Labels

Monday, December 30, 2013

Ο ναυαγός



Κάποτε, -κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς-, ένα πλοίο ναυάγησε στη θάλασσα. Είχε άλλους επιβάτες, δεν είχε, δε γνωρίζουμε. Ένας μονάχα άνθρωπος που τ' όνομά του δεν το μάθαμε ποτέ, βρέθηκε σ' ένα παντέρμο ξερονήσι. Μέχρι να συνέλθει απ' το ναυάγιο και πριν προλάβει να ξεσπάσει σε κλάματα για την άδικη τη μοιρα του, είδε μαύρα σύννεφα να μαζεύονται στον ουρανό. Κοίταξε γύρω του, είδε στο μικρό λοφίσκο κάτι πουρνάρια, στο διπλανό ρυάκι λίγες καλαμιές, με όσο κουράγιο του είχε απομείνει προσπάθησε να φτιάξει ένα πρόχειρο υπόστεγο. 
"Σώθηκα από ναυάγιο" σκέφτηκε "μην πεθάνω από πνευμονία". Ίσα που πρόλαβε να το στήσει κι η μπόρα ξέσπασε. Ευχαριστημένος και ευγνώμων άρχισε να ευχαριστά τον καλό Θεό που τον έσωσε απ' το ναυάγιο και του έδωσε και το χρόνο, αλλά και τη δύναμη, να ετοιμάσει το καταφύγιό του. Μπήκε από κάτω και εξαντλημένος όπως ήταν έπεσε και κοιμήθηκε βαθιά. Ξύπνησε μετά από πολλές ώρες αρκετά ξεκούραστος και πολύ πεινασμένος. Σηκώθηκε κι άρχισε να ψάχνει για τροφή. Αν και η βροχή είχε κοπάσει, τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό δεν έλεγαν να φύγουν. "Δεν πρέπει ν' απομακρυνθώ και πολύ" σκέφτηκε "αργά ή γρήγορα θα ξανάρθει καταιγίδα". Το σώμα του πονούσε, τα πόδια του τρίκλιζαν, έκανε μεγάλη προσπάθεια για ν' ανεβεί στο λόφο να βρει κανένα χορταράκι για να βάλει στο στόμα του. Άκουσε δυνατές βροντές και στο βάθος του πελάγους είδε κεραυνούς να τους καταπίνει το νερό. Προσπάθησε να διακρίνει κάποιο ίχνος απ' το καράβι του, μα τίποτα δε φαινόταν στον ορίζοντα. Λίγα χόρτα, κάτι ρίζες και μια χούφτα άγρια βατόμουρα ήταν αρκετά προς το παρόν κι έχει ο Θεός, σκέφτηκε. Άρχισε να κατηφορίζει στο καλυβάκι του τρέχοντας γιατί οι ψιχάλες της βροχής δυνάμωναν. Δέκα βήματα ακόμα και θα έφτανε, μα πριν προλάβει να τα κάνει, ένας κεραυνός έπεσε στο καλυβάκι του κι εκείνο αμέσως τυλίχτηκε στις φλόγες. 

Τα γόνατά του λύθηκαν. Είχε φτάσει η ώρα να κλάψει για όλα. Για το ναυάγιο, την άδικη μοίρα του, τη φωτιά που σε λίγο θα έκανε στάχτη το καταφύγιό του, το κρύο, την πνευμονία που τον περίμενε, το θάνατο απ' τον οποίο σίγουρα δε θα ξέφευγε. Έριξε το πρόσωπο στη λάσπη κι έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε με την ψυχή του παραπονούμενος στο Θεό που ήταν τόσο άπσλαχνος μαζί του. 
"Μα όλες οι συμφορές του κόσμου πάνω σ' εμένα Θεέ μου; Τι Θεός είσαι τέλος πάντων; Εσύ δε μ' έπλασες; Παιδί σου δεν είμαι; Τι κακό έκανα για να με κατατρέχεις έτσι;" έλεγε με αβάσταχτο καημό και πόνο, και το πρόσωπό του  σαν την καρδιά του είχε γίνει ένα με τη λάσπη. "Εδώ θ' αφήσω τα κοκαλάκια μου, εδώ σ' αυτό το παντέρμο και άγνωστο ξερονήσι, εγώ ο παντέρμος και άγνωστος σε Θεό και ανθρώπους. Κανείς δε θα με βρει ποτέ, θα με φανε τα θηρία και τα ψάρια" σκεφτόταν από μέσα του, αφού τίποτα πια δεν είχε κουράγιο να ξεστομίσει και μόνο έκλαιγε.

Άξαφνα, ένας παράξενος ήχος τον κατατρόμαξε. Είναι βρυχηθμός από καμιά αρκούδα, άλλο ζώο, τι μούγκρισμα είναι αυτό; Σήκωσε το λασπωμένο του πρόσωπο και είδε στο βάθος της θάλασσας ένα καράβι. Η μπουρού σφύριζε πάλι και πάλι. Έτρεξε στην ακτή, ξέπλυνε βιαστικά με τ' αρμυρό νερό τα μάτια του μήπως ονειρεύονταν, κι άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές. Όχι, δεν τον ξεγελούσαν τα βουρκωμένα μάτια του. Ένα καράβι έστριβε προς το μέρος του και σε λίγο φάνηκε και μια βάρκα με ναύτες που κατευθύνονταν προς την ακτή. Ο ναυαγός άρχισε να χοροπηδά, να φωνάζει, να κουνά πάνω κάτω τα χέρια και τα πόδια του. Οι ναύτες του έλεγαν: "Σε είδαμε, μη φωνάζεις, για σένα ερχόμαστε!  Καλά που άναψες φωτιά, είδαμε το σινιάλο!". Τα 'χασε ο ναυαγός. "Εγώ δεν άναψα καμιά φωτιά" τους είπε μόλις έφτασαν. "Μα πώς; Δεν είναι αυτό εκεί φωτιά;" τον ρώτησαν. Ο άνθρωπος γύρισε τότε το κεφάλι και κοίταξε το καλυβάκι του που τώρα είχε μείνει στάχτη. Τότε κατάλαβε. Τα κατάλαβε όλα. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τα γεμάτα ευγνωμοσύνη δάκρυα που έτρεξαν ενώθηκαν με τις σταγόνες της βροχής που έπεφτε στο πρόσωπό του. Κανείς δεν τα πρόσεξε. Το πρώτο "ευχαριστώ" που ψιθύρισε η κομματιασμένη του καρδιά κανείς απ' τους ναυαγοσώστες δεν το άκουσε. Αυτοί άκουσαν το δεύτερο και το τρίτο. Το πρώτο πέταξε γρήγορα ψηλά περιστέρι ολόλευκο στο δρόμο που άνοιξε μες στο βαθύ σκοτάδι η πρώτη αχτίδα του ήλιου.















Τρεις φωτογραφίες από τη Μακεδονική ύπαιθρο - Καλή βδομάδα!




Sunday, December 29, 2013

O εν σπηλαίω γεννηθείς Κύριος μάς φροντίζει πάντοτε - αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη



Κυριακή μετά τη Χριστού Γέννηση σήμερα, αγαπητοί. Περάσαμε τα άγια και ιερά Χριστούγεννα, γέμισε η ψυχή μας με χαρά, ευφροσύνη και ειρήνη. Η Εκκλησία συνεχίζει ακόμη να ετοιμάζει και να εκμεταλλεύεται πνευματικά αυτή τη μεγάλη εορτή. Γι' αυτό και σήμερα τιμά τους προπάτορες του Χριστού και περισσότερο τους μάρτυρες της Θείας Του Γέννησης.
Πρώτη μάρτυς η Παναγία μας, που γιορτάσαμε την πρώτη δεύτερη των Χριστουγέννων. Και τώρα, μάρτυς μεγάλος ο άγιος Ιωσήφ ο μνήστωρ, ο προστάτης της Παναγίας και διακονητής, καθώς και του Ιησού Χριστού, του Θείου Βρέφους. Εκείνος είδε τόσα, άκουσε τόσα και έγινε μάρτυς τόσων μεγάλων και θαυμαστών. Και είναι αξιόπιστος μάρτυς.
Στη συνέχεια γιορτάζει τον άγιο Δαυίδ, τον προπάτορα του Χριστού και της Παναγίας και προφητάνακτα. Εκείνος χίλια χρόνια πριν, με το Θείο Πνεύμα, προφήτευσε τον ερχομό του Χριστού.
Και τρίτον γιορτάζει τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, τον δίκαιο αυτόν άνδρα, ο οποίος και κατά την παράδοση ήταν και στη θεία γέννηση και στη φυγή στην Αίγυπτο, και στη συνέχεια. Και είναι και αυτός αξιόπιστος μάρτυς γιατί η Εκκλησία θέλει να μας παρέχει πάντοτε τη βεβαιότητα και την αξιοπιστία, -και το κάνει.
Το άγιο Ευαγγέλιο, (Ματθαίου, κεφ. β΄, 13-23) αναφέρεται στη φυγή του Ιησού, της μητέρας Του και των υπολοίπων στην Αίγυπτο. Διακόνησαν εκείνοι τον Θείο Λυτρωτή, ευλογήθηκε η χώρα της Αιγύπτου, έκαναν υπακοή ο Ιωσήφ και η Παναγία -υπακοή στον ουρανό κι εμπιστοστύνη στον Θεό. Τα άφησαν όλα στα χεράκια Του και στα ποδαράκια του Θείου Βρέφους και περίμεναν με γαλήνη και υπομονή πάλι το χρησμό του ουρανού για να γυρίσουν από την Αίγυπτο.
Και όταν ο άγγελος Κυρίου είπε στο όνειρο του Ιωσήφ να πάρει το Παιδίον και τη Μητέρα Αυτού, -εκείνος δεν είχε καμία σχέση με αυτό, ήταν προστάτης όπως είπαμε, γιατί πολλοί λένε διάφορα και ανόητα...- κι εκείνος το έκανε, ήρθε στην Παλαιστίνη. Βασίλευε στην Ιουδαία ο Αρχέλαος, ο γιος του Ηρώδη του μεγάλου, κι ήταν κακός. Και φοβήθηκε να πάει στην Ιουδαία. Και επήγε στη Γαλιλαία, όπου βασίλευε ο άλλος γιος του Ηρώδη, ο Ηρώδης Αντίας, ο οποίος ήταν πιο ήπιος.  Κι έμεινε στη Ναζαρέτ. Κι εκεί ο Ιησούς Χριστός ο Κύριος μεγαλωνε μαζί τους και πρόκοβε και στην ηλικία και στη σοφία και στη χάρη. Και πήγε, λοιπόν, στη Ναζαρέτ, για να πραγματοποιηθεί η προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης ότι θα ονομαστεί και Ναζωραίος. Όλα τα υπέμεινε αγαπητοί, ο Ιησους Χριστός για τη δική μας αγάπη, για τη δική μας σωτηρία, για το δικό μας μέγα καλό. Πώς και με τι να Τον ευχαριστήσουμε; Ας ανοίγουμε την ψυχή μας σ' Εκείνον κι ας Τον βάλουμε στη ζωή μας τον Κύριον. Και τότε σίγουρα θα είμαστε καλύτερα και εδώ και στην αιώνια ζωή. 
Καλή Πρωτοχρονιά!

Αντιγραφή από την εφημερίδα Πρώτο Θέμα, 29/12/13, Άγγιγμα ψυχής, το κήρυγμα της Κυριακής, Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη


Κυριακή μετά του Χριστού Γέννησιν, ευαγγελική περικοπή:
http://aerapatera.wordpress.com/2013/12/29/κυριακή-μετα-την-χριστου-γέννησιν/

Στα άγια νήπια - Ρωμανού Μελωδού - απόδοση στα Νέα Ελληνικά αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη



Προοίμιον

Καθώς γεννήθηκε στη Βηθλέεμ ο Βασιλιάς του κόσμου
απ' την Περσία έφθασαν οι Μάγοι με τα δώρα
έχοντας άστρο θεϊκό για οδηγό τους·
και τον Ηρώδη πιάνει ταραχή και θερίζει τ' αθώα
παιδάκια σαν στάρι και χτυπιέται και δέρνεται,
γιατί η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

Οίκοι

α΄
Ουράνια κι επίγεια ενώ γιορτάζουν,
τι να συμβαίνη στη Ραμά; Γιατί ακούστηκε
εκεί άμετρος θρήνος; Χαρά μεγάλη κάνει ο Ιακώβ
και η Ραχήλ γιατί θρηνεί;
Ο Ιωσήφ αναγνωρίσθηκε και η Ραχήλ γιατί αναστενάζει;
Ο Βενιαμίν ανυψώθηκε, τι κλαίει η Ραχήλ;
Ελάτε να δούμε λοιπόν που οφείλεται το πένθος και ο οδυρμός·
και σίγουρα δεν κλαίει τα πρώτα της παιδιά
που επουλήθηκαν και ξαναβρέθηκαν,
αλλά γι' αυτά που τώρα δα κατάσφαξε ο Ηρώδης·
τον χρόνο εξακρίβωσε τ' άστρου του λαμπερού
και στρατιώτες έστειλε στη Βηθλέεμ κι άφησε τη Ραχήλ
χωρίς παιδιά κι ήταν η αιτία της Μαριάμ το βρέφος·
μα η Ραχήλ ολόχαρη πάλι τα βρήκε στην αιώνια ζωή·
και ο Ηρώδης θρηνεί
γιατί η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

β΄
Ο φόβος που πάντοτε μέσα του τον ετρόμαζε
τώρα τον βρήκε χωρίς να το θέλη·
κι όσα ακριβώς δεν περίμενε εμελέτησε κι έμαθε τον προφήτη που έλεγε·
προφητεύει δηλαδή ο Ησαϊας ότι "Παιδί θα γεννηθή
για χάρη μας κι έτσι ως Παιδί σ' εμάς θα δοθή·
όλων είναι Δημιουργός και Κύριος των αιώνων·
και στους ώμους Του φέρνει της εξουσίας το σύμβολο (το Σταυρό)·
και ακούει στο όνομα
αγγελιοφόρος της τρανής αποφάσεως".
Απ' τη φύση Του είναι Θεός Παντοδύναμος
στον ουράνιο θρόνο και στη γη είναι η φάτνη
και παντού δε χωράει·
καλώς λοιπόν Τον εφοβήθη ο Ηρώδης και σάστισε
και φρόντισε να μάθη ακριβώς
πού εγεννήθη ο Βασιλέας του παντός που σοτν κόσμο εφάνη· και το έμαθε στ΄αλήθεια
ότι η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

γ΄
Εκοιμήθηκε ήσυχα και σηκώθηκε άξαφνα
και ταραχή τον έπιασε απ' τη δειλία·
γιατί πολύ φοβότανε ο Ηρώδης και έτρεμε το Όνομα
του Παιδιού που γεννήθηκε·
έμαθε δηλαδή από τους Μάγους του Θείου Βρέφουςτην δύναμη
τότε το γέλιο έσμιξε με το πένθος και φώναξε
"Ω συμφορές που δεν περίμενα, σαν βρέφος φοβάμαι·
ω ανόητες σκέψεις
να τρέμω ένα Παιδί που ούτε καν Το είδα·
επικράτησα στη θάλασσα και στη στεριά κι Ένα Νήπιο με τρομάζει·
Λοιπόν σήμερα τι θα κάνω; Αύριο τι θα πράξω;
Με μιας όλη τη γη εφώτισε ένα αστέρι και Τον Χριστό εκήρυξε
ισχυρό Βασιλέα που καταργεί τη δική μου
βασιλεία και κλαίω
γιατί η εξουσία μου γρήγορα καταλύεται."

δ΄
Αυτά τα λόγια αμήχανος ο Ηρώδης αράδιαζε
και το νου του βασάνιαζε
πώς θα εξαφανίση το Νήπιο, που οι Μάγοι διαλάλησαν·
και το στρατό εκάλεσε και του έδωσε την άδεια
λέγοντας τέτοια σ' όλους με την τραχιά φωνή του·
"Πηγαίνετε γρήγορα σε πόλεις και στην ύπαιθρο
αρματωμενοι βαριά, καμαρωτά περπατώντας
κι ασπλαχνία να δείχνετε,
και σκοτώστε τα όλα της Βηθλέεμ τα παιδιά·
δεν έχει λοιπόν δυσκολία ούτε δειλία τούτος ο πόλεμος
σας στέλνω να πολεμήσετε διχρονίτικα βρέφη και άπραγα· κανείς δεν προβάλλει αντίσταση,
ο βασιλιάς ετούτο προστάζη· οι λαοί όλοι τρέμουνε
και δε λένε ποτέ
ότι η εξουσία του γρήγορα καταλύεται."

ε΄
Άκουσαν οι στρατιώτες αυτά που τους είπε
και απάντησαν αμέσως στον Ηρώδη·
"Αυτά που μας επρόσταξες να τα πράξουμε διστάζουμε,
μήπως γελοιποιηθούμε·
γιατί κι ο πιο ανόητος άνθρωπος δε θα γελάση
που ενάντια στα νήπια κινήσαμε πόλεμο;
Αν είναι η Βηθλέεμ πατρίδα του Παιδιού που γεννήθηκε,
διάταξέ μας και ολόκληρη γρήγορα
πέρα για πέρα την ψάχνουμε΄πύργους και σπίτια·
Κανείς δε σου λέει, βασιλιά, να μη φροντίζης για το ζήτημα· κανείς δε σε καηγορεί που ερευνάς, για όσα έμαθες· 
αφάνισε, αφάνισε Αυτόν που 'ρθε στη γη από τον ουρανό· από παλιά συνήθιζε η Βηθλέεμ να βγάζη βασλιάδες· 
πρόσεξε λοιπόν μη συγκροστής μαζί της,
γιατί η εξουσία σου γρήγορα καταλύεται.

ς΄
Πριν από χρόνια τον Δαβίδ, μεγάλο βασιλιά
έδωσε η Βηθλέεμ, που όταν γεννήθηκε
τα χρειάστηκε και δείλιασε ο Γολιάθ, ο αλλόφυλος,
όπως τώρα κι εμέις μ' αυτό το Παιδί·
Αν, λοιπόν, βασιλιά συμφωνής, ας ερευνηθεί ολόκληρη
η Βηθλέεμ και τα περίχωρά της,
μήπως ανάμεσα στα νήπια που φονεύονται
βρεθή και το Βρέφος που γεννήθηκε
και το θανατώσουμε μαζί μ' αυτά.
Έμαθες τη γέννησή Του και ξέρεις την πατρίδα Του· 
οι Μάγοι σε κορόιδεψαν και οι προφήτες σε ξάφνιασαν· διάταξε το λοιπόν, εμάς τους δούλους σου, 
κι Αυτόν που θέλει τη δική σου βασιλεία να πάρη
θα του αφαιρέσουμε τη ζωή απ' τη γη,
και να μη φοβάσαι
πως η εξουσία σου γρήγορα καταλύεται."

ζ΄
Αμέσως μόλις άκουσε αυτά που ειπώθηκαν
από τους στρατιώτες, ο φονιάς των παιδιών
απ' το θυμό του άναψε κι έβγαζε σαν αστραπές της οργής του τα κύματα,
αγκάθια δεν έκαιγε μα σκότωνε βρέφη
και καταμόλυνε με αίματα τη γη·
γιατί του σάλεψε ο νους και εσκοτίσθη ο λογισμός
όχι από μεθύσι, αλλ' από φθόνο
όντας ο ίδιος πικρό της κακίας σταφύλι·
εκλάδεψε μικρά παιδιά ο άδικος για Ένα·
κι ενώ αυτά αφάνισε, Εκείνο δεν Το βρήκε·
και για τούτο με θυμό κυριεύτηκε μεγάλο,
γιατί άκουσε φωνή που καταργούσε τη δική του βασιλεία σίγουρα
και θρηνούσε συνεχώς
γιατί η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

η΄
Έψαξεν η αλεπού, ο Ηρώδης, για τα ίχνη του Μεγάλου
Λιονταρόπουλου, του Χριστού,
κι απόλυσε κοντά Του τα κακά σκυλιά, τους στρατιώτες,
που μέσα κι έξω έτρεχαν στη Βηθλέεμ κι έψαχναν για το Θήραμα·
και κατασπαράζει τα αρνιά, τα παιδάκια,
όχι όμως και το Λιοντάρι·
γιατί Αυτού ούτε το Βλέμμα ν' αντέξη δεν μπορεί·
τον αητό οι γύπες πάνω στα βουνά αναζητούσαν·
κι Εκείνος βρισκότανε σε μέρος απόκρυφο
σκεπάζοντας και ζεσταίνοντας με τα φτερά Του
τη φωλιά που έχτισε προηγουμένως με τα χέρια Του,
κι αν ακόμα τώρα Τον γέννησε Κόρη, γυανίκα χωρίς άντρα· αφού είναι Αυτός ο Πλάστης της και ο Ποιητης του κόσμου
και της ειρήνης η αιτία,
κι ακόμα ο Ηρώδης πολεμά κι άσκοπα κουράζεται·
και θα κλάψη σίγουρα
γιατί η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

θ΄
Ενώ νεφέλη φωτεινή ήταν απλωμένη
σ' ολόκληρη την Ιουδαία και την εσκέπαζε,
κατάμαυρη θύελλα ο Ηρώδης προκάλεσε κι έρριξεν
όλους στο σκοτάδι·
γιατί τα χαρούμενα και γελαστά παιδάκια
αυτοστιγμής τα έκανε να κλαίνε πικραμένα·
τα παιδάκια που πριν λίγο ακόμα ευφραινόντουσαν με το Παιδί
της Πανάχραντης Αγίας Μαρίας
και που τώρα κλαίνε γοερά·
αφού σαν λουλούδια την ίδια μέρα κομμένα έπεφταν στη γη,
και καθένας που τα 'βλεπε σπάραζε και στη Ραχήλ το έλεγε· "Έλα κλάψε Ραχήλ και μοιρολόγησε μαζί μας λυπητερό τραγούδι·
αντί για χαρούμενο τραγούδι, αντί για γλυκειά ψαλμωδία
μοιρολόι να προσφέρουμε,
άλλωστε του Ηρώδη η εξουσία γρήγορα καταλύεται."

ι΄
Ο αχός εκείνων που  κλαιγαν τα νέα τα παιδιά
ωσάν βροντή επάνω στη γη εχτύπαγε·
αφού φαράγγια και βουνά και οροπέδια αντηχούσαν κι εκλαίγανε·
εκείνον τον ολοφυρμό σαν να καναν δικό τους,
αμοιβαία θρηνούσαν και πονούσαν γοερά·
μπορούσες τότε να ιδής γεμάτη αίματα τη γη
και την έρημο και μέρη απάτητα,
γιατί έφτασε και μέχρι εκεί
ο παράνομος το θυμό του και ο όντως υπερήφανος·
αφού τςι μάνες εκυνήγαγε και μόλις τις έφθανε άραπαζε
μεσα απ' τις αγκαλιές τους τα παιδιά σαν σπουργιτάκια τρυφερά που γλυκοκελαηδούσαν,
και κατέσφαζεν αυτά δίχως σκέψι, ο κακός
ότι τέτοια κάνοντας 
η εξουίσα του γρήγορα καταλύεται.

ια΄
Έπεφταν οι στρατιώτες με το ξίφος τους γυμνό
πάνω στις μανάδες που κρατούσαν τα παιδιά στην αγκαλιά· κι απ' το φόβο τρομαγμένες τα παιδιά που βάσταγαν
τα πετούσαν, εκείνα που με τόση εθήλαζαν αγάπη·
γιατί απ' τη φύσι τους δειλές είναι όλες οι γυναίκες,
παρόλο πουναι προπετείς και θρασύτατες·
για τούτο άλλες απ' αυτές παρακαλούσαν τους φονιάδες
και τους πρότειναν το λαιμό
επιθυμώντας να πεθάνουν 
πριν απ' τα παιδιά, παρά να τα βλέπουν άγρια να σφάζονται· κι αυτό μπορεί να αισθανθεί όποια έγινε μητέρα·
γι' αυτό με πίκρα φώναζαν "Σκοτώστε τα· μα η αγκαλιά του Αβράαμ
θα τα καλοδεχτή όπως τον Άβελ τον πιστό."
Ο δε Ηρώδης θρηνεί 
γιατί η εξουσιά του γρήγορα καταλύεται.

ιβ΄
Την ώρα πόχυναν οι άνομοι αθώο αίμα
των άκακων παιδιών, έπρεπε οι μανάδες να θυμηθούν
τον Άβελ που πρόσφερε θυσία στο Θεό καθαρή και αμόλυντη
και να παρηγορηθούν· αφου κι εκέινος εφονεύθη·
και πάλι το Ζαχαρία έπρεπε να συλλογισθούν
που βρίσκεται κοντά στο Θεό και θα κατηγορήση
εκείνους που τον φόνεψαν·
γιατί πάντοτε ήσαν οι Ιουδαίοι
και οι άρχοντές τους εχθρικοί και παράνομοι,
φονιάδες και άφρονες και του Νόμου παραβάτες·
τον Μωυσή εξεγέλασαν· οι ίδιοι πάλι τον Ησαία κάποτε, πριόνισαν στη μέση·
και τα βρέφη της Ραχήλ τώρα κατασπαράζουν·
για τούτο και θρηνούν
αφού η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

ιγ΄
Ω κακία, ω μανία του βασιλιά,
ω συμπεριφορά απάνθρωπη, γιατί σε παιδάκια
εσήκωσε πόλεμο και τους συνανθρώπους του καθόλου δε συμπόνεσε·
τα δικά του τα παιδιά τότε δεν θυμήθηκε,
ούτε πως είναι κοινή η ανθρώπινη φύσι σε όλους·
δεν λυπήθηκε γονείς, τον εμέθυσε η οργή
και παραφρόνησε
και τότε όλους τους ανθρώπους
τους πήρε από κοντά σαν άγριο θηρίο,
που απ' εκείνους φεύγει που του στήνουνε παγίδες και το κυνηγάνε.
Πατέρες έκλαιγαν παιδιά μαζί με τις μανάδες· και καθόλου τον αδιάντροπο
για 'κείνους δεν τον ένοιαζε, παρά μονάχα ο εαυτός του·
ένα τον απασχολούσε κι έκλαιγε
ότι δηλαδή η εξουσια του γρήγορα καταλύεται.

ιδ΄
Με μαχαίρια αλύπητα
σκοτωμένα σαν εγκληματίες τ' αθώα παιδάκια
άλλα μεν ετρυπήθηκαν άσπλαχνα και ξεψύχησαν και άλλα διαμελίσθηκαν·
άλλα αποκεφάλισαν στους μαστούς των μανάδων
καθώς είχαν κολλήσει και το γάλα ρουφούσαν,
και για τούτο λοιπόν στους μαστούς κρεμαστήκανε
τα σεπτά των νηπίων κρανία
κι έσφαξαν τις θηλές των μαστών
στο στόμα τους μέσα με τα δοντάκια τους τα τρυφερά·
και τότε έγιναν διπλοί οι πόνοι κι ανυπόφοροι
στις γυναίκες που θήλαζαν καθώς φυσικά
αποχωρίζονταν από τα δίχρονα παιδιά τους,
και τα έχαναν, όπως ο βασιλιάς επρόσταξε.
Γι' αυτό και θρηνεί, 
γιατί η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

ιε΄
Το Σταφύλι ζητούσε το άγουρο, για το Οποίο έκανε
τρύγο παράκαιρο ο Ηρώδης,
γιατί ήταν εποχή του χειμώνα, όταν το Άσπαρτο Σταφύλι έφερε στον κόσμο η Μαρία,
και το Σταφύλι δεν το ανακάλυψε και τρυγάει τις αγουρίδες.
Αφού ο Καρπός της Μοναδικής Αγνής Παρθένου
μαζί με την Κληματαριά θα φύγει για την Αίγυπτο
και θα φυτευθή και θα καρποφορήση·
Και φεύγει απ' τη χώρα των Ιουδαίων
που 'ναι άκαρπη και άδεια από κάθε καλό.
Κι ήρθε κι έπεσε στο Νείλο τον καρποφόρο,
όχι σαν τον Μωυσή που στο ποτάμι και στο βάλτο τον έριξαν και σώθηκε μέσα στο καλάθι,
Εκείνος μάλλον έριξε εκεί όλα τα είδωλά τους,
επειδή ο Ηρώδης είναι φίλος τους, 
η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

ις΄
Σχοινιά και δίχτυα αν και έπλεξαν τότε
για το Ελαφάκι της Παρθένου και Θεοτόκου
η παγίδα αχρηστεύθηκε και το Ελαφάκι σώθηκε ξεσχίζοντας τα δίχτυα,
και φεύγει με τη Μάνα Του την Άμωμη Ελαφίνα
στην Αίγυπτο, όπως το προείπε παλιά ο προφήτης Μιχαίας· Εσύ που βρίσκεσαι παντού κι όλα τα εξουσιάζεις, πού καταφεύγεις
και πού πηγαίνεις; Σε ποια πόλι
θα κατοικήσης;
Ποιο σπίτι θα Σε χωρέση; Και ποιος τόπος θα Σε κρύψη;
Ουδέποτε υπήρξε δημιούργημα αόρατο στο βλέμμα Σου· αφού τα πάντα είν' γυμνά για Σένα γιατί των όλων Ποιητής είσαι Συ, Χριστέ.
Λοιπόν τι φεύγεις, Αγαθέ; Ο Ηρώδης εξ αιτίας Σου κλαίει και θρηνεί,
γιατί η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

ιζ΄
Είναι γεγονός πως εκείνος που θέλει να φύγη φεύγει
για να 'ναι άγνωστος, για να μην τον βρούνε εκείνοι που επίμονα τον ψάχνουν·
μα ο Μόνος Σπλαχνικός, ο Σωτήρας μας Ιησούς,
έφυγε μεν σαν άνθρωπος,
ενώ με τα έργα Του έγινε γνωστός σαν Θεός·
γιατί όταν εμπηκε στην Αίγυπτο,
ταρακουνήθηκαν αμέσως όλοι οι χειροποίητοι θεοί·
γιατί Εκείνος που προκάλεσε τρομάρα στον Ηρώδη,
Εκείνος και στα είδωλα έφερε το σεισμό·
στην αγκαλιά της Μάνας εκρυβότανε και εργαζόταν σαν Θεός·
στην Αίγυπτο επήγαινε και υπηρετούσε άγγελος
ουράνιος στη φυγή Του· εξοριζόταν εκούσια σαν ένα βρέφος άπραγο,
κι ως Παντοδύναμος Θεός στον καθένα αποδείχνονταν,
γι' αυτό και ο Ηρώδης θρηνεί
γιατί η εξουσία του γρήγορα καταλύεται.

ιη΄
Εσείς, λοιπόν, αδέρφια μου, θέλω να συχωρέσετε
την εδική μου αμέλεια, κι απάνω σηκωθήτε
κι εμπρός ας προσκυνήσουμε Αυτόν που ήρθε κι έσωσε όλο το γένος το ανθρώπινο,
φωνάζοντας με πόνο καρδιακό στον Κύριο
απ' τον αθρωποκτόνο να μας γλιτώση διάβολο
και από τις αμαρτίες ν' απαλλαγούμε σύντομα
και της μετάνοιας νάβρουμε το δρόμο,
και πρώτος εγώ που αυτά διδάσκω·
γιατί πολλά αμάρτησα εν γνώσει και αγνοία μου
και τον Θεό εξόργισα με τα αισχρά τα έργα μου·
γι' αυτό θερμοπαρακαλώ, μαζί μου να σταθήτε κι εγκάριδα να φωνάξουμε·
"Ω Θεέ, με τις πρεσβείες της Άχραντης Μητέρας Σου και των Αγίων Βρεφών
έξω μη με αφήνης, Χριστέ, από τη Βασιλεία Σου."


Δ΄ αναθεώρησις έλαβε πέρας την 11η Αυγούστου 1986, Δευτέραν, ώραν 1μμ. Ρωμανέ μου, βοήθει μοι τω αθλίω και παντί τω αγαπώντι Σε. Ύμνος θεσπέσιος ο παρών. Δεν δύναμαι να τον αποδώσω κατ' αξίαν και τούτο με λυπεί ου μετρίως. Συγνώμη, Ρωμανέ μου. Αεί παρέστηθί μοι...


Ρωμανού Μελωδού Ύμνοι, Απόδοση στα Νέα Ελληνικά αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, εκδ. Αρμός
......................................................


Σημείωμα της αντιγραφέως:
Σάββατο 28 προς Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013, ολοκληρώνω την αντιγραφή ολόκληρου αυτού του έξοχου ύμνου προς τα Άγια Νήπια του Ρωμανού του Μελωδού, σε απόδοση στα Νέα Ελληνικά από τον αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη. Λίγες ώρες το πρωί και λίγες το βράδυ απαιτήθηκαν. Δεν το έκανα μόνο εξαιτίας της θέσης που κατέχουν μέσα μου τα παιδιά για τα οποία εργάζομαι -κάνοντας ό,τι μπορώ- τα τελευταία χρόνια. Ναι, αυτή η γιορτή πάντα με πονούσε.
Μιας όμως  κι εγώ ούτε να γράψω έτσι μπορώ, αλλά ούτε και να αποδώσω τίποτα, η αντιγραφή ήταν ο μόνος τρόπος που είχα  για να ζητήσω την ευχή του αγίου Ρωμανού, των αγίων Νηπίων και του π.Ανανία μήπως σταθεί στα πόδια της η παράλυτη αγάπη μου για τον Θεό και τα δημιουργήματά Του, παράλυτη ακριβώς όπως είναι το μονοτονικό σύστημα που χρησιμοποιώ ενώπιον του ακμαίου πολυτονικού στο οποίο είναι γραμμένο το πρωτότυπο και η απόδοσή του.





























Thursday, December 26, 2013

Ο Απίστευτος


Όλα ένα ξάφνιασμα. Μια απορία. Ένα μυστήριο. Θα ’λεγες παράλογο, όχι όμως και άλογο. Ίσως σωστότερα, υπέρλογο. Να μένει χωρίς Θεό αιώνες ο κόσμος, αναρίθμητοι άνθρωποι. Χωρίς Θεό γιατί Τον λησμονούν, μα Τον διψούν, χωρίς Θεό που τον αντικαθιστούν με χίλιους μύριους άλλους, μα που τίποτα δεν τον υποκαθιστά. 
Ο Μέγας Απών, ο εξορισμένος απ’ τον παράδειστο της καρδιάς του ανθρώπου και αδιαλείπτως εντός του, φανερώνεται σε Προφήτες, Ποιητές και Σοφούς όλων των εποχών και των λαών του κόσμου από τη Δύση μέχρι την Ανατολή αδιακρίτως γεωγραφικού τόπου. Τον Θεό Τον ενδιαφέρει μόνον η γεωγραφία της καρδιάς. Κι αυτοί οι λίγοι, οι ευαίσθητοι, οι καθαροί, οι ερωτευμένοι, γράφουν, μιλούν, προφητεύουν τον ερχομό Του. Από τον προφήτη Ησαϊα που έζησε 800 χρόνια πριν απ’ τα πρώτα Χριστούγεννα, τον Δανιήλ, τον Δαβίδ, μέχρι τον Βιργίλιο που θλίβεται γιατί δε θα ζει να δει τον νέο αιώνα, την Παρθένο και το Θείο Βρέφος. Σκανδιναβικές προφητείες, προφητείες των Λαπώνων, Ασιατικές και Κινέζικες προσδοκούν τον Ποιμένα και Άρχοντα. Σινικά βιβλία μιλούν για τα παθήματα του Ποιμένα, μέχρι τον Κομφούκιο που το 551 π.Χ περιμένει τον Άγιο που θα φέρει σε όλο τον κόσμο την ειρήνη.

Οι δυτικοί τον περιμένουν απ’ την Ανατολή, οι ανατολικοί από τη Δύση κι Εκείνος γεννιέται στη μέση του κόσμου, την άσημη Ιουδαία. Δε γεννιέται στην περίλάλητη Ιερουσαλήμ, όπως θα άρμοζε στον Βασιλιά του κόσμου, αλλά στην πατρίδα του Ιακώβ και του Δαβίδ, τη γνωστή μόνο για τους Προπάτορες, Βηθλεέμ. Δε γεννιέται στο παλάτι του Ηρώδη, όπως θα άρμοζε, αλλά σε σπήλαιο ταπεινό. Δεν πορεύεται με συνοδεία στρατιωτών και λάβαρα η Μητερα Του, όπως θα  περίμεναν όλοι για τη μητέρα του βασιλιά των βασιλιάδων. Πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι η Επίτοκος του Θεού πηγαίνει, με μόνη συντροφιά τον Μνήστορα Ιωσήφ που απεγνωσμένα ψάχνει σπίτι ή πανδοχείο για τη γέννα και δεν βρίσκει. 

Τον πάμπλουτο Χριστό δεν τον περιμένει παλάτι στη γη, ούτε καν κατοικία. Ξένος έρχεται για να ανοίξει την πόρτα του Παραδείσου στον άνθρωπο που με τη θέλησή του αποξενώθηκε από τον Θεό. Συλλαμβάνεται στη μήτρα της Μαρίας εκ Πνεύματος Αγίου, δίχως τη συνέργεια ανδρός, για να αναγεννηθούμε εμείς εν Πνεύματι Αγίω. Ο Θεός κατεβαίνει για να μας ανυψώσει. Σαρκώνεται για να μας θεώσει. Πτωχεύει για να μας πλουτίσει. Άστεγος γεννιέται για να μας στεγάσει κάτω από την άπειρη και αιώνια αγάπη Του. Παθαίνει για να μας ελευθερώσει από τα πάθη, πεθαίνει για να σκοτώσει τον θάνατο, ανασταίνεται για να μας αναστήσει. Έρχεται ταπεινός και καταφρονεμένος, φανερώνεται στους ταπεινούς Μάγους και τους καταφρονεμένους Βσοκούς. Ακόμη και οι άγγελοί Του απορούν για το μέγα μυστήριο της Παρθενίας της Μητέρας Του και της Σαρκώσεως.

Όλα μας υπερβαίνουν καθώς μας περιλαμβάνουν. Όλα μας ξενίζουν καθώς μας συμφιλιώνουν. Όλα μας ταράζουν για να μας χαρίσουν την ειρήνη. Μα τι θέλει τέλος πάντων ολόκληρος Θεός στη γη μας;

Ο άγιος Ιερώνυμος που εγκαταστάθηκε στη Βηθλέεμ το 385μ.Χ κι εκεί ίδρυσε ένα ανδρικό κι ένα γυναικείο μοναστήρι, λέγεται πως μια νύχτα των Χριστουγέννων προσευχόμενος μπροστά στη φάτνη είδε ένα βρέφος με τεντωμένα τα χεράκια του κάτι να του ζητά. Ο άγιος ένιωσε πως πρόκειται για το Θείο Βρέφος και περίλυπος που ήταν φτωχός και δεν είχε τίποτα να προσφέρει το ρώτησε: 

-   Ω, Κύριέ μου, Κύριε, τι να συο δώσω; Είμαι φτωχός και τίποτα δεν έχω. Άκουσε τότε τη γλυκειά φωνή του Θείου Βρέφους να του λέει:
-   Ιερώνυμε, τις αμαρτίες σου θέλω, αυτές να μου δώσεις.
-   Τις αμαρτίες μου Κύριε; Τι να τις κάνεις Χριστέ μου;
-   Να τις σβήσω, να σου τις χαρίσω, να τις συγχωρήσω, Ιερώνυμε, ώστε αμαρτία να μην έχεις.

Κι έπεσε ο άγιος σε κλάμα έμπλεο ευγνωμοσύνης λέγοντας:
-   Πάρε, πάρε Κύριε, τις αμαρτίες μου και συγχώρεσέ με τον ανάξιο για τα παραπτώματά μου.


Η αγρυπνία των Χριστουγέννων τέλειωσε. Τα Χριστούγεννα ποτέ δεν τελειώνουν. Βγαίνω από το ναό του αγίου Νικολάου του Ορφανού, ενώ η καρδιά μου δονείται ακόμα από τα τροπάρια που αποκαλύπτουν το μέγα μυστήριο της Γέννησης. Ασυναίσθητα μουρμουρίζω: “Ε, Θεέ μου, είσαι Απίστευτος…”
Απίστευτος για όσους Σε πιστεύουν και παρόλη την πίστη τους δικαιολογημένα μένουν εκστατικοί μπροστά στη φανατική Σου αγάπη και συγκατάβαση. Απίστευτος και για όσους δε σε πιστεύουν, και δικαιολογημένα δε σε πιστεόυουν, γιατί πώς να χωρέσουν τόσο θάμβος, τέτοιον έρωτα, ταπείνωση ασύλληπτη... 
Ελέησον με Κύριε, ἵνα ὦσιν ἓν





Wednesday, December 25, 2013

Τα Χριστούγεννα της Μάρθας - Β. Νευροκοπλή





Τι κι αν λυσσομανούσε ο Βαρδάρης; Τι κι αν είχαν ξενυχτήσει στο δόσιμο; Ένας καφές, δυο τσιγάρα, τρεις κουβέντες στα πεταχτά και μετά όλες ένα χεράκι ν’ ανάψουν το μεγάλο χάλκινο καζάνι της αυλής. Να βράσει το νερό, να ρίξουν μέσα τα σεντόνια, το σαπούνι, ξύλο, ανακάτωμα, στράγγισμα, άπλωμα. Υψηλής πίεσης έλεγαν πως ήταν το καζάνι, γύρω γύρω χτισμένο πυρότουβλα, άναβε στο πι και φι, το ζήλευε όλη η γειτονιά, το ζήλευα κι εγώ. Κάθε φορά που περνούσα έλεγα μέσα μου, “αχ, και να ’χα δικό μου όλον αυτόν τον χαλκό, να τον πουλήσω στον παλιατζή, ε, ρε, φράγκα που θα ’πιανα! Η μάνα μου θα πετούσε απ’ τη χαρά της…”

Μόλις νύχτωνε άλλες γυναίκες στέκονταν στο παράθυρο κι άλλες στην πόρτα φούμαραν βαριεστημένα μέσα στην παγωνιά ντυμένες στα φτηνά σιθρού με κίνδυνο ν' αρπάξουν πνευμονία. Οι γυναίκες που ξεδιψούσαν τις ορμές του 6ου Αμερικάνικου στόλου, για να ζήσουν. Η Μάρθα καθόταν σε μια αναπαυτική πολυθρόνα από κόκκινο βελούδο, καπνίζοντας αδιάφορα. “Όταν σε θέλει η δουλειά δεν την κυνηγάς, σε κυνηγάει. Την κυνηγάς μονάχα αν δε σε θέλει.” Και την Μάρθα η δουλειά την ήθελε. Εξάλλου είχε ήδη γίνει μαντάμα. Όλοι την ήξεραν, κι όποιος δεν την ήξερε, αλλά μπορούσε να την πληρώσει, την μάθαινε.

Δεν στολιζόταν όπως οι άλλες, δεν καταδέχονταν να φορέσει ψεύτικα. Μόνο ένα μεγάλο δαχτυλίδι φορούσε στο δεξί χέρι, απ’ τον μόνο άντρα που αγάπησε και την παράτησε κάποτε έξω απ’ της εκκλησιάς την πόρτα. Όποτε στεναχωριόταν, σήκωνε ασυναίσθητα το χέρι κι έτριβε το μονόπετρο στο μέτωπο σαν να προσπαθούσε ν’ ανοίξει χαραμάδα μέσα στο μυαλό της, να βολευτεί η καινούρια λύπη δίπλα στις παλιές. Ελεγε πως εκεί κατοικούν οι στεναχώριες. Αν καταφέρουν και μπουν και βρούνε τόπο να σταθούν, ησυχάζει ο άνρθωπος, ησύχαζε κι αυτή.

Την έβλεπα κάθε Κυριακή. Πήγαινα στις έξι στο φούρνο, -τσούρμο η  πιτσιρικαρία τις Κυριακές που δεν είχαμε σχολείο-, καμιά τριανταριά παιδιά. Παίρναμε τις τάβλες, στοιβάζαμε όρθια τα κουλούρια, εκατό κουλούρια στις μικρές, εκατόν πενήντα στις μεγάλες για όσους μπορούσαν να τις σηκώσουν, μιάμιση ώρα δουλειά. Μας ήξερε, δε μας ήξερε, ο φούρναρης μάς εμπιστεύονταν. Τις βάζαμε στο κεφάλι και ξεκινούσαμε. Γύρω στις οχτώ ήμασταν στους δρόμους. Εγώ στη γειτονιά είχα τους δικούς μου πελάτες. Σαράντα κουλούρια θα έφευγαν εκεί, τα υπόλοιπα τα πουλούσα έξω απ’ τους αγίους Πάντες μέχρι το μεσημέρι. Επέστρεφα την τάβλα άδεια, έδινα εξήντα δραχμές στον φούρναρη, μου έμεναν σαράντα, τα πήγαινα στη μάνα μου.

Πρώτη στάση στη Μάρθα. Κάθε Κυριακή με περίμενε έξω απ’ την πόρτα. Αγόραζε δυο κουλούρια, ένα γι’ αυτήν κι ένα για τον γιο της που ήταν φίλος μου, παίζαμε μαζί. Μου έδινε δέκα φράγκα σε χαρτονόμισμα, κι έλεγε: για την εκκλησία. Ήμουν εννιά χρονών. Δεν καταλάβαινα.

Κυριακή έπεσαν και τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς. Τρεις ώρες πιο μπροστά στο φούρνο, τρεις ώρες νωρίτερα κι έξω απ’ το σπίτι της Μάρθας. Δε φορούσε τη συνηθισμένη της ρόμπα, κόντεψα να μην τη γνωρίσω. Μια ζιβάγκο μαύρη μπλούζα και μια φούστα κάτω απ’ το γόνατο μαύρη κι αυτή, μαύρο καλσόν και παπούτσι χαμηλό. Καλοχτενισμένη, ούτε κραγιόνια, ούτε πούδρες.

“Πάρε νόστιμα, πάρε τραγανά!” Μου δίνει το δεκάρικο, “για την εκκλησία”, μου λέει πάλι, της δίνω τα δυο κουλούρια και τα ρέστα. Έβαλα την τάβλα στο κεφάλι κι έμεινα να την κοιτώ γεμάτος απορία  μέχρι που χάθηκε η μαύρη κουκίδα της μέσα στο χιόνι.

Το μεσημέρι κρυφάκουσα τη μάνα μου που έλεγε στον πατέρα μου πως την είδε ν’ ανάβει ένα μάτσο κεριά στην εκκλησία. “Η βρωμιάρα, ρίχνει τα βρωμολεφτά της στο παγκάρι, σαν δε ντρέπεται, μαγαρίζει και τα δικά μας λεφτά, τα τίμια”, μουρμούρισε η διπλανή της. “Μη τη συνορίζεσαι, ψυχή έχει κι αυτή…”, απάντησε η μάνα μου. Δεν φίλησε τις εικόνες, είπε, ούτε προχώρησε μπροστά. Τράβηξε ίσια στην πιο σκοτεινή γωνιά, πίσω στο νάρθηκα, κι έφυγε πρώτη απ’ όλους πριν το “Δι’ ευχών”. Η μάνα μου είδε το πρόσωπό της ν’ αστράφτει. Την είδε που έφυγε τρέχοντας και βγήκε να την προλάβει, να της πει ένα “χρόνια πολλά”. Δεν την πρόλαβε. Ήταν πονετική γυανίκα η μάνα μου.

Έτσι όπως έτρεχε μέσα στο χιόνι να γυρίσει γρήγορα πριν ξυπνήσει το παιδί, πριν την πάρουν είδηση οι κακές γλώσσες, όμορφη και μόνη, λευκή σαν το χιόνι μέσα στα μαύρα ρούχα της, γλύστρησε στους πάγους κι έπεσε στη μέση του δρόμου. Δεν έβγαλε φωνή, κανένας ήχος δεν ακούστηκε. Κανένας δεν την πήρε είδηση. Ούτε περαστικοί ούτε αυτοκίνητα περνούσαν εκείνη την ώρα. Η μάνα μου την είδε από μακριά κι έμεινε κόκκαλο. Ένας σκύλος έτρεξε κοντά της κι άρχισε να της γλείφει το μέτωπο που έτρεχε αίμα. Ίσως για να κλείσει καλά τη σχισμάδα που χώρεσε τις λύπες της ζωής της, να μην περάσουν άλλες το κατώφλι της, κι η ψυχή της, σαν το χιόνι και το δέρμα της το βελούδινο, λευκή, ν’ αφήσει μια για πάντα όλα τα βάρη της πίσω στη φτωχογειτονιά, να μη βαρύνει τα φτερά των αγγέλων, να μη σκιαχτεί το φως τους το εκτυφλωτικό. Σαν δάκρυ ν’  ανέβει λίγο πιο ψηλά, δάκρυ με τη συνοδεία του φωτός των κεριών της.

Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Έκλεισε το μπουρδέλο του Παλιού Σταθμού. Μόλις το έμαθα, άρχισα να πηγαίνω κάθε βράδυ με φόβο και τρόμο μη με πάρουν είδηση. Γκρέμιζα τα πυρότουβλα, ώσπου μια μέρα ελευθέρωσα το χάλκινο καζάνι κι ο Θεός ξέρει πώς, το κουβάλησα μέχρι τον παλιατζή. Η πείνα σου δίνει δύναμη που δεν υποψιάζεσαι πως έχεις. Με καλοπλήρωσε, και η μάνα μου έκανε χαρές και πανηγύρια. Μα δεν της έδωσα όλο το κατοστάρικο. Κράτησα οχτώ δραχμές και τράβηξα ίσια στην εκκλησία. Τα έριξα όλα στο παγκάρι κι άναψα ένα μάτσο κεριά για την ψυχή της Μάρθας, σαν να της το χρωστούσα. Γύρισα σπίτι. “Ήταν τίμια τα λεφτά που είχε ρίξει στο παγκάρι η Μάρθα, μάνα”, είπα στη μάνα μου μπαίνοντας στην κουζίνα. Με κοίραξε απορημένη. “Πού τη θυμήθηκες παιδάκι μου τη Μάρθα; Και πού ξέρεις τι λεφτά ήτανε;”, με ρώτησε ξαφνιασμένη. “Μου το είπε σήμερα ένας φίλος μου, μάνα, που εκείνη τη μέρα της πούλησε δυο κουλούρια το πρωί κι εκείνη του έδωσε δέκα δραχμές για να πάρει ρέστα λεφτά τίμια, για την εκκλησία…”


Θεσσαλονίκη, Χριστούγεννα 2012
Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε ο Γ. που τότε ήταν ο μικρός κουλουρτζής και έχει υποστεί τις αναγκαίες παραλλαγές προκειμένου να δημοσιευθεί.

Tuesday, December 24, 2013

Τα Χριστούγεννα μέσα απ' τα μάτια του Ρωμανού του Μελωδού




Ο Ρωμανός ο Μελωδός καταγόταν από τα Έμεσσα της Συρίας. Αφού έμαθε άριστα ελληνικά, πήγε στη Βηρυτό, έγινε διάκονος, και προς τα τέλη του 5ου αιώνα, στα χρόνια του Αναστασίου του Α΄, 491-518, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και μόνασε την Παναγία της Κύρου. Συχνά αγρυπνούσε στην Παναγία των Βλαχερνών. Ήτανε κακόφωνος και στεναχωριόταν και παρακαλούσε την Παναγία να του δώσει δύναμη. Ένα βράδυ, βράδυ Χριστουγέννων ήτανε, ήρθε στον ύπνο του η Παναγία και του έδωσε ένα χαρτί, και του είπε: "Αυτό, Ρωμανέ, να το φας." Άνοιξε το στόμα του και το 'φαγε και μετά ξύπνησε. Και τότε του 'ρθε Θεία Έμπνευση να γράφει και να μελουργεί ύμνους. Να γράφει, δηλαδή, στίχους και μουσική μαζί. Γι' αυτό ονομάζεται και Μελωδός. Βράδυ Χριστουγέννων ήτανε. Σηκώθηκε, πήγε στην εκκλησία, ανέβηκε στον άμβωνα κι άρχισε να ψάλλει: "Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει." Το κοντάκιο των Χριστουγέννων, που πήρε το όνομά του από το χαρτί που του έδωσε η Παναγία και ονομαζόταν "κοντός". Έκτοτε, έγραψε πολλούς και έξοχους ύμνους για τον Χριστό, την Παναγία, τους μεγαλύτερους αγίους, καθώς και για γεγονότα της Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, μέχρι το ειρηνικό τέλος της ζωής του, την 1η Οκτωβρίου του 555. Θεωρήθηκε ο πρίγκιπας των μελωδων και ο Πίνδαρος της εκκλησιαστικής μουσικής. Το σύνολο των ύμνων του κυκλοφόρησε σ' εναν τόμο από τις εκδόσεις Αρμός το 2003 στο πρωτότυπο και απόδοση στα Νέα Ελληνικά του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη.  Αντιγράφω το Προοίμιο μαζί με τους εφτά πρώτους οίκους και τους τρεις τελευταίους από τους εικοσιτέσσερις στη θαυμάσια νεοελληνική τους απόδοση από τον π.Ανανία. Είναι μόνο μια μικρή γεύση αυτού του μοναδικού έργου που μας εισάγει, μας ξεναγεί και μας εγκαθιστά στο βαθύτερο νόημα της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων.


Στην Αγία και Πάνσεπτη Γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού - Ρωμανού Μελωδού

Προοίμιον

Η Παναγία σήμερα στον κόσμο φέρνει ως άνθρωπο τον Άγνωστο Θεό,
και η γη το Σπήλαιον στον Απροσπέλαστο παρέχει· 
άγγελοι με τους βοσκούς δοξολογούνε
και μάγοι έρχονται στο δρόμο με τ' αστέρι· 
αφού προς χάρι μας γεννήθηκε 
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.

Οίκοι

α΄
Η Βηθλεέμ άνοιξε τον Παράδεισο, ελάτε να δούμε· 
την απόλαυση κρυμμένη βρήκαμε, ελάτε να πάρουμε
του παραδείσου τα δώρα, μέσα στο Σπήλαιο· 
εκεί φανερώθηκε όνειρο Υπερφυσικό, που προσφέρει άφεσι,
εκεί μέσα ευρέθηκε πηγάδι αχειροποίητο,
απ' όπου ο Δαβίδ παλιά επιθυμούσε να πιη· 
εκεί μέσα βρίσκεται Κόρη που εγέννησε Βρέφος
και σταμάτησεν αμέσως τη δίψα του Αδάμ και του Δαβίδ· για τούτο προς το Σπήλαιο ας τρέξουμε, εκεί που εγεννήθη
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.

β΄
Ο δημιουργός της μητέρας Γιος της θέλησε κι έγινε· 
ο προστάτης των βρεφών Βρέφος στη φάτνη πλάγιαζε· 
και προσπαθώντας να Τον καταλάβει Του 'λεγεν η Μητέρα Του:
"Πες μου, παιδί μου, πώς σπάρθηκες ή πώς εφύτρωσες
σε κοιτάζω, Σπλάχνο μου, και μένω κατάπληκτη,
γιατί Σε θηλάζω και γάμο δεν έκανα· 
κι ενώ Σε βλέπω σπαργανωμένο
την παρθενία μου ακόμη απείραχτη θωρώ· 
γιατί Εσύ την εφύλαξες που διάλεξες κι έγινες
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.

γ΄
Υπέροχε Βασιλιά, ποια σχέση έχεις Εσύ, μ' εμάς που επτωχεύσαμε;
Δημιουργέ του ουρανού, γιατί στους χωματένιους ήρθες;
Αγάπησες το Σπήλαιο ή ζήλεψες  τη Φάτνη;
Να που δεν βρίσκεται δωμάτιο για τη δούλη Σου στο χώρο που ξεπεζέψαμε· 
δε λέω μόνο δωμάτιο μα ούτε και σπήλαιο,
γιατί κι αυτό εδώ 'ναι ξένο· 
και στη Σάρρα σαν έγινε μητέρα εδόθηκε κληρονομιά μεγάλη, σ' εμένα όμως ούτε φωλιά. 
Χρησιμοποίησα το Σπήλαιο που θεληματικά κατοίκησες Εσύ,
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.

δ΄
Ενώ έκανε αυτόν τον νοερό διάλογο
και καθικέτευε Εκείνον, που ξέρει όλα τα μυστικά,
ακούει τους Μάγους το Βρέφος να ζητάνε.
Κι αμέσως τους είπε: "Ποιοι είσθε;",
κι αυτοί τη ρωτάνε: "Αλήθεια Ποια είσαι Συ,
που γέννησες Τέτοιο Παιδί;
ποιος είναι ο πατέρας και ποια η μητέρα σου;
Διότι έγινες Μητέρα και τροφός Παιδιού, χωρίς πατέρα
του Οποίου καθώς είδαμε το άστρο καταλάβαμε πως ήρθε στον κόσμο
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.

ε΄
Γιατί καθαρά ο Βαλαάμ μας παρουσίασε
το νόημα εκείνο που προφήτεψε,
είπε δηλαδή ότι άστρο θ' ανατείλει,
άστρο που σβήνει όλα τα μαντέματα και τα προοιωνίσματα· άστρο που διαλύει των σοφών τις παραβολές,
τις γνώμες και τους γρίφους· 
Άστρο απ' τ' αστέρι που φαίνεται
ασύγκριτα λαμπρότερο, γιατί είναι όλων των άστρων Ποιητής,
περί του οποίου έγινε η προφητεία. Απ' τον Ιακώβ ανατέλλει
Νέο παιδί, ο Άχρονος Θεός.

Στ΄
Τα παραξενα λόγια η Μαριάμ καθώς άκουσε, 
έσκυψε και προσκύνησε το Σπλάχνο της
και κλαίγοντας Του είπε: "Είναι μεγάλα για μένα Παιδί μου, 
όλα μεγάλα, τα όσα έκανες σ' εμένα τη φτωχή.
Γιατί να, έξω οι Μάγοι Σε ζητάνε,
οι βασιλιάδες της Ανατολής· το Πρόσωπό Σου επίμονα γυρεύουν
και ικετεόυνε θερμά για να Σε δούνε οι του λαού Σου διαλεχτοί· 
γιατί 'ναι αυτοί στ' αλήθεια ο λαός Σου, στους οποίους εφανερώθης
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.

ζ΄
Κι επειδή είναι λαός Σου, Παιδί μου, διάταξε
μέσα να 'ρθούνε για να δουν
πλούσια ανέχεια, τίμια φτώχεια· 
Εσένα τον Ίδιο έχω δόξα και καύχημα· γι' αυτό και δε ντρέπομαι· 
Εσύ είσαι ομορφιά και στολίδι
της φάτνης και εμένα ·  το να μπούνε· 
δε με νοιάζει που είναι ταπεινά εδώ μέσα· 
αφού Εσένα κρατάω σαν θησαυρό, Εσένα που ήρθαν βασιλεις για να δούνε,
βασιλείς και μάγοι που έμαθαν ότι εφάνης
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός."

..................

κβ΄
Βλέποντας τώρα η Αψεγάδιαστη δώρα πρωτότυπα και όμορφα
οι Μάγοι στα χέρια να βαστάνε και κάτω να πέφτουν και να προσκυνούν,
το αστέρι να δείχνει, τους βοσκούς να δοξάζουν,
όλων αυτών τον Πλάστη και Δημιουργό ικέτευε και έλεγε:
"Παιδί μου, Συ που δέχτηκες τρία δώρα,
τρεις χάρες θέλω να κάνης σε μένα που Σε γέννησα· 
Σε παρακαλώ δώσε καλούς αέρες,
καλούς καρπούς στη γη και φύλαγε τους ανθρώπους.
Συμφιλιώσου με όλους για χάρι μου, γιατί εγεννήθης,
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.

κγ΄
Είναι αλήθεια, Σωτήρα μου, Εύσπλαχνε, πως δεν είμαι μονάχα δική Σου Μητέρα· 
ούτε χωρίς σκοπό σε θηλάζω Εσένα που το γάλα χορηγείς· αλλά για όλους Εγώ θερμά Σε ικετεύω· 
με έκανες στόμα και καύχημα όλου του γένους μου· 
γιατί εμένα έχει η οικουμένη Σου
προστασία πανίσχυρη, καταφύγιο και στήριγμα· 
εμένα κοιτάζουν όσοι διώχθηκαν
απ' τον παράδεισο της απόλαυσης, γιατί τους επαναφέρω και τους κάνω
να αισθανθούνε όλα τα καλά μέσω εμού που σ' εγέννησα
Νέο Παιδί, τον Άχρονο Θεό.

κδ΄
Σωτήρα μου, σώσε τον κόσμο· αφού γι' αυτό ήρθες στη γη· κάμε να επικρατήσουν όλα τα δικά Σου· αφού γι' αυτό έλαμψες
σε μένα και στους Μάγους και σ' όλη την κτίσι· 
κοίταξε, να οι Μάγοι, που τους φανέρωσες το φως του Προσώπου Σου,
Σε προσκυνούν και δώρα Σου προσφέρουν
χρήσιμα κι όμορφα και πολύ απαραίτητα· 
αφού ετούτα χρειάζομαι, επειδή ετοιμάζομαι,
στην Αίγυπτο να ταξιδέψω και να φύγω με Σένα, για Σένα,
Οδηγέ μου, Υιέ μου, Πλάστη μου, Λυτρωτή μου,
Νέο Παιδί, Άχρονε Θεέ."