Κάποτε νόμιζα πως το να γράφει κανείς είναι συνάρτηση της έκφρασής του.
Θέλεις να μιλήσεις, έχεις κάτι να πεις κι επειδή συμβαίνει να δυσκολεύεσαι στον προφορικό λόγο, κάθεσαι και το γράφεις.
Με τα χρόνια και τη δουλειά πάνω και μέσα στη γραφή, αντιλήφθηκα πως δεν είναι έτσι ακριβώς.
Αν ξέρεις τι έχεις να πεις και να εκφράσεις, το λες και δεν συντρέχει κανένας λόγος να μπεις στη διαδικασία να το γράψεις. Καθόλου δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα που πιθανόν έχεις στον προφορικό λόγο. Το αντίθετο μάλιστα.
Γράφεις διότι δεν ξέρεις τι θέλεις να πεις.
Γράφεις διότι θέλεις να μοιραστείς και δεν γνωρίζεις τι είναι αυτό που θέλεις να μοιράσεις.
Γράφεις διότι δεν μπορείς να δεις, δεν μπορείς να ακούσεις, να ψηλαφίσεις.
Γράφεις γιατί διψάς για κάτι που σου είναι παντελώς άγνωστο. Γιατί νιώθεις λειψός. Αδύναμος. Φτωχός, ασθενής και πένης. Χωρίς έδαφος κάτω από τα πόδια σου. Στήριγμα. Γλώσσα. Αφή.
Γιατί, εν τέλει, αισθάνεσαι βαθύτατα ανεπαρκής να ζήσεις τη ζωή που σου δόθηκε.
Την πλούσια και πάλλουσα ακατανόητη ζωή.
Κι αρχίζεις και γράφεις όπως ακριβώς σκαλίζεις ένα χωράφι που σου δόθηκε κληρονομιά από κάποιον συγγενή. Δεν έχεις σπόρους, δεν γνωρίζεις από σπορά, ούτε από φυτά. Τι θα πει ποτίζω, κλαδεύω, συλλέγω καρπούς.
Ένα χωράφι σου δόθηκε και κάτι πρέπει να το κάνεις. Αρχίζεις να το σκαλίζεις και λες, ας βρέξει ο Θεός κι ας σπείρει σαν Σπορέας, ας κλαδέψει κι ας πάρει τους καρπούς να τους δώσει όπου αγαπά. Εσένα σου δόθηκε το χωράφι και δυο χέρια να το σκαλίσεις.
Γιατί γράφοντας ανακαλύπτεις τι κρύβει το χώμα.
Έκπληκτος μένεις μπροστά στο θαύμα που αναδύεται μπροστά σου κα για το οποίο τίποτε δεν γνώριζες. Ένα αόρατο χέρι οδηγεί το χέρι σου. Μια αόρατη καρδιά την καρδιά σου. Εσύ παραδίνεσαι ολότελα και το μόνο που κάνεις είναι αυτό. Παρέχεις τον εαυτό σου ολόκληρο στον κόπο. Γράφεις διαρκώς και όλα γεννιούνται ερήμην σου.
Ίσως σε κάθε συγγραφέα να είναι διαφορετική αυτή η περιπέτεια. Διαβάζω συχνά σε συνεντεύξεις πως πολλοί γράφουν γιατί θέλουν να πουν μια ιστορία.
Για μένα όμως είναι αλλοιώς.
Ποτέ δεν θέλησα να πω καμία ιστορία. Ποτέ δεν αποφάσισα από πριν τι θα γράψω. Ούτε το θέμα διάλεξα ποτέ, ούτε τα λόγια. Απλώς γράφω όπως ακριβώς αναπνέω. Δε λες ποτέ, τώρα θα πάρω εισπνοή και τώρα θα εκπνεύσω. Το κάνεις χωρίς να το σκέφτεσαι και έτσι ζεις.
Το οξυγόνο μου είναι το χαρτί.
Και τώρα που τα γράφω αυτά δεν γνωρίζω γιατί τα γράφω. Έξω βρέχει μια ψιλή βροχή. Ακούω τον αέρα που βγάζει το μικρό αερόθερμο που έχω στα πόδια μου και τα αυτοκίνητα που περνούν απ' έξω.
Πριν από λίγο σ' ένα αγαπημένο μπλογκ είδα την φωτογραφία μιας κόκκινης ανεμώνης που η σκιά της έπεφτε πάνω σ' ένα λευκό χαρτί πίσω της. Σκέφτηκα πως ό,τι γράφουμε είναι η σκιά της αληθινής ζωής. Πως η αληθινή ζωή είναι πάντα ωραιότερη από την περιγραφή της. Είναι γεμάτη χρώματα που στο χαρτί γίνονται διαβαθμίσεις του μαύρου μιας σκιάς.
Και εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο το γεγονός ότι ασκούμε μια ασπρόμαυρη τέχνη για να καταφέρουμε μια μέρα να ασκήσουμε την πολύχρωμη τέχνη της ζωής. Όταν φτάσουμε σ' αυτήν τότε κάθε άλλη τέχνη αχρείαστη θα αραχνιάσει σε μια γωνίτσα της ζωή μας.