Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, ἑκατὸν πενήντα σοφοί, ὀξεῖς στὸ νοῦ καὶ ἰκανώτατοι στὴν ὁμιλία. Τοὺς εἶπε λοιπὸν ὁ βασιλιάς.
Ἑτοιμασθῆτε μὲ ἐπιμέλεια ν’ ἀγωνισθῆτε καλὰ καὶ μὴν ἀμελήσετε, νομίζοντας ὅτι εἶναι εὔκολο τὸ ἔργο σας, ἐπειδὴ ἔχετε νὰ ἀντιμετωπίσετε μία γυναίκα. Ἀλλὰ ἑτοιμασθῆτε σὰν νὰ ἔχετε ἀνταγωνιστὴ σοφώτατον ρήτορα. Δεῖξτε τὴν σοφίαν σας, ποὺ νομίζω ὅτι ὑπερβαίνει τὴ σοφία καὶ αὐτοῦ του Πλάτωνος.
Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἀπάντησε κάποιος ἀπ’ τοὺς ρήτορες ποὺ ξεχώριζε:
Ἔστω κι’ ἂν εἶναι ἡ φρονιμώτερη γυναίκα καὶ ἡ σοφώτερη δὲν θὰ μπορέση νὰ συζητήση μαζί μας. Πρόσταξε τὴν, λοιπόν, νὰ ἔλθη.
Γεμάτος χαρὰ ὁ βασιλιάς, ἐλπίζοντας ὅτι θὰ νικήση τὴν πλήρη χάριτος φιλοσοφία διατάζει νὰ φέρουν τὴν κόρη στὸ θέατρο, ὅπου εἶχε συγκεντρωθῆ πλῆθος κόσμου. Πρὶν φθάσουν οἱ ἀπεσταλμένοι στὴν Ἁγία ἦλθε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ τῆς λέγει:
Μὴ ταράζεσαι, κόρη. Ὁ Κύριος θὰ προσθέση σοφία στὴν σοφία σου, γιὰ νὰ νικήσης τοὺς ρήτορες καὶ ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι θὰ πιστέψουν καὶ θὰ ἀξιωθῆτε ὅλοι νὰ λάβετε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὅταν παρουσιάσθηκε ἐμπρὸς στοὺς σοφοὺς ἡ παρθένος, ὁ ὑπερήφανος ρήτορας, ποὺ εἶχε διαβεβαιώσει τὸν βασιλιὰ γιὰ τὴν νίκη, τῆς εἶπε:
Σὺ εἶσαι ἐκείνη, ποῦ βλασφημεῖ τοὺς θεοὺς μᾶς τόσο ἀναίσχυντα;
Ἐγὼ εἶμαι. Δὲν βλασφημῶ ὅμως ἀναίσχυντα, ὅπως εἶπες, ἀλλὰ ἤπια καὶ μὲ φιλαλήθεια μιλῶ γιὰ τοὺς ψεύτικους θεούς σας.
Ἐνῶ οἱ μεγάλοι ποιητὲς τοὺς ὀνομάζουν ὑψηλούς, σύ, ποῦ γνώρισες τὴν σοφία τους, τολμᾶς νὰ μιλᾶς μὲ τόση θρασύτητα;
Τὴν φοβία μου τὴν ἔχω δῶρο ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ Σοφία καὶ ἡ Ζωή. Ἐκεῖνος, ποὺ σέβεται καὶ τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολὲς εἶναι πράγματι φιλόσοφος. Τὰ ἔργα τῶν θεῶν σας καὶ οἱ διηγήσεις γι’ αὐτοὺς εἶναι γεμάτες ἀπάτη. Πές μου ποιὸς ἀπὸ τοὺς μεγάλους ποιητὲς τοὺς ὀνόμασε θεούς!…
Πρῶτος ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ὀρφέας καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Μὴν ἀπατᾶσαι, λοιπόν, σὺ ἡ σοφὴ νὰ προσκυνᾶς τὸν Ἐσταυρωμένο, ποὺ κανένας ποιητὴς δὲν τὸν ὠνόμασε Θεό.
Μὰ ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος λέγει γιὰ τὸν Δία, ὅτι εἶναι ἀπατεώνας, πανοῦργος καὶ ψεύτης καὶ ὅτι ἤθελαν νὰ τὸν δέσουν ἡ Ἥρα, ὁ Ποσειδῶν κι’ ἡ Ἀθηνᾶ, ἂν δὲν προφθαινε νὰ κρυφθῆ. Καὶ οἱ ἄλλοι ἀναφέρουν τέτοια ὑβριστικὰ γιὰ τοὺς Θεούς. Εἶπες, ὅτι τὸν Ἐσταυρωμένο δὲν τὸν ἀναφέρει κανένας παλαιὸς σοφός, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ἀσχολούμεθα μ’ αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, Δημιουργὸς πάσης κτίσεως καὶ ὅλου του ἀνθρώπινου γένους. Θυμίσου τί λέγει γιὰ τὴ σάρκωσί του καὶ τὴ σωτήρια Σταύρωσί Του ἡ Σίβυλλα καὶ ὁ Ἀπόλλων. Αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, περπάτησε στὴ γῆ, δίδαξε, ἐθαυματούργησε. Ἔπειτα καταδέχτηκε καὶ τὸν θάνατον γιὰ νὰ λύση τὴν πρώτη καταδίκη καὶ νὰ ἀνοίξη τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Μετὰ τὸ μαρτύριό του πέθανε καὶ ἀναστήθηκε. Ὅταν ἀνέβηκε στοὺς Οὐρανοὺς ‘ἔστειλε στὸν κόσμο τοὺς Μαθητὲς φωτισμένους ἀπ’ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ λυτρώσουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς ἀπιστίας. Αὐτὰ πρέπει καὶ σὺ νὰ τὰ πιστέψης καὶ νὰ γνωρίσης τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνης δοῦλος του, ἂν θέλης τὸ συμφέρον σου. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγει καλώντας ὅλους: «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, καγῶ ἀναπαύσω ὑμᾶς»…
Μὲ τέτοια λόγια γεμάτα σοφία κατέπληξε ἡ πάνσοφη τὸν φιλόσοφο, ποὺ ἔμεινε ἄφωνος. Ὁ βασιλιὰς βλέποντας τὴν ἥττα τοῦ σοφοῦ διέταξε τοὺς ἄλλους νὰ συζητήσουν μὲ τὴν χριστιανή. Ἐκεῖνοι ὅμως δήλωσαν:
Δὲν μποροῦμε ν’ ἀντισταθοῦμε στὴν ἀλήθεια, τώρα μάλιστα, ποὺ βλέπομε ὅτι ὁ καλύτερος ρήτορας νικήθηκε.
Τότε ὁ βασιλιὰς θύμωσε καὶ πρόσταξε νὰ τοὺς κάψουν στὸ μέσον της πόλεως. Ἐκεῖνοι ἔπεσαν στὰ πόδια τῆς Ἁγίας παρακαλώντας νὰ τοὺς συγχωρήση ὁ Θεὸς γιὰ ὅσα ἀπὸ ἄγνοια ἔκαμαν, γιατί τώρα πιστεύουν στὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτιστοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Ἁγία λοιπὸν τοὺς εἶπε:
Εἶσθε τώρα εὐτυχεῖς καὶ καλότυχοι, γιατί ἀφήσατε τὸ σκοτάδι καὶ ἀκολουθήσατε τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Ἡ φωτιά, ποὺ σᾶς ἀπειλεῖ ὁ ἀσεβὴς βασιλιάς, θὰ γίνη γιὰ σᾶς Βάπτισμα, ποὺ θὰ σᾶς καθαρίση ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.
Ἔτσι τοὺς παρακίνησε ὅλους καὶ τοὺς σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στέλνοντάς τους στὸ μαρτύριο.
Τοὺς ἔρριξαν οἱ στρατιῶτες στὴ φωτιὰ στὶς 17 Νοεμβρίου. Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἡμέρας πῆγαν μερικοὶ εὐσεβεῖς νὰ συνάξουν τὰ λείψανα καὶ τὰ βρῆκαν ὅλα σῶα καὶ ἀκέραια χωρὶς νὰ τὰ ἔχη βλάψει ἡ φωτιά,
Βασανιστήρια καὶ φυλάκισις τῆς Ἁγίας
Ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ εἶχε συγκεντρώσει ὅλη του τὴν φροντίδα στὴν Ἁγία. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν νικήση μὲ συλλογισμοὺς φιλοσοφίας, προσπαθοῦσε νὰ ἐπιτύχη τὸ σκοπό του μὲ κολακεῖες καὶ πανουργίες λέγοντας:
Ὑπάκουσε σὲ μένα, ποὺ σὲ συμβουλεύω σὰν φιλόστοργος πατέρας νὰ προσκυνήσης τοὺς μεγάλους θεοὺς καὶ ἰδιαίτερα τὸν Ἑρμῆ, ποὺ σὲ στόλισε μὲ τῆς φιλοσοφίας τὰ χαρίσματα καὶ θὰ σοὺ δώσω τὸ μισό της ἐξουσίας μου καὶ θὰ κατοικῆς μαζί μου στ’ ἀνάκτορα.
Βγάλε τὸ προσωπεῖο, βασιλιά, καὶ μὴν ὑποκρίνεσαι, ἀπάντησε ἡ Ἁγία. Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὴ καὶ θὰ γίνω νύφη Χριστοῦ, ποὺ τὸν ἔχω μοναδικὸ Νυμφίο καὶ σύμβουλο, στολισμὸ τῆς παρθενίας μου καὶ ποθῶ τὸ μαρτύριο περισσότερο ἀπὸ κάθε βασιλικὸ ἔνδυμα καὶ στεφάνι.
Μὴ μ’ ἀναγκάσης νὰ βρίσω τὴν ἀξία σου χωρὶς νὰ τὸ θέλω, εἶπε πάλι ὁ βασιλιάς.
Κᾶνε ὅ,τι θέλεις, γιατί μὲ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ἀτιμία θὰ γίνης ἀφορμὴ νὰ δοξασθῶ μὲ δόξα ἀθάνατη καὶ νὰ πιστέψη πλῆθος κόσμου στὸν Χριστό μου ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὸ παλάτι σου.
Ὠργίσθηκε ὁ βασιλιὰς ὕστερα ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀπάντησι καὶ διέταξε νὰ τὴν κτυπήσουν μὲ νεῦρα βοδιῶν. Κτυποῦσαν, λοιπόν, τὴν Μάρτυρα ἐπὶ δύο ὧρες δυνατὰ στὴν κοιλιὰ καὶ στὴν ράχη, μέχρις ὅτου ξεσκισαν τὸ παρθενικό της σῶμα. Ἡ Ἁγία στεκόταν μὲ τόση ἀνδρεία καὶ γενναιότητα, ὥστε ἐθαύμαζαν ὅσοι τὴν ἔβλεπαν. Τὸ βράδυ δόθηκε διαταγὴ νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ νὰ μὴν τῆς δώσουν φαγητὸ καὶ νερὸ γιὰ δώδεκα μέρες, μέχρι νὰ βγῆ ἡ ἀπόφασι μὲ ποιὸ τρόπο θὰ θανατωθῆ.
Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν πίστιν τῆς βασιλίσσης καὶ τοῦ Πορφυρίωνος
Ἡ Φαυστίνα, σύζυγος τοῦ βασιλιᾶ, εἶχε πόθο νὰ γνωρίση τὴν Ἁγία, ποὺ τὴν εἶχε ἀγαπήσει ἀκούγοντας τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ ἀνδραγαθήματά της. Βρῆκε, λοιπόν, τὴν εὐκαιρία, ὅταν ἔλειπε ὁ σύζυγός της ἀπὸ τὴν πόλι. Κάλεσε τὴν στρατοπεδάρχη Πορφυρίωνα, ἄνθρωπο ἄξιο καὶ ἔμπιστο, καὶ τοῦ εἶπε:
Τὴν περασμένη νύκτα εἶδα σ’ ὅραμα τὴν Αἰκατερίνη καθισμένη μεταξὺ πολλῶν παρθένων. Ὅταν μὲ εἶδε μὲ κάθισε κοντά της καὶ μοῦ ἔβαλε στὸ κεφάλι χρυσὸ στεφάνι λέγοντας: «Ὁ Δεσπότης Χριστός σου στέλλει αὐτὸ τὸ στεφάνι». Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, νὰ βρὴς ἕνα τρόπο νὰ συναντήσω ἀπόψε τὴν κόρη αὐτή.
Θὰ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμία σου, δέσποινα, ἀπάντησε ὁ Πορφυρίων.
Ὅταν νύκτωσε λοιπὸν πῆρε διακόσιους στρατιῶτες καὶ πῆγαν στὴ φυλακὴ μὲ τὴ βασίλισσα. Ἔδωσαν χρήματα στὸν δεσμοφύλακα κι’ ἐκεῖνος τοὺς ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς φυλακῆς. Ἡ Αὐγούστα ἔπεσε μὲ δάκρυα στὰ πόδια τῆς Μάρτυρος λέγοντας:
Τώρα εἶμαι καλότυχη καὶ εὐτυχισμένη, εἶπε ἡ βασίλισσα, γιατί σὲ γνώρισα. Ποθοῦσα νὰ δῶ τὸ βασιλικό σου πρόσωπο καὶ διψοῦσα ν’ ἀκούσω τὰ μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα κι’ ἂν στερηθῶ τὴ ζωὴ καὶ τὴν βασιλεία μου δὲν θὰ λυπηθῶ καθόλου. Εἶσαι ζηλευτὴ σύ, ποὺ προσκολλήθηκες σὲ τέτοιο Δεσπότη, πού σου χαρίζει τόσες δωρεὲς καὶ χαρίσματα.
Κι’ ἐσὺ εἶσαι εὐτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, τὸ στεφάνι πού σου βάζουν στὸ κεφάλι οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι. Μετὰ τρεῖς μέρες θὰ τὸ πάρης, ἀφοῦ ὑπομείνης μαρτύριο. Τότε θὰ πᾶς κοντὰ στὸν Ἀληθινὸ Βασιλέα, γιὰ νὰ βασιλεύσης αἰώνια.
Φοβᾶμαι τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν σύζυγό μου, γιατί εἶναι πολὺ σκληρὸς κι’ ἀπάνθρωπος.
Ἔχε θάρρος. Στὴν καρδιά σου θὰ βρίσκεται ὁ Χριστός, ποὺ θὰ σὲ δυναμώνη στὴ δύσκολη ὥρα τοῦ μαρτυρίου. Πολὺ λίγο θὰ πονέση τὸ σῶμα σου ἐδῶ, γιὰ νὰ ἀναπαύεται ἐκεῖ αἰώνια.
Ἐνῶ οἱ δυὸ γυναῖκες ἔλεγαν αὐτά, ρώτησε ὁ Πορφυρίων τὴν Ἁγία:
Τί χαρίζει ὁ Χριστὸς σ’ ὅσους πιστεύουν; Θέλω κι΄ ἐγὼ νὰ τὸν γνωρίσω καὶ νὰ γίνω ὀπαδός του.
Δὲν διάβασες ποτὲ καμμιὰ γραφὴ τῶν χριστιανῶν; Οὔτε ἔχεις ἀκούσει τίποτε γι’ αὐτά;
Ἀπὸ παιδὶ βρίσκομαι στοὺς πολέμους καὶ μόνο μ’ αὐτοὺς ἀσχολοῦμαι. Δὲν ἔχω φροντίσει γι’ ἄλλα πράγματα.
Δὲν μπορεῖ ἡ γλώσσα νὰ διηγηθῆ τὰ ἀγαθά, ποὺ ὁ Θεὸς ἑτοιμάζει γιὰ ὅσους Τὸν ἀγαποῦν καὶ τηροῦν τὶς ἐντολές του.
Τότε ἡ χάρις γέμισε τὴ καρδιὰ τοῦ Πορφυρίωνα. Πίστεψε μ’ ὅλη του τὴν καρδιὰ στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ τοὺς διακόσιους στρατιῶτες του καὶ ἀφοῦ πῆραν ὅλοι δύναμι ἀπὸ τὴν Μάρτυρα ἔφυγαν.
Τροφὴ ἀπὸ τὸν Θεόν. Νέα βασανιστήρια
Ὁ φιλάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἄφησε μόνη τὴν Ἁγία. Σὰν φιλόστοργος πατέρας ἔστελνε τροφὴ μ’ ἕνα περιστέρι καὶ τὴν δυνάμωνε λέγοντάς της: «Μὴ δειλιάσης, κόρη, γιατί ἐγὼ εἶμαι μαζί σου. Θὰ μείνης ἀνέγγιχτη ἀπὸ τὰ μαρτύρια καὶ μὲ τὴν ὑπομονή σου θὰ ἐπιστρέψης πολλοὺς στὴν ὀρθὴ πίστι καὶ θὰ ἀξιωθῆς πολλῶν ἀφθάρτων τιμῶν».
Τὴν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιὰς πρόσταξε νὰ φέρουν τὴν Μάρτυρα μπροστά του. Μόλις τὴν εἶδε ἀπόρησε, γιατί ἐνῶ περίμενε νὰ τὴν δὴ ἀδυνατισμένη κὰ καταβεβλημένη, τὴν εἶδε νὰ λάμπη ἀπὸ ὀμορφιὰ καὶ χάρι. Σκέφθηκε, ὅτι ἴσως κάποιος φύλακας νὰ τὴν ἔτρεφε κρυφὰ καὶ σχεδίαζε νὰ τιμωρήση τοὺς φύλακες. Ἡ Ἁγία ὅμως γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθοῦν ἀνεύθυνοι ἄνθρωποι, ὠμολόγησε τὴν ἀλήθεια:
Κανένας ἄνθρωπος, βασιλιά, δὲν μοῦ ἔδωσε τροφή, ἀλλὰ μὲ ἔτρεφε ὁ Δεσπότης Χριστός, ποὺ φροντίζει γιὰ τοὺς δούλους του.
Ὁ βασιλιὰς προσπάθησε γιὰ τελευταία φορὰ νὰ τὴν μεταπείση μὲ κολακεῖες:
Σὲ σένα, ἡλιομορφὴ κόρη, ἀξίζει τὸ βασίλειο, Σὲ σένα, ποὺ ὑπερβαίνεις κι’ αὐτὴ τὴν Ἀφροδίτη στὴν ὀμορφιά. Ἔλα, λοιπόν, νὰ θυσιάσης στοὺς θεοὺς καὶ νὰ γίνης βασίλισσά μου. Μὴ θελήσης, σὲ παρακαλῶ, νὰ χαθῆ τέτοια ὀμορφιὰ μὲ βασανιστήρια.
Ἐγὼ εἶμαι γῆ καὶ πηλὸς καὶ κάθε ὀμορφιὰ μαραίνεται σὰν ἄνθος καὶ σὰν ὄνειρο χάνεται ἡ ἀπὸ ἀρρώστια ἡ ἀπὸ τὰ γηρατειὰ ἡ ἀπὸ τὸν θάνατο. Λοιπόν, μὴ νοιάζεσαι γιὰ τὴν ὀμορφιά μου.
Ἐνῶ συνομιλοῦσε ἡ Ἁγία μὲ τὸν βασιλιά, κάποιος ἔπαρχος, Χουρσασαδὲν ὀνομαζόμενος, θέλοντας νὰ δείξη στὸ βασιλιὰ ἀγάπη κι’ εὔνοια, εἶπε:
Ἐγώ, βασιλιά, ξέρω μία μηχανή, ποὺ μ’ αὐτὴν θὰ νικήσης τὴν κόρη ἡ θὰ θανατωθῆ μὲ πόνους. Διάταξε νὰ κάμουν τέσσερους ξύλινους τροχούς. Γύρω σ’ αὐτοὺς νὰ καρφώσουν ξυράφια κι’ ἄλλα σίδερα κοφτερά. Οἱ δυὸ νὰ γυρίζουν ἀριστερὰ κι’ οἱ ἄλλοι δυὸ δεξιά. Στὴ μέση τους θὰ βάλουν δεμένη αὐτὴν καὶ ἔτσι γυρίζοντας οἱ τροχοὶ θὰ κατασχίσουν τὶς σάρκες της.
Τὸ σχέδιο ἄρεσε στὸ βασιλιὰ κι’ ἔδωσε διαταγὴ νὰ κατασκευασθῆ τὸ μηχάνημα. Σὲ τρεῖς μέρες κατασκευάσθηκε ὁ τροχὸς καὶ γιὰ νὰ φοβίσουν τὴν Ἁγία ἔκαναν ἐπίδειξι γυρίζοντας γρήγορα τοὺς τροχούς. Ὁ βασιλιὰς ἀπευθύνθηκε στὴν Αἰκατερίνη λέγοντας:
Βλέπεις; Σ’ αὐτὸ τὸ μηχάνημα θὰ δοκιμάσης τὸν θάνατο, ἂν δὲν προσκυνήσης τοὺς θεούς.
Σοὺ εἶπα πολλὲς φορὲς τὴν ἀπόφασί μου. Μὴ χάνης καιρό. Κάμε ὅ,τι θέλεις, τοῦ εἶπε μὲ θάρρος ἡ Αἰκατερίνη.
Ὕστερα ἀπὸ τὴ σταθερὴ ἀπόφασί της τὴν ἔρριξαν στοὺς τροχοὺς δεμένη, ἀλλὰ ἡ θεία χάρις βοήθησε τὴν Ἁγία, ποὺ βρέθηκε λυμένη καὶ ἀβλαβής, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς Ἀγγέλου. Ὅταν οἱ παριστάμενοι εἶδαν τὸ παράδοξο θέαμα φώναξαν: «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν».
Μαρτύριον τῆς βασιλίσσης.
Ὁ βασιλιὰς σκοτισμένος ἀπὸ τὸ θυμὸ τοῦ ἔκανε σὰν τρελλὸς καὶ ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τῆς ἐπιβάλη νεώτερη τιμωρία. Ὅταν πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα ἡ βασίλισσα βγῆκε ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματά της καὶ ἐλέγχοντας τὸν σύζυγό της εἶπε μὲ παρρησία:
Στ’ ἀλήθεια εἶσαι μωρὸς κι’ ἀνόητος νὰ πολεμᾶς τὸν ζωντανὸ Θεὸ καὶ νὰ βασανίζης ἄδικα τὴν δούλη του.
Στὸ ἄσκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων ὁ βασιλιὰς ἔγινε ἀγριώτερος καὶ ἀπὸ τὰ θηρία. Ἄφησε λοιπὸν τὴν Αἰκατερίνη καὶ στράφηκε κατὰ τῆς συζύγου του. Διέταξε νὰ τῆς κόψουν τοὺς μαστούς. Ἡ Φαυστίνα ἀντιμετωπίζει μὲ χαρὰ τὰ βασανιστήρια. Προσεύχεται νὰ τῆς δώση ὁ Θεὸς δύναμι καὶ βοήθεια. Ἡ θηριωδία τοῦ συζύγου τῆς φθάνει στὸ ἀποκορύφωμα. Διατάζει νὰ τῆς κόψουν τὸ κεφάλι. Ἡ βασίλισσα δέχθηκε μὲ ἀγαλλίασι τὴν ἀπόφασι λέγοντας στὴν Ἁγία:
Δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, κᾶνε προσευχὴ γιὰ μένα.
Πήγαινε νὰ βασιλεύσης μὲ τὸν Χριστὸν αἰώνια, τῆς ἀποκρίθηκε ἡ Ἁγία.
Ἡ μακάρια Φαυστίνα μαρτύρησε στὶς 23 Νοεμβρίου. Τὴ νύκτα ὁ Πορφυρίων μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ κρυφὰ ἔθαψε τὸ λείψανό της.
Μαρτύριον τοῦ Πορφυρίωνος καὶ τῶν πιστευσάντων στρατιωτῶν
Τὸ ἄλλο πρωὶ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τιμωρήση ὁ βασιλιὰς μερικοὺς σὰν ὑπεύθυνους, παρουσιάσθηκε ὁ Πορφυρίων μὲ τοὺς λοιποὺς στὸ κριτήριο καὶ εἶπε:
Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε Χριστιανοί, στρατιῶτες τοῦ Μεγάλου Θεοῦ.
Ὁ βασιλιὰς ἀναστέναξε ἀπὸ λύπη καὶ φώναξε.
Χάθηκα, γιατί ἔχασα τὸν θαυμαστὸ Πορφυρίωνα. Καὶ σεῖς στρατιῶτες μου, τί πάθατε καὶ περιφρονήσατε τοὺς θεοὺς τῶν πατέρων μας; Τί σᾶς ἔκαναν;
Ὁ Πορφυρίων λοιπὸν εἶπε στὸν τύραννο:
Γιατί ἀφήνεις τὸ κεφάλι καὶ ρωτᾶς τὰ πόδια; Μὲ μένα νὰ μιλήσης.
Σὺ εἶσαι ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς τους. Διατάζει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Ἦταν 24 Νοεμβρίου.
Μαρτυρικὸν τέλος τῆς Ἁγίας
Τὴν ἑπομένη ἔφεραν τὴν Αἰκατερίνη στὸ κριτήριο. Τῆς λέει ὁ βασιλιάς:
Πολλὴ θλίψι καὶ ζημιά μου ἔδωσες, σὺ πλάνησες τὴν γυναίκα μου καὶ τὸν ἀνδρεῖο μου στρατηλάτη, ποὺ ἦταν ἡ δύναμη τοῦ στρατοῦ μου. Πρέπει νὰ σὲ θανατώσω ἀλύπητα. Ἀλλὰ σὲ συγχωρῶ, γιατί λυπᾶμαι νὰ χαθῆ μία κόρη σοφὴ καὶ ὄμορφη, ὅπως σύ. Θυσίασε στοὺς θεοὺς καὶ θὰ σὲ κάνω μόνιμη βασίλισσα.
Ἄδικα ὅμως προσπάθησε νὰ τῆς ἀλλάξη τὴ γνώμη. Ἀπελπίσθηκε λοιπὸν κι’ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Οἱ στρατιῶτες πῆραν τὴν Ἁγία καὶ πῆγαν στὸν τόπο τῆς καταδίκης. Ἀκολουθοῦσε πολὺς λαὸς πίσω, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἔκλαιγαν πικρὰ γιὰ τὴν κόρη, τὴν ὡραία, τὴν πάνσοφη, τὴν Ἁγία, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χαθῆ.
Ἐκείνη ὅμως τοὺς παρηγοροῦσε λέγοντάς τους:
Ἀφῆστε τὸν ἀνώφελο θρῆνο καὶ χαρῆτε, γιατί ἐγὼ βλέπω τὸν Νυμφίον μου Ἰησοῦ Χριστόν, τὸν πλάστη καὶ Σωτήρα μου, ποὺ μὲ προσκαλεῖ στὰ ἄρρητα κάλλη τοῦ Παραδείσου, νὰ βασιλεύσω μαζί του αἰώνια.
Ὅταν ἔφθασαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τῆς ἔκαμε τὴν προσευχὴ τῆς λέγοντας:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μου ἔδωσες ὑπομονὴ καὶ ὠδήγησες τὰ βήματά μου. Συγχώρησε , Κύριε, τὰ σφάλματά μου καὶ κράτησε ἀθέατο τὸ σῶμα μοΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὁ ὑμνωδὸς τὴν ὀνομάζει «πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ» τὴν Ἁγίαν Αἰκατερίναν καὶ πολὺ δικαίως γιατί ἡ Ἁγία ὡς μόνον νυμφίον τῆς ψυχῆς τῆς εἶχε κάνει τὸν Χριστόν. Ἡ ζωὴ τῆς πραγματικὰ πολυάθλος κατέπληξε τοὺς πάντας. Ἡ σοφία καὶ ἡ γνῶσις, ὅλη ἡ ἐπιστήμη τοῦ καιροῦ τῆς εἶχε γίνει κτῆμα της. Ὅλα ὅμως τὰ περιφρόνησε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ μοναδικοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ ὅμως ἡ σοφία τοῦ κόσμου αὐτοῦ δὲν τὴν παραπλάνησε, οὔτε ἡ γήινη φιλοσοφία. Τὴν ἔθεσε στὴν ὑπηρεσία τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας, γιὰ νὰ ἑλκύση στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ τοὺς φιλοσόφους του καιροῦ ἐκείνου καὶ τοὺς ρήτορας.
Ὑπέμεινε πολλὰ βασανιστήρια καὶ φυλακίσεις καὶ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὴν ἐγλύτωσε θαυματουργικὰ ὁ Κύριος. Τέλος παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της μὲ μαρτυρικὸν διὰ ξίφους θάνατον, διὰ νὰ πρεσβεύη ἀπὸ τότε γιὰ ὅλους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὴν προστασία της. Ἰδιαιτέρως τιμᾶται εἰς τὸ ὅρος Σινὰ ἀπὸ τοὺς μοναχούς της Μονῆς Σινᾶ, γιατί θαυματουργικῶς μετεφέρθη τὸ σῶμα τῆς ἐπὶ τοῦ ὅρους αὐτοῦ.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ἦχος πλ. α’ Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν πανεύφημον νύμφην Χριστοῦ ὑμνήσωμεν, Αἰκατερίναν τὴν θείαν,
καὶ πολιοῦχον Σινά, τὴν βοήθειαν ἠμῶν καὶ ἀντίληψιν,
ὅτι ἐφίμωσε λαμπρῶς τοὺς κομψοὺς τῶν ἀσεβῶν, τοῦ Πνεύματος τὴ δυνάμει,
καὶ νῦν ὡς Μάρτυς στεφθεῖσα, αἰτεῖται πάσι τὸ μέγα ἔλεος.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν σοφίαν ἄνωθεν, κομισαμένη τοῦ λόγου, τῶν ρητόρων ἤλεγξας,
τὰς φληναφίας εὐτόνως, κάλλεσι, τῆς παρθενίας ὡραϊσμένη,
αἵμασι, τῆς μαρτυρίας πεποικιλμένη, διὰ τοῦτο σὲ ὡς νύμφην,
Αἰκατερίνα Χριστὸς προσήκατο.