Labels

Sunday, July 31, 2016

ΣΤ᾽ Κυριακὴ Ματθαὶου

1

(Ματθ. 9,1-8)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοῖον,
1. διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 
2. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 
3. καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. 
4. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
5. τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 
6. ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας –τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου.
7. καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
8. ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.

 






Saturday, July 30, 2016

Ἄν δέν μοῦ ‘δινες τόν ἥλιο Κύριε - π. Βασίλειος Χριστοδούλου. (Σχόλιο στόν «Ἀχτιδοϋφαντῆ» τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ)


Τό ‘χω παρατηρήσει. Ὅταν πεινᾶς μιά βοήθεια, κι ὄχι ἁπλῶς ἀναγνωστική τέρψη, ὁ Θεός σοῦ βάζει στό χέρι τό κατάλληλο βιβλίο. Δέν τό ‘χεις ἐσύ ἐπιλέξει, Ἐκεῖνος διαλέγει γιά σένα. Σάν τόν ἀχτιδοϋφαντῆ, τραβᾶ μιά ἀχτίδα ἀπό τόν ἥλιο Του, ὅπως μιά ὑφάντρα κλωστές ἀπ’ τό κουβάρι καί στήν ταχυδρομεῖ μέ τό βιβλίο Του. Ἐκεῖ πού διαβάζεις, ἀνάμεσα στό μάτι σου καί τό βιβλίο εἶναι μιά ἔκπληξη πού σέ θαμπώνει.Ἡ ἀχτίδα διεισδύει μέσα ἀπ’ τίς πάμπολες ρωγμές τοῦ πόνου σου. Προχωρᾶ δημιουργώντας ξημέρωμα μέσα σου. Ἐκεῖνος εἶναι καί σοῦ μιλᾶ, ἕνας Θεός καλοκαίρι. Διαβάζεις αὐτό πού χρειάζεσαι, αὐτό πού θά σοῦ δώσει ἀνάσες, αὐτό πού θά γίνει ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα πού ὑπάρχουν καί δέν τολμήθηκαν, κουράγιο σέ ἀγωνίες πού κοντεύουν νά σοῦ πάρουν τήν πνοή.
Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς μοῦ δόθηκε σέ μιά μέρα πού τόν χρειαζόμουν. Ἦταν ἡ ἀπάντηση σέ ἕνα νόημα πού ἔψαχνα, γιά μιά προσπάθεια πού εἶχε ἀπό μέρους μου κατατεθεῖ καί πού στήν πορεία πληγώθηκε, κουράστηκε μένοντας μετέωρη πάνω ἀπό ἕνα τεράστιο ἐρωτηματικό. Τίποτα δέν πάει τελικά χαμένο, παρά μόνο ἐκεῖνο πού δέν προσπάθησες, ἐκεῖνο πού ἀπαξίωσες, ὅσα δῶρα ἄφησες νά γλιστρήσουν ἀπό τά χέρια σου ἀναξιοποίητα, μοῦ εἶπε μέ τήν γῶσσα τοῦ παραμυθιοῦ.    
Ἡ γλώσσα τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ἐκείνη πού ἀποδεσμευμένη ἀπό τά ὅρια μιᾶς ἐγκόσμιας λογικότητας, μεταλαμβάνει μιᾶς πραγματικότητας ὑπέρλογης, μέ ὄρους ἁπλοϊκούς, μυθικούς, παραμυθένιους. Ὄχι γιά νά χτίσει ἕνα ψέμα (μύθος) ἀλλά γιά νά μεταδώσει μιά ἀλήθεια, τόσο ὑπερβατική πού στήν ὀρθολογικότητα νά μοιάζει μέ φαντασία. Δέν χρησιμοποιεῖ τήν ἀπόδειξη, τήν προσπάθεια, τήν πειθώ, ἁπλῶς ἐκθέτει καί ἐκτίθεται. Ὅ,τι εἶναι ἡ σαλότητα γιά τόν πνευματικό τρόπο τοῦ βίου εἶναι τό παραμύθι γιά τήν πνευματική γραφή. Τό παραμύθι εἶναι ὁ σαλός τῶν πνευματικῶν γραφῶν. Ταπεινώνεται στόν τρόπο τῆς παιδικῆς γραφῆς, γλιτώνοντας τήν ἔπαρση μιᾶς «κατανόησης», γι’ αὐτό καί μπορεῖ εὐχερῶς νά ἀλητεύει στόν χῶρο τοῦ μυστηρίου. Γιά τό παραμύθι ὅλα παραμένουν χωρίς ὅρια, ἀπροσδιόριστα. Ἴσως γι’ αὐτό νά μπορεῖ νά λαφυραγωγεῖ κάτι ἀπό τό Μυστήριο, ἀπό τό ἀνείπωτο. 
Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ, εἶναι μία ἔμπνευση ἀπ’ ἀλλοῦ φερμένη, γιά νά συνοψίσει τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τῆς κάθε ἡμέρας, τῆς δημιουργικότητας τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά γνωρίσουμε τήν κάθε ἀλλαγή μας, τήν δυνατότητα μετάνοιας, τήν στροφή στή ζωή μας σπορά ἡλιακή, σέ χρόνο καί μέ τρόπο ἄδηλο. Κάθε μέρα πού ξημερώνει δέν εἶναι γεγονός ἀστρονομικοῦ ἐνδιαφέροντος, τυπική ἐπανάληψη ρουτίνας συμπαντικῆς. Κάθε ἡμέρα δίνεται καί χαρίζεται, ἀφήνεται ὡς παρακαταθήκη, ὡς δυνατότητα πραγμάτωσης τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Θεό γιά τόν ἄνθρωπο.  Κάθε μέρα ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο καί τοῦ τόν ἐμπιστεύεται γιά πορεία καθ’ ὁμοιωτική...
Κεντρικό στοιχεῖο στήν ὅλη διήγηση εἶναι ὁ ζωοδότης Ἥλιος. Καί ἡ Βασιλική τόν γράφει μέ τό «η» κεφαλαῖο, ὑποδηλώνοντας ἕνα πρόσωπο καί ὄχι τό προφανές, μιά ἀστρική δηλαδή μπάλα. Ἀκολουθεῖ τήν θεολογική μας παράδοση μέ τή δική της τεχνική. Μιά παράδοση πού ὀνόμασε τόν Χριστό «Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης» ἤδη ἀπό τή Γέννησή Του, γιά νά μαρτυρήσει ὅτι ἡ ζωή δέν εἶναι μιά τυχαιότητα, ἀποτέλεσμα ἐξελικτικῶν συμβάντων βιολογικῶν, ἀλλά προσωπικό ἔλλογο γέννημα τοῦ Θεοῦ, δημιουργική πνοή δική Του.
Στόν ἀχτιδοϋφαντῆ ξετυλίγεται τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τό Θεϊκό δώρημα τῆς κάθε ἡμέρας.  Σ’ αὐτό βοηθᾶ καταλυτικά ἡ εἰκονογράφηση τῆς Αἰμιλίας Κονταίου. Τά πλάσματά της λεπτεπίλεπτα καί ἀέρινα, προεκτάσεις μιᾶς κίνησης δοτικῆς, πού μοιάζουν νά μήν ἔχουν τέλος. Σάν κάτι νά ‘χουν κλέψει ἀπ’ τόν Ρουμπλιώφ. Στά ἄκρα τους ἡ αἰωνιότητα.
Ἡ ὅλη ἱστορία κτίζεται πάνω στό μοίρασμα τοῦ ἥλιου. Ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς εἶναι ὁ «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» Χριστός. «Αὐτός εἶναι πού κάθε μέρα, λίγο πρίν χαράξει, κάθεται πάνω στόν Ἥλιο κι ἀρχίζει νά τραβᾶ μιά μιά τίς ἀχτίδες του» δίνοντάς τες στούς «Ταχυδρόμους». Σ’ ἐκεῖνα τά φτιαγμένα ἀπό φῶς πλάσματα τῆς γειτονιᾶς τοῦ οὐρανοῦ, πού ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη μεταφορᾶς τῶν ἀχτίδων σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τοῦ κόσμου, σ’ ὅλα τά πλάσματα τῆς γῆς. Καί κάπως ἔτσι κάθε ἡμέρα ξημερώνει...
Ὁ Ἥλιος δέν εἶναι ἕνα σπάταλο καί ἀπερίσκεπτο σκόρπισμα τοῦ Φωτός. Πρόκειται γιά εὐθύνη προσωπική. Εἶναι μοίρασμα ἔλλογο σέ κάθε ἄνθρωπο καί πλάσμα τῆς γῆς. Τό κάθε πλάσμα παίρνει τήν ἀχτίδα πού τοῦ πρέπει. Εἶναι ἡ ζωή καί οἱ προϋποθέσεις πραγμάτωσής της πού δίνονται. Οἱ ἄνθρωποι ξυπνοῦν καί συνειδητοποιοῦν τήν εὐθύνη διαχείρισης τοῦ Ἥλιου πού τοῦς δόθηκε. Κάθε ποίημα πού γράφεται, κάθε φαγητό πού μαγειρεύεται, κάθε λουλούδι πού ἀνθίζει, κάθε χέρι πού ἁπλώνεται, κάθε ἀγκαλιά πού ἀνοίγεται, κάθε σκέψη πού πραγματώνεται εἶναι τά ὑφαντά πού ὑφαίνονται ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ τίς ἀχτίδες τίς ἡλιακές. 
Ἄν δέν μοῦ ‘δινες τόν ἥλιο Κύριε δέν θά ‘χα τίποτα γιά νά ζήσω. Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ εἶναι ἡ μεταγραφή σέ γλῶσσα παραπλήσια μέ τήν ποιητική – σέ γλῶσσα παραμυθιοῦ,  τοῦ ἐκπληκτικοῦ ποιήματος τοῦ Βρεττᾶκου «Ἄν δέν μοῦ ‘δινες τήν ποίηση Κύριε»[1]. 
Ἄν δέ μοῦ ’δινες τήν ποίηση, Κύριε,

δέ θά ’χα τίποτα γιά νά ζήσω.

Αὐτά τά χωράφια δέ θά ’ταν δικά μου.

Ἐνῶ τώρα εὐτύχησα νά ’χω μηλιές,

νά πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,

νά γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,

ἡ ἔρημός μου λαό,

τά περιβόλια μου ἀηδόνια.
Γιά τόν ποιητῆ ἡ ποίηση εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ζωῆς. Εἶναι τό νόημα τῶν ὑπαρκτῶν, ὁ τρόπος τῆς εὐχαριστιακῆς πρόσληψής τους. Εἶναι ἡ ποίηση τό βιός του ὁλάκερο, καλλιεργημένο σέ ζωή. Ἡ ἄνικμη πέτρα κλωνοφυεῖ καί ἡ ἔρημος πολίζεται. Οἱ φοῦχτες γεμίζουν μέ ἥλιο σκορπίζοντάς τον σέ λέξεις. «Κρατοῦσα/ τήν πένα στό χέρι μου κι ὅπου/ ἔβρισκα ἥλιο, βουτοῦσα τήν ἄκρη της/  κ' ἔγραφα στίχους», θά ἐξομολογηθεῖ  σέ ἄλλο του ποίημα.[2] Σ’ αὐτή τήν πρώτη στροφή εἶναι ἡ γένεση τοῦ κόσμου του. Τά χωράφια δέν ὑπάρχουν (δέν εἶναι δικά του), οἱ μηλιές ἀνύπαρκτες, οἱ πέτρες νεκρές καί οἱ φοῦχτες του ἀσάλευτα κενές. Ἡ γῆ του ἐρημιά καί τά περιβόλια χωρίς τραγούδια. Τό ἀνύπαρκτο ὅμως ξημερώνει ὡς ὑπαρκτό. Ἡ ζωογόνος ποίηση μετασχηματίζει τό «ἀόρατον καί ἀκατασκεύαστον» τοῦ κόσμου του σέ πολύμορφη ζωή. Ὁ ποιητής συνειδητοποιεῖται στήν εὐθύνη τῆς ποίησης πού τοῦ δόθηκε. Νά τήν ἀξιοποιήσει, νά μήν σπαταληθεῖ.
Στόν ἀχτιδοϋφαντῆ τῆς Βασιλικῆς Νευροκοπλῆ βεβαιώνεται πώς ὁ Ἥλιος εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ζωῆς, «εὐτυχία χωρίς Ἥλιο δέν ὑπάρχει». Ὁ ἀχτιδοϋφαντῆς δίνει στούς Ταχυδρόμους του ἀπό μιά ἡλιαχτίδα κι «ἔτσι σιγά-σιγά ξημερώνει». Ὁ κόσμος ξυπνᾶ στή ζωή. Τό ταξίδι ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς δέν εἶναι εὔκολο. «Ἄλλοτε τούς ἐμποδίζει ἡ κακοκαιρία, ἄλλοτε τό σκοτάδι, καί καμιά φορά... οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι». 
Ὁ ποιητής στήν δεύτερη στροφή κομίζει τά ἀποτελέσματα τῆς ποίησής του μπροστά στόν μέγιστο Ποιητή τῶν πάντων:
Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
 
τά στάχυα μου, Κύριε; Εἶδες τ’ ἀμπέλια μου;

Εἶδες τί ὄμορφα πού πέφτει τό φῶς

στίς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι  ἔχω ἀκόμη καιρό!

Δέν ξεχέρσωσα ὅλο τό χῶρο μου, Κύριε.

Μ’ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τό γέλιο μου σάν ψωμί πού μοιράζεται.

Τό ἀδιαμόρφωτο καί ἀκατέργαστο μεταμορφώνεται σέ στάχυα καί ἀμπέλια. Τό κρασί καί τό ψωμί. Ὁ Θεός παρών ὄχι δικαιωματικά ἀλλά δουλεμένος στήν ὕπαρξή μας. Θά ὑπάρχει καί θά μεταλαμβάνεται ὅσο ἐμεῖς Τόν ζυμώνουμε, ὅσο οἱ ἄνθρωποι Τόν ἀποστάζουμε. Ἀνοίγεται δρόμος γιά τό φῶς. Ὁ προσωπικός χῶρος ξεχερσώνεται. Ὁ ἥλιος ἀναπαύεται σέ κοιλάδες γαλήνιες καί τό φῶς σκάει ἀπό τό στόμα μοιράζοντας τήν ποιητική ὕπαρξη ψίχα-ψίχα σάν καρβέλι ψωμί.
Καί γιά τόν ποιητῆ τό ταξίδι τῆς ποίησης δέν εἶναι εὔκολο. Ὁ πόνος ὀργώνει τήν ὕπαρξη ἐπεκτείνοντας τά ὅριά της «κι ὁ κλῆρος του μεγαλώνει». 
«Τό βράδυ οἱ Ταχυδρόμοι ἐπιστρέφουν στόν Ἀχτιδοϋφαντῆ καί τοῦ περιγράφουν μέ κάθε λεπτομέρεια τά ὑφαντά τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνος τά ἑνώνει ὅλα μέ μεγάλη τέχνη σ’ ἕνα μοναδικό σεντόνι ὀνείρων καί μ’ αὐτό σκεπάζει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τή γῆ». Καί οἱ ἄνθρωποι μαζί μέ τόν ποιητῆ κομίζουν ἐνώπιον τοῦ Ἀχτιδοϋφαντῆ-Λόγου τά πεπραγμένα τῆς ἡλιόποσής τους. Οἱ ἀνάσες τους συνειδητοποιοῦνται σέ ζωή κι ὄχι σέ ἐπιβίωση, κι «ἔτσι γράφουν ποιήματα οἱ ποιητές, οἱ μαγείρισσες μαγειρεύουν, οἱ χορευτές χορεύουν, καί ἄπειροι ἄλλοι κάνουν μέ κέφι τή δουλειά τους καί τήν τέχνη τους». Ὅλα αὐτά τά καθημερινά, τά ἐξαιρετικά μά καί  ἐπαναλαμβανόμενα, τά ἁπλά καί ἐπιτηδευμένα, εἶναι ἡ προσωπική σφραγίδα δουλειᾶς καί δημιουργίας τοῦ καθενός μας. Εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τῆς προσωπικῆς μας ἡλιαχτίδας, γιά νά μήν πάει οὔτε μιά λάμψη της χαμένη. Ἄχ, νά μπορούσαμε νά διαβάζαμε τά συστατικά δημιουργίας τοῦ κάθε ὑφαντοῦ. Πόσο τοῖς ἑκατό ἡλιαχτίδα ἔχει, πόσο ξενύχτι, πόσα κλάματα καί πόνο. Προσοχή γιά τούς ἐνδυόμενους τήν ἀσφάλεια καί τίς βεβαιότητες! Μπορεῖ νά περιέχουν καί ἴχνη ἀπεκδύσεων,  ὑπολείμματα συντριβῶν...
Μέ ὅλα τοῦτα τά ὑφαντά τῶν ἀνθρώπων σκεπάζει ὁ Ἀχτιδοϋφαντής τήν γύμνωση τῆς γῆς. «Σεντόνι ὀνείρων» γιά νά ‘χουν θέση στήν ἐλπίδα κι ὅσοι ἀπέτυχαν, ὅσοι ἄφησαν ἀπρόσεχτα τίς ἡλιαχτίδες τους νά τούς γλιστρήσουν μέσα ἀπ’ τά χέρια. Νά μποροῦν καί ἐκεῖνοι, οἱ πολλοί, νά κοιμοῦνται κάτω ἀπ’ τόν κόπο τῶν λίγων, γιά νά ‘χουν μερτικό εὐκαιρίας καί στήν αὐριανή ἡμέρα.
Ἡ σύλληψη τῆς Βασιλικῆς ξαφνιάζει. Τήν εὐθύνη τῶν ἡλιαχτίδων δέν ἔχουν μόνο ὅσοι τίς λαμβάνουν ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού τίς διακινοῦν, οἱ Ταχυδρόμοι. Κάθε χίλια χρόνια κάποιος θά παίρνει τή θέση τοῦ Ἀχτιδοϋφαντῆ. Ἡ ἀποστολή τους τώρα εἶναι νά διαλέξουν ἐκεῖνοι τόν κατάλληλο παραλήπτη τῆς ἡλιομεταφορᾶς τους καί νά φέρουν πίσω τά ἀποτελέσματα-ὑφαντά. Αὐτό θά εἶναι καί τό κριτήριο ἐπιλογῆς τοῦ νέου Ἀχτιδοϋφαντῆ. 
«Δέν ξοδεύω τόν ἥλιο σου ἄδικα/ Δέν πετῶ οὔτε ἕνα ψίχουλο ἀπ’ ὅ,τι μοῦ δίνεις» βεβαιώνει ὁ ποιητής. Τό ἴδιο θέλει νά διαπιστώσει καί ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς-Λόγος. Πολλές φορές καταναλώνουμε τόν ἥλιο ἐγωιστικά. Ὁ μικρός Χαρίτωνας Ταχυδρόμος εἶχε μπεῖ στόν πειρασμό αὐτό. «Εἶναι ἀλήθεια πώς πολλές  φορές τήν εἶχε φάει τήν ἡλιαχτίδα του, γιατί ὁ ἴδιος πεινοῦσε». Ὑπάρχουμε ὅμως γιά τούς ἄλλους καί ὄχι γιά τό ‘‘ἐγώ’’ μας, στόν βαθμό πού μοιραζόμαστε, ὅταν κομμάτι-κομμάτι δινόμαστε. Ἡ εὐθύνη εἶναι νά «μεγαλώσω τόν κλῆρο μου», ὄχι τόν ἐγωισμό μου. Ἄλλες φορές πάλι ἡ ἡλιαχτίδα μπορεῖ νά σβήσει, γιατί  ἀπαιτεῖ ἐγρήγορση, σπουδή σέ φωτοδιάρκεια. Ξεχνιόμαστε, ἀφηνόμαστε πάλι, ἀναβάλλουμε καί ἡ ἡλιαχτίδα θά ‘χει σβήσει μία χιλιετία πρίν.
Ἡ Βασιλική ἀλλάζει ξαφνικά τό σκηνικό καί μᾶς μεταφέρει σέ κάτι γνώριμο καί σκοτεινό. Σ΄ ἕνα ἐξελισσόμενο παρόν. Μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ Συρία καί Ἰράκ, Οὐκρανία καί Ἀφγανιστάν, Παλαιστίνη καί  Κουρδιστάν. Σέ μέρη ὅπου ὁ ἥλιος δέν ἔχει πρόσβαση, γιατί  ὁ ἄνθρωπος φροντίζει νά τόν «κλωτσᾶ». Ἰπτάμενοι σιδερόπτεροι, ἄλλης τάξης «Ταχυδρόμοι», πετοῦν καί σκιάζουν τή γῆ. «Γκρεμισμένα σπίτια καί χαλάσματα», τσιριχτές φωνές καί παιδιά νά τρέχουν προσπαθώντας νά κρυφτοῦν. 
«Γιατί σκέφτομαι τήν ἐρμιά καί τίς κατεβασιές τοῦ χειμῶνα/ Γιατί θά ‘ρθει τό βράδυ μου. Γιατί φτάνει ὅπου νά ‘ναι/ τό βράδυ μου, Κύριε». Ὁ «Βρεττᾶκος» τῆς Βασιλικῆς, ὁ μικρός Χαρίτωνας-Ταχυδρόμος, στέλνεται στήν ἐρμιά, στόν χειμῶνα τῆς καρδιᾶς. Ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάνει τή ζωή ἀξημέρωτο σκοτάδι. Δέν ξόδεψε τίποτα ἀπό τόν ἥλιο πού τοῦ δόθηκε, δέν σπατάλησε οὔτε ἕνα κομμάτι  ἡλιοζωῆς. «Σοῦ ‘ρχεται νά πετάξεις ψηλά καί ἀπό κεῖ νά μοιράσεις δωρεάν τήν ψυχή σου»[3] συμπληρώνει κι ὁ Ἐλύτης ἐρχόμενος στή συντροφιά μας. Ὁ Χαρίτωνας ἀγναντεύει ἀπό ψηλά τόν ἀναγκεμό, τήν δίψα γιά φῶς «Δέν ἤξερα πού νά τή δώσω. Ἤθελα νά τήν κάνω χίλια κομματάκια καί νά τή μοιράσω σέ ὅλους». Ἡ εὐθύνη ὅμως δέν εἶναι οἱ πολλοί, εἶναι ὁ ἕνας πού θά ἐπηρρεάσει τούς πολλούς. Καί ἡ εὐθύνη δράσης ἀντίστοιχα ἡ δική μας δέν εἶναι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, πρᾶγμα ἄλλωστε ἀδύνατο καί ἀκατόρθωτο. Εἶναι αὐτό τό ποίημα πού θά τ’ ἀφήσεις νά ταξιδεύει στό διάβα τῶν αἰώνων συγκλονίζοντας ἀσταμάτητα πολλούς. Εἶναι ὁ ἕνας ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο αὔριο θά συναντηθεῖς. Εἶναι τό πρόσωπο πού θά ἐρωτευθεῖς, ἡ ἐνορία πού σοῦ ‘λαχε νά διακονεῖς, ἡ ἐπιστήμη μέ τήν ὁποία θά συμπορευθεῖς. Εἶναι ἡ μία καί μόνο κουβέντα πού αὔριο θά σοῦ ζητηθεῖ νά πεῖς, τό ἄγγιγμα πού ἱκετευτικά θά ἀναζητηθεῖ, ἡ μία καί μόνο γύμνια καί πεῖνα πού θά ἱκανοποιηθεῖ.
Τόν ἥλιο μπορεῖ ἕνα τόσο δά συννεφάκι νά τόν κρύψει. Τόν Θεό μπορεῖ ἕνα τόσο δά ἀνθρωπάκι νά Τόν σκοτώσει. Ὁ Ἥλιος ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς. Οἱ μέν πρῶτοι θά ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν σέ μεσάνυχτα ἐνῷ ὁ ἥλιος θά μεσουρανεῖ , τήν ἴδια στιγμή πού οἱ δεύτεροι θά ἀπολαμβάνουν ἕνα Θεό καλοκαίρι. Καί τοῦτο διότι ὁ Ἥλιος ζητᾶ συνέργεια, ἀποδοχή προσωπική.
Ὁ Χαρίτωνας γνωρίζει πόσο εὐάλωτη εἶναι ἡ ἡλιαχτίδα του. Νοιώθει τήν εὐθύνη της ὅπως κι ὁ ποιητής τήν δική του: «να’χω κάμει πρίν φύγω τήν καλύβα μου ἐκκλησιά/ γιά τούς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης». 
Φυτεύει τήν ἡλιαχτίδα του ἐκεῖ πού ὅλα τοῦ φωνάζουν νά μήν τό κάνει. Κι ὅμως στήν ὕπαρξή του εἶναι πού θά ἐκκλησιασθοῦν χιλιάδες ἄλλοι. «Μ’αὐτό πού ἔκανες, Χαρίτωνα, πολλαπλασίασες ἀναρίθμητες φορές τήν ἡλιαχτίδα σου» τοῦ ὁμολόγησε ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς συγκινημένος. Καί τό πῶς, μένει  στόν καθένα, διαβάζοντας τό βιβλίο, νά τό μάθει... 
Ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐθύνη της ξεκινᾶ πάντα σέ σχέση δυαδική. Δουλεύεται μέ τήν ἔκσταση ἀπό τό ‘‘ἐγώ’’, στή συνάντηση μέ τόν ἄλλον σέ ἐπίπεδο προσωπικό. Σκοπός της ὅμως εἶναι νά γίνει τριαδική. Ἕνας ἀπεγκλωβισμός δηλαδή ἀπό τήν ἀσφάλεια τῶν δύο, στό ρίσκο τῆς πρόσληψης τοῦ κάθε ἄλλου, μέσα ἀπό μία ἀέναη κίνηση καθολικῆς περιχώρησης τῶν πάντων. Κι ἔτσι ὁ χῶρος τῆς ἀτομικῆς ἀσφάλειας, ἡ καλύβα, γίνεται ἐκκλησιά, κάλεσμα ὅλων σέ κοινή σύναξη ἀγάπης καί ἀλληλοπεριχώρησης. Τό ἴδιο καί ἡ ἀχτίδα τοῦ Χαρίτωνα, διακινδυνεύεται μέσα ἀπό τήν δυσκολία τῆς σκληροκαρδίας σέ ἄνοιγμα καί μοίρασμα καθολικό.
Τό παραμύθι τῆς Βασιλικῆς ὁλοκληρώνεται εὐχάριστα ἀλλά δέν τελειώνει. «Τό Φῶς εἶχε τρυπώσει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων κι ἐπιτέλους ἦταν εὐτυχισμένοι».  Ἡ ὁλοκλήρωση εἶναι αὐτή ἡ διαπίστωση, ἡ βεβαιότητα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Φωτός. Ἡ διαχείρισή του ἀπό ὅλους μας ἡ ἀτέλεστη πορεία.
Καλοτάξιδος ὁ Ἀχτιδοϋφαντῆς σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῶν καρδιῶν, εὔχομαι. Οἱ ἀχτίδες του νά ὑφαίνουν ροῦχο γιά τή γύμνωση τοῦ κόσμου. Προσπάθησα καί ‘γω κάτι νά (γ)ράψω...
Σημειώσεις
[1]  Στή συλλογή «Ὁ χρόνος καί τό ποτάμι», «Τά Ποιήματα», τ.Α΄, ἐκδ.: ΤΡΙΑ  ΦΥΛΛΑ, 1999, σ. 257
[2]  Ποίημα «Κυριακή», ἀπό τή συλλογή «Παιχνίδια μέ τά χρώματα», «ΠΟΙΗΣΗ», τ.Β΄, ἐκδ.: ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ  1999, σ. 135 
[3]  Ὀδ.Ἐλύτης, «Ἡμερολόγιο ἑνός ἀθέατου Ἀπριλίου», «ΠΟΙΗΣΗ», ἐκδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2005, σ. 485






Και έίπεν ο Κύριος - Ιωάννη Χρυσοστόμου







http://agiameteora.net/index.php/minymata-agapis/3576-ego-kai-aleiptis-dia-se.html

Friday, July 29, 2016

Γενέθλιον




Εκμηδενίζομαιι 
κολυμπώντας στη θάλασσα, κοιτάζοντας τον ουρανό
παίζοντας με την άμμο, τις λέξεις, το σώμα σου
Εκμηδενίζομαι 
ανασαίνοντας τα γιασεμιά, ποτίζοντας τις γλάστρες
μαγειρεύοντας, σφουγγαρίζοντας, περπατώντας
Εκμηδενίζομαι 
δεόμενη για τους άλλους 
του τότε, του τώρα, του πάντοτε
ελπίζοντας στην κοινή ανάσταση
Όταν μεγαλώσω
θέλω να γίνω ένα μεγάλο μηδέν
Τόσο μεγάλο
που να χωρά τον κόσμο ολόκληρο
Στεφάνι από φως



Thursday, July 28, 2016

Απολογισμός - Υιική στοργή - Τάσου Λειβαδίτη



Απολογισμός 

Νύχτωσε. 
Ώρα που αναρωτιιέται κανείς τι έπραξε στη ζωή του.
Κι οι νεκροί πλάγιασαν και σταύρωσαν τα χέρια,
σαν αυτό που ψάχνουν να το αγγίζουν, επιτέλους, 
μέσα τους.

Υική στοργή

Η μητέρα μου,
απ' τις καλές πλύστρες του καιρού της,
έπασχε από αρθριτικά
και ήτανε δύσκολο τώρα να κατέβει.
Έπρεπε, λοιπόν, κάθε νύχτα
εγώ ν' ανεβαίνω στον ουρανό.







Από τον π.Βασίλειο Χριστοδούλου 

Wednesday, July 27, 2016

Τραγόδι του Αγίου Παντελεήμονα



Του τρίτου και του τέταρτου αιώνα η ιστορία
για τον Παντελεήμονα που στη Μικρά Ασία 
γεννήθηκε ως Παντολέων, κι αγίασε, μιλάει.
Χρόνος στη Νικομήδεια αρχίζει να κυλάει...
Η μάνα του σαν χριστιανή πάντα σταυρό φιλούσε
με ειδωλολάτρη σύζυγο. Ο γιος ακολουθούσε
στα πρώτα του τα βήματα την πίστη του πατέρα
Η μάνα δεν τον πίεζε, του άφηνε αέρα
κι ελευθερία περισσή. Έτσι σαν μεγαλώνει
και γίνεται τρανός γιατρός, κάποτε ανταμώνει
τον άγιο Ερμόλαο που 'ταν παπάς, και φέρνει
κοντά στη Χάρη του Χριστού τον νέο. Καταφέρνει
να νιώσει ο νέος κάτι τις, κι ας έχει δυσκολίες
Μια μέρα κει που περπατά όλος αμφιβολίες,
βρίσκει στο δρόμο του νεκρό που 'ταν φαρμακωμένος
από 'να δάγκωμα οχιάς. "Θεέ, ο πεθαμένος"
αν  είσαι ο αληθινός Θεός, στο όνομά Σου,
κάνε αυτός να σηκωθεί κι αν είναι θέλημά Σου,
Κύριε Ιησού Χριστέ, να ζήσει σαν και πρώτα"
Εκείνος ανασταίνεται κι ο νιος αλλάζει ρότα
Βαφτίζεται, και σαν γιατρός ανάργυρα γιατρεύει.
Με πίστη και ιατρική όλους τους θεραπεύει
Όταν θεράπευσε τυφλό και του 'δώσε το φως του
μετά από προσευχή θερμή, τότε και ο δικός του
πατέρας, πίστεψε μεμιάς, τα είδωλα αλλάζει 
Ο βασιλέας έμάθε το θαύμα και φωνάζει
να έρθει πρώτα ο τυφλός να πει την πάσα αλήθεια
"Ποιος σου 'δώσε πίσω το φως; Δε θέλω παραμύθια",
φωνάζει ο Γαλέριος και μόλις συλλαβίσει 
"Παντελεήμων" ο τυφλός, θα τον απαγχονίσει
Τότε ο Μαξιμιανός φωνάζει να του φέρουν
αμέσως τον υπαίτιο, ώστε να καταφέρουν
ν' αλλάξουνε την πίστη του με υποσχέσεις σμήνος
Με παρρησία άφταστη ομολογεί εκείνος
πως αγαπάει τον Χριστό και πως δεν τον αλλάζει
ό,τι κι αν του χαρίσουνε. Ο βασιλιάς προστάζει
τον άγιο τότε σε τροχούς να δέσουν για να βλάψουν
το όμορφο το σώμα του, λαμπάδες να ανάψουν
και να το καιν. Στη  φυλακή ύστερα να το ρίξουν 
και τέλος  μες στη θάλασσα να πάνε να τον πνίξουν
Μα όλα τα υπέμεινε ο άγιος τα πάθη
Οργίστηκε ο βασιλιάς και ρώτησε να μάθει 
ποιος χριστιανό το έκανε τούτο το παλικάρι
Του φέρνουν τον Ερμόλαο, και τότε απ' το θηκάρι
του δήμιου βγαίνει σπαθί, του παίρνει το κεφάλι
Αμέτρητοι που βλέπουνε πιστεύουνε και άλλοι
που ακούνε και μαθαίνουνε, πιστεύουνε κι εκείνοι
Φοβούμενος ο βασιλιάς μήπως δεν απομείνει 
ειδωλάτρης γύρω του, πράγμα που τον αγχώνει,
διατάζει αποκεφαλισμό του Αγίου να τελειώνει
Ο άγιος πηγαίνοντας στο δρόμο προσευχόταν
Να σπλαχνιστεί ο Κύριος τους δήμιους ευχόταν
Στου μαρτυρίου φτάνοντας τον τόπο ευτυχούσε
που σύντομα τον Κύριο πλέον θα τον συναντούσε
Την κεφαλή του έκλινε. Το ξίφος ακονίζει
και τον χτυπά ο δήμιος, μα κείνο πώς λυγίζει
ωσάν κερί που έλιωσε απ' την πολλή τη ζέστη
Πέφτουν όλοι στα πόδια του. "Το σώμα σου υπέστη
τόσα βασανιστήρια. Πώς θα μας συγχωρήσεις;"
ρωτούν και κλαίνε γοερά "τώρα μη μας αφήσεις"
"Μη μου στερείτε τη χαρά, Θεό να απαντήσω"
τους λέει ο άγιος τρυφερά "κι ένα θα σας ζητήσω:
Το κεφαλάκι πάρτε μου και δε θα σας ξεχάσω.
Πάντοτε θα προσεύχομαι για σας, δε θα σας χάσω"
Του απέκοψαν την κεφαλή κι είδαν γάλα να ρέει
Ανοίγουνε οι ουρανοί και μια φωνή απορρέει
απ' τα γαλάζια νέφη τους: "Τώρα από Παντολέων
Παντελεήμων έγινες" κι αμνός αντί για λέων
αφήνει την ψυχούλα του, ο άγιος, στο χέρι
Αυτού που τόσο πόθησε, σαν λαμπερό αστέρι
Μα δεν μας ξέχασε ποτέ κι είναι πάντα κοντά μας
Προστρέχει στις αρρώστιες μας μα και στα βάσανά μας
Παρών και στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία
Μα και στις μέρες μας παρών. Ιδού μια ιστορία:
Ο άγιος Νικόλαος Πλανάς τον αγαπούσε
και στον ναό του, έναν καιρό, τ'  Αγίου λειτουργούσε
Μα κάποτε τον διώξανε κι ήτανε λυπημένος
Πεπράταγε και έκλαιγε πολύ βαλαντωμένος
Βλέπει έναν νεό όμορφο που τον ρωτά τι κλαίει
"Με διώξανε από το ναό", εκείνος τότε λέει
"Εγώ μαζί σου βρίσκομαι και δε θα σε αφήσω",
του απαντά ο νεαρός, "ό,τι 'ναι άστο πίσω"
"Και ποιος είσαι του λόγου σου, παιδί μου", τον ρωτάει,
παπα Νικόλας ο Πλανάς, κι ο άγιος απαντάει
"Ο άγιος είμαι π' αγαπάς εγώ, Παντελεήμων"
Έκτοτε πήγαινε ο παπάς που 'τανε ελεήμων
στο Νέο Κόσμο κι έκανε μία φορά το χρόνο
εκεί που τον εδιώξανε, μια αγρυπνία μόνο
Μα μια φορά αρρώστησε, με κόπο λειτουργούσε
ώσπου πια δεν κρατήθηκε, στην Τράπεζα ακουμπούσε
για να μην πέσει καταγής. Τότε ήρθε ο άγιος
ξανά, για δεύτερη φορά, και του 'δώσε στο άλγος
να πιει δικό του φάρμακο που αμέσως μόλις ήπιε
η αρρώστια του γιατρεύτηκε. "Ποιος είσαι;" πάλι είπε
"Είμαι αυτός που γιατρικό δίνει στας νόσους όλας,
Πανελεήμων ο γιατρός". Και ο παπα Νικόλας
στην Πύλη βγαίνει ένδακρυς, λέει στο πλήρωμά του
πως του 'δώσε ο άγιος ένα απ' τα γιατρικά του
και πως τον έκανε καλά. Όλοι συγκινημένοι
έκλαψαν και ευχήθηκαν σ' αυτούς κοντά να μένει.





Βασισμένο στο συναξάρι του Αγίου από το βιβλίο "Φθινοπωρινό συναξάρι" τόμος Β΄ του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη
Εκδ. Ακτή, Λευκωσία, 2009 


Tuesday, July 26, 2016

Τραγούδι της Αγίας Παρασκευής



Ήτανε στα χριστιανικά τα χρόνια τα αρχαία
από την κοσμοκράτειρα τη Ρώμη, η ωραία
Παρασκευή, τον δεύτερο μετά Χριστού αιώνα
εν μέσω των φρικτών διωγμών το μέγα κυκεώνα
Αποστηθίζει τις Γραφές και στους ναούς συχνάζει
διακονεί, προσεύχεται, κάθε φτωχός τη νοιάζει
Όταν θα γίνει είκοσι χρονών θα ορφανέψει
απ' τον καλό, Αγάθωνα που είχε θεία σκέψη,
κι από την Πολιτεία της, που ήταν στην ουσία 
μάνα που τη μεγάλωσε με θεία νουθεσία 
Και τότε η Παρασκευή όλα θα τα μοιράσει
τα περιουσιακά τα βάρη κι ας πεινάσει
Ιεραποστόλου το ραβδί μονάχα θα κρατήσει
κι απ' άκρη σ' άκρη τις Ιταλικές τις πόλεις θα γυρίσει
Ακλόνητη, ατρόμητη κι αφάνταστα γενναία
κηρύττει μέσα στους διωγμούς κι ας είναι πολύ νέα
τον Κύριό της και Θεό που τόσο αγαπάει
Πιστεύουνε αμέτρητοι όπου αυτή κι αν πάει
Κάποιοι την καταδίδουνε όμως στον Αντωνίνο
της Ρώμης αυτοκράτορα, οπότε, μπρος σε κείνον
αφου τη συλλαμβάνουνε με διαταγή δική του
στέκεται η Παρασκευή ωσάν ανώτερή του
Θαυμάζει ο αυτοκράτορας τα κάλλη τα περίσσια
και της ζητά να αρνηθεί τον Ιησού στα ίσια
και τους δικούς του τους θεούς αυτή να προσκυνήσει
"Μήτε τη γη μήτε ουρανό", εκείνη θα απαντήσει
"οι λατρεμένοι σου θεοί δεν έφτιαξαν, οπότε
λέω να πάνε να χαθούν και τέλειωσέ με τότε."
Θαυμάζει μεν ο βασιλιάς, μα και πολύ θυμώνει
Την περικεφαλαία του αμέσως πυρακτώνει
και στης Παρασκευής, καυτή, τη βάζει, το κεφάλι
Μένει αυτή αλώβητος, και τότε όλοι οι άλλοι
ειδωλολάτρες, διά μιας, αμέσως ξεκλειδώνουν
Πιστεύουν όλοι στον Χριστό κι όλους τους θανατώνουν
παίρνοντας τα κεφάλια τους μ' ακονισμένο ξίφος
"Να την αλυσοδέσετε", μ' αγριεμένο ύφος
προστάζει ο αυτοκράτορας, "στη φυλακή να μείνει"
Άγγελος όμως έρχεται τη νύχτα και τη λύνει
Πάλι μπροστά στο βασιλιά την παν την άλλη μέρα
Την είδε και τη θαύμασε ξανά, μα παραπέρα 
λέει ν' ανάψουνε φωτιά σ' ένα βαθύ καζάνι
να βράσουν μέσα έλαιο και πίσσα μάνι μάνι
Τη ρίχνουν και δροσίζεται. Τρίτη φορά θαυμάζει
ο Αντωνίνος κι απορεί, αυτός που ετοιμάζει 
την κάμινο, μη λάθεψε; "Ρίξε μου δυο κομμάτια",
ζητά απ' την Παρασκευή. Του καίγονται τα μάτια
καθώς αυτή ατρόμητη του ρίχνει με τα χέρια.
Σφαδάζει ο αυτοκράτορας κι αυτή πονάει πλέρια
Προσεύχεται στον Κύριο κι Αυτός τον θεραπεύει
Ανοίγονται και της ψυχής τα μάτια και πιστεύει
Προστάτης είναι των ματιών έκτοτε η αγία
κι ο Αντωνίνος στη Ρωμαϊκή, έμεινε, ιστορία
ως Πίος, που εσήμαινε, ο Ευσεβής, και παύει
αμέσως όλους τους διωγμούς. Εκείνην αναπαύει
κι απ' τα δεσμά της φυλακής βεβάιως λευθερώνει
Εκείνη παίρνει το ραβδί κι αρχίζει να οργώνει
Μέχρι στη Σαλονίκη μας φθάνει και συνεχίζει
στα Τέμπη κατεβαίνοντας κηρύττει και σαλπίζει
του ευαγγελίου μήνυμα σε όποιον συναντάεΙ
Μέχρι και δυο διοικητές στο δρόμο απαντάει
Ο ένας ο Ασκληπιός, Ταράσιος ο άλλος
Σκοτώνει έναν δράκοντα όπου 'τανε μεγάλος
Ο Ασκληπιός, όπως πολλοί, πιστεύει ολοψύχως
Ατάραχος Ταράσιος, καθόλου αντιστοίχως
με τον Ασκληπιό αυτός, βρίσκει την ευακιρία
και με αποκεφαλισμό, σκοτώνει την αγία
Πετά ψηλά στους ουρανούς η πάγκαλη ψυχή της
Τόσοι αιώνες πέρασαν κι ακόμα η ευχή της
κάνει σπουδαία θαύματα. Όσοι την ανταμώνουν
σαν μια γλυκιά καλογριά και την κοντοζυγώνουν
σ' όλα τα προσκυνήματα που 'χουνε τ' όνομά της,
γλυκαίνονται απ' τη χάρη της κι από την αρχοντιά της

  






Monday, July 25, 2016

Τραγούδι της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής (22.07.16)



Σεμνή, σοφή μακάρια, στα Μάγδαλα που ζούσε 
αναγκαιμένους και φτωχούς, όλους τους ελεούσε
Πλούσια και επιφανής η οικογένειά της
Φιλεύσπλαχνα υπήρξανε τα δύο γονικά της,
η Ευχαριστία μάνα της κι ό Σύρος ο πατέρας
τον Νόμο τον τηρούσανε μέχρι ορίων πέρας
Κι όταν αυτοί πεθάνανε συνέχισε η Μαρία
τον κόσμο να τον ελεεί. Τέτοια καλή πορεία
τη φθόνησε ο διάβολος και τη γεμίζει πάθη
κι εκείνη ψάχνει λυτρωμό απ' της ψυχής τα λάθη
Μαρία τη Μαγδαληνή, άνθος των Μυροφόρων, 
ο Κύριος απάλλαξε απ' των δαιμονόφόρων
τα επτά πάθη της ψυχής όπου τη βασανίζαν
κι έγινε ολοκάθαρο κρύσταλλο που βαφτίζαν
οι αρετές τα κάλλη τους κι όλη την όμορφιά τους
Στις Μυροφόρες έγινε πρώτη ανάμεσά τους
Άφησε σπίτι, συγγενείς, και τα υπάρχοντά της
χωρίς φειδώ τα χάρισε όλα με την καρδιά της
το έργο του Κυρίου της για να υποστηρίξει,
τις χρείες τις βιοτικές με αγάπη να στηρίξει
των μαθητών το φαγητό κι όποια ανάγκη είχαν
Αυτή είναι που έμεινε ενώ ξεσπούσε η μπόρα
στον Κύριό της συνοδός ως τη στερνή την ώρα
Στον Γολγοθά ακολουθεί τον Κύριο και πάει 
και στην ταφή του βρίσκεται κι αφόρητα πονάει
Την πέτρα, αυτή, του μνήματος, είδε ανεωγμένη
κι έτρεξε με τις φίλες της να πει πως απομένει
κνεό το μνήμα του Χριστού σ' όλους τους αποστόλους
Αυτήν, μετά την Παναγιά και πριν βρεθεί με όλους,
ο Κύριος, απάντησε, εκείνη να μηνύσει,
ότι Ανέστη εκ νεκρών, να το διαλαλήσει
Των Αποστόλων έγινε απόστολος εκείνη
και σαν Ευαγγελίστρια σε όλους που θα γίνει
των Ευαγγελιστών αυτή, παρθένος και Μαρία,
 τα άγια ευαγγέλια γράφουν την ιστορία
πώς πρώτη απ' τις μαθήτριες εκείνη επιλέγη
και πώς σαν Ισαπόστολος θα δοξασθή ως λέγη
κάθε ένας Ευαγγελιστής, η ακόλουθος αγία
που διακόνησε μετά, κι αυτήν την Παναγία
Μέχρι να φτάσει τελικά στον άγιο Ιωάννη
στην Έφεσο που ήτανε,  κι εκεί να αποθάνει
η αγαπημένη του Χριστού μαθήτρια εκείνη
στου αγαπημένου μαθητή τα χώματα να μείνει
το άγιο το σώμα της,  ενώ λευκή η ψυχή της
να φύγει για τον ουρανό, κοντά στον Λυτρωτή της





Sunday, July 24, 2016

Κυριακὴ Ε᾽Ματθαὶου

(Ματθ. 8,28-9,1)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ 
28. εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. 
29. καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; 
30. ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. 
31. οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων.
32. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. 
33. οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. 
34. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. 
1. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.









Saturday, July 23, 2016

Τραγούδι του προφήτη Ιεζεκιήλ


Στου Ναβουχοδονόσορα τα χρόνια ο προφήτης,
ο μέγας Ιεζεκιήλ, έζησε ως αλύπτης
ψυχών όπου τις δίδασκε το φως του Ναζωραίου
Τ' όνομα του πατέρα του, Βουζί ήταν, του ωραίου
που ιερέας σύρθηκε μέχρι τη Βαβυλώνα
σαν τα Ιεροσόλυμα, τον έκτο τον αιώνα,
πήραν οι Βαβυλώνιοι, κι όλους τους Ιουδαίους
αιχμάλωτους εξόρισαν, ανήμπορους, μοιραίους
Η ανατροφή που δέχτηκε ο γιος απ' τον πατέρα
είχε την επιμέλεια ηθών που πέρα ως πέρα
απ' την πατροπαράδοτη θρησκεία τους πηγάζαν
και μόνο ό,τι ήταν του Θεού τιμούσαν και γιορτάζαν
Έτσι, εχθρός κάθε κακού και κάθε αμαρτίας,
θα γίνει ο προφήτης μας πρότυπο ακακίας
Τους υπερόπτες άρχοντες με θάρρος θα ελέγξει,
χωρίς, η εξουσία τους, να νοιάζεται αν πλέξει
δίχτυα που στην παγίδα τους θα θέλει να τον κλείσει
Τη νιώθει όλος ο λαός τη θεία του την κλήση.
Πρεσβύτεροι, νεότεροι, ζητούν τη συμβουλή του
Κι ο Κύριος τον αγαπά. Τη Θεία τη βουλή Του
θα φανερώσει καθαρά, ώστε να προφητέψει
πώς την αγία πόλη τους εχθρός θα καταστρέψει,
των ειδωλολατικών εθνών τη θεία καταδίκη,
και την ανάσταση νεκρών με του Θεού τη νίκη
απέναντι στο θάνατο. Πώς τα γεγυμνωμένα 
οστέα, σάρκες θα ντυθούν κι όλα αναστημένα
όταν ο μέγας φωνητής Αρχάγγελος σαλπίσει
μπροστά στον Ένα τον Θεό θα τα ονοματίσει
Περνούν οι χρόνοι κι οι καιροί,  κι ως όλοι οι προφήτες
έτσι κι ο Ιεζεκιήλ, απ' του κακού τις φύτρες,
φονεύεται. Απ' τη φυλή του Γαδ κάποιοι φονιάδες
ειδωλολάτρες, φόνευσαν σαν άγριες μαινάδες
τον μέγα της Ανάστασης προφήτη των αιώνων
να ζει ανθός αμάραντο  των Θείων των λειμώνων



Thursday, July 21, 2016

Τραγούδι του Προφήτη Ηλία



Από τη Θέσβη έλκυε  το γένος ο προφήτης,
εξ ου και το επίθετο απέκτησε, Θεσβίτης
Απ' τη φυλή του Ααρών και τον Σωβάκ πατέρα
στον ένατο, γεννήθηκε, αιώνα, μία μέρα
στη Γαλαάδ που βρίσκονταν στη Μεσοποταμία. 
Σαν ο Σωβάκ στον ύπνο του βλέπει μια οπτασία: 
Δυο άντρες μέσα στα λευκά, νιογέννητο ταϊζουν
με φλόγα, και σε σπάργανα φωτιάς όπου ορίζουν,
το σώμα σπαραγανώνουνε, γυρεύει ο πατέρας 
τη λύση του οράματος κάπως να φέρει εις πέρας.
Αναζητά τους ιερείς να πουν για το παιδί του,
και στα Ιεροσόλυμα, του λένε, τη φυλή του,
ο γιος του που θα γεννηθεί θα κρίνει με μαχαίρι
δίκοπο, μα και με φωτιά που θα κρατά στο χέρι
Και εικοσπέντε συναπτά έτη, ακολουθούνε
που ο προφήτης επί γης μιλά σ' αυτούς που ζούνε
Με προφητειές πάμπολλες κι έτσι τους συμβουλεύει.
Το ζεύγος το βασιλικό που τότε βασιλεύει,
ο Αχαάβ ο βασιλιάς και η βασίλισσά του,
η Ιεζάβελ, δέχονται τα φλογερά πυρά του
Δεν ήτανε του Ισραήλ το γένος της αφέντρας
και τον Ηλία έβαλε στο στόχο της βουκέντρας
Τον κυνηγούσε, καθώς λεν, όπως Ηρωιδάδα
τον Τίμιο τον Πρόδρομο, σε κάθε πεδιάδα
Αφού την πίστη νόθευε με έθιμα δικά της
που 'ταν ειδωλολατρικά, αυτός την αφεντιά της,
με θάρρος καυτηρίαζε κι αυτή λυσσομανούσε
και τον προφήτη άγρια παντού τον κυνηγούσε
Κρύβεται τότε σε σπηλιά κι απ' το Θεό ζητάει
να πάψουν όλες οι βροχές. Αυτό παρακαλάει.
Τρισήμιση χρόνια περνούν, δε βρέχει ούτε στάλα
Νερό πίνει απ' το χείμαρρο ο ίδιος, και για τ' άλλα
ένα κοράκι φρόντιζε. Σαν το νερό στερεύει
στης Σιδωνίας, Σάρεπτα, την πόλη,  καταφεύγει
κατόπιν Θείας εντολής. Μια χήρα τον προσμένει
Μήτε τ' αλεύρι σώνεται, μήτ' από λάδι μένει
κι ας ήταν όλα λιγοστά μέσα στο φτωχικό της
Μα σώνεται ο γιόκας της και το μονάκριβό της
από ασθένεια βαριά που τη ζωή του παίρνει.
Εκείνος, σαν προσευχηθεί, πίσω τον ξαναφέρνει.
Μετά απ' την ανάσταση συμβαίνει κάτι ακόμα
Ο βασιλέας προσκαλεί να χτίσουνε στο χώμα
ένα θυσιαστήριο, και ιερείς φωνάζει
στον Βάαλ να ευχηθούν, όπως τον διατάζει,
η Ιεζάβελ μυστικά. Ήρθανε τετρακόσιοι
και όλοι τους προσεύχονταν να πέσει να πλακώσει
το σφάγιο που βάλανε, φωτιά,  απ' τους θεούς τους
Όλη μέρα φωνάζουνε. Τους αναστεναγμούς τους
ψευτοθεοί δεν άκουσαν. "Κάντε στην άκρη τώρα",
τους λέει τότε ο Άη Λιας. "Ήρθε πλέον η ώρα
του μόνου Τρισυπόστατου την δύναμη να δείτε
Τα ξύλα να βουτήξετε μες στο νερό και πάλι
να το επαναλάβετε για τρεις φορές. Οι άλλοι
το κάναν και του τα 'φεραν και φτιάχνει το δικό του
θυσιαστήριο γ ίαυτόν μονάχα το Θεό του.
Αφού βάζει το σφάγιο, προσεύχεται κι ανοίγουν
οι ουρανοί, και με φωτιά μεγάλη το τυλίγουν
Στ' αποκαϊδια του μπροστά,  ένας λαός θυμώνει
Τους τετρακόσιους ψεύτικους τους ιερείς, ζυγώνει
και στον προφήτη με σειρά όλους τους παραδίνει
για τιμωρία αυστηρή που παρευθύς τους δίνει.
Η Ιεζάβελ θύμωσε. Πάλι τον κατατρέχει
κι εκείνος τότε στο Χωρήβ του Μωϋσή προστρέχει
Εκεί που άκουσε φωνή Θεού κι είδε τη βάτο
να μην την καίει η φωτιά που άρπαξε από κάτω
Θα μείνει σ' ένα σπήλαιο κι εκεί θα του διδάξει
κάτι καινούργιο ο Θεός για να τον προφυλάξει
Ανέβα πάνω στην κορφή, λέει, να με κοιτάξεις.
Σεισμό, αέρα και φωτιά θα δεις και θα τρομάξεις
Θα δεις και άύρα απαλή. Σ' αυτήν θα με ζητήσεις
Μόνο εκεί θα βρίσκομαι όταν θα με ποθήσεις
Τη μυλωτή του στα νερά του ποταμού πετάει
τον Ιορδάνη, πάνω της πατώντας, τον περνάει
Περνούν οι χρόνοι κι οι καιροί, κι αντί για να πεθάνει,
στους ουρανούς ο Κύριος αυτόν αναλαμβάνει
Και σαν φωτιά υψώνεται στα πύρινα άλογά του
που σέρνουν άρμα από φωτιά και τρέχουνε μπροστά του
Μακάριοι τον είδανε, και οι κεκοσμημένοι
εν αγαπήσει, χαίρονται. Κοντά τους παραμένει. 















Wednesday, July 20, 2016

Ο προφήτης Ηλίας


Ὁ ἔνσαρκος Ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς,
ὁ δεύτερος Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ,
Ἠλίας ὁ ἔνδοξος,
ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισαίῳ τὴν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει,
διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτόν, βρύει ἰάματα.

Μέσα στη χορεία των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης ξεχωριστή είναι η θέση του προφήτη Ηλία. Στην Καινή Διαθήκη το όνομα του προφήτη Ηλία αναφέρεται πολλές φορές από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Προδρόμου, είπε πως ο Ιωάννης θα ερχόταν «ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλίου» (Λουκ., κεφ. α, στ. 17), θα είχε δηλαδή τα γνωρίσματα και το ζήλο του προφήτη Ηλία, θα ήταν ο ίδιος ο προφήτης Ηλίας, όπως ο λαός τον περίμενε να ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός, όταν έδωσε μαρτυρία για τον πρόδρομο Ιωάννη κι έπλεξε το εγκώμιο του, είπε πως αυτός ήταν ο Ηλίας «Αν θέλετε, να το παραλεχθείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που έμελλε να έλθει».

Το πιο σπουδαίο είναι ότι οι μαθητές επάνω στο βουνό, κατά τη θεία Μεταμόρφωση, είδαν τους δυο Προφήτες, τον Μωϋσή και τον Ηλία, να συνομιλούν με τον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά φανερώνουν την ξεχωριστή θέση του προφήτη Ηλία ανάμεσα στους Προφήτες και μέσα στη συνείδηση του λαού. Ακόμα και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ακούοντας τη διδασκαλία και βλέποντας τα θαύματά του, έβλεπαν τον προφήτη Ηλία, που είχε ξανάρθει. Ο Ιησούς Χριστός ρώτησε· «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;». Κι οι μαθητές είπαν’ «Ἰωάννην τὸν βαφτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν....».

Ο προφήτης Ηλίας έζησε τον 9 π.Χ. αιώνα και ήταν γιος του Σωβάκ και καταγόταν από τη Θέσβη (γι' αυτό και ονομάστηκε Θεσβίτης), το σημερινό El Istib, της περιοχής Γαλαάδ, και άνηκε στην φυλή του Ααρών. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είδε μία θεία οπτασία: Δύο άνδρες λευκοφορεμένοι τον ονόμαζαν Ηλία, τον σπαργάνωναν με φωτιά και του έδιναν φλόγα να φάει. Τότε ο πατέρας του, πήγε στα Ιεροσόλυμα και αφού περιέγραψε την οπτασία στους ιερείς, εκείνοι του είπαν ερμηνεύοντας την οπτασία, ότι ο γιος του θα γίνει προφήτης και θα κρίνει το Ισραήλ με δίκοπο μαχαίρι και φωτιά.

Ο Προφήτης Ηλίας άσκησε το προφητικό του χάρισμα επί 25 έτη στα χρόνια του βασιλέα Αχαάβ, που βασίλεψε στα 873 - 854 π.Χ. Ο Αχαάβ και μάλιστα η γυναίκα του Ιεζάβελ ήσαν άνθρωποι ασεβείς κι εναντίον τους ήταν ο πόλεμος του προφήτη Ηλία. Η Ιεζάβελ, που δεν ήταν ισραηλίτισσα και γινόταν αιτία να νοθεύεται η πίστη από ειδωλολατρικά έθιμα, αυτή λοιπόν κυνήγησε πολύ τον προφήτη Ηλία, γι’ αυτό κι εκείνος αναγκαζόταν διαρκώς να φεύγει και να κρύβεται. Η Ιεζάβελ κυνηγούσε τον προφήτη Ηλία όπως η Ηρωδιάδα τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Πρώτο μεγάλο σημείο, που έδωσε ο προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε και δεν έβρεξε για τριάμισι χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα ο Προφήτης κρυβόταν σε μια σπηλιά σ’ ένα χείμαρρο πέρ’ από τον Ιορδάνη. Εκεί υπήρχε λίγο νερό, κι ένας κόρακας του πήγαινε τροφή κάθε πρωί. Όταν στέρεψε το νερό, έφυγε ο Προφήτης και πήγε στα Σάρεπτα της Σιδωνίας· όλα αυτά με εντολή του Θεού. Εκεί φιλοξενήθηκε σε μια χήρα γυναίκα, που είχε λίγο αλεύρι και λίγο λάδι, κι όμως έτρωγαν όλο τον καιρό και δεν έλειψαν. Η χήρα γυναίκα είχε ένα παιδί κι έτυχε να αρρωστήσει και να πεθάνει. Τότε ο Προφήτης προσευχήθηκε κι ανάστησε το παιδί.

Δεύτερο μεγάλο σημείο, που έδειξε ο Προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε κι ήλθε φωτιά από τον ουρανό. Με προσταγή του βασιλέα Αχαάβ, μαζεύτηκαν τετρακόσιοι ειδωλολάτρες ψευτοιερείς, που τους προστάτευε η Ιεζάβελ. Τότε ο προφήτης Ηλίας τους προκάλεσε σ’ ένα διαγωνισμό. Του είπε κι έβαλαν πάνω στο θυσιαστήριο τα ξύλα και το σφάγιο για θυσία, και άρχισαν να τρέχουν γύρω και να φωνάζουν όλη την ήμερα τον ψεύτικο θεό Βάαλ, για να ρίξει φωτιά· «και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις». Τότε ο Προφήτης τους είπε· «Κάνετε πέρα! Τώρα θα κάνω εγώ τη θυσία μου». Έκανε δικό του θυσιαστήριο, έβαλε κι έβρεξαν καλά τρείς φορές τα ξύλα με νερό κι ύστερα προσευχήθηκε. Έπεσε τότε φωτιά από τον ουρανό κι αναποδογύρισε κι έκαψε ολόκληρο το θυσιαστήριο.

Ύστερα απ’ αυτό το σημείο, ο λαός έπιασε τους τετρακόσιους ψευτοϊερείς, κι ο προφήτης Ηλίας τους τιμώρησε αυστηρά. Η Ιεζάβελ, αγριεμένη, κυνήγησε τον Προφήτη, κι εκείνος έφυγε ψηλά στο Χωρήβ, εκεί που πριν πεντακόσια χρόνια ο Μωϋσής άκουσε τη φωνή του Θεού κι είδε τη βάτο να φλέγεται και να μην καίγεται. Εκεί ο προφήτης Ηλίας κρυβόταν σε μια σπηλιά, κι ο Θεός τον δίδαξε ένα σπουδαίο μάθημα. Του είπε· «Ανέβα ψηλά στην κορυφή, και θα δεις το Θεό. Θα περάσει δυνατός αέρας· θα γίνει σεισμός· θα δεις φωτιά και θα περάσει ένα ανάλαφρο και δροσερό αεράκι. Ο Θεός δεν θα είναι ούτε στη θύελλα ούτε στο σεισμό ούτε στη φωτιά, αλλά στο ανάλαφρο αεράκι».

Άλλα θαυμαστά σημεία του πορφήτη Ηλία ήταν ότι διέσχισε τον Ιορδάνη ποταμό με την μυλωτή του και τέλος ότι αντί να πεθάνει ανελήφθη με άρμα πυρός στον ουρανό.

Να σημειώσουμε, ότι ο προφήτης Ηλίας, μετά από οκτώ ή δέκα χρόνια από την ανάληψη του, απέστειλε γράμματα (ίσως δι’ Αγγέλου) στον βασιλέα Iωράμ, προβλέποντας τον θάνατο του επειδή απομακρύνθηκε από την λατρεία του αληθινού Θεού: «καὶ ἦλθεν αὐτῷ ἐν γραφῇ παρὰ ᾿Ηλιοὺ τοῦ προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεὸς Δαυὶδ τοῦ πατρός σου· ἀνθ' ὧν οὐκ ἐπορεύθης ἐν ὁδῷ ᾿Ιωσαφὰτ τοῦ πατρός σου καὶ ἐν ὁδοῖς ᾿Ασὰ βασιλέως ᾿Ιούδα» (Παραλειπομένων Β’, κεφ. 21, στίχος 12).

Το δε βιβλίο Σοφία Σειράχ αναφέρει ότι: «ΚΑΙ ἀνέστη ᾿Ηλίας προφήτης ὡς πῦρ, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ὡς λαμπὰς ἐκαίετο.... ὡς ἐδοξάσθης, ᾿Ηλία, ἐν τοῖς θαυμασίοις σου· καὶ τίς ὅμοιός σοι καυχᾶσθαι; ὁ ἐγείρας νεκρὸν ἐκ θανάτου καὶ ἐξ ᾅδου ἐν λόγῳ ῾Υψίστου· ὁ καταγαγὼν βασιλεῖς εἰς ἀπώλειαν καὶ δεδοξασμένους ἀπὸ κλίνης αὐτῶν· ὁ ἀκούων ἐν Σινᾷ ἐλεγμὸν καὶ ἐν Χωρὴβ κρίματα ἐκδικήσεως· ὁ χρίων βασιλεῖς εἰς ἀνταπόδομα καὶ προφήτας διαδόχους μετ᾿ αὐτόν· ὁ ἀναληφθεὶς ἐν λαίλαπι πυρὸς ἐν ἅρματι ἵππων πυρίνων.... μακάριοι οἱ ἰδόντες σε καὶ οἱ ἐν ἀγαπήσει κεκοσμημένοι, καὶ γὰρ ἡμεῖς ζωῇ ζησόμεθα.» (Σοφία (Σειράχ, μη΄, 1<-11>).


Tuesday, July 19, 2016

Χάι κου του Χιώτικου Κάμπου




1. Γυρνούν την πλάτη
στη δημόσια, τα σπίτια 
όλου του Κάμπου.

2. Στραμμένο βλέμμα
στο περιβόλι, όπως
ο νους στην καρδιά.

3. Περιβολάρη
τον κήπο της καρδιάς μου
ξεχορτάριασε