Labels

Friday, September 25, 2015

Θεατρική παράσταση του Παραμυθιού της Μουσικής στη Ζυρίχη -Das Märchen der Musik



Das Märchen der 

Musik

Ein musikalischer Dialogabend

Märchen verraten viel über die Traditionen eines Landes.
Märchen sind Erzählungen, die uns alle, ob gross oder klein, an die Grenze zwischen Realität und Fantasie führen.
Das Märchen der Musik handelt von der Geschichte einer Prinzessin, die von Geburt an blind die Welt durch Musik erfährt. Ihr Verhältnis zu den Klängen und der Stille ist sehr besonders und führt zu ihrer ausserordentlichen Liebe für die Musik. Als es an der Zeit wird, sie zu vermählen, sieht ihr Vater nur einen Musiker an ihrer Seite. Er lädt daher Musiker aus verschiedenen Ländern ein, welche die schönen Melodien ihres Landes spielen, singen und tanzen, um die Gunst der Tochter für sich zu gewinnen.
Auf diese Weise erhalten wir als Zuschauer und Zuhörer die Gelegenheit durch das Märchen der Musik die Musiktraditionen, Instrumente und Melodien des Mittelmeers kennenzulernen.

Präsentiert von:
mediterranean music festival und Prova.zh


    September

  1. So, 27. Sep 17:00
Musik: En Chordais
Komponist: Kiriakos Kalaitzidis
Autorin: Vasiliki Nevrokopli
Choreographie: Irini Tsotra
Künstlerische Leitung: Alkis Zopoglou


Wednesday, September 23, 2015

Σάλτσα του φθινοπώρου από ντομάτα Ρόμα



Κάθε εποχή και τις ομορφιές της. Και το φθινόπωρο τα κυδώνια του, τα ρετσέλια του, τα χρυσάνθεμά, τα χρυσά του ηλιοβασιλέματα και τις σάλτσες του.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να φτιάξουμε και να αποθηκεύσουμε σάλτσα ντομάτας για όλη τη χρονιά. Εγώ προτιμώ να τη διατηρώ σε γυάλινα βάζα. 


Βήματα:

1. Πολτοποιούμε το γνωστό ντοματάκι ρόμα στο μούλτι.

2. Το βάζουμε σε μεγάλη κατσαρόλα να βράσει.

3. Προσθέτουε λίγο αλάτι και λίγο λάδι, που βοηθούν στη συντήρηση, -και όχι όσο θα βάζαμε κανονικά ανάλογα με την ποσότητα. 

4. Αν έχουμε φρέσκο βασιλικό ή δυόσμο, τα ψιλοκόβουμε και τα ρίχνουμε στον ντοματοπολτό που βράζει.

5. Αφού πάρει μερικές βράσεις -και ενώ ακόμα βράζει-, αδειάζουμε τη σάλτσα με μια κουτάλα μέσα στο γυάλινο βάζο.

6. Τα βάζα αφού τα πλύνουμε και τα σκουπίσουμε, τα βάζουμε για λίγο στον φούρνο μικροκυμάτων ή σοτν κανονικό μας φούρνο για να αποστειρωθούν.

7. Μόλις γεμίσουμε ένα βάζο και αφού αφήσουμε μισό δάχτυλο από το χείλος του, το κλείνουμε με το καπάκι και το γυρνάμε αμέσως ανάποδα.

8. Αφήνουμε μια νύχτα τα βάζα μας αναποδογυρισμένα ώστε να φύγει όσος αέρας έχει εισχωρήσει.

9. Καλό είναι, αν έχουμε τα βάζα μας χρόνια, να βάζουμε καινούργια καπάκια που τα σφραγίζουν τέλεια.

Καλή επιτυχία!


Sunday, September 20, 2015

'' Να σταθώ στα πόδια μου '' Λεωνίδας Μπαλάφας - Γιώργος Νικηφόρου Ζερβά...

Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὓψωσιν

(Μάρκ. 8,34-9,1)

Εἶπεν ὁ Κύριος· 
34. ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 
35. ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ’ ἂν ἀπολέσει τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
36. τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;
37. ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;
38. ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
1. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.






Wednesday, September 16, 2015

Δωμάτο: Θερμαϊκός



Ξεκινώ κάθε απόγευμα κατά τις εφτά από το σπίτι. Κατεβαίνω περπατώντας στην παραλία επιλέγοντας κάθε φορά κι άλλη διαδρομή. Ανακαλύπτω στενά, σπίτια κρυμμένα στα σοκάακια, σκαλάκια μυστικά γεμάτα γλάστρες, παιδιά που πάζουν καθισμένα σε κουρελούδες με τις κούκλες τους. Ανακαλύπτω τραγούδια που ακούγονται απ' τα ανοιχτά παράθυρα, γριές που ανηφορίζουν στηριγμένες στο μπαστούνι τους, συκιές που τώρα ωριμάζουν τους γλυκείς καρπούς τους. Μυρωδιές, σκιές, πρόσωπα άγνωστα, παρέες να πίνουν το κρασάκι τους, ζωή που δεν παύει στιγμή να ξεδιπλώνει την πολύχρωμη βεντάλια της δίνοντας στην ψυχή αέρα, χρώματα, σχέδια μοναδικά κι ανεπανάληπτα.
Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται κι ο νους μου απ' την αγάπη δε συμμαζώνεται. Διασχίζω την παραλία απ' τον Λευκό Πύργο μέχρι το Μακεδονία Παλλάς. Καρότσες μαύρες, καρότσες λευκές, άλογα μαύρα, άλογα λευκά, κουδουνάκια. Οι καλύτεροι λουκουμάδες της Ελλάδας μόνο μ' ένα ευρώ, φωνάζει ο λουκουματζής. Ελλάδα, γεμίζει το στόμα σου να λες τ' όνομά της. Σαν λουκουμάς είναι η γεύση της βουτηγμένος στο μέλι. Πασατέμπο, μαλλί της γριάς, καραβάκια. Ένας γέρος ελαφρύς βάζει στο κασετόφωνο μουσική στο φουλ και παίρνει το μικρόφωνο. Παριστάνει τον Καζαντζίδη μπροστά στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου. Καθισμένα νεαροί στο πατάρι,  τον ακούν και τον χειροκροτούν όταν τελειώνει. Ποδήλατα πάνε κι ερχονται, δρομείς, περιπατητές. Νέοι, γέροι, πλούσιοι, φτωχοί, Έλληνες και ξένοι. Όλους τους χωρά η παραλία της Θεσσαλονίκης. Όλους τους φιλοξενεί και σ' όλους χαρίζεται. Ξαπλωμένα αγόρια στις αγκαλιές των κοριτσιών τους, κορίτσια στις αγκαλιές των αγοριών.  Κάτω απ' το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου,  στο γρασίδι,  μια μεγάλη παρέα τραγουδά, ένας παίζει κιθάρα. "Τα πιο ωραία παραμύθια απ' όσα μου 'χεις διηγηθεί, αχ, είναι κείνα που μιλούσαν για τα παιδιά που 'χουν χαθεί". Πάγκοι με χειροποίητα κοσμήματα, ομπρέλες ζωγραφισμένες στο χέρι,  μικρά παιδιά που θέλουν να κάνουν μπάνιο, ερασιτέχνες ψαράδεες που ρίχνουν το καλάμι τους και περιμένουν. 
Ο ήλιος αποσύρεται αθόρυβα. Όλη του η μεγαλοπρέπεια βρίσκεται  στην αθόρυβη αποχώρησή του, όχι στα μαγευτικά ροδαλά του χρώματα. Σέλφι ο ένας, σέλφι ο άλλος, τα νέα παιδιά αυτοφωταγραφίζονται στο ηλιοβασίλεμα για ν' ανεβάσουν τη φωτογραφία τους στο φέϊσμπουκ. Κανείς  δε σου ζητά να τον τραβήξεις φωτογραφία. Δε σε χρειάζεται κανείς. Μπορεί και μόνος του. Κρίμα, γιατί έχεις τη διάθεση να το κάνεις και θα 'βγαιναν και καλύτερες.
Θα μπορούσατε να μου πληρώσετε τώρα  τον καφέ ή να τον βάλω στο δωμάτιο; με ρωτά το ευγενικό γκαρσόνι φέρνοντάς μου τον καφέ. Με βλέπει κάθε απόγευμα τις τελευταίες μέρες,  μ' έμαθε πια.  Στο δωμάτιο; Μα δε μένω εδώ, ποιο δωμάτιο; Συγνώμη, νόμιζα πως μένετε εδώ. Εδώ μένω, θέλω να διορθώσω, αλλά το γκαρσόνι έχει ήδη φύγει.  Εδώ, αλλά όχι στο Μακεδονία Παλλάς, στη θάλασσα μένω. Στη θάλασσα που θέλω να την εξαντλήσω μέχρι σταγόνας, την ανεξάντλητη. Να ρουφήξω την απεραντοσύνη της τη γαλανή, τους σκοτεινούς βυθούς της, τα καράβια της και  περισσότερο απ' όλα τον ήλιο της που απσύρεται μεγαλοπρεπής σαν καλόγερος στο κελί του. Στη θάλασσα μένω κι όταν κάθομαι εδώ να πιω τον καφέ μου, το κάνω μόνο και μόνο για να  μπορώ και εργάζομαι σαν ελεύθερο πουλί πότε πετώντας από πάνω της και  πότε βουτώντας στα νερά της. Γι' αυτήν φορώ λευκά τούτες τις μέρες.  Μόνο τα λευκά της ταιριάζουν. Θέλω μ' αυτόν τον τρόπο να την εξευμενίσω, να την φλερτάρω, να την γοητεύσω. Όταν παύει να  μου αντιστέκεται αυτή, παύουν να μου αντιστέκονται και οι λέξεις.  Οι ώρες περνούν δίχως να το καταλάβω. Όταν σταματώ κοντεύουν πια μεσάνυχτα. 

Τα καφέ των  δύο ωραίων ξενοδοχεία της πόλης, του  Ηλέκτρα Παλάς και του  Μακεδονία Παλλάς, μου προσφέρουν την πολυτέλεια να ταξιδεύω δουλεύοντας και να δουλεύω ταξιδεύοντας. Το ένα από ψηλά, το δεύτερο μπροστά στη θάλασσα, με καθίσματα αναπαυτικά και μεγάλες μαρμάρινες ροτόντες που απέχουν ικανοποιητικά η μία από την άλλη και είναι στο σωστό ύψος τραπεζιού για να μπορείς να γράφεις, χωρίς κάποια μουσική να σε αποσπά. Η καρδιά ησυχάζει, το μυαλό φωτίζεται, τα πνευμόνια αναπνέουν και τα μάτια χαίρονται τους περαστικούς που περνοδιαβαίνουν. 
Επιστρέφοτνας μέσα στη νύχτα, στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζουν μόνο τα φωτάκια των καραβιών σαν διαμάντια, οι άνθρωποι ακόμα περπατούν ή ξαπλώνουν ή κάθονται, κι εγώ προχωρώ για το σπίτι. Το βράδυ στον ύπνο μου όλο όνειρα σαν παραμύθια βλέπω με πειρατές και θάλασσες, φουρτούνες και καράβια, και κάτι παράξενα πλάσματα που βγαίνουν μέσα απ' τα κύματα και μοιάζουν με γοργόνες. Στο καφέ του Μακεδονία Παλλάς χρωστώ τις διορθώσεις του νέου  μεγάλου   βιβλίου  που ετοιμάζω. 
Δωμάτιο: Θερμαϊκός . Βάλτε τον καφέ στον λογαρριασμό παρακαλώ. Και σας ευχαριστώ όσο δεν φαντάζεστε. 


Tuesday, September 15, 2015

Χάι κου των πουλιών



1. Πάντα όρθια
τρώνε, πίνουν, κοιμούνται
Πουλιά στυλίτες



2. Μες στο κλουβί τους
κελαηδούν δοξαστικά
και ευγνώμονα



3. Τέκνα έαρος
Το χειμωνα σιωπούν
και περιμένουν

Monday, September 14, 2015

Ἡ παγκὸσμιος Ὓψωσις τοῦ Τιμὶου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ


Τὰς ἐν λάρυγγι Σῶτερ ὑψώσεις φέρει,
Ὑψούμενον βλέπουσα τὸν Σταυρὸν κτίσις.
Ὑψώθη δεκάτῃ, Σταυροῦ ξύλον, ἠδὲ τετάρτῃ.

Το 326 μ.Χ. η Αγία Ελένη πήγε στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ευχαριστήσει το Θεό για τους θριάμβους του γιου της Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ο Θείος ζήλος όμως, έκανε την Άγια Ελένη να αρχίσει έρευνες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού.
Επάνω στο Γολγοθά υπήρχε ειδωλολατρικός ναός της θεάς Αφροδίτης, τον οποίο γκρέμισε και άρχισε τις ανασκαφές.
Σε κάποιο σημείο, βρέθηκαν τρεις σταυροί. Η συγκίνηση υπήρξε μεγάλη, αλλά ποιος από τους τρεις ήταν του Κυρίου;
Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος με αρκετούς Ιερείς, αφού έκανε δέηση, άγγιξε στους σταυρούς το σώμα μιας ευσεβέστατης κυρίας που είχε πεθάνει.
Όταν ήλθε η σειρά και άγγιξε τον τρίτο σταυρό, που ήταν πραγματικά του Κυρίου, η γυναίκα αμέσως αναστήθηκε.
Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα μέρη της Ιερουσαλήμ.
Πλήθη πιστών άρχισαν να συρρέουν για να αγγίξουν το τίμιο ξύλο.
Επειδή, όμως, συνέβησαν πολλά δυστυχήματα από το συνωστισμό, ύψωσαν τον Τίμιο Σταυρό μέσα στο ναό σε μέρος υψηλό, για να μπορέσουν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι.
Αυτή, λοιπόν, την ύψωση καθιέρωσαν οι άγιοι Πατέρες, να γιορτάζουμε στις 14 Σεπτεμβρίου, για να μπορέσουμε κι εμείς να υψώσουμε μέσα στις ψυχές μας το Σταυρό του Κυρίου μας, που αποτελείτο κατ’ εξοχήν «όπλον κατά του διαβόλου».
Ορισμένοι Συναξαριστές, αυτή την ημέρα, αναφέρουν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού στην Κωνσταντινούπολη το 628 μ.Χ. από τον βασιλιά Ηράκλειο, πού είχε νικήσει και ξαναπήρε τον Τίμιο Σταυρό από τους Αβάρους, οι οποίοι τον είχαν αρπάξει από τους Αγίους Τόπους.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου
καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου,
νίκας τοῖς Βασιλεῦσι
κατὰ βαρβάρων δωρούμενος
καὶ τὸ σὸν φυλάττων
διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.


https://aerapatera.wordpress.com/2015/09/14/ἡ-παγκὸσμιος-ὓψωσις-τοῦ-τιμὶου-καὶ/


Sunday, September 13, 2015

Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψὼσεως


(Ιωάν. 3,13-17)

Εἶπεν ὁ Κύριος· 

13. οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ. 

14. καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, 

15. ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 

16. οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. 

17. οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ.



https://aerapatera.wordpress.com/2015/09/13/κυριακὴ-πρὸ-τῆς-ὑψὼσεως/


Saturday, September 12, 2015

Χάι κου της γραφής



1. Δεν είναι Θέλω
Είναι Δεν μπορώ αλλιώς
Γι' αυτό και γράφω



2. Έτσι διαβάζω
όλα όσα γράφτηκαν
πριν από μένα


3. Και συλλαβίζω
το άγραφό μου μέλλον
στα ανείπωτα

Friday, September 11, 2015

Ὁ Ἃγιος Εὐφρὸσυνος ὁ μὰγειρος


Ἤνεγκε πᾶν δύσοιστον εὐψυχως βάρος,
Θείας ὁ Εὐφρόσυνος ἠδονῆς χάριν.

Αγράμματος και αγροίκος χωρικός ο Όσιος Ευφρόσυνος σε ανδρική ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και εισήλθε σε κοινόβιο, όπου εκάρη μοναχός. Περιφρονημένος από τους συμμοναστές του για την απαιδευσία και την απλοϊκότητά του, εγκολπώθηκε την ταπείνωση του Χριστοῦ και τους υπηρετούσε στην διακονία του μαγειρείου. Και καθώς πάντα ήταν κατάκαπνισμένος από την ανθρακιά και τις στάχτες, όλοι τον περιγελούσαν και τον ενέπαιζαν, άλλα και δαρμούς δεχόταν από τους αμελέστερους που έβρισκαν αφορμή την σιωπή και την ανεξικακία του.
Αυτός όμως ο μακάριος με γενναιότητα καρδίας υπέμεινε τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις και άλλοτε μεν λουσμένος στον ιδρώτα, άλλοτε δε λαχανιασμένος και χαρούμενος, διήνυε εν τω κρύπτω το στάδιο των αρετών διαφεύγοντας την προσοχή των ανθρώπων.
Στο κοινόβιο εκείνο υπήρχε κάποιος ενάρετος ιερεύς, ο οποίος επί τρία χρόνια με νηστείες και προσευχές ικέτευε τον Θεό να του δείξει τα αγαθά, «ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9).
Μία νύκτα, ενώ κοιμόταν, αρπάχθηκε ο νους του στον παράδεισο, σε πάντερπνο και μυροβόλο κήπο γεμάτο πολυποίκιλα δένδρα, εύοσμα άνθη και διαυγέστατα τρεχούμενα νερά, που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να περιγράψει.
Ενώ διαλογιζόταν τίνος άραγε να είναι ο θαυμάσιος εκείνος παράδεισος, βλέπει τον μάγειρα της μονής Ευφρόσυνο στο μέσον του κήπου να απολαμβάνει τα άρρητα αγαθά.
Έκπληκτος τον ρώτησε πως βρέθηκε εκεί και αν αυτός ήταν ο τόπος που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν. 
Ο Ευφρόσυνος του είπε:
«Εγώ μεν, τίμιε πάτερ, όπως γνωρίζεις, δεν ξεύρω γράμματα – από σας ακούω αυτά που λέγει ο Απόστολος. Επειδή όμως ελάχιστα βιάσαμε τον εαυτό μας, βλέπομε ένα μέρος από αυτά που ο Θεός ετοίμασε για όσους τον αγαπούν διότι άνθρωπος που φορεί σάρκα δεν θα αντέξει να δει περισσότερα». 
Ο ιερεύς τον ρώτησε αν είχε έλθει και άλλη φορά – ο Ευφρόσυνος του απάντησε: 
«Με την χάρη του θεού εδώ μένω πάντοτε και είμαι φύλακας του κήπου». Τότε ο ιερεύς του έδειξε τρία ωραιότατα μεγάλα μήλα και τον ερώτησε αν είχε εξουσία να του τα δώσει.
Ο Ευφρόσυνος τα έκοψε αμέσως και του τα έβαλε στο ράσο.
Την ώρα εκείνη κτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο ιερεύς, αναπηδώντας από το κλινάρι του, νόμιζε πως είχε δει όνειρο και εξεπλάγη όταν μέσα στο ράσο του βρήκε τους τρεις παραδείσιους καρπούς. Στον ναό είδε τον Ευφρόσυνο να στέκεται όπως πάντα στο στασίδι του. Πέφτοντας στα πόδια τον εκλιπαρούσε να του πει που βρισκόταν εκείνη την νύκτα.
«Εκεί ήμουν, πάτερ», του απάντησε, «όπου με βρήκες». «Και τι μου έδωσες, δούλε τού Θεού; πες μου», ρώτησε πάλι ο ιερεύς. «Τρία μήλα ζήτησες και σού τα έδωσα», του αποκρίθηκε με ταπείνωση ο μάγειρας.
Ο ιερεύς του έβαλε μετάνοια και πήγε στην θέση του. Μετά την απόλυση έφερε από το κελλί του τα τρία μήλα, τα έδειξε στους αδελφούς και διηγήθηκε όσα συνέβησαν την νύκτα.
Εκείνοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό. Έπειτα τα κατατεμάχισαν και τα έβαλαν σε δίσκο.
Όσοι μετέλαβαν από την ευλογία τού δεσποτικού κήπου θεραπεύθηκαν από κάθε ασθένεια.
Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, την ώρα που οι μοναχοί άκουγαν προσεκτικά την διήγηση του ιερέως, άνοιξε την πλάγια θύρα της εκκλησίας και, φεύγοντας την ανθρώπινη δόξα, απομακρύνθηκε από την μονή και δεν φάνηκε ποτέ πιά.


https://aerapatera.wordpress.com/2015/09/11/ὁ-ἃγιος-εὐφρὸσυνος-ὁ-μὰγειρος/

Καλή σχολική χρονιά!



Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαινω στο σχολειό
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα, σπουδάγματα
του Θεού τα πράγματα
να μαθαίνω κι αργαλειό
για της νύφης το προικιό



Thursday, September 10, 2015

Xάι κου της ημέρας



1. Σώμα στο σώμα
το φως στον κορμό δέντρου
δύει ήσυχα

2. Σπαθάτα φύλλα
απ' τα θηκάρια βγαίνουν
Τρυπούν το βλέμμα

3. Πώς ζυγίζεται
στη ζυγαριά του ήλιου
κάθε ύπαρξη



Wednesday, September 9, 2015

Σὺναξη τῶν Ἁγὶων καὶ Δικαὶων Θεοπατoρων Ἰωακεὶμ καὶ Ἂννας


Ἰωακεὶμ τέρφθητι σὺν τῇ Συζυγῳ,
Τεκόντες ἄμφω ψυχικὴν τέρψιν κτίσει.
Ἡ δ᾿ ἐννάτη τοκέων Θεομήτορος εὗρε σύναξιν.

Η σύναξη των δικαίων γονέων της Υπεραγίας Θεοτόκου,
σύμφωνα με την αρχαία εκκλησιαστική , παράδοση, ορίστηκε την επομένη του γενεσίου της Θεοτόκου, για τον λόγο ότι αυτοί έγιναν πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας με την γέννηση της αγίας θυγατέρας τους. 
«Τελεῖται δὲ ἡ σύναξις αὐτῶν ἐν τῷ ἑξαέρῳ οἴκῳ τῆς Θεοτόκου, πλησίον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις».
Να αναφέρουμε, λοιπόν, ότι ο Ιωακείμ ήταν γιος του Ελιακείμ από τη φυλή του Ιούδα και απόγονος του Δαβίδ.
Έκπτωτος του θρόνου, ιδιώτευε στην Ιουδαία και το περισσότερο χρονικό διάστημα στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε μέγαρο με βασιλικό κήπο. Παντρεύτηκε την Άννα, θυγατέρα του Ματθάν Ιερέως από τη φυλή του Λευΐ και της Μαρίας, γυναικός αυτού, από τη φυλή του Ιούδα.
Επειδή οι φυλές, Βασιλική και Ιερατική, συγγένευαν μεταξύ τους, διότι η Βασιλεία εθεωρείτο ίση με την Ιεροσύνη, δεν έδιναν ούτε έπαιρναν θυγατέρες από άλλες φυλές που θεωρούνταν κοινές.
Έτσι λοιπόν, αφού θεάρεστα πέρασε τη ζωή του το άγιο αυτό ζευγάρι, όπως μας πληροφορούν τα βιογραφικά σημειώματα των εορτών της 25ης Ιουλίου8ης Σεπτεμβρίου και 9ης Δεκεμβρίου, ο μεν Ιωακείμ πέθανε οκτώ χρόνια από τα Εισόδια της κόρης του Θεοτόκου σε ηλικία 92 ετών, η δε Άννα 11 μήνες μετά τον θάνατο του Ιωακείμ, σε ηλικία 83 ετών.
(Την δε Θεοτόκο απέκτησαν θαυματουργικά, όπως σε προηγούμενο βιογραφικό σημείωμα αναφέραμε, σε ηλικία 80 ετών ο Ιωακείμ και 70 η Άννα).

https://aerapatera.wordpress.com/2015/09/09/σὺναξη-τῶν-ἁγὶων-καὶ-δικαὶων-θεοπα/



Tuesday, September 8, 2015

Τὸ Γενὲσιον τῆς Θεοτὸκου



Πάσας ἀληθῶς, Ἄννα, νικᾷς μητέρας,
Μήτηρ ἕως ἂν σὴ γένηται θυγάτηρ.
Ἐξάγαγε πρὸς φῶς Θεομήτορα ὀγδόῃ Ἄννα.

«Ἀποκάλυψαν πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς ποιήσει» (Ψαλμός λστ’ στ. 5).
Φανέρωσε στον Κύριο με εμπιστοσύνη το δρόμο και της επιδιώξεις και της ανάγκες της ζωής σου και έλπισε σ’ Αυτόν και Αυτός θα κάνει εκείνα που ζητάς και χρειάζεσαι.
Μ’ αυτή την εμπιστοσύνη και ελπίδα, ο Ιωακείμ και η Άννα ικέτευαν προσευχόμενοι το Θεό να της χαρίσει παιδί, να το έχουν γλυκεία παρηγοριά στα γεράματα της.
Και την ελπίδα της ο Θεός έκανε πραγματικότητα. Της χάρισε την Παρθένο Μαριάμ, που ήταν ορισμένη να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου και να λάμψει σαν η πιο ευλογημένη μεταξύ των γυναικών. 
Ήταν εκείνη, από την οποία έμελλε να προέλθει Αυτός που θα συνέτριβε την κεφαλή του νοητού όφεως.
Στην Παλαιά Διαθήκη δόθηκαν της προτυπώσεις της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μία είναι και η βάτος στο Σινά, την οποία ενώ είχαν περιζώσει φλόγες φωτιάς, αυτή δεν καιγόταν.
Ήταν απεικόνιση της Παρθένου, που θα γεννούσε το Σωτήρα Χριστό και συγχρόνως θα διατηρούσε την παρθενία της.
Έτσι, η Άννα και ο Ιωακείμ, που ήταν από το γένος του Δαβίδ, με την κραταιά ελπίδα που είχαν στο Θεό απέκτησαν απ’ Αυτόν το επιθυμητό δώρο, που θα συντροφεύει τον κόσμο μέχρι συντέλειας αιώνων.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε,
χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ,
ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης,
Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν,
καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν,
καὶ καταργήσας τὸν θάνατον,
ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὀνειδισμοῦ ἀτεκνίας,
καὶ Ἀδὰμ καὶ Εὔα, ἐκ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου,
ἠλευθερώθησαν, Ἄχραντε, ἐν τῇ ἁγίᾳ γεννήσει σου,
αὐτὴν ἑορτάζει καὶ ὁ λαός σου,
ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων,
λυτρωθεὶς ἐν τῷ κράζειν σοι·
Ἡ Στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον,
καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν.


https://aerapatera.wordpress.com/2015/09/08/τὸ-γενὲσιον-τῆς-θεοτὸκου/


Monday, September 7, 2015

Το σχόλιο της Δευτέρας: Παζάρι στη Μεδίνα της Τύνιδας - Καλή βδομάδα!



Τόσα είχα ακούσει που ήθελα οπωσδήποτε να πάω. Να το δω από κοντά. Να το μυρίσω, να το ψηλαφήσω, να το περπατήσω. Να ζησω το παζάρι της Μεδίνας της Τύνιδας. Όλοι οι μουσικοί είχαν πρόβα για τη συναυλία που θα γινόταν σε τρεις μέρες στο φεστιβάλ της Καρθαγένης. Να πάρω ταξί από το ξενοδοχείο μόνη μου και μάλιστα χωρίς να μιλώ γρι γαλλικά, ήταν και δύσκολο και ριψοκινδυνο. Η μόνη μου ελπίδα ήταν να μην έχει δουλειά ο ηχολήπτης του “Εν Χορδαίς”, σεμνό και συνεσταλμένο παλικάρι που με είχε συνοδέψει και στο παζάρι της Φες του Μαρόκου. Το ήθελα τόσο που έγινε. Ξεκινήσαμε με τον Λεωνίδα και για καλή μας τύχη, ο ταξιτζής κάτι κουτσά στραβά αγγλικά τα μιλούσε. 

Μας άφησε μπροστά σε μια από τις πύλες της αγοράς, την περάσαμε και χωθήκαμε στα στενά σκοτεινά της δρομάκια. Περπατούσαμε στην τύχη, στρίβαμε όπου μας έρχονταν, το μάτι στριμωχνόταν σε μικρά εξαθλιωμένα μαγαζάκια που πουλούσαν φτηνιάρικα παιδικά παιχνίδια, ρούχα του κιλού, νάυλον υφάσματα, ραφεία που χωρούσαν  ένα ράφτη κι έναν πελάτη, κρεοπωλεια που τα αίματα έσταζαν από τους πάγκους. Βαριές μυρωδιες, σπασμένο πλακόστρωτο, βρωμιά, ανέχεια, θόρυβος, χρώματα, ζωή. Μετά από ώρα φτάσαμε σε μια έξοδο και βρεθήκαμε μπροστά σε μια απέραντη Λαϊκή ρούχων όπου μιλιούνια γυναίκες ψώνιζαν κελεμπίες και μαντίλες της συμφοράς. Πάμε πάλι προς τα πάνω, λέω στον Λεωνίδα, από άλλο δρομο. Δεν μπορει κάτι ωραίο θα υπάρχει, πρέπει να το ανακαλυψουμε. Θα πρέπει να ρωτήσουμε. Σ' αυτά τα μέρη πρέπει να ρωτάς. Οι ομορφιες ειναι καλά κρυμμένες και τις ξερουν μονο οι ντοπιοι. Ανηφορίζουμε. Σ' ένα μικρό μαγαζάκι με κοινότυπα κοσμήματα βρίσκω ένα ενδιαφέρον  κολιε από κόκκαλο  καμήλας. Εσύ πρέπει να είσαι καλλιτέχνης, συμπεραίνει απ’ την εκλογή μου  ο ηληκιωμένος πωλητής. Διάλεξες το καλύτερο. Ας πούμε πως είμαι, του λέω και αρχίζω το παζάρι,  κυρίως για να δω αν είμαι σε καλή φόρμα. Από εκατό δηνάρια, το κατεβαζω στα σαράντα, δηλαδή είκοσι ευρώ. Μόλις  το πληρώνω, κάτι μου λέει μέσα μου πως θα μπορούσα να το πάρω και σε καλύτερη τιμή. Το λάθος ήταν δικό μου. Έπρεπε να είμαι πιο αποφασιστική. Δεν πειράζει όμως, για πρόβα καλά  ήταν. Μου έμεινε ένα πενηντάρικο. Μ’ αυτό θέλω ν’ αγοράσω ένα κιλίμι. Ρωτώ τον πωλητή πού να πάω. Ο φιλότιμος Ανατολίτης  προθυμοποιείται να μας οδηγήσει. Εγκαταλείπει το μαγαζί του και  περπατούμε σχεδον δέκα λεπτά. Στρίβει από δω, βγαίνει από κει, που μας πάει μόνο ο Θεός το ξέρει. Σταματά μπροστά σε μια μεγάλη κόκκινη ξύλινη  πόρτα και την χτυπά. Έτσι εισερχόμαστε στον χειροποίητο παράδεισο των χαλιών. Κάτι εξηγεί στους φίλους του στα αραβικά,  μας αποχαιρετά ευγενικά, και φεύγει.  

Οι τρεις όροφοι του κτιρίου είναι  γεμάτοι από πάνω ως κάτω  χαλιά και κιλίμια να χάνεις το νου σου. Κάθε όροφος έχει πολλές αίθουσες. Μας οδηγούν  στον τρίτο από μια εσωτερική περιστροφική ξύλινη σκάλα. Ένας κύριος γύρω στα εξήντα μ’ ένα νεαρό αγόρι αναλαμβάναουν να μας εξυπηρετήσουν. Στεκόμαστε όρθιοι στην άκρη μιας ευρύχωρης αίθουσας. Χειροποίητο; Ναι. Σε τι διαστάσεις περίπου; με ρωτά ο μεσήλικας. Φορά ένα γκρι πουκάμισο  κι ένα γκρι παντελόνι σαν τους παλιούς επιθεωρητές των σχολείων. Δεν έχει όμως μουστάκι όπως εκείνοι. Έχει δυο μεγάλα αγελαδίσια μάτια, σκούρο ιδρωμένο δέρμα, μέτριο ανάστημα και μερικά παραπανίσια κιλά. Κατεβάζει απ’ τις στίβες και ξεδιπλώνει στο πάτωμα διάφορα χειροποίητα χαλιά το ένα ωραιότερο απ’ το άλλο.  Το πέμπτο, ένα ποίημα. Υφασμένο και από πάνω και από κάτω με αναγλυφες κουκίδες καφέ σ' ένα φόντο μπεζ. Λιτό, μινιμαλιστικό, έξοχο. Πόσο έχει αυτό; Πέντε χιλιαδες δηνάρια. Ζεματίστηκα. Κάποιο λάθος έχουμε κάνει, καλύτερα να φύγουμε, ήταν η πρώτη σκέψη, -αυτή που συνήθως είναι λάθος.  Όσο παζάρι όμως  και να κάνεις, δεν θα κατέβεις ποτέ απ' τα πέντε χιλιάδες στα πενήντα.  Μπορώ να καθίσω; τον ρωτώ. Και βέβαια, μαντάμ. Μήπως  μπορώ και να καπνίσω; Εδώ δεν  καπνίζουμε, αλλά εσύ μπορείς. Έπρεπε να σκεφτώ, να πάρω μια ανάσα, να συγκεντρωθω. Από κείνη τη στιγμή άρχισε το γλέντι. Το αληθινό γλέντι της σχέσης στην οποία μεταφράζεται το παζάρι. Θέλει χρόνο, όπως όλα τα αληθινά πράγματα σ' αυτή τη ζωή.
Ο μεσήλικας έρχεται και κάθεται κοντά μου στο μιντέρι. Τι θέλεις, μαντάμ; Πόσα χρήματα δίνεις; Αυτό που μου δείχνεις, είναι πάρα πολυ ακριβό για μένα. Είμαστε απ' την Ελλάδα, ξέρεις τι γίνεται εκεί; Ξέρω. Γίνατε κι εσείς σαν κι  εμάς. Δείξε μου, λοιπόν, κάτι φτηνότερο, αλλά επίσης ωραίο. Σηκώνεται και φέρνει από άλλη αίθουσα μια ντάνα κιλιμια. Τα στρώνει ένα ένα στο πάτωμα. Χρώματα, σχέδια, υφές, μέθη. Πόσο αυτό; Χίλια πεντακόσια δηνάρια. Αυτό; Χίλια. Αυτό; Οχτακόσια. Οχτακόσια, δηλαδή τετρακόσια ευρώ, υπολογίζω με το νου μου. Αυτό έχω ελπίδα να το κατεβάσω στα πενήντα με θάρρος και αποφασιτικότητα. Μ' αρέσει, του λέω, αλλά αυτά που ζητάς είναι πάρα πολλά. Πόσα δίνεις, μαντάμ;  Δεν πειράζει, μια άλλη φορά. Σηκώνομαι. Κάτσε, μαντάμ, πόσα δίνεις; Πες μου μια τελική τιμή. Είναι πάρα πολλά, σου λέω. Έλα, μαντάμ, κάτσε. Ξανακάθομαι. Σκύβει στ' αφτί μου. Είσαι όμορφη, μου λέει. Όμορφη, αλλά φτωχή, απαντώ. Μια τελευταία τιμή; Πες το να συμφωνήσουμε. Τότε αποφαςίζω να δώσω την τιμή. Έχω εκατό δηνάρια.  Ούτε ένα παραπάνω. Σηκωνεται θιγμένος. Πάει και φέρνει ένα μικρό πατάκι. Μ' εκατό δηνάρια παρίνεις αυτό. Σηκώνομαι κι εγώ. Αυτό παίρνω, έχεις δίκιο, αλλά αυτό δεν το θέλω. Εκείνο θέλω. Ας το αφήσουμε, λοιπόν. Κάτσε,  μαντάμ. Ξανακαθομαι. Κάθεται πιο κοντά μου. Είσαι πολυ ομορφη, μου λέει και μου πιάνει το γόνταο. Η ηδυπάθεια στάζει απ’ τα αγελαδινά του μάτια. Σε άλλη περίπτωση θα με ενοχλούσε αυτό το άγγιγμα στο γόνατο. Όμως δε μ’ ενοχλεί. Η ανάγκη του να πουλήσει  έχει μπλεχτεί με τον ανδρικό πόθο κι ο πόθος  με μια καλοσύνη σχεδόν ικετευτική. Μια αδυναμία που μόνο συμπάθεια μπορεί να  προκαλέσει.   Χτυπώ με χάρη το δικό του γόνατο και γελώ. Όμορφη, ναι, αλλά με εκατό δηνάρια. Έλα, μαντάμ, ας το κάνουμε διακόσια, τελευταία τιμή. Καλή τιμή, σ’ ευχαριστώ, αλλά δεν έχω. Ειλικρινά, έχω μόνο εκατό, σου λέω αλήθεια. Οι ελπίδες μου αναπτερώνονται, αλλά δεν το δείχνω.  Αδύνατον κάτω από διακόσια. Αδυνατον πάνω από εκατό. Να στο πάρει ο άντρας σου. Μα δεν είανι ο άντρας μου αυτός. Δεν είναι; Όχι, βέβαια. Ο άντρας μου δουλεύει σκληρά και μου έδωσε μόνο εκατό δηνάρια, δεν είχε άλλα. Αυτός είναι φίλος μας. Να σου δανείσει ο φίλος σου. Καλά δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι πιο φτωχός κι από μένα. Κοιτάζουμε κι οι δυο τον Λεωνίδα που έχει μείενι σύξυλος. Φοράει μια απλη βερμούδα κι ένα μακό μπλουζάκι. Πράγματι, σε καμία περίπτωση δεν δίνει την εντύπωση πλουσιου. Το πολύ πολύ να έχει είκοσι δηνάρια Μήπως έχεις Λεωνίδα είκοσι δηνάρια; Ναι, νομίζω πως είκοσι δηνάρια έχω, απαντά σχεδόν τραυλίζοντας. Άντε, λοιπόν, σου δίνω εκατόν είκοσι  δηνάρια. Εντάξει;
Έλα μαζί μου, μαντάμ. Σηκώνεται και μ' αρπαζει απ' το χέρι. Αρχίζουμε να προχωράμε σε διαδρόμους, δωμάτια, αμάν, λέω, ο τύπος πήρε θάρρος τώρα που έμαθε πως αυτός δεν είναι άντρας μου, Λεωνίδα, φωνάζω, έλα. Μη φοβάσαι, μου λέει, περίμενε. Ο Λεωνίδας ακολουθεί. Το παχουλό και διρωμένο χέρι του αφήνει το δικό μου. Σκύβει πάνω απ' τη σκάλα και φωνάζει. Φωνάζει αυτός, φωνάζει και κάποιος από το ισόγειο. Τσιριδες, φωνές, ξεσπά ένας καβγάς στα αραβικά. Τι γίνεται; με ρωτά ο Λεωνίδας. Μη νοιαζεσαι, του λέω, κάνει πως μαλώνει με το αφεντικό του. Έχουμε ελπίδα. Ένας  νεαρός ομορφονιός με άσπρο πουκάμισο  και τζιν παντελόνι ανεβαίνει τη σκάλα τρέχοντας. Ευκίνητος, εύστροφος, γοητευτικός. Μέχρι ν’ ανέβει,  ο καλοσυνάτος πωλητής με ξαναρωτά. Τελευταία τιμή, μαντάμ;  Σε παρακαλώ. Εβδομήντα δηνάρια. Φτάνει το αφεντικό, συνομιλούν στα αγγλικά. Η μαντάμ θέλει αυτό για εβδομήντα δηνάρια. Τι λες; Ο νεαρός δεν απαντά. Με κοιτάζει διαπεραστικά. Εντάξει, λέει, και δίνουμε τα χέρια. Πηγαίνει μέσα στην αιθουσα να δώσει ετνολή στον μικρό να το πακετάρει. Καλό είναι το αφεντικό σου, λέω στον μεσήλικα. Όχι, δεν είναι καλό, απαντά. Γιατί το λες; Εγώ είμαι καλός. Δεν εννοώ πως είναι καλός για μένα, εννοώ πως είναι καλός για σένα, διορθωνω βλέποντάς τον να λιώνει. Όχι, μόνο εγώ είμαι καλός. Καλός γι' αυτόν, καλός και για σένα. Η απάντησή του με συγκινεί. Είναι σοβαρός, ίσιος, ντόμπρος. Ο μικρός έχει πακετάρει το κιλίμι. Το νεαρό αφεντικό έρχεται. Ο μεσήλικας στέκεται παράμερα. Δεν κουνιέται, δε μιλά, μόνο με κοιτάζει. Το κιλιμι το πούλησε, το παζάρι έγινε, τώρα η μαντάμ θα φύγει. Δε θα την ξαναδεί. Έχει στο πρόσωπο τη λυπη του άντρα  που βλέπει το αντικείμενο του πόθου του να απομακρύνεται.  Τη σιωπή των αγαλμάτων που χάνουν το μοναδικό βλέμμα που μες στην πολύβουη ερημιά του κόσμου στάθηκε για λίγο πάνω τους Δεν ήταν ωραίος. Δεν ήταν καν συμπαθής ή ελκυστικός. Γιατί λυπήθηκα όταν φεύγοντας γύρισα και τον κοίταξα; Ήταν ειλιλκρινά άοπλος. Αδύναμος σαν πουλί. Ένας λυμένος άντρας που δε διστασε να εκτεθεί. Όπως έπαιξε την τιμή του κιλιμιού, έπαιξε και τα αισθήματά του.
Το αφεντικό του μας προτείνει  να μας δείξει τα κσομήματα που έχει  στο υπόγειο. Τον ακολουθούμε. ΒΛέπει  το κολιέ που φορώ. Πόσο το πήρες; Δώδεκα δεκαπέντε ευρώ; Είκοσι, απαντώ και επιβεβαιώνεται η αίσθηση που είχα πως το πήρα ακριβότερα. Είσαι καλή στο παζάρι, προσθέτει. Σπάνια οι ξένοι τα καταφέρνουν έτσι. Γυρίζω και κοιτώ τον μεσήλικα. Στέκεται  σην άκρη της  αίθουσας  σε στάση προσοχής. Τίποτα δεν κάνει. Μόνο με κοιτά. Αυτός είναι καλός, λέω στο αφεντικό του και γυρίζω να φύγω. Τους χαιρετώ. Εκείνος δε με χαιρετά. Δεν  κουνιέται βήμα απ' τη θέση του. Βγαίνουμε στον καθαρό αέρα.
Κοιτώ το ρολόι μου. Ήμουν μισή ώρα μεσα. Έχω το επινίκιο του αγώνα,  τυλιγμένο σ'  ένα ωραίο χασαπόχαρτο περίτεχνα δεμένο με σπάγκο. Πώς το έκανες αυτό; με ρωτά ο Λεωνίδας. Από οχτακόσια δηνάρια, εκατόν είκοσι; Έχω εξασκηθεί χρόνια τώρα στα παζάρια της Πόλης, απαντώ,  λησμονώντας πως η βασικη  μου εκπαίδευση ήταν τα παζάρια που έκανε ο πατέρας μου, όταν μας έπαιιρνε και τους πέντε στις βιοτεχνίες να μας ντύσει. Το παζάρι, φίλε, μοιάζει οικονομική συναλαγή, μα δεν είναι ακριβώς έτσι. Αυτο δεν ξέρουν οι δυτικοί. Είναι σχέση. Μια σχέση που τα παίζεις όλα για όλα. Μυαλό, σώμα, αισθήματα, χρόνο, διαθεσιμότητα. Όταν καταφέρεις ν' αγοράσεις το αντικείμενο που επιθυμούσες στην καλύτερη δυνατή τιμή, δεν ικανοποιείσαι κυρίως γι' αυτό. Η μεγάλη ικανοποίηση ήταν πως έπαιξες τίμια τον εαυτό σου εσύ, τον έπαιξε τίμια και ο άλλος. Εγώ τον έπαιξα μ' έναν άντρα που δεν ήταν ωραίος, δεν ήταν γοητευτικός, ούτε καν συμπαθής. Ήταν όμως καθαρόαιμος  άντρας. Πλάσμα ακριβό και στις μέρες μας σπάνιο. Αυτο άξιζε το κόπο, το παιχνίδι, τη σχέση. Άξιζε όλο το παζάρι. Άξιζε κι ένα κείμενο. Καλή του ώρα.             



    

Sunday, September 6, 2015

Κυριακὴ ΙΔ’ Ματθαὶου

(Ματθ. 22,2-14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· 
2. ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
3. καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν.
4. πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. 
5. οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ·
6. οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. 
7. ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. 
8. τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι·
9. πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους. 
10. καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων.
11. εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, 
12. καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη.
13. τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
14. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.



https://aerapatera.wordpress.com/2015/09/06/κυριακὴ-ιδ-ματθαὶου/

Friday, September 4, 2015

Ὁ Προφὴτης Μωυσῆς ὁ Θεὸπτης


Οὐκ ἐκ πέτρας νῦν, ουδ᾿ ὀπισθίων μέρει,
Μωσῆ θεωρεῖς, ἀλλ᾿ ὅλον Θεὸν βλέπεις.

Ο Προφήτης και Θεόπτης Μωυσής, υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1569 π.χ.
Ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ονομαζόταν Άβραμ (ή Αμράμ) και καταγόταν από τη φυλή του Λευί και η μητέρα του Ιωχαβέδ.
Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα του τον έβαλε σ’ ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. 
Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα), η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα». 
Ανατράφηκε ως γνήσιος υιός της πριγκίπισσας και έμαθε όλη την σοφία και την γνώσι των Αιγυπτίων, χωρίς εν τούτοις να αποξενωθεί από την πίστη των πατέρων του και την αγάπη προς το έθνος του.
Όταν ήταν σαράντα χρονών σκότωσε κάποιον Αιγύπτιο, που είχε επιτεθεί εναντίον ενός Ισραηλίτη και για να σωθεί κατέφυγε στη γη Μαδιάμ, όπου έγινε βοσκός.
Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός βοηθός».
Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο.
Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή αδολεσχία του Θεού.
Μια ήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια ξενιτιάς στην Μαδιάμ, όπως έβοσκε τα πρόβατα στο όρος Χωρήβ, του φανερώθηκε ο Θεός υπό μορφήν πυρός, εξερχόμενου μέσα από μία βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν.
Με την θεοφάνεια αύτη, η οποία προεικόνιζε το μέγα μυστήριο του παρθενικού τοκετού και της εν σαρκί ελεύσεως του Σωτήρος, ο Θεός κάλεσε τον Μωυσή να επιστρέψει στην Αίγυπτο, για να ελευθέρωση τον λαό του από την πικρή δουλεία και να τον επαναφέρει στην γη των πατέρων του.
Επειδή αυτός ήταν βραδύγλωσσος και δίσταζε να αναλάβει το έργο, του έδωσε ως βοηθό και διερμηνέα τον αδελφό του Ααρών (βλέπε εδώ). Παρουσιάσθηκαν λοιπόν μαζί στον Φαραώ και του ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες να λατρεύσουν τον θεό τους στην έρημο. Κατά θεία παραχώρηση η υπερήφανη καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε και δεν τους άφηνε να φύγουν.
Τους κράτησε να εργάζονται ως δούλοι στις μεγάλες οικοδομικές εργασίες, πού είχε επιχειρήσει η ματαιοδοξία του.
Τότε ο Κύριος διά μέσου του Μωυσή κτύπησε την Αίγυπτο με δέκα φοβερές πληγές. Ταπεινωμένος από την δύναμη του θεού του Ισραήλ ο Φαραώ εξαναγκάσθηκε να τους αφήσει να φύγουν. 
Μαζί τους πήραν τα οστά του Ιωσήφ και πολλά χρυσά και αργυρά σκεύη, που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι.
Στην πορεία τους ο θεός τους οδηγούσε την μεν ήμερα με στύλο νεφέλης την δε νύκτα με στύλο πυρός.
Μετά την αναχώρηση τους ο Φαραώ άλλαξε πάλι γνώμη και στράφηκε με όλα του τα άρματα προς καταδίωξη τους. Το αιγυπτιακό ιππικό βρήκε τους Ισραηλίτες στρατοπεδευμένους στην ακτή της Ερυθράς θαλάσσης. 
Ο Μωυσής κατ’ εντολή του θεού χτύπησε τα νερά της με το ραβδί του και τα διαχώρισε στα δύο. 
Έτσι, οι Ισραηλίτες διέβησαν «διά ξηράς εν μέσω της θαλάσσης». Όταν εξήλθαν όλοι στην στεριά, σήκωσε το ραβδί του πάνω από τα ύδατα και τα επανέφερε στην φυσική τους θέση, καταποντίζοντας όλα τα άρματα του Φαραώ που τους ακολουθούσαν.
Αμέσως μετά την θαυμαστή σωτηρία τους ο Μωυσής συνέθεσε την ευχαριστήριο προς τον θεό ωδή, «ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν, βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν·
οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν» (Έξ. 15, 1-2), που έψαλε όλος ο λαός στην παραλία με τύμπανα, χωρισμένος σε δύο χορούς, ένα των ανδρών με επί κεφαλής τον Μωυσή και ένα των γυναικών με επί κεφαλής την αδελφή του Μαριάμ.
Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως.
Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό.
Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου).
Στην αρχή του τρίτου μηνός από την έξοδο τους, έφθασαν και στρατοπέδευσαν στο Σινά.
Ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή να ανέβει μόνος στην κορυφή του όρους. Εκεί του αποκαλύφθηκε υπό μορφή πυρός μέσα σε γνοφώδη νεφέλη με βροντές, αστραπές και ήχο σαλπίγγων. Όλο το όρος καπνιζόταν. 
Ο Μωυσής μιλούσε στον Θεό με πολλή οικειότητα, όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλο του.
Ο Θεός του απαντούσε με βροντές. Κατά την φοβερή αυτή αποκάλυψη της δόξης του ο Κύριος του παρέδωσε τις εντολές του Νόμου γραμμένες σε δύο πέτρινες πλάκες.
Κατά τις σαράντα ήμερες και νύκτες που παρέμεινε επάνω στο όρος, διδάχθηκε από τον Θεό ό, τι ήταν αναγκαίο, για να αποκτήσει ο λαός την θεογνωσία.
Στο διάστημα αυτό έλαβε και τις ακριβείς διατάξεις για την κατασκευή του επιγείου θυσιαστηρίου και την οργάνωση της λατρείας, την οποία έπρεπε να προσφέρει ο περιούσιος λαός στον Δημιουργό του σύμπαντος.
Ενώ ο Μωυσής κατέβαινε κρατώντας τις πλάκες του Δεκάλογου, άκουσε τις φωνές των μεθυσμένων Ισραηλιτών και είδε τους χορούς τους γύρω από το χρυσό μοσχάρι, που κατά την απουσία του είχαν κατασκευάσει.
Πλήρης θυμού πέταξε από τα χέρια του τις πλάκες και τις συνέτριψε στους πρόποδες του βουνού.
Ο Θεός αγανακτισμένος για την ειδωλομανία του σκληροτράχηλου λαού θα τον εξολόθρευε, αν δεν μεσολαβούσε ο Μωυσής με την θερμή του ικεσία: «καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.» (Έξ. 32, 32).
Ο προφήτης ανέβηκε πάλι στο όρος και έγραψε, ο ίδιος αυτήν την φορά, σε δύο νέες πλάκες τις δέκα εντολές καθ’ υπαγόρευση του θεού.
Εισερχόμενος στην νεφέλη έγινε μέτοχος της θεϊκής δόξης.
Έτσι, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο, το θείο φώς, λαμπρότερο από κάθε αισθητό φώς, είχε διαπεράσει τόσο βαθιά την καρδιά του, ώστε εκχυνόταν σε όλο του το σώμα.
Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από υπερφυσική λάμψη. Αμύητοι οι Ισραηλίτες στα μυστήρια του θεού δεν μπορούσαν να τον ατενίσουν, και ο προφήτης κάλυψε το πρόσωπο του με κάλυμμα, που αφαιρούσε μόνον όταν εισερχόταν στην σκηνή του μαρτυρίου, για να μιλήσει με τον Θεό.
Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα σύνορα της γης της Επαγγελίας.
Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο.
Ο θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ’ ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ’ έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.
Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.
Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης.
Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους.
Ο θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε:
«ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10).
Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ’ αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.
Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.
Εκεί, στις στέπες της Μωάβ, υπενθύμισε στον λαό τις ευεργεσίες του θεού και τις αποκαλύψεις κατά την τεσσαρακονταετή πορεία τους στην έρημο, τους τόνισε τις υποχρεώσεις τους έναντι της Διαθήκης του Κυρίου και τους έδωσε τις τελευταίες οδηγίες.
Έπειτα έχρισε ως διάδοχο του τον Ιησού του Ναυή, έψαλε προς τον θεό την ωδή,
«Πρόσεχε οὐρανέ, καὶ λαλήσω, καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου….» (Δευτ. 32, 1-43)
και ευλόγησε για τελευταία φορά τις δώδεκα φυλές. 
Πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι ετών στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαύ (ή Νεβώ), όπου είχε ανεβεί για να του δείξη ο Κύριος την επηγγελμένη γη. Εκεί ετάφη, χωρίς ποτέ να μάθη κανείς τον ακριβή τόπο της ταφής του.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εφέρθη η θαυματουργός ράβδος του προφήτη Μωυσή στην Κωνσταντινούπολη, και βγήκε ο αυτοκράτωρ πεζός και την προϋπάντησε. Έκτισε δε Ναό της Θεοτόκου και έβαλε τη ράβδο μέσα σ’ αυτόν.
Έπειτα την μετέφερε στο παλάτι, όπως γράφει ο Γεώργιος ο Κωδινός.

 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Μωϋσέως τὴν μνήμην,
Κύριε, ἑορτάζοντες, δι᾽αὐτοῦ  σε δυσωποῦμεν·
Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

https://aerapatera.wordpress.com/2015/09/04/ὁ-προφὴτης-μωυσῆς-ὁ-θεὸπτης/