Είναι όμως σωστό
να διηγηθούμε και άλλο παράδοξο θαύμα του αγίου κατά το θάνατό του.
Ένας Εβραίος
ονόματι Ιωσήφ βρέθηκε στην Καισάρεια. Ήταν άριστος στην ιατρική επιστήμη και
πολύ πλούσιος. Σπουδάζοντας την ιατρική και μαθαίνοντας τα προγνωστικά του
Ιπποκράτη γνώριζε από το σφυγμό του ασθενούς τρεις μέρες πριν αν πρόκειται να
ζήσει ή να πεθάνει. Γι’ αυτό και ο άγιος Βασίλειος προβλέποντας την μετέπειτα
μεταμέλειά του τον αγαπούσε και συχνά συνομιλούσε μαζί του περί της πίστεως των
χριστιανών. Οι χριστιανοί βλέποντας ότι ο άγιος κάθε μέρα συνομιλεί με τον
Εβραίο σκανδαλίζονταν, αλλά ο άγιος προβλέποντας ότι θα γίνει χριστιανός δεν
έπαυε να τον διδάσκει διαρκώς να βαπτιστεί και να πιτέψει στον Χριστό. Όμως
τότε παρέμενε αμετανόητος φυλάσσοντας την πατροπαράδοτη μιαρή θρησκεία του.
Όταν ο Θεός θέλησε να τον επιστρέψει τι οικονόμησε; όπως προείδε ο άγιος τη
μέρα του θανάτου του έστειλε και κάλεσε τον Εβραίο με την πρόφαση ότι τον είχε
ανάγκη για να τον γιατρέψει και του είπε: τι λες Ιωσήφ; πότε θα πεθάνω; Εκείνος
παίρνοντας τον σφυγμό του αγίου και καταλαβαίνοντας πως το τέλος του ήρθε
απάντησε: Σήμερα Δέσποτα κατά τη δύση του ήλιου πεθαίνεις. Είπε τότε ο άγιος:
Δε γνωρίζεις”. “Πίστεψε Δέσποτα είπε ο Ιωσήφ, σήμερα μέλλεται να δύσουν δύο
ήλιοι, εσύ ο λαμπρός φωστήρας της Καισάρειας και ο αισθητός ήλιος” “Κι αν δεν
πεθάνω μέχρι τα μεσάνυχτα, τι θα κάνεις;” ρώτησε ο άγιος. “Αυτό είναι αδύνατο
να συμβεί Δέσποτα” αποκρίθηκε ο γιατρός. “Μόνο όσο έχεις φωνή πρόσταξε ό,τι
επιθυμείς για την εκκλησία σου και τις υποθέσεις σου γιατί η εσπέρα δε θα σε
προλάβει” “Αλλά αν ζήσω μέχρι το πρωί, τι θα κάνεις;” είπε ο άγιος. Ο γιατρός
απάντσησε “αν ζήσει η αγιωσύνη σου μέχρι αύριο, εγώ να πεθάνω”. Είπε τότε ο
άγιος: “Καλώς το είπες, να αποθάνεις τη αμαρτία και να ζήσεις εν Χριστώ”
Αποκρίθηκε τότε ο Εβραίος: “γνωρίζω Δέσποτα ότι επιυμείς να βαπτιστώ αλλά είναι
αδύνατον να ζήσει η ιερωσύνη σου, επειδή η φύση του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν
να παραβεί τους νόμους της ιατρικής”. Αυτά και άλλα αφού είπε ο Εβραίος
ομολόγησε με όρκο και βαρύ στοίχημα ότι αν ζήσει ο άγιος μέχρι την αυριανή μέρα
θα βαπτιστεί με όλη του την οικογένεια. Όταν έφυγε ο Εβραίος ο άγιος παρακάλεσε
τον Θεό να ζήσει μέχρι την επόμενη μέρα, αφενός για να προλάβει το λείψανό του
η γυναίκα για την οποια μιλήσαμε κι αφετέρου για να βαφτίσει τον Εβραίο. Ο δε
Πανάγαθος Θεός εισάκουσε τη δέησή του κι έτσι νωρίς την επομένη έστειλε ο άγιος
να φωνάξουν τον γιατρό. Αυτός δυσπιστώντας πήγαινε νομίζοντας ότι θα βρει τον
άγιο πεθαμένο. Όταν τον είδε ζωντανό στάθηκε έκθαμβος, έπεσε στα πόδια του και
είπε: “Μέγας ο Θεός των
Χριστιανών, δεν υπάρχει άλλος εκτός απ’ Αυτόν. Σ’ Αυτόν πιστεύω κι εγώ και
βαφτίζομαι σήμερα” Είπε τότε σ’ αυτόν ο άγιος: “Εγώ θέλω να σε βαφτίσω εσένα
και όλη σου την οικογένεια”. Ο Εβραίος αφού πλησίασε τον άγιο και πήρε το
σφυγμό του είδε πως είχαν νεκρωθεί τελείως οι φλέβες του και είπε: “Ατόνισαν οι
δυνάμεις σου Δέσποτα και η φύσις
σου πέθανε” “Έχουμε το Δημιουργό της φύσης ο Οποίος μας ενδυναμώνει” είπε ο
άγιος. Λέγοντας αυτό σηκώθηκε και εισήλθε περπατώντας στην εκκλησία, όπου
βάφτισε το γιατρό μαζί με όλη του την οικογένεια και τον ονόμασε Ιωάννη. Αφού
τον βάφτισε και τον κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων ο άγιος ζήτησε τροφή.
Κάθησε στο κρεββάτι του και δίδασκε κι αυτόν και όλους τους παρευρισκόμενους
χριστιανούς. Γύρω στις δέκα το πρωί ρώτησε πάλι ο άγιος το γιατρό: “Πότε
πεθαίνω κύριε Ιωάννη;” απάντησε τότε εκείνος ”όταν ορίσεις Δέσποτα άγιε”. Μόλις
είπε αυτά ο γιατρός ο άγιος παρέδωσε την τίμια κι ολόφωτη ψυχή του στα χέρια του Θεού. Τότε ο Ιωάννης έπεσε
στα πόδια του και κλαίγοντας οδυρόμενος έλεγε: “Πιστεύω δούλε του Θεού ότι αν
δεν ήθελες ούτε τώρα δε θα πέθαινες”.
Επειδή ήταν εσπέρα το
λείψανο του αγίου έμεινε άταφο. Την επόμενη μέρα συναθροίστηκαν οι χριστιανοί
ιερείς και λαϊκοί, όλοι κλαίγοντας και οδυρόμενοι για τη συμφορά της στέρησης
τούτου του Αρχιερέα του ποιμένα και του κοινού τους πατέρα του λαμπρού αυτού
φωστήρα της οικουμένης, κατέθεσαν το σεπτό του λείψανο σε τόπο επίσημο.
Μαθαίνοντάς το ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στην Αριανζό τότε βρισκόμενος
έγραψε το σωζόμενο επιτάξιο λόγο. Όταν έφθασε μετά από μέρες το διάβασε ένδακρυς
πάνω στον τάφο του αγίου. Ήταν δε τότε όταν κοιμήθηκε εν Κυρίω ο εν αγίοις
πατήρ ημών Βασίλειος σαράντα πέντε χρονών εκ των οποίων μόνο τα πέντε χρόνια
διετέλεσε αρχιερέας
ο κείμενο αποτελεί μία προσπάθεια απόδοσης του κατά πλάτος βίου του Αγίου Βασιλείου στην Νέα Ελληνική από το πρωτότυπο, όπως αυτό το συναντούμε στο βιβλίο "Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας" του Ματθαίου Λαγγή, Επισκόπου Οινόης.