Ο Σταύρος
Ζουμπουλάκης προέβη σε μία δημόσια εξομολόγηση γράφοντας το
βιβλίο “Η αδελφή μου”, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις τον περασμένο Δεκέμβριο. Μια εξομολόγηση
νωπή όσο τα φρεσκοσφαγμένα σπλάχνα ενός ζωντανού πλάσματος. Λογοτεχνικά
αστόλιστη όσο ο άφτιαχτος λόγος του Ντοστογιέφσκι. Καρδιακή εξομολόγηση και
εκρηκτική, όπως το δικαιούται, αν όχι κάθε εξομολόγηση, πάντως τουλάχιστον αυτή που κάνει
κάποιος μια φορά στη ζωή του, ύστερα από πολλά χρόνια που κρατούν
φυλαγμένο ένα βαρύ του μυστικό. Μυστικό τέτοιο, ώστε να αρθρώνει την
φτιαξιά ενός ανθρώπου και να τον καθορίζει, δίχως να το γνωρίζουν οι άλλοι.
Μας ξάφνιασε ο
Σταύρος βάζοντάς μας στα τρίσβαθα της ύπαρξής του, ανοίγοντας την καρδιά του σε
όλους μας.
Η επιληψία που εμφανίστηκε στην έφηβη αδελφή του, όταν ήταν κι αυτός ένα
παιδί, στάθηκε το σκαλιστήρι του χωραφιού της καρδιάς του για όλα τα χρόνια που
ακολούθησαν. Αυτά διηγείται μετά τον θάνατό της. Για να δούμε καθαρότερα
εκείνην κι εκείνον. Το σμίξιμό τους. Να τους δούμε γυμνούς και τετραχηλισμένους
υπό το φως της αλήθειας. Στο βιβλίο παρακολουθούμε όλη την ψυχική και
πνευματική περιπέτεια ενός ανθρώπου που με μεγάλη αγάπη συμπαραστέκεται σ’ έναν
δικό του άνθρωπο που πάσχει από ανίατη ασθένεια. Σπάνια αποκάλυψη και
ασυνήθιστη, όσο και ειλικρινής και βαθιά. Σχεδόν σοκαριστική…
Διαβάζοντας το
βιβλίο σκόνταψα μόνο σ’ ένα σημείο και πάνω σ’ αυτό θέλω να μιλήσω. Ο συγγραφέας γράφει με
πολλή τρυφερότητα για τη στιγμή που βελτιώθηκε η υγεία της αδελφής του, δέκα
χρόνια πριν το θάνατό της, και μετά από πολύ μεγάλες ταλαιπωρίες:
“Ενώ όμως έγινε
καλά, παίρνοντας βέβαια πολλά και βαριά φάρμακα, και το χαρήκαμε όλοι, εκείνη
δεν προσπάθησε να βγει στη ζωή με κάποια αυτοδυναμία. Δεν θα της το συγχωρήσω
ποτέ –μα τι λέω; Αυτή ήταν για μένα η μόνη της αμαρτία. Μετά από λίγο καιρό άρχισε
να τρώει βουλιμικά και πάχυνε τόσο που να μην μπορεί σχεδόν να περπατήσει.
Κλείστηκε στο σπίτι, δεν έβγαινε έξω χωρίς άνθρωπο. ...Μήπως καθώς ήταν ένας άνθρωωπος που πέρασε όλη τη ζωή της
άρρωστη, ο μόνος τρόπος που ήξερε να σχετίζεται με τους άλλους και εν γένει να
υπάρχει ήταν μέσω της αρρώστειας;” σ.52-53
Η αδελφή του
Σταύρου πέθανε την περασμένη χρονιά, στα εξήντα της. Η βελτίωση αυτή τη βρήκε σχεδόν στα πενήντα. Θεωρητικά
τουλάχιστον, στα δύο τρίτα της ενδεχόμενης ζωής της. Ήταν πάνω από τριάντα
χρόνια άρρωστη. Είναι απολύτως αναμενόμενη η αντίδραση του Σταύρου μέσα από την αγάπη που της είχε. Και αναμενόμενη, αλλά και λογική. Όλη η οικογένεια
προσευχόταν να γίνει καλά η αδελφή και η κόρη, για χρόνια. Είναι απολύτως
φυσικό να απορούν όλοι γιατί η ίδια αντέδρασε έτσι μετά τη βελτίωσή της. Μα εδώ
υπάρχει κάτι που γνωρίζει βαθιά μέσα του μόνο όποιος πάσχει από ανίατη ασθένεια
και δεν της παραδίδεται, -όπως δεν παραδόθηκε η Γιούλα Ζουμπουλάκη-, αλλά την παλεύει κάθε
στιγμή της ζωής του. Γιατί αυτός που πάσχει, το πιθανότερο είναι πως δεν προσεύχεται
να θεραπευθεί για να τελειώσουν τα βάσανά τα δικά του και των συγγενών ή φίλων του. Γιατί; Μα γιατί δεν προλαβαίνει… Έχει τόσα εμπόδια να ξεπεράσει στην
καθημερινόητά του, έχει τόσα άλματα να υπερπηδήσει, τέτοιον αγώνα μυστικό και
οδυνηρό προκειμένου να κερδίσει τη ζωή του, τις στιγμές του, να μη σκοντάψει και πάλι,
να μην βαρύνει τους άλλους, να χειριστεί το κάθε τι εφευρίσκοντας κάθε φορά
νέους τρόπους, να τα ξεχάσει όλα για να χαρεί αγνοώντας το εμπόδιο ή
μεταμορφώνοντάς το σε δώρο, που αυτό από μόνο του καθιστά ήδη κάθε του βήμα σε
μια συνεχόμενη προσευχή, διαφορετική από των αγαπημένων του, μα προσευχή πύρινη
προκειμένου να υπάρξει ως έχει και όχι ως κάτι άλλο προσδοκώμενο, αμφίβολο και το πιθανότερο, ακατόρθωτο.
Ο τρόπος του
υπάρχειν ενός ανθρώπου που πάσχει από ανίατη ασθένεια είναι ένας τρόπος ύπαρξης
που δεν καταφάσκει στο ερώτημα του Σταύρου: “Μήπως καθώς ήταν ένας άνθρωωπος
που πέρασε όλη τη ζωή της άρρωστη, ο μόνος τρόπος που ήξερε να σχετίζεται με
τους άλλους και εν γένει να υπάρχει ήταν μέσω της αρρώστειας;”
Η διαφωνία μου
είναι κυρίως σ’ αυτό το “μέσω”. Δεν είναι μέσω της αρρώστειας, αλλά πάνω απ’
την αρρώστεια. Και όταν έχεις προπονηθεί τριάντα χρόνια να πηδάς πάνω από το
εμπόδιο της αρρώστειας, δεν υπάρχει τίποτα τρομακτικότερο και τραγικότερο για
σένα από το να σου αφαιρεθεί το εμπόδιο. Μα γιατί; θα ρωτήσει κάποιος υγιής
άνθρωπος. Κι όμως είναι τόσο απλή η απάντηση. Γιατί δεν
προλαβαίνεις να μάθεις να ζεις αλλιώς. Κανείς δε θα ήθελε περισσότερο από τον
ασθενή, να μπορεί και να προλάβει να ζήσει υγιώς. Αυτός όμως ξέρει
πως δεν προλαβαίνει. Ξέρει πως το να ζεις, δεν είναι κάτι που μαθαίνεται σε μια στιγμή.
Μας χρειάζονται χρόνια πολλά για να το μάθουμε. Μέσα σε τριάντα - σαράντα
χρόνια ίσα που προλαβαίνουμε να πάρουμε μια γεύση, να βρούμε έναν βηματισμό. Αν
απ’ αυτά, τα περισσότερα είναι κάνοντας άλματα πάνω από μια αρρώστεια, στα
πενήντα σου ξέρεις καλά πως δεν θα έχεις άλλα τόσα χρόνια για να μάθεις απ’ την αρχή
να ζεις διαφορετικά. Να μάθεις να προσεύχεσαι διαφορετικά.
Το μεγαλύερο
πλήγμα σ’ έναν άνθρωπο που διάνυσε τη ζωή του τριάντα χρόνια με ανίατη
ασθένεια, είναι να θεραπευθεί, και μάλιστα αν εννοείται θεραπεία το να
συνεχίσει να παίρνει βαριά φάρμακα. Αυτό δεν ξέρει τι να το κάνει και μέσα του γνωρίζει αυτό που δεν ξέρει κανένας άλλος: ότι δεν προλαβαίνει να το μάθει.
Κάποιος που έμαθε να προχωρά κάνοντας άλματα, δεν μπορεί να περπατήσει απλά και κανονικά σ' ένα δρόμο
χωρίς εμπόδια. Εκεί είναι που παραλύει. Εκεί ακριβώς. Ποιος θα του το διδάξει;
Ποιος θα μπορέσει να του το μάθει, να σταθεί στο πλάι του όπως πριν, όταν όλοι
εκείνη ειδικά τη στιγμή θα τον εγκαταλείψουν σαν υγιή που μπορεί πλέον να τα βγάλει
πέρα μόνος του;
Γράφω δημόσια για
την περιπέτεια της ανίατης ασθένειας, αφού δημόσιος είναι ο λόγος του Σταύρου.
Δεν γράφω μόνο θέλοντας να δώσω μια απάντηση στον Σταύρο, αλλα και για όλους
όσους συμπαραστέκονται σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν παρόμοιες
ασθένειες. Συχνά τυραννικότερη κι απ' την ίδια την ασθένεια, είναι για τον ασθενή η ελπίδα των άλλων πως θα θεραπευθεί. Η συμφιλίωση με την ασθένεια, όπως και ο τρόπος του ζειν πάνω απ' αυτήν, ενέχουν σημαντικότερη θέση από την ελπίδα και την προσδοκία της ίασης. Το επαναλαμβανόμενο θαύμα της καθημερινής πάλης του αρρώστου με την αρρώστεια του, είναι θαυμαστότερο από το θαύμα της ίασης. Αυτό δομεί τον καθημερινό, βουβό, μα ευτυχή και επιτυχημένο αγώνα του. Αν έρθει η πολυπόθητη για τους άλλους ίαση, ο πρώην ασθενής και η δομή του καταρρέουν. Ως εκ τούτου, η μόνη αμαρτία της
αδελφής του Σταύρου, δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα για κείνην. Είχε αρχίσει ο δρόμος της
αναχώρησής της γιατί είχε τελειώσει ο αγώνας της και τα καθημερινά του θαύματα, κι αυτό, αφότου ο αγαπημένος έχει πλέον φύγει από τη ζωή, είναι
άξιο της πιο βαθιάς μας συγχώρεσης. Αυτής προς τον εαυτό μας, που πολύ αγάπησε
τον ασθενούντα αδερφό… Αναπαυμένη να είναι η Γιούλα...
Και σ' ευχαριστούμε Σταύρο...