Labels

Wednesday, February 25, 2009

Τι είναι η ζωή ρε μάνα;



Και ρώτησε ο νέος τη μάνα του που καθόταν κι έπλεκε ήσυχα στον καναπέ το πλεχτό της, εξοργισμένος από τα περίσσια νιάτα του που παρ' όλο τους το εύρος δεν χωρούσαν το νόημα της ζωής:
- Και δε μου λες ρε μάνα, τι είναι η ζωή; Εσύ ξέρεις;
"Ε, γιε μου", του απάντησε η γραία καθώς συνέχισε να πλέκει δίχως σταματημό.

"Η ζωή είναι σαν αυτό το πλεχτό. Έρχεσαι στον κόσμο και σου δίνεται ένα κουβάρι κάτι να το κάνεις. Ξεκινάς και πλέκεις και το μόνο που έχεις στο νου σου είναι να το πλέξεις όσο καλύτερα μπορείς. Να καταφέρεις το σχέδιο που έχεις στο νου σου, να μην αφήσεις κενά, οι κόμποι σου να είναι περιποιημένοι και κρυμμένοι. Ε, και καθώς περνούν τα χρόνια, το μόνο που αλλάζει καθώς πλέκεις το πλεχτό σου, είναι πως αρχίζεις και ρίχνεις κλεφτές ματιές στο κουβάρι που τελειώνει και σε πιάνει μια αγωνία μήπως δε σου φτάσει η κλωστή να το τελειώσεις. Αυτή είναι η ζωή γιε μου..."

Η διήγηση αυτή ουδούλως φανταστική είναι. Μου την ανέφερε ο καρδιακός  μου φίλος Γ. που είναι σήμερα ένας ωραίος άνθρωπος που αρχίζει και κοιτά μήπως τελειώσει το κουβάρι του  και αγωνιά αν θα του φτάσει η κλωστή. Κι εγώ γελώ μαζί του, γιατί ακόμα δεν καταλαβαίνω.

Η φωτογραφία είναι του Ηλιογράφου και τον ευχαριστώ πολύ.

Saturday, February 21, 2009

Το παιδί της μιας ημέρας


Γυμνό παιδί διασχίζει την άμμο τρέχοντας και προχωρά ίσια στη θάλασσα. Στη θάλασσα τρέχει γυμνό κι ανάβει όλα της τα καντήλια, ένα ένα τα ναυάγια που αιώνες τώρα χώρεσε στους κόλπους της τους γαλάζιους και απέραντους.
Ψελλίζει τα ονόματα των ναυτικών που πήρε το κύμα, των προσφυγόπουλων, των γυναικών που αναζητούσαν καλύτερη ζωή, των παιδιών που δεν χόρτασαν παιχνίδι. Των γονέων, των αδελφών, των συζύγων, των παπούδων, των φίλων, των ερώτων όλων.
Ψελλίζει ένα ένα τα ονόματα των καραβιών, τις κουπαστές τους ονομάζει, τα πανιά και τα κατάρτια τους, τα σπασμένα κουπιά, τα τρύπια σωσίβια. Τίποτα δεν αφήνει αβάφτιστο το μικρό γυμνό παιδί.Τίποτα δεν λησμονεί να αναφέρει.
Κι όσο τρέχει πάνω στο νερό τόσο στο βήμα του το αερικό και στα λογάκια του τα αθώα και σοφά, ανάβουνε καντήλια οι μνήμες των ανθρώπων και των πραγμάτων που χάθηκαν, που κάποτε καταποντίστηκαν στην άγνωστη αγκαλιά των βυθών.
Κι ύστερα βουτά στα βάθη των ωκεανών να συναντήσει ό,τι δεν γνώρισε και ό,τι δεν άκουσε στις διηγήσεις των ψαράδων. Άφοβα βουτά χωρίς φιάλες οξυγόνου και βατραχοπέδιλα. Γυμνό βουτά όπως το γέννησε η μάνα του την πρώτη του την μέρα. Αυτήν που διάλεξε να βγει και να την τρέξει. Δεν ξέρουν από φόβο τα παιδιά. Έχουν φτερά, έχουνε λέπια και πτερύγια. Έχουνε βράγχια και καρδιά ψαριού, πουλιού και πεταλούδας. Σύννεφου και νερού, αέρα άπιαστου. 
Έξω από τον χρόνο και στην πιο μυστική του ουσία κάτοικοι, περνούν αστραπιαία από τους αιώνες και χαϊδεύουν το ανέγγιχτο. Χαμογελούν στις πέτρες, στα κοράλλια και στα φύκια και στο όνομα της αγνής αγάπης τους σώζουν το απειροελάχιστο μόριο της ύλης και του άυλου. Του έμψυχου και άψυχου.
Μια θάλασσα καντήλια άναψε σήμερα το μικρό γυμνό παιδί της μίας ημέρας. Κι άστραψε ο κόσμος φως από τον Άδη μέχρι τα ουράνια. Παρηγορήθηκαν τα απαρηγόρητα και χαμογέλασαν τα σπαραγμένα. Πρόσωπα ανθρώπων ζωντανών που πρόσφεραν την καρδιά τους λάδι να ανάψει το φυτίλι της πεθυμιάς τους το μικρό παιδί, αυτό της μιας ημέρας που την είπαν Ψυχοσάββατο. 
Καθώς η νύχτα πέφτει κι η μέρα ετούτη απομακρύνεται δειλά και ντροπαλά σα γυναίκα που ετέλεσε το χρέος της και σεμνά αποχωρεί να μην ακούσει τους αχρείαστους και κολακευτικούς επαίνους όσων δεν νιώθουν χρέος τι θα πει, το παιδί που διέσχισε και κατέβηκε στη θάλασσα του Άδη κι άναψε τα καντήλια του, δελφίνι ξεπετάγεται από το νερό, βγάζει φτερά χρυσά που ακόμα στάζουν αρμυρό νερό -που δεν είσαι σίγουρος αν είναι όντως της θάλασσας νερό ή δάκρυα όσων πίσω έμειναν για να θυμούνται-, κι ανεβαίνει ψηλά. Σκίζει με τρυφερότητα περίσσια το μαύρο, το κρύο, την απόσταση. Ξεπερνά το άγνωστο μυστήριο και πάει πίσω σπίτι του να αναπαυθεί στην βρεφική του κούνια. Σταυρώνει τα χεράκια, κλείνει τα λαμπερά του μάτια, τα χρυσά του το σκεπάζουν απαλά και αρχίζει να ονειρεύεται πως έφτασε η μέρα της γιορτής της πιο μεγάλης.
Της μέρας που κανείς δεν θα έχει μείνει πίσω να θρηνεί, λάδι να δίνει και φυτίλι, πρόσωπα να νοσταλγεί και χάδια κι αγκαλιές, χαμόγελα που φτεροκόπησαν.
Της μέρας που όλα θα είναι παρόν και όλοι ένα.
Καληνύχτα παιδί του Ψυχοσάββατου...
Σ' ευχαριστούμε...

Thursday, February 19, 2009

Τα καλοτάξιδα πουλιά - Νίκου Γκάτσου


Τα καλοτάξιδα πουλιά
χτίσαν το Μάρτη μια φωλιά
στο περιβόλι το παλιό
κι ειχαν τον άνεμο σκολειό.

Μα με τ' Απρίλη τη χαρά
καινούρια βγάλανε φτερά
κι είδανε πέρα απ' το βουνό
του μισεμού τον ουρανό.

Δε μου φτάνει αυτός ο κήπος
δε μου φτάνει τούτη η γη
της καρδιάς μου ο κάθε χτύπος
είναι κι άλλη μια πληγή
που γυρεύει να βρει ακόμα
το καινούριο της το χώμα.

Tuesday, February 17, 2009

Αναστασία Κουμπάκη (1953-2009) -Η κυρία μου-



Κάποτε συναντούμε στη ζωή μας ανθρώπους που όταν φεύγουν δεν απορούμε γιατί έφυγαν, μιας και η απορία τού πώς βρίσκονταν ανάμεσά μας, είναι ισχυρότερη. Γιατί ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι αλλοιώτικοι. Αυτοί που έχουν τα χαρακτηριστικά που αποδίδουμε στους αγγέλους. Αυτοί από τους οποίους απουσιάζουν παντελώς πάθη σαν αυτά που δικαιολογούν την ύπαρξη όλων μας και τον αγώνα μας να τα υπερβούμε.

Ένας τέτοιος αλλοιώτικος άνθρωπος ήταν και η Αναστασία Κουμπάκη που έφυγε χθες στις 6.15 το απόγευμα από τη ζωή, μετά από το χτύπημα της οξείας λευχαιμείας, μέσα σε δύο μήνες, στα πενήντα πέντε της χρόνια.

Η οικογένειά της έφυγε το '50 από τις Σέρρες, πολιτικοί πρόσφυγες στην Βουλγαρία. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε η Αναστασία, εκεί σπούδασε σε μουσικό γυμνάσιο και μετά στην μουσική ακαδημία και έκανε το μεταπυχιακό της ως μαέστρος. Το '80 ήρθε στην Ελλάδα και από τότε εργάστηκε ως δασκάλα τραγουδιού και μαέστρος σε χορωδίες πολλών ωδείων της Β.Ελλάδος, βγάζοντας εκατοντάδες μαθητών.

Την γνώρισα πριν από δύο χρόνια περίπου, όταν άρχισα να ψάχνω δασκάλα για τραγούδι. Εργαζόταν στο Σύγχρονο ωδείο. Δώσαμε πρώτα ένα ραντεβού σ' ένα καφέ για να της εξηγήσω τι ακριβως ήθελα να κάνω. Άργησε να έρθει και πάντα αργούσε στα ραντεβού της, όπως κατάλαβα στη συνέχεια, μιας και η ζωή με την κάθε της λεπτομέρεια, της αποσπούσαν όλη της την προσοχή συνέχεια, με αποτέλεσμα να μην έχει αίσθηση του χρόνου. Ήταν αδύνατον αυτό να σου προκαλέσει έστω και παράπονο, γιατί όταν έφτανε σου διηγούνταν γεμάτη πάθος όλους τους λόγους της αργοπορίας της που ήταν πάντα πάρα πολύ σοβαροί, αφού τόσο πολυ την έναιαζαν και τόσο την γέμιζαν όλα.

Όταν ξεκινήσαμε τα μαθήματα την ρώτησα πώς ακριβώς θα την πληρώνω. "Και ποιος σου είπε παιδάκι μου πως πρέπει να πληρώνεις;" μου απάντησε με απόλυτη φυσικότητα. Σχεδόν δυο χρόνια μαθήματα δεν πήρε ποτέ ούτε μία δραχμή από μένα. Και μέσα σ' αυτό το διάστημα υπήρχαν Σάββατα και Κυριακές με πρόβες πολύωρες όταν είχα μπροστά μου συναυλίες και μάλιστα συχνά με έπαιρνε μόνη της τηλέφωνο, γιατι ντρεπόμουνα πάρα πολύ εγώ να της το ζητώ, και μου ζητούσε η ίδια να κάνουμε μαθήματα. Εγώ συχνά μετά από πέντε ώρες πρόβα κόντευα να πέσω κάτω από την κούραση ενώ εκείνη δεν έδειξε ποτέ κουρασμένη. Αν δεν σταματούσα εγώ το μάθημα εκείνη δεν το έκανε ποτέ. Ξεχνούσε να φαει, να πιει νερό. Όταν δίδασκε, -και δίδασκε πολλές φορές 10 με 12 ώρες τη μέρα- τα ξεχνούσε όλα. Όλα όσα αφορούσαν τον εαυτό της. Την ενδιέφεραν μόνον οι μαθητές της.
Με το καιρό κατάλαβα πως από τους περισσότερους μαθητές της δεν έπαιρνε χρήματα. Με το καιρό κατάλαβα όμως επίσης, πως μου είχε και μια ξεχωριστή αδυναμία. Σήμερα στην κηδεία ήρθαν πολλοί να μου πουν πως με αγαπούσε πάρα πολύ.

Αν για κάτι ευγνωμονώ πάντα τον Θεό είναι ότι μου χάρισε σπουδαίους δασκάλους. Ονόματα μεγάλα, ανθρώπους ξεχωριστούς και πολλούς στον αριθμό, και στο Παιδαγωγικό και στο Θέατρο και στη Μουσική και στη ζωή. Από όλους αυτούς, δύο ξεχωρίζω μέχρι σήμερα γιατί ήταν στην κορυφή, όχι μόνο της διδασκαλίας, αλλά αυτής της αλλοιώτικης ανθρωπιάς που ταυτίζεται με την μεγάλη αγάπη και το 'άλλο' βλέμμα. Αυτό που διαβάζει τον κόσμο όχι από κάτω προς τα πάνω, αλλά αντίθετα. Μ' έναν τρόπο αγγελικό, ας πω.

Ο ένας από τους δύο ήταν η Αναστασία. Η κυρία μου. Πρώτη φορά είχα κι εγώ μια κυρία. Μια αληθινή κυρία. Κι έτσι την φώναζα. Κυρία μου, την έλεγα και της άρεσε πολύ. Μια κυρία πιο παιδί από τα παιδιά. Γεμάτη φως και χαρά. Γεμάτη υπομονή απέραντη. Τρόπους ατελείωτους στο να διεισδύει στον άλλον και να του βγάζει το πιο ευγενικό του μέταλλο στο φως.Μια φωτιά γεμάτη πάθος. Ένα φτερό κόκκινο στους δρόμους και στις αίθουσες των ωδείων. Άνθρωπος πένης, θεόφτωχος, που δεν τον ενδιέφεραν ποτέ τα χρήματα, έχοντας ασκηθεί πολυ στην πτωχεία κι έχοντας ανακαλύψει τον θησαυρό της. 

"Μαμά, πέφτουν τα μαλλιά μου" είπε στην μαμά της όταν τα Χριστούγεννα έκανε στο σπίτι της μπάνιο. Μέχρι τη μέση έφτανε το δάσος από τα πλούσια σπαστά κόκκινα μαλλιά της. Και πριν φύγει, έπιασε το χέρι της μανοήυλας αυτής και το φίλησε.

Όταν την είδα πριν λίγες μέρες στο νοσοκομείο φορούσε ένα ωραίο μαντήλι στο κεφάλι. Της είπα να αξιοποιήσει τώρα τα ωραία της μαντήλια, και χαμογέλασε. Με ρώτησε τι ετοιμάζω και της μίλησα για το καινούριο βιβλίο. Δεν της είπα πως της το αφιερώνω. Ήθελα να της κάνω έκπληξη. 

Έτρεξα όσο μπορούσα την έκδοσή του για να την προλάβω ζωντανή. Να της χαρίσω κι εγώ κάτι σαν αντίδωρο στα τόσα δώρα που μου είχε κάνει. Το βιβλίο βγήκε την Παρασκευή και λογάριαζα να πάω την Κυριακή να της το δώσω. Δεν τα κατάφερα γιατί η κούραση με κράτησε όλη μέρα ανήμπορη στο κρεβάτι.
Έφυγε η κυρία μου κι εγώ δεν πρόλαβα να της χαρίσω το δώρο της.
Σήμερα όμως αφού την έβαλαν στο μνήμα και μετά τα λουλούδια των δικών της ανθρώπων, παρακάλεσα τον νεκροθάφτη να το ακουμπήσει κι αυτό πάνω της. Άνοιξα το βιβλίο και σχεδίασα με το μαρκαδοράκι μου το σημείο οτου Σταυρού στην πρώτη του σελίδα. Έτσι το δώρο απέκτησε ένα άλλο νόημα που ταίριαζε περισσότερο στην ώρα. Κι εκείνος που μέχρι τότε απρόσεχτα και όπως να 'ναι πετούσε τα λουλούδια, έπιασε σχεδόν μ' ευλάβεια το παιδικό μου βιβλίο 'Και τι θα πει σ' αγαπάω;' και πολύ προεχτικά το ακούμπησε πάνω στο κεφαλάκι της. 
Έφυγα λίγο πιο ανακουφισμένη κι ένα αμυδρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο λυπημένο μου πρόσωπο.

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να αναπαύει την υπέροχη ψυχούλα της και η ευχούλα της να είναι πάντα μαζί μας, χαρίζοντάς μας αυτό το 'άλλο' βλέμμα.
Αντίο κυρία μου... 






Wednesday, February 11, 2009

Το χωράφι της γραφής


Κάποτε νόμιζα πως το να γράφει κανείς είναι συνάρτηση της έκφρασής του.
Θέλεις να μιλήσεις, έχεις κάτι να πεις κι επειδή συμβαίνει να δυσκολεύεσαι στον προφορικό λόγο, κάθεσαι και το γράφεις.
Με τα χρόνια και τη δουλειά πάνω και μέσα στη γραφή, αντιλήφθηκα πως δεν είναι έτσι ακριβώς.
Αν ξέρεις τι έχεις να πεις και να εκφράσεις, το λες και δεν συντρέχει κανένας λόγος να μπεις στη διαδικασία να το γράψεις. Καθόλου δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα που πιθανόν έχεις στον προφορικό λόγο. Το αντίθετο μάλιστα.
Γράφεις διότι δεν ξέρεις τι θέλεις να πεις.
Γράφεις διότι θέλεις να μοιραστείς και δεν γνωρίζεις τι είναι αυτό που θέλεις να μοιράσεις.
Γράφεις διότι δεν μπορείς να δεις, δεν μπορείς να ακούσεις, να ψηλαφίσεις.
Γράφεις γιατί διψάς για κάτι που σου είναι παντελώς άγνωστο. Γιατί νιώθεις λειψός. Αδύναμος. Φτωχός, ασθενής και πένης. Χωρίς έδαφος κάτω από τα πόδια σου. Στήριγμα. Γλώσσα. Αφή.
Γιατί, εν τέλει, αισθάνεσαι βαθύτατα ανεπαρκής να ζήσεις τη ζωή που σου δόθηκε.
Την πλούσια και πάλλουσα ακατανόητη ζωή.
Κι αρχίζεις και γράφεις όπως ακριβώς σκαλίζεις ένα χωράφι που σου δόθηκε κληρονομιά από κάποιον συγγενή. Δεν έχεις σπόρους, δεν γνωρίζεις από σπορά, ούτε από φυτά. Τι θα πει ποτίζω, κλαδεύω, συλλέγω καρπούς. 
Ένα χωράφι σου δόθηκε και κάτι πρέπει να το κάνεις. Αρχίζεις να το σκαλίζεις και λες, ας βρέξει ο Θεός κι ας σπείρει σαν Σπορέας, ας κλαδέψει κι ας πάρει τους καρπούς να τους δώσει όπου αγαπά. Εσένα σου δόθηκε το χωράφι και δυο χέρια να το σκαλίσεις.
Γιατί γράφοντας ανακαλύπτεις τι κρύβει το χώμα.
Έκπληκτος μένεις μπροστά στο θαύμα που αναδύεται μπροστά σου κα για το οποίο τίποτε δεν γνώριζες. Ένα αόρατο χέρι οδηγεί το χέρι σου. Μια αόρατη καρδιά την καρδιά σου. Εσύ παραδίνεσαι ολότελα και το μόνο που κάνεις είναι αυτό. Παρέχεις τον εαυτό σου ολόκληρο στον κόπο. Γράφεις διαρκώς και όλα γεννιούνται ερήμην σου. 
Ίσως σε κάθε συγγραφέα να είναι διαφορετική αυτή η περιπέτεια. Διαβάζω συχνά σε συνεντεύξεις πως πολλοί γράφουν γιατί θέλουν να πουν μια ιστορία.
Για μένα όμως είναι αλλοιώς.
Ποτέ δεν θέλησα να πω καμία ιστορία. Ποτέ δεν αποφάσισα από πριν τι θα γράψω. Ούτε το θέμα διάλεξα ποτέ, ούτε τα λόγια. Απλώς γράφω όπως ακριβώς αναπνέω. Δε λες ποτέ, τώρα θα πάρω εισπνοή και τώρα θα εκπνεύσω. Το κάνεις χωρίς να το σκέφτεσαι και έτσι ζεις.
Το οξυγόνο μου είναι το χαρτί.
Και τώρα που τα γράφω αυτά δεν γνωρίζω γιατί τα γράφω. Έξω βρέχει μια ψιλή βροχή. Ακούω τον αέρα που βγάζει το μικρό αερόθερμο που έχω στα πόδια μου και τα αυτοκίνητα που περνούν απ' έξω.
Πριν από λίγο σ' ένα αγαπημένο μπλογκ είδα την φωτογραφία μιας κόκκινης ανεμώνης που η σκιά της έπεφτε πάνω σ' ένα λευκό χαρτί πίσω της. Σκέφτηκα πως ό,τι γράφουμε είναι η σκιά της αληθινής ζωής. Πως η αληθινή ζωή είναι πάντα ωραιότερη από την περιγραφή της. Είναι γεμάτη χρώματα που στο χαρτί γίνονται διαβαθμίσεις του μαύρου μιας σκιάς.
Και εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο το γεγονός ότι ασκούμε μια ασπρόμαυρη τέχνη για να καταφέρουμε μια μέρα να ασκήσουμε την πολύχρωμη τέχνη της ζωής.  Όταν φτάσουμε σ' αυτήν τότε κάθε άλλη τέχνη αχρείαστη θα αραχνιάσει σε μια γωνίτσα της ζωή μας.

Saturday, February 7, 2009

"Και τι θα πει σ' αγαπάω;" Κυκλοφορεί προσεχώς από τον εκδοτικό οργανισμό Λιβάνη


Το καινούριο βιβλιαράκι μου "Και τι θα πει σ' αγαπάω;" βρίσκεται στο τυπογραφείο. Μέσα στην εβδομάδα θα στεγνώσει, θα δεθεί στο βιβλιοδετείο και θα κυκλοφορήσει με το καλό την Παρασκευή.

Οι παλιότεροι φίλοι αυτού του μπλογκ γνωρίζουν το κείμενο μιας και ήταν μία από τις πρώτες του αναρτήσεις. Σκέφτομαι τώρα πως καμιά φορά ο προορισμός ενός κειμένου προδιαγράφεται από τα πρώτα του βήματα κι ας μην έχουμε καμία συνείδηση επ' αυτού. Ίσως και ο προορισμός ενός ανθρώπου να λειτουργεί συχνά παρομοίως. Το λέω αυτό γιατί όταν ανέβασα αυτό το κείμενο εδώ πριν περίπου δύο χρόνια -δεν τα πάω καλά με τον χρόνο- παράλληλα είχα νιώσει την ανάγκη να το ζωγραφίσω κι έτσι πάρα πολύ απλοϊκά με το ποντίκι είχα κάνει κάποιες ζωγραφιές. Τίποτα δεν μου έλεγε τότε πως μετά από καιρό αυτό το κείμενο θα έβγαινε σε βιβλίο και μάλιστα σ' ένα βιβλίο που θα το ζωγράφιζα η ίδια και όχι κάποιος επαγγελματίας εικονογράφος. Έτσι όμως έγινε στ' αλήθεια κι έγινε χωρίς να το καταλάβω καλά καλά, χωρίς να είναι στο εκδοτικό πρόγραμμα που είχαμε σχεδιάσει με τους εκδότες μου όπου προηγούνταν άλλα κείμενα.

Εδώ θα κάνω μια μικρή εξομολόγηση απ' αυτές που δεν συνηθίζω, γιατί κάπου κάποιες λέξεις καλό είναι να αποθηκεύονται και γιατί όχι, να μοιράζονται κιόλας.
Μετά την έκδοση του βιβλίου "Σε Τέμπο Κόκκινο" που έγραφα για δέκα χρόνια ένιωσα την ανάγκη για λίγο να σταματήσω το γράψιμο. Τα στάδια που ακολούθησαν την έκδοση αυτού του μεγάλου μου βιβλίου ήταν πρώτα ένας μεγάλος πόνος αποκόλλησης της ίδιας μου της σάρκας, -μιας και περιέχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του είναι μου-, μετά μια χαρά απέραντη που κάποτε συμβαίνει να δοκιμάζουμε ύστερα από την απελευθέρωση από το παρελθόν μας, τον εαυτό μας όταν το παρέχουμε στους άλλους και τη λύτρωση από το σώμα που κουβαλούμε όταν το χαρίζουμε. 
Ήρθε, λοιπόν, μέσα στα πλαίσια αυτής της απολυτρωτικής χαράς το αίσθημα του βρέφους που γεννιέται απο την αρχή. Νέο, ολοζώντανο, γεμάτο υγεία και βρέφος ολότελα.
Μέρα με τη μέρα, μέσα στις αρχές αυτού τουφθινοπώρου που μας πέρασε και καθώς το βρέφος γινόταν παιδί, σαν παιδί διακατεχόμουν από την ανάγκη να ζωγραφίσω και όχι να γράψω, γιατί βέβαια τα παιδιά πάντα προτιμούν να παίζουν και να ζωγραφίζουν και όχι να γράφουν. Κι έτσι άρχισα να ζωγραφίζω αυτό το μικρό διαλογικό κειμενάκι, χωρίς μάλιστα να ελπίζω κιόλας πως θα βγει προς έκδοση. Μπήκα άνευ όρων μέσα στο παιχνίδι της χαράς των χρωμάτων και της σκέψης του πώς εικονίζονται τα λόγια και τα αισθήματα.

Με μεγάλη συστολή τα παρουσίασα και μετά την αποδοχή και την ενθάρρυνση γύρισα στο σπίτι και αφού συμβουλεύτηκα τον δάσκαλο και φίλο μου Δημήτρη Μαρτίδη, τα έκανα από την αρχή ακολουθώντας τις συμβουλές του και στοχεύοντας πλέον στην έκδοση. Η χαρά παρέμεινε χαρά και το παιχνίδι άλλαξε απλώς από αυτοσχέδιο παιχνίδι σε ένα παιχνίδι με κανόνες που με βοήθησαν να βελτιώσω το αποτέλεσμα και να ελευθερωθώ εκφραστικά.

Εδώ και δύο βδομάδες, από την μέρα που έγινε το σκανάρισμα των εικόνων στο ατελιέ του εκδοτικού οργανισμού Λιβάνη, δουλεύαμε κάθε μέρα μέσω μέηλ με έναν εξαιρετικό γραφίστα του ατελιέ, τον Ηλία, ο οποίος στάθηκε όχι μόνο πάρα πολύ ικανός στη δουλειά του, αλλά και ένας από τους καλύτερους συνεργάτες που μου έχουν τύχει. Με μεγάλη ευγένεια, διαθεσιμότητα, σεβασμό και ευθικρισία φτάσαμε σ' ένα αποτέλεσμα που μας ικανοποίησε πολύ και τους δύο. Λέω και τους δύο, γιατί τους ανθρώπους που κατέχουν καλά μια δουλειά πάντα τους εμπιστεύομαι περισσότερο από τον εαυτό μου και δεν κάνω τίποτα αν και οι ίδιοι δδν συμφωνήσουν. Τον Ηλία θα ήθελα να τον ευχαριστήσω εδώ και να μείνει εδώ η ευγνωμοσύνη μου για όλα όσα με κόπο και μεράκι, αγόγγυστα και ακούραστα, έκανε γι' αυτό το βιβλίο.
Όσους άλλους φίλους αγαπημένους με βοήθησαν τους περιέχω στις ευχαριστίες του βιβλίου.

Εδώ όμως θα ήθελα να ευχαριστήσω και τους φίλους αυτού του μπλογκ και φίλους μου πολύ αγαπημένους που αγκάλιασαν με μεγάλη θέρμη αυτό το κείμενο και με ώθησαν να το έχω σε μια λίστα αγαπημένων κειμένων, όχι δικών μου αγαπημένων, αλλά δικών τους. Ίσως σ' αυτούς κυρίως να οφείλεται η έκδοσή του σήμερα και το γεγονός ότι καταπιάστηκα ειδικά μ' αυτό και όχι με κανένα άλλο. Για μένα τουλάχιστον έχει καίρια σημασία και αν και δεν θα αναφέρω τα ονόματα εδώ, σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά. Εσείς ξέρετε ποιοι είστε.

Τέλος, εύχομαι σε όλους ΚΑΛΟ ΤΡΙΩΔΙΟ!