί για καλό. Όταν όμως ο λόγος μας γίνει απαλός σαν χάδι, υπαινικτικός σαν αύρα, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για όλα και μάλιστα δίχως πολλά λόγια. Τα παιδιά δεν έχουν ταμπού, όπως οι μεγάλοι. Οι καρδιές τους δέχονται τα εν λόγω παραμύθια μου με απερίγραπτη χαρά. Λυτρώνονται από την απελπισία που τους εμποτίζει συχνά ο ενήλικος περίγυρος. Παρηγοριούνται και ενδυναμώνεται η πίστη και η ελπίδα που ήδη κατά φύση έχουν. Κανένα παιδί δε θα πει ποτέ «αφού κάτι δεν το βλέπω, δεν υπάρχει». Αυτή την ανόητη ορθολογική φράση μόνο ένας ενήλικας μπορεί να την εκστομίσει. Αν ανάψεις σιις παιδικές ψυχές ένα κεράκι διακρίνουν αμέσως το άπλετο φως που κρύβεται πίσω από τις σκιές της αναπηρίας, της φθοράς και του θανάτου.
-Το τελευταίο σας βιβλίο “Ως την άκρη του νερού”, δίνει την αίσθηση ότι είναι κάτι περισσότερο από παραμύθι. Έχει πολύ έντονο το στοιχείο της μουσικότητας και της ποίησης, ενώ ο λόγος σας έχει γίνει πιο συμπυκνωμένος και πιο αφαιρετικός. Θα λέγατε ότι πρόκειται για μια αλλαγή στο ύφος σας;
Κάθε φορά προσπαθώ να διακρίνω τι ύφος απαιτεί το ίδιο το κείμενο. Το περιεχόμενο του κειμένου με οδηγεί. Δεν το οδηγώ εγώ. Η γλώσσα στο «Παραμύθι της Μουσικής» δεν έχει καμία σχέση με τη γλώσσα στο «Κόκκινο κορδόνι», κι αυτή επίσης είναι πολύ διαφορετική από τη γλώσσα του «Αχτιδοϋφαντή» και πολύ περισσότερο του “Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται”.
Στο καινούργιο παραμύθι υπάρχουν δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το ένα είναι ότι η ποιητικότητα παίρνει αναγνωρίσιμη μορφή, δεν διαποτίζει απλώς τον πεζό λόγο. Κάθε ένα από τα ποιητικά μέρη είναι γραμμένο και σε έναν από τους ρυθμούς της ελληνικής ποίησης, ίαμβο, τροχαϊκό, δαχτυλικό, ανάπαιστο, αμφίβραχυ.
Το άλλο χαρακτηριστικό είναι όντως η ιδιαίτερη αφαιρετικότητα και συμπύκνωση της πρόζας. Όσο το επεξεργαζόμουν τόσο ένιωθα πως αυτή η τόσο παλιά ιστορία της γέννησης της μουσικής και των μουσικών οργάνων, οφείλει να έχει τη συμπύκνωση που έχουν τα όνειρα εκείνα που αναφαίρονται στις πιο μακρινές μας αναμνήσεις. Έτσι ο λόγος όφειλε να είναι αδρός. Άλλοτε μοιάζει με στίχους ποιήματος, άλλοτε με σενάριο ταινίας κι άλλοτε με σκηνικές οδηγίες θεατρικού έργου. Ο αναγνώστης θα συμπληρώσει μόνος τους τα πλάνα που λείπουν με τις δικές του εικόνες. Με ενδιαφέρει ο αναγνώστης να εντοπίζει στο κείμενο κενά που του επιτρέπουν να ανασαίνει. Να μην του τα λέω όλα και ασφυκτιά. Να φαντάζεται, να συμμετέχει, να συνδημιουργεί.
Πολλοί μου λένε πως διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν αυτό το παραμύθι και κάθε φορά ανακαλύπτουν κάτι καινούργιο. Αυτό συμβαίνει όχι εξαιτίας αυτού που έγραψα, αλλά αυτού που απέκρυψα. Δεν είναι ωραίο;
-Σκέφτεστε καθόλου το μέλλον κι αν ναι, ποια είναι τα σχέδιά σας;
Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ το μέλλον. Αγαπώ πολύ το παρόν και θέλω να το ζω με όλες μου τις δυνάμεις. Ερωτεύομαι διαρκώς εικόνες, στιγμές, χρώματα, ήχους, λέξεις, ποιήματα, ανθρώπους, χειρονομίες, γραμμές. Αυτός ο τρόπος του υπάρχειν δεν σου επιτρέπει να κάνεις σχέδια. Ό,τι κάνω το κάνω επειδή με ενδιαφέρει πάρα πολύ σήμερα, τώρα! Με άλλα λόγια, με οδηγεί η ζωή, δεν την οδηγώ…
Έχω ολοκληρώσει ένα εκτενές έργο που ετοιμάζεται να πάρει το δρόμο του προς έκδοση. Ας το κρατήσουμε όμως έκπληξη… Ό, τι κρύβουμε, κέρδος είναι.. Έτσι είμαστε έτοιμοι για όλα…




http://www.presspublica.gr/vasiliki-nevrokopli-os-tin-akri-tou-nerou/

Monday, February 27, 2017

Χάι κου της Καθαράς Δευτέρας


1. Ουρανόψυχος
Χαρταετός σηκώνει
Ψηλά τον κόσμο

2. Βάστα, παιδί μου
Τον σπάγκο γερά. Έλκουν
Ψυχές τα νέφη

3. Χοροστασία
Των χαρταετών, κι η γη
Πανηγυρίζει

4. Χάρτινα πουλιά
Γράμματα των ανθρώπων
Σ´ όσους έφυγαν

5. Με έναν σπάγκο 
ενώνεται το εδώ
Με το πιο πέρα

6. Κλωστή προσευχή
Τυλίγει γη κι ουρανό
Σε ένα δώρο

7. Πνοή του Θεού
Φύσα τους χαρταετούς
Να σε φτάσουνε


Sunday, February 26, 2017

Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς

Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη τυρινης

(Ματθ. 6,14-21)

Εἶπεν ὁ Κύριος· 
14. Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· 
15. ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. 
16. Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. 
17. σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι,
18. ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. 
19. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· 
20. θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· 
21. ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.



https://aerapatera.wordpress.com/2017/02/26/κυριακὴ-τῆς-τυρινῆς-3/

Friday, February 24, 2017

Μην αγγίζετε


Μεριάστε ατιθάσευτοι αέρηδες
Βλέμματα αρπαχτικά, στις λεωφόρους βρείτε καταφύγιο
Κι εσείς, άγαρμπα δάχτυλα, στα λατομεία πιάστε γρήγορα δουλειά
Στην έρημο της ροδοδάχτυλης αυγής
Σαν τα φτερά μιας πεταλούδας
Πλασμένης για αρώματα μυρίπνοα
Συνεσταλμένης άνοιξης
Τα φυλλοκάρδια τρεμοπαίζουνε του ποιητή
Σώπα, επιτέλους, κόσμε
Στάσου σε απόσταση
Αφουγκράσου την ανασεμιά τους
Μια λάθος κίνηση μπορεί να τα τσακίσει
Κι ύστερα τι θα σε οδηγήσει μες στη νύχτα;



Wednesday, February 22, 2017

Κι ας με φωνάζει ο κόσμος κακομαθημένο


Μιλώ για να μ' ακούσεις
Γράφω για να με διαβάσεις
Κοιμάμαι να με νανουρίσεις
Ξυπνώ για να με δεις
Κρύβομαι να με φανερώσεις
Αρρωσταίνω να με θεραπεύσεις
Πεινώ για να με ταϊσεις
Πέφτω για να με σηκώσεις
Κλαίω να με παραηγορήσεις
Μεγάλωνω να με καμαρώσεις 
Παίζω για να γίνεις ο συμπαίκτης μου
Πεθαίνω για να με αναστήσεις

Η αδυναμία που μου έχεις, Κύριε
τόσο με καλόμαθε
-κι ας με φωνάζει ο κόσμος κακομαθημένο-
που ό,τι και να κάνω 
πάντα για σένα το κάνω

Monday, February 20, 2017

Τα δύο δάκρυα - Ιωάννη Πολέμη


Από τη γη δύο δάκρυα, 
θερμά μαργαριτάρια ανέβηκαν 
και στάλαξαν στου Πλάστη
τα ποδάρια.
Κι’ είπε το πρώτο τρέμοντας στο Θείο Θρόνο
Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά για το δικό της πόνο…
Κι’ ο Πλάστης αποκρίθηκε 
μήτε στιγμή μη  χάνεις … 
Σύρε να γίνεις βάλσαμο
το πόνο της να γιάνεις.
Και είπε το άλλο τρέμοντας 
εμπρός στο Θείο Θρόνο. 
Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά
για κάποιο ξένο πόνο …
Κι’ ο Πλάστης αποκρίθηκε 
«Εσύ μαζί μου μείνε… 
της Ευσπλαχνίας τα δάκρυα, 
δικά μου δάκρυα είναι…»



Το έργο είναι του Κώστα από τον Λαγκαδά 
Το ποίημα μας το έστειλε ο π. Βασίλειος Χριστοδούλου

                          

Sunday, February 19, 2017

Κυριακὴ τῶν Ἀπὸκρεῳ

Αποτέλεσμα εικόνας για κυριακη των αποκρεω

(Ματθ. 25,31-46)

Εἶπεν ὁ Κύριος· 
31. ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, 
32. καὶ συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, 
33. καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων.
34. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. 
35. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, 
36. γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. 37. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; 
38. πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; 
39. πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῇ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; 
40. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. 
41. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. 
42. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, 
43. ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. 
44. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; 
45. τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. 
46. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.


https://aerapatera.wordpress.com/2017/02/19/κυριακὴ-τῶν-ἀπὸκρεῳ/

Saturday, February 18, 2017

Ως την άκρη του νερού στο Βιβλιοπωλείο της Δήμητρας Μπογιάννου



Το βιβλιοπωλείο είναι ο φυσικός χώρος του παραμυθιού, όσο κι αν το παραμύθι μπορει να σταθεί παντού, να κατοικήσει, να ανασάνει. Αλλά τα πράγματα, οι χώροι, οι στιγμές, τα βιβλία, περιμένουν τον άνθρωπο για να ζωντανέψουν. Χωρίς τον άνθρωπο σιωπούν. Ίσως να κάνουν και απεργία πείνας. Ίσως και να πεθαίνουν. Η Δήμητρα Μπογιάννου στον Λαγκαδά φροντίζει το βιβλιοπωλείο της να έχει τον ρυθμό της καρδιάς της. Μιας καρδιας πλούσιας, γενναιόδωρης, ανοιχτής. Χθες σου χάρισε ένα παιχνίδι βιολί και μια νεροκολοκύθα που έψαχνες και πού να τη βρεις στη Θεσσαλονίκη; Αληθινά παιχνίδια είχες χρόνια να πάρεις κι ας μην σταμάτησες ποτέ να παίζεις.

Μια μεγάλη αγκαλιά άνοιξε σήμερα για Την άκρη του νερού και τους ήρωές του, τον Αζαρία, την Λινκ Λινκ, τον Τρελό Άνεμο και την Οάμρα. Άνθρωποι και παιδιά -τα παιδιά είναι μισοί άγγελοι και μισοί άνθρωποι, ακριβώς όπως οι γοργόνες είναι μισές ψάρια και μισές άνθρωποι- προσήλθαν λάμποντας από χαρά. Ήταν όλα παραμυθένια πριν ξεκινήσει το παραμύθ ι. Το παραμύθι που ενθουσιάσηκε τόσο που δεν τηρούσε πια τις λέξεις του, άλλαζε και μεταμορφωνόταν καθώς μεταμόρφωνε τον κόσμο.
Μετά σε ρωτούν γιατί κάνεις αυτήν την δουλειά. Τι  να πεις; Πως είναι έρωτας; Πως τα παιδιά σε φωτίζουν; Σου δείχνουν τον δρόμο; Γιατί σου λένε πως όταν μεγαλώσουν θα γίνουν κοσκινοσκουφιτσα ή γοργόνα; Πως αν ήσουν Ινδιάνα θα σε έλεγαν Λευκό Προσωπο; Γιατί πιάνουν τις κούκλες και τις πετούν στον αέρα ή γιατί όταν τα ρωτάς ποιος κατέβηκε από τη σκάλα των αστεριών, σου απαντούν, ο Χριστούλης;
Γιατί γνωρίζεις ανθρώπους που παλεύουν ολημερίς με τους δαίμονες και τους νικούν, με τα βάσανα και γελούν, με την ανέχεια και δημιουργούν από το ελάχιστο. Ένας άγνωστός σου αργυροχρυσοχόος σε γεμίζει ασήμια και μαλάματα επειδή η δασκάλα γυναίκα του του είπε πως παίρνεις τα παιδιά στα σοβαρά και τους λες χωρίς εκπτώσεις την αλήθεια. Κι αυτός αγαπάει τη γυναίκα του, δηλαδή την πιστεύει, και σε γεμίζει δώρα. Πας να τον ευχαριστήσεις και να τον γνωρίσεις και ανακαλύπτεις έναν συγγενή. Εγώ προτιμώ, σου λέει, να είμαι με τους αδικημένους, δε θέλω να αδικώ. Είναι τόσο ωραίο να σε αδικούν... 
Ξαπλώνοντας να ξεκουραστείς το μεσημέρι σκέφτεσαι πως ο Θεός δεν είναι άπιαστο σύννεφο. Είναι δρόμος κάτω από τα πόδια σου που τον περπατάς και σε πηγαίνει. Δρόμος κατάσπαρτος με τα πλάσματά του. Περπάτα, λοιπόν....








Ως την άκρη του νερού στο 1ο και 3ο Δημ. Σχολεία Λαγκαδά













Thursday, February 16, 2017

Της ευτυχίας


Φοβήθηκα την υγεία, την αρτιότητα, τον πλούτο
Φοβήθηκα τη σιγουριά,  την ασφάλεια, το κύρος
Την επιτυχία, την επιβεβαίωση,  τον θαυμασμό
Όλα όσα αιτούνται την αποπλάνηση της αδυναμίας
Επιχρυσώνουν το κεραμικό μου είναι
Παγώνουν το αίμα
Καθησυχάζουν την ταχυπαλμία
Οι βαριές βελούδινες κουρτίνες
εμποδίζουν το φως να τρυπώσει 
στο σκοτεινό δώμα της καρδιάς μου
Μη μου στερείτε το φως
Σκόνη στα απαλά του δάχτυλα πόθησα να ειμαι
Άλλη ευτυχιά δεν γνωρίζω.


  




Wednesday, February 15, 2017

Στο απουσιολόγιο της ζωής


Κάθε βλέμμα μια σπίθα
Μπορεί και να ανάψει φωτιά σε χόρτο ξερό
Κάθε άγγιγμα βέλος
Ίσως και να λαβώσει καρδιά ξέσκεπου στέρνου
Κάθε λόγος αέρας
Βοριάς ενδέχεται να φτάσει σε αφτί γυμνό
Κάθε στιγμή επίσκεψη
Την προσπερνάς ή στέκεσαι
Απαντάς, σωπαίνεις

Μοναδική σταθερά η ρέουσα ποίηση
Κάθε στίχος ένας μαύρος σταυρός 
που δηλώνει παρών 
στο απουσιολόγιο της ζωής


Monday, February 13, 2017

Η ηλικία δύο καρδιών - Σκέψεις πάνω στην παραβολή του Ασώτου


Τόσα χρόνια να ακούς τις ίδιες παραβολές και κάθε φορά σε κάποιο άλλο σημείο να σταματά ο νους σου, κάτι άλλο να σε κάνει να απορείς και να προβληματίζεσαι, είναι μάλλον σημάδι που φανερώνει τον ανεξάντλητο, πολυποίκιλο και πολύσημο χαρακτήρα τους.
Γιατί, λοιπόν, επιλέγει ο Κύριος στην παραβολή του Ασώτου να είναι άσωτος ο μικρός και όχι ο μεγάλος γιος; Δεν φάινεται να είναι τυχαίο, όπως δεν είναι τυχαίο που αυτός που μετανοεί ειλικρινά στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου είναι ο πρώτος και όχι ο δεύτερος.
Αν σκεφτούμε την ηλικία με όρους καρδιακούς στην παραβολή του Ασώτου, τότε ίσως διακρίνουμε μια λεπτή διαφορά που ορίζει που φωτίζει τη διαφορετική συμπεριφορά των δύο αδερφών. Η ώριμη καρδιά, ας πούμε η γερασμένη, του μεγάλου, μπορεί να αντικατοπτρίσει εκείνους τους ανθρώπους που έχουν τακτοποιημένα και παγιωμένα τα αισθήματά τους και τις σκέψεις τους. Είναι λογικοί, συνεπείς, ηθικοί, τηρούν τις εντολές κατά γράμμα, όπως ακριβώς και ο Φαρισαίος της άλλης παραβολής. Είναι αυτοί που δεν επιτρέπους εξάρσεις εντός τους, διότι φοβούνται μην διαταράξουν τα δεδομένα, την τάξη, τη σιγουριά, το κύρος τους. Είναι αποδεκτοί από τον περίγυρο, είναι τύπος και υπογραμμώς, όπως λέμε. Δεν αναρωτιούνται, δεν αμφιβάλλουν, είναι "καλά". Μόνο που είναι "καλά" μέχρι τη στιγμή που θα διασαλευθεί η τάξη ερήμην τους και η θέση τους θα κλονιστεί από έναν εξωτερικό παράγοντα που οι ίδιοι δεν ελέγχουν. Δηλαδή στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου "καλά", αλλά δεν το ξέρουν. Θα μπορούσαν να είναι οι άνευροι και ανέραστοι, εκείνοι που "λειτουργούν" μόνο σε συνθήκες θερμοκηπίου.
Άσωτος είναι ο μικρός, ο νέος, αυτός που η καρδιά του είναι νεανική και πάλλεται, ο νους του ονειρεύεται, οι τύποι δεν του αρκούν, η σιγουριά δεν του λέει τίποτα. Έχει ισχυρή επιθυμία, πάθος, τα παίζει όλα για όλα. Έτσι είναι μια υγιής νεανική καρδιά. Πώς αλλιώς; Και επειδή είναι έτσι, είναι και αυτή η μόνη καρδιά που όταν συντρίβεται, διαψεύδεται, λοιμοκτονεί, δεν απελπίζεται. Το ερωτικό πάθος που την οδήγησε σε αδιέξοδο αφότου ξοδεύτηκε στις πρόσκαιρες ηδονές, είναι ακριβώς το ίδιο πάθος που θα μεταμορφωθεί σε έρωτα προς το πρόσωπο του πατέρα. Η απροκάλυπτη υπερηφάνεια που πριν εκφράστηκε σε απαιτητική εκζήτηση του μερτικού της περιουσίας, είναι αυτή που θα γίνει ανυπέρβλητη ταπείνωση για την εκζήτηση της πιο ταπεινής θέσης του δούλου κάτω από την πατρική σκιά.

Η γερασμένη καρδιά του μεγάλου αδερφού έχει σιτέψει, έχει στεγνώσει. Δεν έχει παλμό, δεν έχει πάθος, χτύπο ερωτικό. Όσο χτυπά, χτυπά μόνο για τον εαυτό της. Για κανέναν άλλον. Ο γερασμένος νους του δεν χωρά την ανατροπή, τη συγνώμη, την επιστροφή του αδερφού του και τη μετάνοιά του. Δεν αντέχει την αγάπη του πατέρα.

Ποιος από τους δύο αδερφούς είναι όντως κοντά στον πατέρα; Αυτός που απομακρύνθηκε τοπικά και μετά επέστρεψε αλοιωμένος ή αυτός που δεν έφυγε ποτέ από το σπίτι; Είναι αυτός που αρνείται τον πατέρα και τις εντολές του και μετά επιστρέφει ως δούλος ή αυτός που τηρεί τις εντολές και όταν ο πατέρας του τον παακαλέι να συμμετάσχει στη χαρά, τον αρνείται και δεν τον υπακούει; Είναι αυτός που αμφιβάλλει για τη ζωή του και δε διστάζει να τη ζυγίσει ξανά για να τη βρει άδεια ή αυτός που είναι βέβαιος για τον εαυτό του, καλοζυγισμένος και αδιαπραγμάτευτος;
Είναι αυτός που δεν συγκρίνει τον εαυτό του με τον αδερφό του ή αυτός που τον συγκρίνει για να τον βρει ανώτερο; Είναι αυτός που εστιάζει το κέντρο της μετανοημένης του ύπαρξης στον πατέρα κι έτσι στο πρόσωπό του συναντά και όλους τους αδερφούς του ή αυτός που θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους δούλους και τα αδέρφια του και αγνοεί τον πατέρα μη αναγνωρίζοντάς τον ως πατέρα;

Όπως και στην παραβολή του Τελώνη, δεν γνωρίζουμε τι απέγινε ο Φαρισαίος, έτσι και στην παραβολή του Ασώτου δεν γνωρίζουμε τι απέγινε με τον πρεσβύτερο υιό. Ειναι χαρακτηριστική η λεπτότητα των παραβολών που τελειώνουν όπως τα παραμύθια. Το τέλος θα είναι μόνον καλό. Το άλλο, το αφήνει ο Χριστός ασχολίαστο. Αφήνοντάς το, του δίνει εις το διηνεκές των αιώνων το περιθώριο να γίνει και αυτό καλό, εφόσον το επιθυμήσει και η Χάρις του Πατέρα το επισκεφθεί.


Sunday, February 12, 2017

Κυριακὴ τοῦ Ἀσὼτου

Αποτέλεσμα εικόνας για του ασωτου υιου

(Λουκ. 15,11-32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· 
11. ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς, 
12. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 
13. καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
14. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
15. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
16. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 
17. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι 
18. ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 
19. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 
20. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
21. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
22. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας,
23. καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 
24. ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 
25. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 
26. καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 
27. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 
28. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 
29. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 
30. ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. 
31. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 
32. εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.



Friday, February 10, 2017

Καλό ταξίδι....


Άρχοντας σε μαύρο άτι απομακρύνθηκες
στο δρόμο που δεν έχει γυρισμό
Δέντρο ολόρθο εκτινάχθηκες στα ουράνια
που το γαλάζιο των ματιών σου πότιζαν
Πανάλαφρο το χώμα σου, κυρ Γιώργο 
που όργωνες ολάκερη ζωή
Μακάριος να είσαι, δουλευτή της γης
Του μόχθου της αγάπης, εργάτη ακάματε
Καλή δουλειά στα απέραντα χωράφια του ουρανού
Τους σπόρους του να ραίνεις σ' όσους άφησες 
απαρηγόρητους στη χέρσα γη μας...



Εις αιώνιαν ανάπαυσιν του Γεωργίου Κουτσοκώστα


Thursday, February 9, 2017

Τραγούδι του αγίου Χαραλάμπους


O άγιος Χαράλαμπος απ' τη Μικρά Ασία
τέλος αιώνα δεύτερου ζούσε στη Μαγνησία
Ως ιερέας, με χαρά και φως διακονούσε
τον Κύριό του και Θεό κι ανθρώπους βοηθούσε
Δυο χρόνια πριν ο δεύτερος αιώνας λάβει τέλος
διωγμούς κηρύσσει ο Σέβηρος που 'χε μεγάλο μένος
απέναντι στους χριστιανούς. Ο έπαρχος του τόπου
Λουκιανός ονόματι, άνευ σκέψης και κόπου
συνέλαβε τον άγιο. Θέλει να τον ξεκάνει
την πίστη του προς τον Χριστό ελπίζει πως τη χάνει
μπρος στα βασανιστήρια που αριθμεί με σθένος
Μα την καρδιά του μάρτυρα την πλημμυρίζει αίνος
Ολόθερμα την πίστη του αυτός διακηρύττει 
δηλώνοντάς του ευθαρσώς πως τίποτα δεν πλήττει
τον έρωτα για τον Χριστό πο 'χει στα σωθηκά του
"Όποιο βασανιστήριο" τα χείλη τα δικά του
λένε "κι αν δοκιμάσετε, την πίστη δεν αλλάζω.
Στη θέση του Κυρίου μου, άλλον εγώ δεν βάζω".
Παρόλο που Λουκιανός σημαίνει φως και λάμψη
του έπαρχου την σκοτεινιά τίποτα δε θα κάμψει
Πάρα πολύ οργίστηκε, διέταξε φρικώδη
βασανιστήρια πολλά, μακάβρια, σκαιώδη
Τον γέροντα γυμνώνουνε. Τότε αυτοπροσώπως 
ο έπαρχος με το σπαθί χτυπάει όπως όπως
Χαράζει τ' άγιο σώμα του μα πριν χαρεί πονάει
και στη στιγμή τα χέρια του κόβονται και κοιτάει
τα δυο του χέρια στο κορμί του μάρτυρα να στέκουν 
σαν κάρβουνα δίχως ψυχή που τη ζωή δεν έχουν
Βουβοί μένουν οι δήμιοι, οι θεατές σιγούνε
Ο άγιος προσεύχεται πάλι αυτά να μπούνε
στο σώμα του Λουκιανού, κι όντως το κατορθώνει
Οι δήμιοι πιστεύουνε, ο έπαρχος θυμώνει
Ζητά να διαπομπεύσουνε τον άγιο στους δρόμους
και να τον σύρουν δένοντας και χαλινό στους ώμους
Έχει τον ζόφο μες στο νου, μια πέτρα για καρδιά του
Κι αλλοίμονο, θα το χαρεί όταν στην αγκαλιά του
θα πάρει ο αιμοχαρής την κεφαλή του αγίου
δίχως να δει τον στέφανο που 'χε του μαρτυρίου
Σε ηλικία εκατό ετών και δεκατρία
ο άγιος επόρθησε του ουρανού την Τροία.
Δος την ευχή σου γέροντα και καθοδήγησέ μας
Το δρόμο που περπάτησες κι εμάς αξίωςέ μας
Φώτιζε τα σκοτάδια μας, γίνε χαρά στη λύπη
Χαράλαμπε, η χάρις σου μη μας εγκαταλείπει


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)

Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καί λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διά τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τήν σκοτόμαιναν μάκαρ, διό ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.

Μνήμη Διονυσίου Σολωμού (8 Απριλίου 1798 - 9 Φεβρουαρίου 1857) - Η γυναίκα της Ζάκυνθος (1ο κεφάλαιο)


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

“Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΙΚΡΑΙΝΕΤΑΙ”



1. Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω:
2. Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Άγιου Διονυσίου, οπού είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο, για κάτι υπόθεσες ψυχικές.
3. Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν ή ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου ή γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό.
5. Και το είδα ως τη μέση γιομάτο και είπα: Δόξα σοι ο Θεός.
6. Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη ή αφχαριστία του άνθρώπου.
7. Και οι δίκαιοι κατά τη θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω, το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
15. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του. Και άκουσα ένα. γέλιο φοβερό μες στο πηγάδι και είδα προβαλμένα δυο κέρατα.
16. Και μου ήρθε στο νου μου, περσότερο από όλους αυτούς, ή γυναίκα της Ζάκυνθος, ή οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους.
17. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτήν την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθυμιά του παραμικρού καλού,
18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.
19. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, όπου με ευφραίνει πολύ.
20. Και εβιάσθηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυνθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαριά ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουν το δρόμο,
22. και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πούχανε, εστοχασθήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας όπου εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε κι αυτός μιά πέτρα,
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονυσίου του Ιερομόναχου δεν το πίτυχε. Γιατί από τη βία τη μεγάλη, με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε και έπεσε.
27. Έτσι εγώ έφτασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τές μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ούρανό, ο όποιος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.



Tuesday, February 7, 2017

Για Πάντα



Κι όταν τα μάτια θα χορτάσουν δάκρυα
Κι όταν η καρδιά θα πλημμυρίσει πένθος
Κι όταν τα πόδια θα ταϊσουν τα αγκάθια
Δε θα μπορεί τίποτα να σε κρατήσει εδώ
Λευκό πανί στο σκαρί σου θα φουσκώσει
Θα υψωθεί λευκή σημαία προς το εχθρικό στρατόπεδο
Και με λευκό μαντήλι οι φίλοι θα σε αποχαιρετήσουν
Τότε η Ειρήνη θα σε αδράξει στις αγκάλες της
Για Πάντα



Sunday, February 5, 2017

Ποιος είμαι εγώ, ποιος είσαι εσύ, ποιος ο Θεός μας; Σκέψεις πάνω στην παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου


Και οι δύο πίστευαν στον Θεό. Και οι δύο πήγαν στον ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος, τελώνης ο άλλος. Με κεφαλαίο αρχικό ο ένας, με μικρό ο άλλος. Στον μέσον του ναού στέκεται ο πρώτος. Παράμερα ο δεύτερος.
Αυτός που στέκεται στο μέσον του ναού, στο κέντρο του κόσμου, λέει λόγια πολλά που μοιάζουνε με προσευχή μα προσευχή δεν είναι. Η προσευχή απευθύνεται προς τον Θεό, ενώ τα λόγια του Φαρισαίου δεν απευθύνονται σε κανέναν έξω από τον εαυτό του.
Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, λέει, που δεν ειμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή σαν αυτόν τον τελώνη. Δεν λέει, σ' ευχαριστώ Θεέ μου που δεν μ' έκανες σαν αυτούς, αλλά που δεν είμαι σαν αυτούς. Αυτό που θεωρεί πως είναι, δεν το αποδίδει, λοιπόν, στον Θεό, αλλά στον εαυτό του. Είναι σχεδόν τραγελαφικό το γεγονός ότι η δήθεν ευχαριστία του προς τον Θεό είναι ένα πρόσχημα στα μάτια των άλλων που διόλου ο ίδιος δεν εκτιμά, αλλά παρόλα αυτά ζητά τον θαυμασμό και την εύνοιά τους. Γι' αυτό στέκεται στο μέσον του ναού και φωνάζει για να τον ακούσουν αυτοί και όχι ο Θεός. Ο Φαρισαίος καταρχάς,   χρησιμοποιεί τον Θεό για να κατοχυρώσει το κύρος που διαθέτει. Τον υποτιμά καθώς θα έπρεπε να γνωρίζει πως ο Θεός ξέρει τι έιναι το πλάσμα που ο Ίδιος έπλασε και δεν έχει ανάγκη να του πει το πλάσμα Του τι είναι. Άρα ο Φαρισαίος ουδεμία εκτίμηση έχει στο πρόσωπο του Θεού. Ακολούθως χρησιμοποιεί τους άλλους ανθρώπους για να νιώσει ανώτερος.  Από το μέγα πλήθος επιλέγει τους χειρότερους, οι οποίοι αναμφίβολα υπάρχουν. Είναι, λοιπόν, καλύτερος ο ίδιος από τους χειρότερους. Δε συγκρίνει τον εαυτό του ούτε με τους καλύτερους που επίσης αναμφίβολα υπάρχουν ούτε βέβαια με τον τέλειο Θεό. Αυτή η λανθασμένη σύγκριση είναι που δομεί την ανόητη υπερηφάνεια. Στο τέλος της ανάξιας ακολουθίας των μοιχών, των αδίκων και των άρπαγων, τοποθετεί επωνύμως τον τελώνη. Πέφτει στο τρίτο ατόπημα να θεωρεί πως γνωρίζει τι είναι ο άλλος άνθρωπος κρίνοντάς τον επιφανειακά. Τέλος ζητά να αποδείξει σε όλους την ανωωτερότητά του που συνίσταται αποκλειστικά στην ηθική τήρηση του νόμου. Βεβαίως είναι καλός ως νόμος, αλλά δεν είναι απ' ότι φαίνεται και αρκετός. Εγώ νηστεύω, λέει, δυο φορές την εβδομάδα, και δίνω στον ναό το ένα δέκατο από τα εισοδήματά μου. Δηλαδή, και εγκρατής είμαι και ελεήμων και τηρητής του νόμου. Μπράβο μου! Με άλλα λόγια, είμαι Θεέ μου, όλα όσα θέλει ο νόμος Σου, άρα δε Σε χρειάζομαι. Μου είσαι περιττός και Εσύ και οι άλλοι που δεν είναι σαν κι εμένα. Στο κέντρο του κόσμου ο εγωκεντρικός άνθρωπος τοποθετεί στο ψηλότερο βάθρο τον εαυτό του και απομονωμένος από όλους μοιάζει να χαίρεται. Μοιάζει να ευχαριστεί. Μοιάζει να μην έχει ανάγκη κανέναν. Το οικοδόμημά του είναι σαθρό ακριβώς όσο και μια ψευδαίσθηση. Ο Φαρισαίος είναι εγκλωβισμένος στον αυτισμό του, στο φαντασιακό του είναι που το έχει αναγάγει σε θεό. Θα γκρεμισθεί όπως ο Εωσφόρος. Μόνος του έχτισε το βάθρο του, μόνος του γκρεμίζεται. Η υπερηφάνεια του είναι άτοπη, ανόητη, ανεδαφική. Διότι ούτε τον Θεό αναγνωρίζει, ούτε τον συνάνθρωπο, ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Φαρισαίος γκρεμίζεται διότι κατά έναν παράδοξο τρόπο, ακόμη και τα πάθη, όπως η υπερηφάνεια, αποζητούν έδαφος να σταθούν. Γκρεμιζόμενα καθώς συντρίβονται πατούν στη γη. Δεν εξαφανίζονται, γίνονται σκόνη που αναπαύεται στο χώμα. Αν θελήσεις να τα ζωντανέψεις πάλι, μπορείς να ξαναχτίσεις μ' αυτά το σαθρό σου βάθρο.

Αντίθετα ο Τελώνης στεκόταν πίσω, παράμερα, και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Στην άκρη του ναού, στην άκρη του κόσμου, στα βάθη της ψυχής του που το χάος της βλέπει και τρομάζει, βρίσκεται ο τελώνης. Μακριά από τα βλέμματα των άλλων, μακριά και από τα βάθρα που συχνά οι άλλοι στήνουν για καποιον. Δε συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, ούτε βέβαια με τον Φαρισαίο. Κλείνει τα μάτια προς τους άλλους, κλείνει τα αφτιά στις φωνασκίες του Φαρισαίου. Όλες του οι αισθήσεις βρίσκονται συγκεντρωμένες στο κέντρο της καριδάς του. Τι τον νοιάζουν οι άλλοι; Αυτός βλέπει τα χάλια του και του είναι αρκετά. Μέτρο σύγκρισης έχει μόνον τον Τέλειο Θεό. Ο τελώνης ξέρει τι είναι ο Θεός από κτίσεως κόσμου και τι ο άνθρωπος. Ο κάθε άνθρωπος που είναι σαν κι αυτόν. Αυτός που είναι σαν όλους τους ανθρώπους κι ακόμα χειρότερος. Μόνο έλεος μπορεί να ζητήσει. Μόνος του δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δίχως να πει τη λέξη ¨ευχαριστώ¨, στην πραγματικότητα η προσευχή του είναι απολύτως ευχαριστηριακή, όντας παρακλητική. Δεν παρακαλάς αυτόν που δεν αναγνωρίζεις ως δυνατότερο, αξιότερο, ικανότερο από εσένα. Χτυπά το στήθος του όπως χτυπούμε μια πόρτα να ανοίξει. Για να σπάσει αν είναι κλειδωμένη. Να μπει επιτέλους μέσα της το φως. Ο περιπόθητος Ξένος. Τα πάθη κλείδωσαν την πόρτα κι έχουμε χάσει το κλειδί. Και δεν είναι κλειδί η τήρηση του νόμου. Δεν είναι κλειδί αυτό που κάνουμε, όσο καλό κι αν είναι. Ο τλεώνης ίσως νηστεύει περισσότερο και από τον Φαρισαίο ή και καθόλου. Ίσως δίνει μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του στον ναό ή και τίποτα. Δεν ξέρουμε. Δεν μας επιτρέπεται να ξέρουμε. Δεν έχει νόημα να ξέρουμε. Δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι πως του ίδιου δεν του φτάνει ό,τι κάνει κι ό,τι είναι, γιατί τίποτα δεν είανι αρκετό μπροστά σε έναν τέλειο Θεό που δίνει άπειρα δώρα σε όλους. Το κλειδί της καρδιάς μας δεν είναι στο χέρι μας. Είναι στα χέρια του Θεού. και η ταπείνωση είναι η ανοιχτή κλειδωνιά που ποθεί το κλειδί της. Όσο η υπερηφάνεια βουλώνει την κλειδωνιά, τόσο η ταπείνωση την ελευθερώνει. Το κενό είναι αυτό που επιτρέπει στον Θεό να εισχωρήσει. Το  ελλειπές, το ασθενές, το μειονοτικό, το ανήμπορο Τού δίνει χώρο. Η ταπείνωση μοιάζει να μην είανι τίποτα περισσότερο από την ρεαλιστική επίγνωση της ανημπόριας μας. 

Όσο ο τελώνης δεν μπορεί, τόσο μπορεί γι' αυτόν ο Θεός. Όσο ο Φαρισαίος μπορεί, τόσο δεν επιτρέπει στον Θεό να μπορέσει. Για να μπορέσει ο Θεός -που πάντα μπορεί τα πάντα- πρέπει εμείς να του επιτρέψουμε να μπορέσει. Αν δεν του το επιτρέψουμε, ποτέ δε θα μπορέσει. Ο ταπεινός, έλεγε ο άγιος Πορφύριος, δεν πέφτει γιατί είναι χαμηλά. Πώς να πέσεις όταν είσαι ήδη χαμηλά; Πέφτεις αν είσαι ψηλά. Γι' αυτό και ο Χριστός μας βεβαιώνει στο τέλος της παραβολής πως έφυγε για το σπίτι του συμφιλιωμένος με τον Θεό ο τελώνης. Αυτού την προσευχή άκουσε ο Θεός. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί. Και δε μας λέει τίποτα για τον Φαρισαίο. Ο Φαρισαίος είναι ακόμα στο δρόμο... Δεν έφτασε σπίτι του ακόμα γιατί η αλήθεια είναι πως ακόμα δεν μπορεί να το βρει...




Η φωτογραφία είναι του Ιωάννη Φρουδαράκη από το μπλογκ του: