Ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας λαμβάνει ἕνα διαφημιστικὸ φυλλάδιο ποὺ δῆθεν ὑπόσχεται ὅτι ἔχει κερδίσει ἕνα ἑκατομμύριο δολάρια, καὶ ὁ γιὸς τοῦ ἀναγκάζεται νὰ τὸν συνοδέψει στὴν Νεμπράσκα γιὰ νὰ παραλάβει τὰ χρήματα.
Ἐξαιρετικὲς ἑρμηνεῖες – ὁ Μπροὺς Ντὲρν εἶναι μία πραγματικὴ ἀποκάλυψη – στὴ νέα ταινία τοῦ Ἀλεξάντερ Πέιν, ποὺ εἶναι ἀστεία καὶ συγκινητικὴ καὶ μιλᾶ γιὰ πράγματα ποὺ ἔχουμε ζήσει ὅλοι.
Πῶς μπορεῖς νὰ κάνεις μία ὑπέροχη ταινία μὲ τὰ πιὸ ἁπλὰ ὑλικά;
Πῶς μπορεῖς νὰ πάρεις μερικοὺς μπανὰλ χαρακτῆρες καὶ νὰ κάνεις κάτι ἐξαιρετικὰ πρωτότυπο;
Πῶς μπορεῖς νὰ πάρεις ἕνα βαρετὸ θέμα καὶ τὸ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἰδιαίτερα συναρπαστικό;
Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὸ ὄνομα τοῦ Ἀλεξάντερ Πέιν.
Τὸ βασικὸ προτέρημα αὐτῆς τῆς ταινίας εἶναι τὸ σενάριό της – μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὰ σενάρια τῶν ταινιῶν τοῦ Πέιν εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ αἰχμηρὰ τῶν τελευταίων χρόνων στὸ ἀμερικανικὸ σινεμά.
Βραβευμένος μὲ τὸ Ὄσκαρ Σεναρίου (γιὰ τὸ «Πλαγίως» τὸ 2004 καὶ τοὺς «Ἀπογόνους» 2012), ὁ Ἑλληνοαμερικανὸς Πέιν κατάφερε καὶ στὸ «Νεμπράσκα» νὰ φτιάξει ἀπὸ τὸ σενάριο τοῦ Μπὸμπ Νέλσον μία ἐξαιρετικὴ ἱστορία, διασκεδαστικὴ καὶ συγκινητικὴ ταυτόχρονα.
Ἕνας ἡλικιωμένος ἄνδρας (Μπροὺς Ντὲρν) λαμβάνει ἕνα διαφημιστικὸ φυλλάδιο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπόσχονται ὅτι, ἂν παραγγείλεις τὰ σωστὰ προϊόντα καὶ ἔχεις τὸ σωστὸ μυστικὸ νούμερο, μπορεῖς νὰ κερδίσεις ἕνα ἑκατομμύριο δολάρια.
Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ὅπως λέει ὁ γιὸς τοῦ (Γουὶλ Φόρτε), «πιστεύει ὅ,τι τοῦ λένε» καὶ ἔτσι ἀποφασίζει νὰ διασχίσει μία τεράστια ἀπόσταση γιὰ νὰ πάει στὴ Νεμπράσκα καὶ νὰ διεκδικήσει τὸ ἕνα ἑκατομμύριο.
Οἱ πάντες βέβαια ξέρουν ὅτι τὸ φυλλάδιο αὐτὸ δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ ἀξία, ὁ γιὸς τοῦ ὅμως ἀποφασίζει νὰ τὸν ὁδηγήσει ἐκεῖ ποὺ θέλει – εἶναι τόσο ξεροκέφαλος καὶ τόσο ἐπίμονος ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ πεῖς ὄχι.
Λιγομίλητος, πρώην ἀλκοολικὸς καὶ ὄχι ἰδιαίτερα συμπαθής, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ἐπιστρέψει στὰ μέρη ποὺ μεγάλωσε, θὰ συναντήσει τοὺς συγγενεῖς καὶ παλιοὺς φίλους του, καὶ θὰ «ξεναγήσει» τὸ γιό του σὲ ἕνα τοπίο γεμάτο ἡλικιωμένους καὶ ἀπογοητευμένους ἀνθρώπους, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἔχουν πρὸ πολλοῦ ἐγκαταλείψει τὴ ζωή.
Ὁ Πέιν, συνεχίζοντας τὴν προβληματικὴ ποὺ ξεκίνησε στὸ «Σχετικὰ μὲ τὸν Σμὶντ» (οἱ ἀπογοητεύσεις καὶ οἱ ἐλπίδες τῆς τρίτης ἡλικίας) ἀλλὰ καὶ στοὺς «Ἀπογόνους» (ὁ τρόμος καὶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς οἰκογενειακῆς συνοχῆς), ἀφήνει τοὺς ἀνθρώπους του νὰ ἀναπνέουν ἐλεύθερα μέσα σὲ ἕνα ἐντελῶς ἀνελεύθερο περιβάλλον ποὺ οἱ ἴδιοι ἔχουν φτιάξει.
Προσπαθοῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ καταργοῦν μόνοι τους αὐτὲς τὶς προσπάθειες. Συζητοῦν ἀσήμαντα οἰκογενειακὰ θέματα βλέποντας τηλεόραση, τσακώνονται γιὰ τὸ παρελθὸν ἀλλὰ ἡ ὀργή τους δὲν ἔχει κανένα βάρος. Ὑπάρχουν μέσα στὴν οἰκογένεια, καὶ ταυτόχρονα τὴ χλευάζουν καὶ βγαίνουν ἔξω ἀπὸ αὐτήν.
Ἡ «Νεμπράσκα» ἔχει ἐξαιρετικὲς ἑρμηνεῖες – ὁ Ντὲρν εἶναι μία πραγματικὴ ἀποκάλυψη – εἶναι ἀστεία καὶ συγκινητική, μιλᾶ γιὰ πράγματα ποὺ ἔχουμε ζήσει ὅλοι, καὶ ἀκόμη καὶ ἂν τοποθετεῖται στὶς ΗΠΑ νομίζεις ὅτι διαδραματίζεται δίπλα μας. Ἐκπληκτικῆς ὀμορφιᾶς εἶναι ἐπίσης ἡ φωτογραφία τοῦ Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, ὁ ὁποῖος συνέλαβε στὸ φακὸ μία Ἀμερικὴ «ἄγνωστη» ἀλλὰ καὶ περίεργα ἑλκυστική.
(πηγή:ΗΜΕΡΗΣΙΑ)
Για μια ακόμα χρονιά ο καταξιωμένος ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, Αλεξάντερ, Πέιν επιστρέφει στα βραβεία Όσκαρ, αυτή τη φορά μάλιστα με τη συμμετοχή στην ταινία ενός ακόμα «δικού μας», του περιζήτητου διευθυντή φωτογραφίας στο Χόλιγουντ, Φαίδωνα Παπαμιχαήλ.
Μετά την μεγάλη επιτυχία του ‘‘Πλαγίως” (”Sideways”, 2004), αλλά και των ”Απογόνων” του (”The Descendants”, 2011), ο ελληνικής καταγωγής δημιουργός Αλεξάντερ Πέιν επιστρέφει στις κινηματογραφικές αίθουσες και τα Όσκαρ με το γλυκόπικρο”Νεμπράσκα”.
Με το γνώριμό του ύφος, την τρυφερότητά του απέναντι στους χαρακτήρες του και ισόποσες δόσεις δράματος και χιούμορ, ο σκηνοθέτης μας δίνει μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.
Ο επίσης ελληνικής καταγωγής Φαίδων Παπαμιχαήλ βρίσκεται πίσω από την εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, ενώ αξίζει να σημειώσουμε ότι για πρώτη φορά ο Πέιν δεν υπογράφει και το σενάριο της ταινίας του.
Το ”Νεμπράσκα” μας παρουσιάζει την ιστορία του Γούντι (εξαιρετικός ο Μπρους Ντερν στον κεντρικό ρόλο), ενός φτωχού ηλικιωμένου άνδρα που ζει στην Μοντάνα, ο οποίος το σκάει από το σπίτι του για να ταξιδέψει στη Νεμπράσκα και να παραλάβει το βραβείο ενός λαχείου που πιστεύει ότι έχει κερδίσει. Προβληματισμένη με την άνοιά του, η οικογένειά του αποφασίζει να τον βάλει σε γηροκομείο… Και κάπως έτσι ξεκινά ένα ταξίδι (κυριολεκτικό και μεταφορικό) του γιου με τον πατέρα στη Νεμπράσκα.
Το ταξίδι αυτού του φαινομενικά αταίριαστου ζευγαριού, θα τους οδηγήσει μέσα από τους λιγότερο ταξιδεμένους δρόμους μιας Αμερικής που δεν βλέπουμε συχνά στην οθόνη, σε μέρη όπου έζησε και άφησε τα σημάδια του ο ηλικιωμένος άντρας. Σε παλιούς φίλους και κυρίως εχθρούς, σε αναμνήσεις και φαντάσματα του παρελθόντος…
Στη συνέντευξη Τύπου για την ταινία στις Κάννες, ο σκηνοθέτης είπε χαρακτηριστικά ότι «πρόκειται για μία ιστορία που είναι ταυτόχρονα αστεία και θλιβερή. Λίγο σαν την ίδια τη ζωή».
«Κάνεις μία ταινία σε μία δεδομένη στιγμή της ζωής σου. Πήρα το σενάριο στα χέρια μου πριν από 9 χρόνια. Ο σεναριογράφος έζησε αυτά που συμβαίνουν στην ιστορία, οπότε περιέγραψε την προσωπική του εμπειρία. Είναι μία ταινία για την Αμερική της οικονομικής κρίσης και γι’ αυτό ήθελα να τη γυρίσω σε ασπρόμαυρο».
Το αμερικανικό όνειρο αποδομείται και η παλαιότερη γενιά απομυθοποιείται, κατά τη διάρκεια αυτού του μελαγχολικού ταξιδιού στην χτυπημένη από την οικονομική κρίση καρδιά της Αμερικής…
Ωστόσο το τρυφερό road-movie του Πέιν, ξεφεύγει από τα όποια γεωγραφικά σύνορα, καθώς μας μιλά για μια βαθύτατα ανθρώπινη ιστορία μέσα στην οικονομική κρίση, η οποία θα μπορούσε τελικά να διαδραματιστεί παντού.
Σε συνεντεύξεις του ο Πέιν μίλησε και για τη σχέση πατέρα-γιου στην ταινία. «Ο πατέρας θέλει να προσφέρει στον ηλικιωμένο πατέρα του μία στιγμή αξιοπρέπειας. Οι γονείς μου μεγαλώνουν και αυτό είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί, γιατί θα ήθελα να μεγαλώσουν με αξιοπρέπεια. Η προχωρημένη ηλικία μπορεί να μας εξαφανίσει, να μας κάνει να χάσουμε την αξιοπρέπειά μας. Πρέπει να κρατηθούμε από αυτή» πρόσθεσε.
«Η γλυκόπικρη ταινία δρόμου του Αλεξάντερ Πέιν, που βρίσκει τον Μπρους Ντερν σε εκπληκτική φόρμα, συνδυάζει τις σκληρές αλήθειες με μια απαλή καρδιά» έγραψε ο κριτικός του Guardian, Πήτερ Μπράντσοου.
«Ένα γλυκόπικρο road trip πατέρα-γιου σε μία συναισθηματικά και οικονομικά ξερή πατρίδα» ανέφερε o Hollywood Reporter, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Παπαμιχαήλ.
Θετικά σχόλια επιφύλαξε στην ταινία και το περιοδικό Variety. «Η έκτη ταινία του Αλεξάντερ Πέιν αποτελεί ακόμα μία χαμηλών τόνων, λεπτομερώς σχεδιασμένη μελέτη χαρακτήρων με μειονεκτήματα, οι οποίοι έχουν πέσει στο λούκι της ζωής» γράφει το περιοδικό.
«Οι widescreen μονόχρωμες εικόνες, γυρισμένες από τον διευθυντή φωτογραφίας του Πέιν, Φαίδων Παπαμιχαήλ, είναι ταυτόχρονα γοητευτικές και μελαγχολικές» προσθέτει το περιοδικό.
Επιβλητική η παρουσία και της μητέρας, που ερμηνεύει μοναδικά η Τζουν Σκουίμπ. Ενώ, όπως σχεδόν πάντα στις ταινίες του δημιουργού, όλοι οι δευτερεύοντες ρόλοι είναι εξαιρετικά δυνατοί και ενδιαφέροντες.
Η ταινία είναι υποψήφια σε έξι κατηγορίες των βραβείων Όσκαρ: Καλύτερης ταινίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Μπρους Ντερν, Β’ Γυναικείου Ρόλου για την Τζουν Σκουίμπ, Σκηνοθεσίας, Φωτογραφίας για τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ και Πρωτότυπου Σεναρίου.
Α.Τ.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια