Είχα ένα καναρίνι μια σταλιά μωρό
Πόσες χάρες το στολίζαν πώς να σας το πω;
Κάθε μέρα με ξυπνούσε με γλυκιά φωνή
και θαρρούσα πως στο δάσος ειμαι στη στιγμή
Όταν έρχονταν οι φίλοι για να φαν να πιουν
συμμετείχε στη χαρά τους για να το χαρούν
Όταν άκουγε τραγούδια έμπαινε κι αυτό
Τραγουδούσε όλο κέφι κι έστηνε χορό
Όταν πήγαινα για ύπνο έπαυε ευθύς
Τι ευγένεια που είχε, κάτσε να σκεφτείς
Μία μέρα του 'πα "πάψε, δεν είμαι καλά"
Κι έπαψε, κι ένιωσα τέρας. Του 'πα ταπεινά
μια συγνώμη απ' τα βάθη όλης της ψυχής
Με συγχώρησε αμέσως κι άρχισε ευθύς
πάλι τον κελαηδισμό του τόσο απαλό
που μου ράγισε ό,τι είχα μέσα μου σκληρό
Να, προχθές πάλι του είπα σιγανά στ' αφτί
Να κοπάσει το τραγούδι ώστε να μπορεί
στο τηλέφωνο ο φίλος κάπως να μιλά
Με υπάκουσε άμεσως διακριτικά
Ήτανε ο δάσκαλός μου, δάσκαλος σοφός
Πάντοτε δοξολογούσε το ουράνιο φως
Και στις θλίψεις τραγουδούσε μα και στη χαρά
Διψασμένο, πεινασμένο, ήτανε καλά
Πάει καιρός που δε φοβόταν όταν στο κλουβί
πήγαινα κοντά κι οι δυο μας στέκαμε βουβοί
Η αγάπη κελαηδούσε και στις δυο καρδιές
Κι ήταν όλη η χαρά μου μέρες και βραδιές
Αυτό ήταν η μικρή μου η παρηγοριά
Ήτανε κι η συντροφιά μου μες στη μοναξιά
Ανησύχησα σαν το 'δά χθες στα χαμηλά
"Πού 'σαι τώρα, δε σε βλέπω", του 'πα σιγανά
Στο κλαδάκι του ανέβη, "μη με λαχταράς"
του 'πα μα 'νιώσα ένα φόβο αντί της χαράς
Σήμερα δεν ήταν πάλι πάνω στο κλαδί
Δεν του μίλησα, η πνοή μου είχε πια κοπεί
Ήρθε η σκιά θανάτου σαν τον παγετό
Κάθισε μες στην ψυχή μου κι όλο απορώ
Μήπως έφταιξα σε κάτι; Άρρωστο πολύ
μήπως ήταν το μικρό μου όμορφο πουλί;
Μήπως κάπως προσπαθούσε έτσι να μου πει
"Δεν μπορώ, και υποφέρω, άκου με, χαζή;"
Δεν την έμαθα τη γλώσσα των καναρινιών
Τζάμπα όλα τα πτυχία. Παίρνω στο παρόν
μηδέν στρόγγυλο που στάζει σε υγρή μορφή
απ' τα μάτια. Δεν κοπάζεις λύπη μου πνιχτή.
Έσκαψα χώμα στη γλάστρα δάφνης ροδαλής
Τύλιξα χαρτί χιονάτο σώμα της φωνής
που να ματακούω πάλι δε θα το μπορώ
Χάιδεψα το ωραίο πλάσμα, κάθε του φτερό
και τ' απόθεσα στο χώμα για να κοιμηθεί
μακρια μου και κοντά μου. Και να θυμηθεί
του 'πα όταν πια θα φτάσει στον Δημιουργό
πως το αγάπησα με πάθος κι όσο κι αν αργώ
"Χάραξε μου συ το δρόμο, πλάσμα της χαράς"
του 'πα "σαν κι εγώ θα φτάσω όπου εσύ πας
Σαν θα γίνω μία μέρα και εγώ πουλί
πάρε με εκεί κοντά σου στην απαντοχή"
Κι αφού ζήτησα συγνώμη άλλη μια φορά
για τα λάθη, αβλεψίες που 'χα στη σειρά
σκέπασα το άγιο πλάσμα που στους ουρανούς
τώρα γλυκοκελαηδάει μ' όλους τους πιστούς