Χριστούγεννα.
Τήν μάνα μου τήν βρῆκα ξύπνια ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν
ἐκκλησία.
Χρόνια πολλά μάνα, τῆς λέω, μά γιατί εἶσαι ξυπνητή τέτοια
ὦρα;
" Ἡ Παναγία εἶναι παιδί μου λεχώνα καί τῆς ἔκανα παρέα
ἀπόψε " ἀπάντησε. Δόξα σοι ὁ Θεός.
Ἡ μάνα μου ἡ Μαρία, ὀγδόντα πέντε χρονῶν, πλέκει, κεντά, γράφει μαντινάδες, διαβάζει τήν Ἠλιάδα καί τήν Ὀδύσσεια, γιατί τήν ἔμαθε στό δημοτικό καθώς λέει, καί ἔχει τήν αὐλή της γεμίσει μέ γλάστρες ὅλων τῶν λογιῶν. Ἔχει κεντήσει πολλά κεντητά. Τό καλλίτερο μοῦ τό χάρισε. Τό κεντοῦσε καιρό καί μιά φορά μοῦ λέει. "Σέ κάθε βελονιά σκέφτομαι μιά μέρα τῆς ζωῆς μου. Ὅλη μου ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ στό κεντητό γραμμένη. Νά τό βάλεις στό τραπέζι σου, νά μέ θυμᾶσαι". Τό ἅπλωσα στό τραπέζι, φαίνεται, καί ζεσταίνει τό δωμάτιο, καί μυρίζει τό χῶρο μέ τήν μυρωδιά της.
Γράφω καί ξαναγράφω γιά τήν μάνα μου, καί μπορεῖ νά εἶναι κουραστικό. Τό κάνω ὅμως γιατί θαρρῶ πῶς ἐτοῦτες οἱ γυναῖκες ὅτι εἶναι οἱ τελευταῖες πού ἀγαπούσανε πραγματικά καί θέλανε στ' ἀλήθεια νά μοιάσουνε τῆς Παναγίας. Φύγανε κι' ἐρημώσαμε κι' ἐμεῖς κι' ὁ τόπος κι' ὁ κόσμος.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια