Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατο...
Και μήπως μπορώ να εννοήσω τον θάνατο; Πώς να εννοήσω αυτό που καταργεί κάθε νόημα; Πώς να κινηθεί ο νους σ’ ένα τέλμα που ακινητοποιεί κάθε κίνηση; Με ποιο χτύπο να χτυπήσει η καρδιά μου για να εμβαθύνει στην κατάπαυση κάθε χτύπου; Και που να στραφεί το βλέμμα μου να αντλήσει μια απάντηση όταν η αστραπή του άλλου βλέμματος έγινε κιόλας στάχτη;
Όχι, δεν τον εννοώ τον θάνατο. Και δεν τον εννοώ γιατί είμαι πλασμένος από τη ζωή. Δεν εννοώ τη στάχτη γιατί είμαι φτιαγμένος από την αιώνια φωτιά της αγάπης. Μόνο ο θρήνος, ο κλαυθμός και ο οδυρμός μου μένει και δεν εννοώ τίποτα... Δεν μπορώ, αλλά και δε θέλω να εννοήσω...
Άλλοτε μαχαίρι, άλλοτε δρεπάνι κι άλλοτε τσεκούρι ο θάνατος γυρνά στους δρόμους που με τα χέρια μου όργωσα, στα σπίτια που με τον ιδρώτα μου έχτισα, στις θάλασσες που τα καράβια τους εγώ τα ναυπήγησα και αφαιρεί τα χέρια μου, τα πόδια μου, τον ιδρώτα μου κλέβοντας τις ζωές αυτών που με γέννησαν και γέννησα, όσων μ’ αγάπησαν κι αγάπησα κι έγιναν κομμάτι της σάρκας μου, ψυχή της ψυχής μου.
Αιμοβόρος σαν ατάλαντος ποιητής αφαιρεί το πολυτιμότερο και ουσιαστικότερο μέρος από το ποιημα της ζωής αφήνοντάς το ανούσιο, πεζό, αδιάφορο. Ο μέγας αντιποιητής, εν τέλει. Ο δήμιος και αρχιευνούχος της ζωής που απρόσκλητος και ύπουλος, βίαιος και άσπλαχνος, ανήλιαγος και σκοτεινός καταφθάνει οπλισμένος τα ανίκητα όπλα μιας αρχέγονης τεχνολογίας που ό,τι κι αν κάνω, ό΄,τι κι αν εφεύρω, δεν μπορώ να τα ανταγωνιστώ και ουδέποτε να νικήσω...
Η απουσία του εκλιπόντος γινεται τώρα μια παρουσία αόρατη, άπιαστη, ανείδωτη στην ζωή μου την μικρή μα και τόσο μεγάλη.
Δε θα ξανακούσω την τραγουδιστή φωνή του, δε θα ξαναδώ τα λαμπερά του μάτια, δε θα αγγίξω ξανά το σώμα που χάιδεψα και το χάδι του ξύπνησε στο σώμα μου τον έρωτα και το πάθος της ζωής...
Αποχαιρετήσαμε χθες την Σοφία μας... τη Σοφία που εμείς, Σοφούλα την λέγαμε. Την Σοφία Καρακώστα. Ένα λουλούδι, πολύ νέο για να μαραθεί. Ένα πλάσμα που έσφιζε από χρώματα, γέλιο, πάθος, ενδιαφέροντα, νοιάξιμο για όλους, τρυφερότητα και στοργή για τον καλότατο άντρα της και την αξιολάτρευτη κορούλα της. Η μελωδία της καρδερινας μας έπαυσε, μετά από τρισήμιση χρόνια μαρτυρίου και πόνου αβάσταχτου που υπέμεινε γενναία και μεγαλόψυχα. Μια ζωή προσφοράς έφτασε πολύ γρήγορα στο τέρμα της. Ένα παιδικό πρόσωπο που όσο κι αν μεγάλωνε έμενε πάντα παιδικό, τώρα ταξιδεύει στην αγκαλιά του αιώνιου Παιδιού, του μόνου που νίκησε τον θάνατο για να μας δώσει την ελπίδα πως τα καλύτερα είναι εκεί... στην αγκαλιά του και στο Φως Του...
Η Σοφούλα μας πέρασε απέναντι. Το χαντάκι που δρασκέλισε βαθύ και προς το παρόν για μας απροσπέλαστο. Χαράδρα σκοτεινή. Και η ομίχλη πυκνή. Δεν μπορούμε να δούμε πώς πορεύεται μέσα της. Η Σοφούλα μας, χρυσωμένο περιστέρι πετά στους ουρανούς κι ενώ θρηνούμε όσοι την αγαπήσαμε, νιώθουμε κάτι στις καρδιές μας σαν μετάληψη από τις χρυσές ανταύγειες των φτερών της... Και αστράφτουν παράδοξα τα δάκρυα που τρέχουν πικρά και γίνονται φλόγα απαλή και γλυκειά στο κεράκι που ανάβουμε στη μνήμη της...
Δεν μου ήταν εύκολο να σου γράψω, αγαπημένη... και η μεγαλύτερη δυσκολία μου πήγαζε από το γεγονός ότι αγαπούσες τόσο πολύ τα παραμύθια μου που θα έπρεπε τώρα να γράψω ένα παραμύθι για σένα... μα αυτό στέκεται παντελώς αδύνατον και μάλλον σε απογοητεύω... Νιώθω όμως βαθιά στην καρδιά μου πως οι όροι αντιστράφηκαν... Είσαι εσύ που έγινες το παραμύθι μας... και είσαι ένα παραμύθι ασύγκριτο για μας που κανένα άλλο δεν μπορει να σε φτάσει... κι έτσι ενώ εγώ γράφω, εσύ με παρηγορείς... και το μυστήριο του θανάτου μπορεί να την το εννοώ, αλλά το φως που σκάει μέσα απ’ το μνήμα σου, μου χαρίζει ένα νόημα για το οποίο λόγια δεν έχω...
Καλό ταξίδι, Σοφούλα μας...
Ο Νικητής του θανάτου, ας αναπαύσει την πανέμορφη ψυχή σου κι ας δώσει δύναμη στους ανθρώπους που λάτρεψες και σε λάτρεψαν...