10.
Γενάρης, Φλεβάρης, Μάρτης του ’69. Κάθε μέρα προσδοκία, κάθε μέρα απογοήτευση. Σχολείο και δουλειά. Πορτοκάλια, μανταρίνια και λεμόνια. Θλίψη. Νοσταλγία. Κρύο πολύ. Ο καινούριος χρόνος καινούρια χαρά δεν έφερε. Κανένα μαντάτο. Τελευταίο βράδυ του Μάρτη ήτανε. Πριν πέσω για ύπνο ένιωσα τόσο πόνο στην καρδιά μου που ευχήθηκα ολόψυχα, να πεθάνω. Δεν χωρούσα άλλη πίκρα. Κοιμήθηκα βαθιά.
Εκείνο το βράδυ είδα στον ύπνο μου το πιο όμορφο και το πιο παράξενο όνειρο της ζωής μου: Βρέθηκα σ’ έναν κήπο που όμοιό του δεν απάντησα ποτέ στον Κάμπο. Τα δέντρα είχαν πάνω τους, ταυτόχρονα, λουλούδια και καρπούς. Η ευωδιά τους με μέθυσε θαρρείς και ήμουν ολότελα ξυπνητός. Πλημμύρισα από μια ευτυχία που ανάλογη μέχρι τότε δεν είχα ζήσει. Μια ευτυχία «χρυσή», μόνον έτσι μπορώ να την χαρακτηρίσω. «Είναι υπέροχα εδώ», σκέφτηκα σαν να μην το σκέφτηκα, μιας και το φώναζαν όλες οι αισθήσεις μου, και σαν να απευθυνόμουν σε κάποιον που με άκουγε αλλά δεν τον έβλεπα, ρώτησα: «πού είναι όμως όλοι αυτοί που αγαπάω;». Ήταν ολοφάνερο πως βρισκόμουν μόνος σ’ αυτόν τον μοναδικό κήπο. «Είναι όλοι εδώ κι ας μην τους βλέπεις, μην ανησυχείς», μου απάντησε μια ζεστή, ειρηνική φωνή, που δεν ήρθε απέξω. Την άκουσα ολοκάθαρη μέσα στην καρδιά μου.
Είναι αλήθεια πως δεν είχα κανένα αίσθημα ανησυχίας ούτε μοναξιάς. Ήταν τέτοια η πληρότητα που είχα, που δεν άφηνε χώρο για τέτοια συναισθήματα. Αν ρώτησα πού βρίσκονται όσοι αγαπώ, το έκανα περισσότερο από περιέργεια, ίσως γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν δυνατόν να είμαι τόσο ευτυχισμένος χωρίς τους αγαπημένους μου. Δεν ήταν δυνατόν ένα τέτοιο μοναδικό περιβόλι να έχει φτιαχτεί μόνο για μένα. Κι ακόμα, μια τέτοια ευτυχία θα μπορούσα να την χαίρομαι μόνον εγώ;
Ξαφνικά, χωρίς να πάρω είδηση από πού, ξεπρόβαλλε στο πλάι μου η Ελισώ, χαμογελαστή όσο ποτέ άλλοτε. Μου έπιασε απαλά το χέρι κι αρχίσαμε να περπατάμε μέσα σ’ ένα κατάφωτο μονοπάτι. Μιλούσαμε για όλα όσα περάσαμε όλους αυτούς τους μήνες, με κάθε λεπτομέρεια, αλλά κανένα αίσθημα πόνου δεν υπήρχε στα λόγια μας και στις καρδιές μας. Το πρόσπωπό της άστραφτε σαν ήλιος. Ήμασταν περισσότερο ευτυχισμένοι από ποτέ. Κυρίως μιλούσα εγώ, όπως συνέβαινε και στην πραγματικότητα. Τόσο πολύ της μίλησα, τόσο αχόρταγα της τα είπα όλα μονορούφι, τόσο ανοιχτόκαρδα με άκουγε με το κεφάλι σκυμμένο και όλη την ακοή που θα μπορούσε εκείνη την ώρα να έχει ο κόσμος, που όταν ξύπνησα δεν είχα πια κανένα βάρος στην καρδιά μου. Στη διάρκεια της μέρας που ακολούθησε, οι μεθυστικές μυρωδιές των λουλουδιών του κήπου στα ρουθούνια μου, κράτησαν πολλές ώρες, πράγμα αληθινά παράδοξο, αλλά απολύτως αισθητό. Η χρυσή ευτυχία δεν έλεγε να φύγει απ’ την καρδιά μου. Σαν να είχα χάσει όλο μου το σωματικό βάρος μαζί με το ψυχικό. Μόνο την αίσθηση της ανάσας μου είχα, που την ένιωθα λεπτή στο στέρνο μου σα μεταξωτή κλωστή. Δεν περπατούσα. Πετούσα.
Πρώτη φορά αναρωτήθηκα τι συμβαίνει με τα όνειρα. Αν ταξιδεύουν κι αν έχουν την ικανότητα να απευθύνονται σε κάποιον άλλον την ώρα που τα βλέπεις. Ωστόσο, τέτοιο όνειρο ποτέ δεν είχα ξαναδεί και ούτε ποτέ θα ξανάβλεπα. Δεν ήταν διόλου φανταστική αυτή η συνάντηση, καθόλου πλασματικός αυτός ο κήπος, καρπός της φαντασίας μου ή προβολή των επιθυμών μου, και είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Είχαμε πράγματι βρεθεί οι δυο μας εκεί. Και δεν της μιλούσα μόνον εγώ. Την άκουγα να μου λέει πόσο δύσκολος ήταν και γι’ αυτήν ο χειμώνας. Πόσο μελαγχολικός και μονότονος. Πως ο πατέρας της έλειπε συχνά τα βράδια, κάτι που δεν το συνήθιζε. Πως είχε αλλάξει συμπεριφορά και είχε γίνει σκεφτικός και αμίλητος σαν κάτι σοβαρό να τον απασχολούσε. Μου είπε και για τον Γιώργη που είχε γίνει φοβερά απαιτητικός και δύστροπος. Νευρίαζε διαρκώς και όλα τού έφταιγαν. Της φερόταν βίαια και όποτε έβρισκε αφορμή της έλεγε να με ξεχάσει. «Δεν ήμουν γι’ αυτήν», έλεγε. Είναι αλήθεια πως ο Γιώργης ποτέ δε με συμπάθησε κι απ’ την αρχή έψαχνε αφορμή να μου το δείξει με τον χειρότερο τρόπο. Είχε φτάσει να μου πει πως του έκλεψα την αδερφή. Μα όλα αυτά, καθώς περπατούσαμε μέσα στον εξαίσιο αυτόν κήπο, ειπώνονταν με την γαλήνη που θα αφηγούταν ένα παραμύθι ένας καλός παραμυθάς. Η ευτυχία μας παρέμενε ασάλευτη. Αδιατάρακτη μέσα σ’ αυτό το σλλόκοτο και ευσεβές όνειρο.
Είναι τόσο όμορφα παράξενα όλα αυτά. Πώς γίνεται να ζεις τόσο έντονα ένα όνειρο και να ξυπνάς ευτυχισμένος σαν να είχες περάσει όντως όλη τη νύχτα με την αγαπημένη σου στον πιο ωραίο κήπο του κόσμου, θαρρείς και δεν υπήρξε καμιά διαχωριστική γραμμή από τον κόσμο του ονείρου στον πραγματικό; Να λες όλες τις θλίψεις κι όλα τα βάσανά σου στον άλλον όπως κι εκείνος σ’ εσένα κι αυτό που μένει να είναι μόνο μια μεγάλη χαρά και μόνο χαρά; Μήπως τελικά ήταν αρκετό, ακόμα και μέσα στο όνειρο, το γεγονός πως όλα τα μοιράστηκα κι απ’ τη στιγμή που τα μοιράστηκα έγιναν καπνός οι λύπες και διασκορπίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Κι όμως, αυτό το όνειρο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα κανονικό όνειρο. Έμοιαζε δώρο απ’ τον ουρανό. Ίσως, ένα μεγάλο δώρο στον μεγάλο πόνο της μεγάλης αγάπης μας.
Κατέβηκα στην κουζίνα κι έκοψα μια μεγάλη στρογγυλή φέτα ψωμί. Πήρα μαρμελάδα πορτοκάλι, φτιαγμένη από τα χέρια της μάνας μου και τις πορτοκαλιές μας, έβαλα και βούτυρο κι έφαγα με πολλή όρεξη. Είδα τη μάνα μου να σταυροκοπιέται και την άκουσα να λέει αναστενάζοντας βαθιά: «Δόξα σοι ο Θεός! Θέλεις κι ένα ποτήρι γάλα»; «Και βέβαια θέλω», απάντησα ενθουσιασμένος. Τότε συνειδητοποίησα πως τον τελευταίο καιρό δεν έπαιρνα καθόλου πρωινό. Έφευγα κατευθείαν για το σχολείο κι άφηνα πικραμένη και απορημένη τη μάνα μου να με κοιτά. Μόλις απόφαγα σηκώθηκα, της έδωσα ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο όπως έκανα χρόνια τώρα, πριν απ’ αυτόν τον χειμώνα, κι έφυγα τρέχοντας για το σχολείο.
Είχα πάρει δύναμη. Είχε επιστρέψει μέσα μου η χαρά και η ελπίδα. Το χαμόγελο και η όρεξη, όχι μόνο για φαγητό, αλλά για όλες τις στιγμές της ζωής που όταν δεν τις ζεις γίνεσαι ένα με τους πεθαμένους και γεμίζεις μέσα σου μαύρες τρύπες σαν αυτές του σύμπαντος που μπορούν να ρουφήξουν όλο το φως που είναι κοντά τους, ενώ κανονικά εσύ είσαι ένας γαλαξίας γεμάτος άστρα, δορυφόρους και πλανήτες, και το ξέρεις. Γεμάτος άπειρο φως σαν αυτό της πρώτης δημιουργίας του κόσμου. Από το τίποτα έσκασε άπειρο φως. Κι έτσι, «εγένετο φως!». Τι δουλειά είχα εγώ με τις μαύρες τρύπες;
Καθώς περπατούσα στο δρόμο για το σχολείο για πρώτη φορά σκέφτηκα τον ήχο της μάνας μου. Η μάνα μου, όπως κάθε μάνα, έχει κι αυτήν τον δικό της ήχο. Κάθε πρωί με ξυπνούν τα βήματά της πάνω κάτω στην κουζίνα. Οι κατσαρόλες και τα ταψιά της που μπαινοβγαίνουν στο φούρνο. Η σκούπα της, οι εξώπορτες που ανοιγοκλείνει, το σύρσιμο από τις καρέκλες που μετακινεί για να συγυρίσει το σπίτι. Παλιότερα εκνευριζόμουν που με ξυπνούσε με όλον αυτόν το σαματά. Τώρα όμως μου αρέσει πολύ. Αυτός είναι ο ήχος της προστασίας μου. Ο φύλακας - ήχος που δεν επιτρέπει την είσοδο της απόλυτης μοναξιάς στη ζωή μου. Το προστατευτικό μου δίχτυ που βρίσκεται πάντα εκεί, ακόμα κι όταν η επίθεση της θλίψης είναι τόσο άγρια που με παραπλανά. Με εξαπατά, και νομίζω πως ήρθε το τέλος του κόσμου κι έμεινα τελευταίος κάτοικος του πλανήτη. Είναι η υπόσχεση πως η ζωή δεν τελειώνει. Πως η μήτρα που με γέννησε είναι ακόμη ανοιχτή για μένα κι ας μην την αποζητώ μιας και σιγά σιγά γίνομαι άντρας. Είναι ο δρόμος που ανεπαίσθητα με ανδρώνει, οδηγώντας με στην άλλη μήτρα που αγαπώ.
Η Ελισώ δίχως μάνα δεν έχει την πολυτέλεια να δυσανασχετεί μ’ αυτό που εγώ τόσα χρόνια δυσανασχετώ, σκεφτόμουν. Ούτε όμως και να χαρεί αυτό που εγώ χαίρομαι. Είναι τόσο σπουδαίο να έχεις μια μάνα να σε φροντίζει ακούραστα. Να ξέρεις πως είναι πάντα εκεί. Πως όπου και να πάει θα γυρίσει. Πως όση κούραση κι αν έχει θα σε καληνυχτίσει. Πως όσο κι αν την λύπησες, τη θύμωσες, την πλήγωσες, θα τα ξεχάσει όλα και θα σ’ αγκαλιάσει ξανά. Θα σου χαμογελάσει πάλι. Πως ό, τι και να σου πει, ό, τι και να σου κάνει, δε θα είναι γιατί θέλει το κακό σου, αλλά γιατί καμιά φορά η κούραση την προσπερνά, το μυαλό δε χωράει άλλες έννοιες και τα νεύρα κάποτε υποκύπτουν στα βάσανα. Πως είτε μιλά είτε σιωπά, σε έχει στην καρδιά της και τίποτα δεν μπορεί να σε βγάλει από κει. Μια μάνα που σε ξυπνά εν τέλει αιφνιδιαστικά ή και άγαρπα κάθε πρωί μ’ έναν τόσο αξιολάτρευτο θόρυβο όπως το κύμα της θάλασσας το κορμί σου.
Κι ακόμα, σκέφτηκα τη μυρωδιά της. Μια μυρωδιά ζυμωμένη από κουλουράκια, τσουρέκια, γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες βερίκοκου, φράουλας, πορτοκαλιού. Από ντομάτες, κρεμμύδια, χοιρινό, πατάτες τηγανιτές. Μπουγάδες, απορρυπαντικά, σαπούνια, χώματα. Μια μυρωδιά που περικλείει όλα τα αρώματα του κόσμου, από την ρίγανη μέχρι την αμπαρόριζα, τον δυόσμο και τον βασιλικό. Όλη τη φύση και όλη την φροντίδα για την φύση και τους ανθρώπους που αγαπάει. Όλον τον ακούραστο αγώνα της για τους άλλους. Να μη τους λείψει τίποτα. Να τα οικονομήσει όλα. Να χαρεί μαζί τους τη χαρά, να θεραπεύσει τον πόνο τους.
Τι θα έκανα αν μια μέρα έχανα την μάνα μου; Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ. Όλοι μας σ’ αυτήν στηριζόμασταν. Απ’ αυτήν παίρναμε δύναμη και κουράγιο κι ας μην το συνειδητοποιούσαμε. Εμείς τη λησμονούσαμε. Αυτή, εμάς, ποτέ. Δεν ξέρω γιατί όλα αυτά τα σκέφτηκα πρώτη φορά το πρωινό εκείνο μετά από το όνειρο που δεν ήταν όνειρο.
Με το που έφτασα στο σχολείο κατάλαβα πως κάτι διαφορετικό συνέβαινε. Υπήρχε ένας διάχυτος ενθουσιασμός. Το νέο πήγαινε από στόμα σε στόμα: θα ερχόταν επιτέλους και σ’ εμάς το ρεύμα. Τέρμα οι γκαζόλαμπες. Τα σπίρτα. Ο καπνός. Η μυρωδιά του πετρελαίου που φόρτιζε την ατμόσφαιρα του σπιτιού τα βράδια σα στεναχώρια αποπνικτική. Και δεν θα πήγαινε μόνο στα σπίτια. Σιγά σιγά θα φωτίζονταν και οι δρόμοι. Έτσι θα μπορούσα κι εγώ να πηγαίνω κρυφά καμιά νύχτα μέχρι τη Χώρα να βλέπω την Ελισώ, -έλεγα με το νου μου.
Μα δεν ήταν μόνον αυτό. Δε θα αργούσε να έρθει και η τηλεόραση, έλεγαν. Αυτό το μαγικό κουτί που σε ταξιδεύει σε όλα τα μέρη της χώρας και, ποιος ξέρει, ίσως κάποτε και σε όλα τα μέρη του κόσμου, χωρίς να κουνηθείς από τη θέση σου. Όλα αυτά ακούγονταν σα μαγικά στ’ αφτιά μας. Οι καθηγητές μπαίνοντας στην τάξη γι’ αυτά μιλούσαν και η χαρά όλων μας άγγιζε το παραλήρημα.
Ήμουν στην ε΄ γυμνασίου. Είχα αποφασίσει πως εκτός από ποιητής, τελικά, θα γινόμουν και αστροφυσικός. Δεν υπήρχε σχολή τέτοια στην Ελλάδα. Τα είχα όμως όλα πολύ προσεκτικά σχεδιάσει. Θα γινόμουν πρώτα φυσικός, θα σπούδαζα στην Αθήνα και μετά θα έφευγα στην Αγγλία, ίσως και στην Αμερική. Ήμουν πολύ καλός μαθητής, θα κατάφερνα δίχως άλλο να πάρω μια υποτροφία για να μην επιβαρύνω τον πατέρα μου, ακριβώς όπως είχαν κάνει και οι δυο μεγάλες αδερφές μου που σπούδαζαν δασκάλες στην Ακαδημία της Μυτιλήνης.
Η Καλλιόπη με περνούσε ένα χρόνο. Είχε σταματήσει το σχολείο. Δεν αγαπούσε τα γράμματα. Το όνειρό της ήταν να γίνει μοδίστρα και θα γινόταν τέλεια μοδίστρα, τόσο που της άρεσε να σχεδιάζει ρούχα, να διαβάζει περιοδικά μόδας και να ράβει φορέματα και φούστες ξεπατικώνοντας πατρόν. Εμένα, όμως, με μεθούσε ο ουρανός, κι ας προσπαθούσαν οι γονείς μου να με στρέψουν στην Ακαδημία να γίνω δάσκαλος. Ούτε που να τ’ ακούσω. Τον ουρανό ήθελα να καταλάβω. Μπορούσα να τον καταπιώ; Θα τον κατάπινα ευχαρίστως. Οι πλανήτες, το ηλιακό σύστημα, όλη αυτή η αδιασάλευτη ισορροπία εκεί ψηλά, οι αντίθετες δυνάμεις, η δημιουργία του κόσμου, οι γαλαξίες, τα αμέτρητα άστρα και το άπειρο με ξετρέλαιναν. Πολλοί συμμαθητές μου με κορόιδευαν. Δε μ’ ένοιαζε όμως. Εξάλλου και για την αγάπη μου στην Ελισώ με κορόιδευαν. Το είχα συνηθίσει και δεν με άγγιζε πια.
«Μην ακούς τα λόγια του κόσμου, γιε μου», έλεγε ο παππούς. «Ο κόσμος είναι πάντα κόσμος. Αλλά εμείς δεν είμαστε κόσμος, είμαστε παιδιά και μακάρι μέχρι τέλους, παιδιά να μείνουμε». Αυτά έλεγε και μ’ έκανε να νιώθω πως κατά κάποιον τρόπο, ήμασταν συνομήλικοι και οπωσδήποτε, πολύ διαφορετικοί απ’ τους άλλους.
Συχνά σκεφτόμουν, -και είναι αλήθεια πως το σκέφτομαι μέχρι σήμερα που όλα είναι τόσο διαφορετικά από τότε-, πως ήμουν το πιο πλούσιο, το πιο τυχερό, το πιο ξεχωριστό παιδί του κόσμου, μ’ έναν παππού σαν τον παππού μου. Δεν υπήρχε, -και είμαι βέβαιος μέχρι σήμερα πως δεν θα υπάρξει ποτέ-, παππούς σαν τον δικό μου σε όλον τον πλανήτη.
Επέστρεψα τρέχοντας στο σπίτι κι έτρεξα να του πω τα νέα.
«Ο κόσμος αλλάζει γιε μου… αλλάζει γρήγορα... θα δούμε πράγματα… που δεν τα βάζει ο νους μας... θα δεις... μπορεί να φτάσουμε και στο φεγγάρι... πέρσι δεν τα καταφέραμε.. κάηκαν τρεις άνθρωποι... πάνε τα παιδιά... όμως μια μέρα θα γίνει... είμαι σίγουρος... φαντάζεσαι… να φτάσουμε στο φεγγάρι... ένα σπίτι… στο φεγγάρι... ένας κόσμος στο φεγγάρι... αλλιώτικος...»
Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι. Χαμογελούσαν και τ’ αφτιά μου και του χάιδευα το αδύναμο χέρι. Ήμουν τόσο χαρούμενος, τόσο ενθουσιασμένος που δεν το άντεχα. Νόμιζα πως θα σκάσουν οι φλέβες μου απ’ την πολλή χαρά. Θα πεταχτεί το αίμα μου σιντριβάνια που θα εκραγούν σε κάθε μέλος του κορμιού μου: χέρια, πόδια, κοιλιά, πλάτη, και το πιο μεγάλο, το πιο εντυπωσιακό στο στέρνο μου από την καρδιά μου.
Αν ήταν εδώ και η Ελισώ δεν θα ήθελα τίποτα άλλο. Την είχα δει όμως στον ύπνο μου και το όνειρο που δεν ήταν όνειρο, ήταν ακόμα ζωντανό...