Τριακόσια εικοσιεννιά ή ίσως και τριάντα
που το χωρίον Άννησα γέννησε έναν άντρα
πατέρα και διδάσκαλο πίστης Ορθοδοξίας
που όλοι θα ζηλεύανε της τόσης του αξίας
Με λογισμό και μ’ όνειρο τον θρέψαν οι γονείς του:
Τον μέγα τον Βασίλειο! Και έτσι, της φωνής του
τα άγια λόγια έφθασαν ως τις δικές μας μέρες
να απαλύνουν τις ψυχές, βροχούλα για τις ξέρες
Απ’ τη Νεοκασάρεια ήτανε ο πατέρας
Βασίλειος στο όνομα κι αυτός, και της μητέρας
το όνομα, Εμμέλεια, απ’ την Καππαδοκία
κατάγονταν η πλούσια και ευγενής κυρία
Οχτώ παιδιά απέκτησαν κι όλα χαριστωμένα
Τα τρία τους επίσκοποι και μοναχός το ένα
κι η κορη η πρωτότοκη από τις πέντε κόρες,
Μακρίνα, εκάρη μοναχή που στις βαριές τις ώρες
που ειχαν την ανάγκη της τα αδέρφια της, στεκόταν
σαν μάνα και γερόντισσα που όλοι τη σεβόταν
Με ανατροφή χριστιανική ο Βασίλειος αρχίζει
να προοδεύει φανερά, σύντομα ξεχωρίζει
Δεν είναι μόνον εύστροφος, έχει χάρισμα μνήμης
τις επιστήμες κατακτά της εποχής εκείνης
πράξη το Ευαγγέλιο κάνει μες στη ζωή του
κι ασκητικό έχει φρόνημα σε κάθε μια στιγμή του
Ρητορική, γραμματική όπως και αστρονομία
Τους κλάδους της ιατρικής μα και φιλοσοφία
τέσσερα χρόνια σπούδασε στων Αθηνών την πόλη
Τον καμαρώνουν φίλοι του και τον θαυμάζουν όλοι
Μαζί με τον Ιουλιανό, γνωστό ως Παραβάτη
σπυδάζει, και Γρηγόριο, φίλο του και προστάτη
κι όταν πια στην Καισάρεια μετά θα επιστρέψει
Ρητορικής μαθήματα θα δίνει ως να στρέψει
τα νώτα του στα κοσμικά, υφαίνοντας το νήμα
νέας ζωής ασκητικής με μοναχού το σχήμα
Σε Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Συρία καταφεύγει
Στα κέντρα τα ασκητικά της εποχής προσφεύγει
Και όταν θα φύγει κι απ’ αυτήν την Μεσοποταμία
στου Πόντου αποσύρεται μίας μονής κελία
απ’ το πενήντα και εφτά ως το εξήντα δύο
ωσάν βάτος φλεγόμενη από έναν πόθο Θειό
Ο Καισαρείας Ευσέβιος θα τον χειροτονήσει
Διάκονο, πρεσβύτερο, κι όταν θα τελευτήσει
θα γίνει ο Βασίλειος, ο νέος Καισαρείας
και τότε θα φανερωθεί όλης του της αξίας
το μέγεθος και φρόνημα μέσα από πολλούς αγώνες
που για την πίστη έκανε μέσα στους κυκεώνες
αιρέσεων, που ξέσπασαν, κακόδοξων στην χώρα
Θα γράψει τα θεόπνευστα έργα, είναι η ώρα
ο άγιος, Αρειανισμό, τώρα να πολεμήσει
κι ας θέλει ο Ουάλεντας αυτόν να μεταπείσει
με κολακείες άφθονες, δώρα και υποσχέσεις
κι ας απειλεί ο Μόδεστος με μύριες κατασχέσεις
“Τι θα μου πάρεις, άρχοντα;” του απανά με θάρρος
“Τα έδωσα πριν έρθετε, δε με φοβίζει ο Χάρος
Μία ψυχή μου δόθηκε και αυτήν θα παραδώσω
Στον Κύριο και Πλάστη μου, σ’ εσάς δε θα τη δώσω!”
Έκπληκτος μένει ο βασιλιάς, ο Μόδεστος παράφρων
λόγια δε βρίσκει για να πει, ο άμυαλος και άφρων
Πίσω απ’ τον Βασίλειο, μένει η Βασιλειάδα
που έφτιαξε για ορφανά, γέρους, φτωχούς πλειάδα
μένουνε τα συγγράμματα, οι εννιά του ομιλίες
επιστολές, ασκητικά, πνευματικές αντλίες
η Λειτουργία που έγραψε προτού επικρατήσει
του Χρυσοστόμου η σύντομη. Μα θα εξασθενήσει
η ασθενική η κράση του απ’ τους σκληρούς αγώνες
και στα πενήντα ο άγιος θα αφήσει τους αιώνες
που εμείς μετρούμε ανθρώπινα, να τον θυμούνται ζώντα
Το εβδμήντα και οχτώ, εννιά, ίσως κι ογδόντα
αφήνει την ανάσα του και ίδιο φως πετάει
στον Κύριό του και Θεό, δίχως να μας ξεχνάει
Ο εν Κυρίω άγιος, πάντα θα ζει κοντά μας
Εκόσμισε τα ήθη μας, πλάτυνε την καρδιά μας
Λαλεί μες στα βιβλία του, πλάι μας παραστέκει
Και σαν πυρσός μπρος στον Θεό, για μας εκείνος στέκει