Labels

Thursday, September 27, 2012

Το μεθυσμένο κορίτσι






Μουσικότητα - Ζωής Καρέλλη



Έμορφη μουσικότητα των φθινοπωρινών
ημερών στη Θεσσαλονίκη,
όταν η βροχή πέφτει πότε πυκνή,
αραιώνει κι' ύστερα 

πάλι πυκνώνει η ασημένια βροχή,
των πρώτων φθινοπωρινών ημερών,
διάφανη και λεπτή τόσο, σαν

σιγανή μουσική ομιλία γυναικών
στο φθινόπωρο της ζωής των.
Εκείνων των γυναικών που μένουν
ήσυχες και σιωπηλές, μοιάζουν,
λιγάκι περήφανες ή μελαγχολικές
και κάποτε, όταν μιλήσουν,
βιάζονται να πουν εκείνο

που ζητούν ίσως να λησμονήσουν..



(Μουσικότητα, Από τη συλλογή Τα παραμύθια του κήπου 1955)
*xειρόγραφο Ε.Λ.Ι.Α.








Έως τις 30 Σεπτεμβρίου, τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη.. Στο Τρίτο Πρόγραμμα 90,9 -όπως πάντα στις Εβδομάδες Ελλήνων Ποιητών! 

 Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Αργυριάδου το γένος Πεντζίκη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αδελφός της ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική και παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά το 1944 ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων το 1935 από τις στήλες του περιοδικού Το 3ο μάτι, όπου δημοσίευσε το πεζογράφημα Διαθέσεις. Το 1937 πρωτοδημοσίευσε ποίημά της (Φετεπουρσικρί) στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες. Εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, πέντε θεατρικά έργα και πολλά δοκίμια, ενώ πολλά κείμενά της βρίσκονται δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Μακεδονικά Γράμματα, Μορφές, Ο Αιώνας μας, Σημερινά Γράμματα, Καινούρια Εποχή, Πνευματική Κύπρος, Νέα Πορεία. Υπήρξε μέλος του κύκλου του περιοδικού Κοχλίας της Θεσσαλονίκης. Ποιήματά της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως έργων του Τόμας Έλλιοτ. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη ποιητική συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα Ποιήματα 1940-1973.. (ert.gr)

Wednesday, September 26, 2012

Felix Berhard ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗ - ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΚΟ ΚΑΡΟΤΣΑΚΙ




Ο 36χρονος Γερμανός Felix Berhard, διέρχεται αυτές τις μέρες την Ελλάδα κάνοντας με το αναπηρικό του καροτσάκι την διαδρομή Φρανκφούρτη – Ιεροσόλυμα. Το Σαββατοκύριακο 22-23/9 το πέρασε στο Αγρίνιο, όπου έκανε πολλούς νέους φίλους. Ο Felix Bernhard ξεκίνησε απ’ την Φρανκφούρτη με το χειροκίνητο αναπηρικό του καροτσάκι, για να φτάσει στους Άγιους Τόπους, όπου θα προσκυνήσει, θέλοντας να περάσει το δικό του μήνυμα.

Τεράστια η διαδρομή του, αλλά και η επιμονή του αναπήρου από την Γερμανία που, εκτός από την δύναμη που αντλεί από την πίστη του, περνάει το μήνυμα της θέλησης και της αντίθεσης προς την παραίτηση.
Ο Felix Bernhard, είναι σήμερα 36 ετών, και στα 20 του, είχε ένα τροχαίο ατύχημα, που τον καθήλωσε στο αναπηρικό καροτσάκι. Εργαζόταν στην Γερμανική Τράπεζα και πλέον μετά το ατύχημα, έπρεπε να προσαρμόσει την ζωή του στα νέα δεδομένα και να μην παραιτηθεί.
Άρχισε να γράφει βιβλία και η μεγάλη του αγωνία είναι το παράδειγμα του, να το ακούσουν όσο το δυνατόν πιο πολλοί άνθρωποι, ανά την υφήλιο: Ότι η παραίτηση απ’ την ζωή δεν είναι επιλογή και ότι η πίστη μπορεί δώσει διέξοδο.
Ξεκίνησε από την πόλη του στις 18 Απριλίου και η πορεία του διά μέσω πολλών κρατών, γίνεται με το αναπηρικό καροτσάκι του και μόνο. Αφετηρία η Φρανκφούρτη και ακολούθως Μπρένερο στα σύνορα Αυστρίας και Γερμανίας, Πεσκάρα Ιταλίας, για να συνεχίσει στο Σπλίτ της Κροατίας, Μαυροβούνιο, από εκεί στην Αλβανία, για να φτάσει στην Ελλάδα και την Ηγουμενίτσα.
Κατά μέσο όρο διανύει αρκετά χιλιόμετρα κάθε μέρα κι έτσι δεν άργησε να φτάσει και στο Αγρίνιο, ερχόμενος από Πρέβεζα, όπου το αμαξίδιο του παρουσίασε πρόβλημα, όταν έσκασαν και τα δυο του λάστιχα. Ρωτώντας, έφτασε στο κατάστημα του Δημήτρη Αντωνάκη, στην οδό Παλαμά, ώστε το πρόβλημα να αποκατασταθεί.
Έτσι κι έγινε, αλλά ο βροχερός καιρός του Σαββατοκύριακου, υποχρέωσε το Felix να παραμείνει στο Αγρίνιο για ένα διήμερο και παράλληλα να γνωρίσει την πόλη και τους κατοίκους της. Μαζί με τον κ. Αντωνάκη και την παρέα του, περιηγήθηκε στην πόλη, ενώ γνώρισε και τα ουζερί της και δοκίμασε μπόλικο από το τσίπουρο που σερβίρεται από εδώ, μαζί με τους νέους φίλους του.
Μόλις ο καιρός βελτιώθηκε, ο Felix αναχώρησε για τη συνέχεια του ταξιδιού του στους Άγιους Τόπους, μέσα από άλλες χώρες και διάφορους πολιτισμούς, μια διαδρομή περίπου πέντε χιλιάδων χιλιομέτρων!
Άλλωστε, ο ίδιος αποτελεί ζωντανή απόδειξη ότι σημασία δεν έχει ο προορισμός, αλλά το ταξίδι…
Ο Felix έχει και τη δική του ιστοσελίδα, όπου αναρτά τις εντυπώσεις του από το ταξίδι, καθώς και τις φωτογραφίες από τους σταθμούς του σε δ
ιάφορες χώρες, στο











Monday, September 24, 2012

Τα βλέφαρρα









Νύχτωσε. Γέρνουν τα βλέφαρά τους τα πουλιά. Τι να 'ναι άραγε τα βλέφαρά τους; Μήπως χάδι παρήγορο στο κουρασμένο πέταγμά τους ή σεντόνι των ονείρων τους; Κι αν, Μάτια, λέτε κουραστήκατε να βλέπετε, ρωτήσατε άραγε τον κόσμο μια φορά μήπως κουράστηκε απ' το δικό σας βλέμμα;

Πώς θα ήταν τα πουλιά χωρίς τα βλέφαρα; Πώς θα 'ταν όλη η ζωή αν απουσίαζε η δερμάτινη κουρτίνα που διαχωρίζει ξύπνιο από όνειρο; Για ποια ενότητα θα ανεβοκατεβαίνανε τόσα πουλιά ουρανό και γη αν ήταν όλα ένα πάνω κάτω;

Είναι που περισσότερο απ' όλα η ανία με τρόμαξε. Αυτό το τέρας των καιρών χωρίς αντάρτες βλέφαρα, μάτια ολόκλειστα στην βαριά ακινησία τους κι ας μοιάζουν ανοιχτά, χωρίς ψέμα κι αλήθεια, μήτε ψηλά και χαμηλά, μα πάντα ίδια, βελόνα κολλημένη σε μια νότα, σ' ένα πένθος, δίχως ανάπτυξη, πτώσεις κι ανόδους, ένας θάνατος.

Μα όσο νυχτώνει και ξημερώνει, χαρείτε βλέφαρα παιχνίδι.
Ανοίξτε, κλείστε, τρεμοπαίξτε, μείνετε μισάνοιχτα... Αξίζει η τόση σας εκγύμναση γι' αυτά τα χρυσοπράσινα μάτια των πουλιών που δε χορταίνουν να μπαινοβγαίνουν απ' τον παράδεισο στην κόλαση και πίσω, να καίνε τα φτερά τους και να ξαναγεννιούνται, να κοιμούνται, να ξυπνούν, να αρνούνται και στο τέλος πάντα να το  δέχονται πως ζουν.


Θεσσαλονίκη, 24.09.12

Tuesday, September 18, 2012

Η Χούντα της ανυπαρξίας





Αν ως χούντα ορίζεται ένα καθεστώς το οποίο διαμορφώνεται από μια μικρή ομάδα ανθρώπων και επιβάλλεται βίαια σε μια ολόκληρη κοινωνία, αφαιρώντας της το δικαίωμα άλλης επιλογής και αντίδρασης, τότε ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε γύρω από την πολυσυζητημένη έννοια της σημερινής «οικονομικής χούντας».

Προτείνω να αφαιρέσουμε την προϋπόθεση της στρατιωτικής επιβολής μιας χούντας, διότι τα «όπλα» στους καιρούς μας είναι ποικίλα, και αυτό διαφοροποιεί και το «πρόσωπο» του εν λόγω ανελεύθερου καθεστώτος, που ενδέχεται και να μην καταλάβει ποτέ θέση πολιτικής εξουσίας σε μία χώρα, αλλά κατ’ ουσία να εξουσιάζει αντιστοίχως ανελεύθερα τις ζωές μας, συχνά δίχως καν να το υποψιαζόμαστε, εγκλείοντας τους «αντιφρονούντες» στο περιθώριο –πολιτισμικό, θρησκευτικό, κοινωνικό, εργασιακό κλπ.

Μήπως, λοιπόν, πρέπει να αναρωτηθούμε αν η μακρά περίοδος της ευμάρειας ήταν μια άλλης μορφής χούντα στην οποία μάλιστα υποταχτήκαμε άνευ όρων, διότι μας βόλευε, χάιδευε τις αισθήσεις μας, αύξαινε ακατάσχετα τις επιθυμίες μας και μας επέτρεπε να ικανοποιούμε το υλιστικό μας όνειρο με χρήματα τρίτων, αφαιρώντας μας μέσα στα πλαίσια αυτής της ιλιγγιώδους ηδονής, την ικανότητα να αναρωτηθούμε, τη δυνατότητα να σκεφτούμε, το θάρρος να αντιδράσουμε, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του ονείρου και της υλοποίησής του, εν τέλει την προϋπόθεση της ενηλικίωσης;

Μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε και επιβλήθηκε το καθεστώς των ΜΜΕ ήταν επίσης μια άλλη χούντα, η οποία έδινε την πληροφορία που ήθελε, προωθούσε αυτούς που την υπερασπίζονταν, απέκλειε ό, τι δεν την βόλευε, και ταυτόχρονα μας σέρβιρε το αστραφτερό μοντέλο μιας ζωής ως καθημερινό φαγητό, μόλυνε ύπουλα το όνειρο που οφείλει καθένας στον εαυτό του με συλλογικά συσκευασμένα πακέτα ευτελούς περιεχομένου απελπιστικά ίδιου για όλους προς κατανάλωση, μετατρέποντάς μας από ενεργητικούς πολίτες σε παθητικά απονευρωμένα ζωντανά;

Μήπως ακόμα να αναρωτηθούμε για την χούντα της θεσμικής Εκκλησίας που διαστρεβλώνοντας το κήρυγμα της αγάπης του Χριστού, εξάντλησε τον λόγο ύπαρξή της στην επίδειξη πλούτου, στο κήρυγμα ηθικών επιταγών και στον ευνουχισμό των πιστών προς κραταίωση της εξουσιαστικής ισχύος της που μέσω απάνθρωπων επιταγών συνέθλιβε όχι μόνο λαϊκούς, αλλά και κληρικούς που προσέτρεξαν σ’ αυτήν από αγάπη στον Χριστό;

Να αναρωτηθούμε και για τη χούντα της μόδας, του life style, αλλά και του εξισωτικού «προοδευτισμού», που προέκριναν την μαζική απομίμηση ενός τρόπου ζωής όχι μόνον πολύ ακριβοπληρωμένου για τα μέτρα μας, αλλά κυρίως ξένου προς τον εαυτό μας, ισοπεδωτικού των αξιών και της ιστορίας μας, του ουσιαστικού προσανατολισμού μας που συνίσταται στην πνευματική μας ανύψωση, προκειμένου να μας μεταποιήσει σε επιφανειακούς αντιγραφείς προτύπων άφυλων, ακαλλιέργητων, ρηχών, ισωπεδώνοντας τεχνηέντως την ιδιοπροσωπία μας μαζί με τη δυνατότητα προσωπικής επιλογής, τη σύνδεση με τις ρίζες μας και εν τέλει την ταυτότητά μας;

Η οικονομική χούντα που συνειδητοποιούμε σήμερα οι περισσότεροι, -κι αυτό διότι τραυματίζει το τελευταίο οχυρό της ύπαρξής μας που είναι αυτή καθ’ εαυτή η επιβίωσή μας-, κατά τη γνώμη μου είναι η τελευταία από όλες τις προαναφερθείσες και συνέπεια όλων αυτών και  όσων άλλων αντίστοιχων διείσδυσαν δόλια και ύπουλα στα κύτταρά μας ως πλέον ευχάριστες και ανώδυνες και που κατάφεραν να μας διαμορφώσουν σε διαστρεβλωμένα συμφεροντολογικά ανθρωπάρια. Την θέση της ύπαρξης κατέλαβαν όντα που εξέπεσαν στην ανυπαρξία καθώς μεταβίβασαν την ευθύνη της σκέψης, των αισθημάτων και των ονείρων τους σε άλλους διαχειριστές. Παραδοθήκαμε και υποταχτήκαμε στη χούντα της ανυπαρξίας, που τα πρόσωπά της ήταν πολλά και ενίοτε άκρως ελκυστικά, οι μέθοδοί της υπόγειες και χρυσωμένες, στόχοι της η εγκαθίδρυση της εξουσίας της και ο πλουτισμός της μέσω του ευνουχισμού της κοινωνίας μας.

Από τη στιγμή που η παρούσα οικονομική χούντα άρχισε να μας αφυπνίζει, τής οφείλουμε μεγάλη χάρη, αν θέλουμε να ξαναδούμε απ’ την αρχή όλες όσες προηγήθηκαν και στις οποίες ξεπουλήσαμε με αβάσταχτη ελαφρότητα την ακροβασία που οφείλουμε στη ζωή και το πιο ακριβό μας όνειρο.

Από τη στιγμή που πλέον καταρρέει το τελευταίο οχυρό της ανυπαρξίας, οφείλουμε να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή, αφού πρώτα αντικρίσουμε ψύχραιμοι και θαρραλέοι τα συντρίμμια μας. Ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε να υπάρχουμε με όλο μας το είναι αφού πρώτα το ξαναχτίσουμε, όλη μας τη σκέψη αφού την ξεσκουριάσουμε και τη θρέψουμε, με όλο μας το αίσθημα που θα ξεσκαρτάρουμε από τους γλυκερούς συναισθηματισμούς, με όλη μας τη δημιουργικότητα.

Έτσι θα γίνουμε όχι πλούσιοι σε χρήμα, αλλά πλούσιοι σε επίγνωση, ανδρεία, δικαιοσύνη, ανθρωπιά και πνεύμα αδάμαστο, πλούσιοι σε ύπαρξη. Γιατί η ύπαρξη έναντι της ανυπαρξίας, είναι μια βαθιά δημοκρατική συνθήκη, ως σκεπτόμενη και διαλεκτική, ως αποτέλεσμα γνώσης. Είναι άκρως προσωπική και συνίσταται στην ιδιοπροσωπία του καθενός μας χάριν του συνόλου και του ατόμου, συγκρουόμενη και ειρηνεύουσα, πολέμια και συμφιλιωτική. Μάχιμη με οδηγό της το πνεύμα της ειρήνης.

Δημοσιεύτηκε στο Αντίφωνο: http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Κοινωνία-Οικονομία/Άρθρα/3869-Η-χούντα-της-ανυπαρξίας.html

H φωτογραφία είναι από το blog:

Saturday, September 15, 2012

Χρυσαλίδες στιγμές


Μα είναι και κάτι στιγμές,
σαν ανοιχτά χέρια παιδιών 
την ώρα που αγγίζουν σαπουνόφυοσκες 
Έχουν το χάδι της δροσοσταλίδας, 
φτερό πεταλούδας η όψη τους, 
άρωμα γιασεμιού μια στάλα πριν εκπνεύσει

Πώς να μιλήσω για το αστραπιαίο φως τους 
φως αστεριού  την ώρα που εκτοξεύεται στη νύχτα
-όχι εκείνου που καμένο αυτοκτονεί

Στιγμές σαν στίχος τραγουδιού 
που αλαφραίνει όλο το βάρος της καρδιάς σου, 
-όχι τραγούδι με στροφές, αντιστροφές κι επαναλήψεις 
Ανεπανάληπτες στιγμές
Σταγόνες δίχως παρελθόν
χωρίς καμιά ελπίδα για το μέλλον
Φτερουγίσματα αόρατα 
στους πεινασμένους θεατές
αψηλάφητα σε θεριά σαρκοφάγα 
Στιγμές χαμόγελο στα μάτια 
Ήχος σπαρταριστός στ' αφτί 
ανάσας φρεσκογεννημένου βρέφους.

Είναι οι στιγμές που μέσα σου 
-εκεί που κοσκινίζεται επίμονα το χώμα 
νερώνει για να γίνει αύρα αχνή-, 
που λες χαλάλι 
όλα τα βάσανα, τα δάκρυα όλα, 
κι οι στεναγμοί κι οι θάνατοι

Μήπως λοιπόν, 
αυτές είναι οι αληθινά αρχέγονες στιγμές
με μέλλον άπειρο στον ορίζοντα του βίου;






Thursday, September 13, 2012

Mediterranean Express Εν Χορδαίς - Μαρία Φαραντούρη - Ghada Shpeir



Mediterranean Express15/9 Δημοτικό Θέατρο

 Στροβόλου | Strovolos Municipal Theatre 16/9 Θέατρο

 Ριάλτο | Rialto Theatre






Η κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια Μαρία 

Φαραντούρη, συναντά το μουσικό σχήμα Εν Χορδαίς 

σε μια συναυλία όπου η μουσική

κληρονομιά της Μεσογείου συναντά τις Μουσικές 

του Κόσμου και την Εthno-Jazz. Συμμετέχει η 

εξαίρετη τραγουδίστρια Ghada Shbeir από το 

Λίβανο.


Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Κυριάκος Καλαϊτζίδης 
Συντελεστές: Μαρία Φαραντούρη

Εν Χορδαίς: Κυριάκος Πετράς – βιολί, Κυριάκος Καλαϊτζίδης – ούτι, Άλκης Ζοπόγλου – κανονάκι, 
Πέτρος Παπαγεωργίου - τουμπελέκι, μπεντίρ, νταούλι, Δρόσος Κουτσοκώστας – τραγούδι
Και οι προσκεκλημένοι μουσικοί: Christiano Constantin (Ιταλία) – βιόλα ντα γκάμπα & Γιώργος Κοκκινάκης (Ελλάδα) – πιάνο
Συμμετέχουν Χορωδοί από την Πρότυπο Σχολή Ψαλτικής και Μουσικής Τέχνης υπό τη διεύθυνση του Λεύκιου Δημοσθένους
Είσοδος: € 15 - 10
Leading Greek singer Maria Farantouri, meets the music group En Chordais in a concert where the musical heritage of the Mediterranean encounters World Music and Ethno-Jazz, with the participation of the excellent singer from Lebanon Ghada Shbeir.
Artistic Direction: Kyriakos Kalaitzidis
Participants:Maria Farantouri
En Chordais : Kyriakos Petras – violin, Kyriakos Kalaitzidis – oud, Alkis Zopoglou – kanun, Petros Papageorgiou – toubeleki, bendir, tabor, Drosos Koutsokostas – song
Guest Musicians: Christiano Constantin (Italy) – viola da gamba, Yiorgos Kokkinaki (Greece) – piano
With the participation of choir members from the Protypo School of Chanting and Musical Art under the direction of Lefkios Demosthenous.
In the framework of the Kypria International Festival 2012 and at the Strovolos Municipal Theatre 15/9
Entrance: € 15 - 10



Sunday, September 9, 2012

"Η μυσταγωγία του τσιμέντου"



Αυτός ο δρόμος δεν είναι από τσιμέντο
-όπως μοιάζει
σπαρμένος στίχους ποιητών
πρόσωπα χνουδωτά παιδιών

κλάματα τρυφερά σαν πέταλα
νότες στις σκαλωσιές του πενταγράμμου
-ελαιοχρωματιστές στιγμών
αγκαλιές ακανθώδεις και έρωτες ανείπωτους,
χωρισμούς που ποτέ δεν χωρίζουν
φωτιές, πυρκαγιές κι ολοκαυτώματα
σπίθες αστραποβόλες ενός σύμπαντος που συμπονά
και συμπαγή φτερά αγαλμάτων κάποιου Χαλεπά
φτερά βελούδινων πουλιών και πεινασμένων
μαζί με σκόρπια πούπουλα κρυμμένα στα σκουπίδια
τον μεταμορφώνουν σε κήπο μυστικό

Αν ελευθερωθείς από την πρώτη εντύπωση
του εαυτού σου και του άλλου
κι ύστερα την εντύπωση του γκριζωπού τσιμέντου
που σκληροτράχηλη λάρνακα
φυλάσσει πάνοπλος φρουρός
τα θαύματα να μην σκορπίσουν
στον ανεμοστρόβιλο εκείνου του αποτρόπαιου θανάτου
που το επώνυμό του είναι Απόγνωση
θα μεταμορφωθείς ευθύς
σε δέντρο που δεν έχει επίθετο
Μηλιά στο κέντρο του επίγειου παραδείσου


Ελέησε Κύριε τα θαύματα



Friday, September 7, 2012

Το τρένο




Kι εσύ όλο πηγαίνεις κι έρχεσαι, πάνω κάτω, πάνω κάτω, στις ίδιες πάντα ράγες. Σιδερένιες, βαριές κι ασήκωτες, καρφωμένες στο χώμα.
Θαρρείς κι άμα ξεκολλήσουν κινδυνεύεις να βγάλεις φτερά και να φτάσεις στα ουράνια. Μα όχι, δε θα γίνει έτσι. Αυτές πρέπει να είναι εκεί, ακίνητες, στιβαρές, ακλόνητες, για να κάνεις εσύ τα σούρτα φέρτα σου. Για να μας παίρνεις κι εμάς που ούτε ράγες, ούτε ρόδες, ούτε φτερά. Δυο ποδαράκια. Λίγο; Όχι, καθόλου λίγο, αλλά όσο να πεις…
Αλλά τι ωραία που βολεύονται μέσα στα βαγόνια σου και ταξιδεύουν παραδομένα στην δική σου διάθεση να τρέξεις. Να γυρίσεις απ’ τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη.  Τεντώνονται νωχελικά, κάθονται σταυροπόδι, χασμουριούνται, πατούν στις μύτες, κάνουν και λίγα βήματα μέχρι το μπαρ, βγαίνουν κι απ’ τα παπούτσια αν είναι κομματάκι ατίθασα κι εσύ δεν παίρνεις χαμπάρι, ούτε και προσβάλλεσαι. Ας κάνουν ό, τι θέλουν τα ποδαράκια, σκέφτεσαι με το νου σου, γιατί τρένο τρένο αλλά έχεις νου που όλα τα βλέπει και για όλα μεριμνά, εσύ θα τα ταξιδέψεις εκεί που μόνα τους ποτέ δε θα πάνε. Τι χάρη περισσή να είσαι τρένο… τι χάρη ασύγκριτη να είσαι το μοναδικό τρένο…
Κι ενώ εμείς χαζεύουμε μαγεμένοι τα χωράφια να τρέχουν αντίθετα, τα σύννεφα να τα συναγωνίζονται, ενώ ο καιρός αλλάζει στο τρεχαλητό σου, δε δουλεύει το έιρ κοντίσιον, τι λέξη χαζή, ή παραδουλεύει και ξεπαγιάζουμε, κι ενώ αλλού όλα πράσινα, αλλού ξερά κατάξερα, βουνά που βαριούνται στο ένα πόδι τιμωρία τόσα χρόνια και ποτάμια διψασμένα για βροχές που δεν τα καταδέχονται, αλλού πουλιά κι αλλού πουλιά κι αλλού πιο λίγα, πιο πολλά πουλιά, κανένα πουλί, ερημιά, σιωπή, γύμνια, και μόνο μια κίνηση ελάχιστη, πίσω μπρος το σώμα, πίσω μπρος η ψυχή, πίσω μπρος ο νους, αυτό που ονομάζουν αυτιστικό ρυθμό κι είναι ο ρυθμός της απορίας για όλα, της πιο βαθιάς αποδοχής του κόσμου που δεν μας χωράει, που δεν τον χωράμε, του εαυτού που ξερνάμε, των άλλων που ξερνάμε, κι αν μεγαλώσει το ξερατό θα μεγαλώσει κι η ταλάντωση, κι αν μεγαλώσει η ταλάντωση τίποτα δεν θα μας κρατά μέσα σ’ αυτό το τρένο που μας πάει πιο αυτιστικά κι από μας, πίσω μπρος, αφετηρία – άφιξη, αρχή – τέλος, και πίσω, και πάλι, πάμε απ’ την πρώτη στιγμή της γέννησης μέχρι το θάνατο, τίποτα δεν κατάλαβες, και πάμε πάλι, μπες μέσα, μέσα είσαι, σιγά μη θαρρείς πως βγήκες κιόλας, κανείς δε βγαίνει, το πολύ πολύ να καταφέρεις ν’ ανοίξεις ένα παράθυρο για λίγο αέρα μέσα στον καύσωνα ενώ το έιρ κοντίσιον, τι άσχημη λέξη, δεν δουλεύει, σήκωσε τα πόδια σου λίγο να τα δεις να κατευθύνονται αντίθετα απ’ το τρένο, να πιστέψεις πως προχωράς αντίθετα, ναι, όσο μπορείς να προχωρήσεις αντίθετα μέσα σ’ ένα τρένο που δεν οδηγάς εσύ, να εξηγούμαστε, και που από τότε μέχρι τότε πηγαίνει πάντα από την αφετηρία στην άφιξη και θα σου χαρίζει τόσα δρομολόγια πάνω κάτω, μπρος πίσω και τούμπαλιν, όσο δεν καταλαβαίνεις το ταξίδι, όσο αντιτίθεσαι και νομίζεις πως πηγαίνεις αντίθετα επειδή κουνάς λίγο τα πόδια καθισμένος στην καρέκλα σου. Συνέχισε να αρνείσαι, να μην καταλαβαίνεις, να παραπλανάς τον εαυτό σου και τους άλλους συνεπιβάτες, συνέχισε για να ζήσεις, για να μην πάψεις να ταξιδεύεις πάνω κάτω. Γιατί μόλις καταλάβεις πως είσαι μέσα στο τρένο, μόλις καταλάβεις πως όλοι είμαστε μαζί μέσα στο ίδιο τρένο, και όλοι μαζί πηγαίνουμε προς την ίδια κατεύθυνση στον ίδιο προορισμό, που άλλοι τον λένε αφετηρία κι άλλοι άφιξη μα είναι ακριβώς ο ίδιος, άλλοι το λένε μπρος κι άλλοι πίσω μα είναι ακριβώς ο ίδιος επιμένω, άλλοι έτσι άλλοι αλλιώς κι είναι όλα ένα, κι όλοι ένα είναι, να δεις μετά που το τρένο θα σταματήσει για να κατέβεις. Να δεις που δε θα σου χρησιμεύουν σε τίποτα τα αξιαγάπητα πόδια σου που νόμιζαν πως περπατούσαν και μάλιστα επαναστατούσαν στη ροπή του τρένου. Να δεις που δε θα χρειαστεί βήμα να κάνεις. Κι ούτε τα χωράφια, ούτε τα σύννεφα, ούτε ο καιρός, ούτε τίποτα, ούτε κι αυτά τα πουλιά. Γιατί όλα θα τα προσπεράσεις κι όλα θα τα πάρεις μαζί σου άθελά σου γλιστρώντας από το σφραγισμένο παράθυρο, την οροφή, το χαλασμένο έιρ κοντίσιον, τι κομψή λέξη, μέσα σπ’ τις κόλλες και τα βιδωμένα πλαστικά, μέσα απ’ τα σίδερα και τις κουρτίνες, από πού θα φύγεις δεν είναι το θέμα, καθένας προτιμά κι άλλο υλικό, μα όλοι περνούν μέσα απ’ τα πορώδη και αδιαφανή, όλα όσα μέχρι πρότινος φάνταζαν αδιαπέραστα, θα γλιστρήσεις έξω απ’ το τρένο, έξω απ’ την αρχή, έξω απ’ το τέλος, έξω απ’ τις κατευθύνσεις, τις ροπές, τις στάσεις, έξω από ΟΛΑ.
Και τότε θα πάρεις μια Ανάσα. Όχι τυχαία. Όχι μια απλή ανάσα ή μια βαθιά ανάσα. Όχι βέβαια. Όταν λέμε θα πάρεις μια Ανάσα εννοούμε το ίδιο μ’ αυτό που πριν μέσα στο τρένο όταν τα μιλούσαμε λέγαμε θα πάρεις έναν άντρα ή μια γυναίκα. Λοιπόν, τότε θα πάρεις μια Ανάσα. Κατάλαβες; Αν δεν κατάλαβες, καλύτερα για σένα… θα συνεχίσεις να ταξιδεύεις και θα ’ναι μακρύς ο βίος σου, τα έτη σου πολλά και τα πάνω κάτω αναρίθμητα κι ίσως και όλο και πιο πάνω, όλο και πιο κάτω, όλο και πιο μπρος, όλο και πιο πίσω… μα όταν φτάσεις να πάρεις την Ανάσα, δεν θα πει κανείς πως η Ανάσα σου έδωσε το ωραίο ταξίδι, μα ακριβώς το αντίθετο…
πως το ταξίδι, αχ το ταξίδι μέσα στο τρένο, σου έδωσε την ωραία Ανάσα…