...Οπως με νοιάζει τώρα που ο θάνατος μούχει κλείσει το μάτι και μου λέει “Πάμε Ζαχαρία, σε θέλω γερό δυνατό και όρθιο, δεν γουστάρω εξοδίους ακολουθίες χωρίς λίγο νεύρο, λίγο τέμπο, ένα ρυθμό, ένα πάθος”.
Και έχει δίκηο. Μέχρι προ τινος κατι είχα με τον θάνατο, λές και δεν γνωριζόμασταν. Αφού μας έχουνε συστήσει άπειρες φορές, έχουμε φάει μαζί, έχουμε κάνει έρωτα, έχουμε ταξιδέψει, έχουμε κάνει διακοπές, συζήσαμε μέσα στο σώμα μου κατα καιρούς (όχι για πολύ ευτυχώς αλλά η εμπειρεία ήταν δυνατή όπως και να το κάνεις) και έχουμε πάει στηρίζοντας αλλήλων τα βάρη αμέτρητες φορές σε κηδείες, γάμους και βαφτίσια όπου ούτε εκείνος ούτε και εγω δεν θέλαμε ποτέ να πάμε - απλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλοιώς. Η Γέννησή μου και ο Θάνατός μου είναι δυό ρούχα που δεν τα κρεμάω ποτέ στην ντουλάπα, δεν τα πάω καθαριστήριο, δεν τα πλένω ούτε τα σιδερώνω. Είναι συνεχώς απάνω μου, τα φοράω. Επι πολλά χρόνια νόμιζα πως επειδή ο θάνατος πρίν επέλθει δριμύς είναι πολύ διακριτικός, είχε ξεχαστεί και δεν είχε φορεθεί σαν αυτά τα ολόσωμα κορμιά απο Λύκρα που εφαρμόζουνε πάνω στο σώμα σου σαν δεύτερο δέρμα. Εκανα πως δεν ήταν εκεί. Αλλά δεν γίνεται. Τον θάνατό σου τον φοράς επάνω σου 24 ωρες το 24ωρο σε όλη τη διάρκεια της ζωής σου. Δεν είναι απειλητικό αυτό, είναι μεγάλη ανακούφιση, είναι πολύ παρήγορο. Ο Θάνατός μας όπως και η γέννα μας είναι οι δυό πιό μεγάλες μας στιγμές, πρέπει να τις αγαπάμε και να τίς σεβόμαστε. Είναι μεγάλο λάθος όλη αυτή η σκοτεινή περι θανάτου φιλολογία και είναι και ύποπτη. Μάθαμε απ’ τούς παλιότερους και μαθαίνουμε στούς νεότερους οτι ο θάνατος είναι κάτι σαν Δράκουλας που σου ρουφάει το αίμα. Καμμία σχέση. Αυτό είναι η ζωή χωρίς αγάπη, η ζωή χωρίς ομορφιά, η ζωή χωρίς έρωτα, χωρίς πίστη, χωρίς όνειρα, χωρίς προοπτική αιώνια. Αυτό είναι το γκράν γκινιόλ. Ο θάνατος είναι μια φυσική κατάληξη. Αλλο τόσο φυσική όσο και η γέννηση...
Απόσπασμα από το ποστ του Άρη Δαβαράκη: 'Η Λογοτεχνία της Ευτυχίας'