Η είδηση πως ο παπα-Βασίλης έφυγε, προκάλεσε ένα ξάφνιασμα παράλογο. Παράλογο όσο αν ακούγαμε πως ξεκόλλησε ένας βράχος και πέταξε ψηλά, ένα βουνό, ο Όλυμπος. Πώς είναι ποτέ δυνατόν να ξαφνιάσει τόσο ο θάνατος ενός ανθρώπου που έφτασε μέχρι τα ενενήντα; Κι όμως θαρρούσαμε πως θα είναι πάντα εδώ, πως δε θα φύγει ποτέ, πως όσο είναι μπορετό να ξεθεμελλιωθεί και να φύγει από τη θέση του ο ναός του άη Γιώργη της Νεάπολης, στον οποίο υπηρέτησε όλη του τη ζωή ο παπα-Βασίλης, άλλο τόσο είναι δυνατόν να φύγει και ο ίδιος. Μα ο Θεός δεν καλεί κοντά του τους ναούς, αλλά τους ανθρώπους του. Και πριν ολοκληρώσω το γράψιμο της λέξης "ανθρώπους" μια λευκή πεταλούδα περνά φευγαλέα μπροστά μου για δεύτερη φορά. Πρωτόρθε στην πρώτη λέξη αυτού του φτωχού μα θαρρώ αγαπητικού κειμένου που γράφω σήμερα. Λευκή σαν την ψυχή του. Φευγάτη και ανάλαφρη.
Νομίζουμε πως είναι αρκετός ο νους για να εξηγήσει και να κατανοήσει τη ζωή και τους ανθρώπους της. Νομίζουμε πως γνωρίζουμε κάποιον όσο ζει. Νομίζουμε πως τον ξέρουμε ή πως δεν τον ξέρουμε καθόλου. Κι όμως, έρχεται κάποτε η ώρα της θανής τους και τότε ανακαλύπτουμε πως δεν ξέραμε τίποτα γιατί τότε φανερώνεται ο άνθρωπος που ζούσε, δίχως μάλιστα διόλου να το προσπαθεί ο ίδιος, δίχως να κάνει τίποτα γι' αυτό, παντελώς αδύναμος μέσα στη νεκρική του κλίνη κι ίσως και γι' αυτό εξαίσιος και παντοδύναμος, τόσο αποκαλυπτικός.
Αυτό ίσως να μην συμβαίνει πάντα ούτε και με όλους όσους αναχωρούν από αυτή τη ζωή. Ίσως να συμβαίνει μόνο ή κυρίως με τους πλέον χαριτωμένους. Αυτούς που έζησαν αθόρυβα, στη σκιά των φώτων, στα αποσιωπητικά των λέξεων, στο παρασκήνιο της ζωής που δίχως αυτά η ζωή μας δε θα είχε κανένα νόημα.
Πάντοτε ολιγόλιγος ο παπα-Βασίλης, για να μην πούμε σχεδόν αμίλητος. Ήταν άραγε η αιτία πως δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά και η γρήγορη ομιλία του έπνιγε τις λέξεις κι έτσι τις απέφευγε σαν μην είχαν νόημα να ειπωθούν; Ήταν που δε θα τις καταλάβαινε ο άλλος ή ήταν που αυτή ακριβώς η δυσκολία της έκφρασης τον οδήγησε στα μυστικά νοήματα μιας σιωπής πολύ ουσιαστικότερης και καίριας; Γιατί δύο ήταν οι συχνότερες απαντήσεις του. Ή θα απαντούσε εις διπλούν το "Κύριε ελέησον" ή θα μονολογούσε μόνος του αν άκουγε κάτι που τον ξεπερνούσε "ωχ, ωχ, ωχ..."
Αεικίνητος σαν τα υπερκινητικά παιδιά μέχρι τα τελευταία του, σε σημείο όσοι τον έβλεπαν μέσα στο ιερό να φοβούνται πως θα πέσει και θα χτυπήσει. Μα ποτέ δεν έπεσε. Όλα τα τελευταία χρόνια περπατούσε και από όπου περνούσε ευλογούσε τους περαστικούς δίχως να μιλά, δίχως να του το ζητούν, χωρίς εξηγήσεις. Σήκωνε συνέχεια το δεξί του χέρι και τους ευλογούσε κάνοντας το σημείο του Σταυρού.
Πάνε χρόνια που ένα από τα εφτά παιδιά του μου ειχε εκμυστηρευτεί πως έφευγε για την εκκλησία χαράματα και γύριζε στο σπίτι νύχτα. Στο σπίτι δεν προλάβαινε να προσφέρει τη βοήθειά του. Αυτό είναι κάτι που τα παιδιά των ιερέων το γνωρίζουν καλά. Ο ιερέας πατέρας είναι πρώτα πατέρας για όλους τους ενορίτες του. Μα ένα πράγμα δεν έπαψε ποτέ να κάνει ο παπα-Βασίλης στο σπίτι. Κάθε βράδυ καθάριζε τις τουαλέτες του σπιτιού. Κάθε βράδυ σε όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου του.
Άλλο παιδί του χθες μας εμπιστεύτηκε πως επειδή δεν τον έβλεπε ποτέ στο σπίτι και τον επιθυμούσε, για να τον δει πήγαινε στον Άη Γιώργη, έμπαινε στο ιερό και ντυνόταν παπαδάκι για να είναι κοντά του. Δυο ώρες τουλάχιστον σε κάθε λειτουργία μνημόνευε ονόματα. Και τώρα άλλη μια πεταλούδα τριγυρίζει τη λέξη "ονόματα" κι είναι μελιά σαν τη γλύκα της αγάπης του κεκοιμημένου. Και αυτή δεν φεύγει, πετά, όλο πετά γύρω γύρω απ' τις λέξεις σαν μαρτυρία επιβεβαίωσης των ψυχών που αμέτρητες ώρες ο παππούλης μνημόνευε...
Κατάμεστος ο Άη Γιώργης ήταν χθες. Ο ναός αυτός που έμελλε να υπηρετήσουν άγιοι ιερείς σαν το ονομαστό Ιάκωβο. Ένας ναός που χρόνια λέω πως έχει το πιο "εκπαιδευμένο" εκκλησίασμα που έχω συναντήσει ποτέ σε ναό.
Τάχα ανήμπορος ο κεκοιμημένος στη νεκρική του κλίνη... Κι όμως μας ξεκλείδωσε όλους όσους παραβρεθήκαμε στον ύστατο αυτόν αποχαιρετισμό του. Θαρρείς και σ' έναν έναν απευθύνθηκε, θαρρείς και έναν έναν μας αγκάλιασε και μας ασπάστηκε στοργικά. Θαρρείς και η καλοσύνη του μας έκανε να δούμε τη σκληρότητά μας, η ταπείνωσή του την υπερηφάνεια μας, η η μεγαλοψυχία του τη μικρότητά μας, η σιωπή του τη φλυαρία μας, η ουσία του το κενό μας, η πίστη του την απιστία μας.
Τρεις ομιλίες ακούσαμε και είχαν και οι τρεις ένα κοινό χαρακηριστικό, την ευγνωμοσύνη στον ταπεινό ιερέα του Θεού. Ο μητροπολίτης μιλούσε σαν να έκανε δημόσια εξομολόγηση και σαν μαθητής που απευθυνόταν στον δάσκαλό του. Μαθητής συγκινημένος που δε χόρταινε να θυμάται, να εξυμνεί και να παραδειγματίζεται από τον χαρισματικό του δάσκαλο. Ο μεγάλος γιος του παπα-Βασίλη που μέσα στις λίγες λέξεις του κατάφερε να μας κάνει όλους να αισθανθούμε τον πατέρα του, πατέρα δικό μας. Και ένα από τα εικοσιτέσσερα εγγόνια του. Αν σε κάποιοα ψυχή ήταν δυνατόν να μείνει κάποιος δισταγμός προς τον δίκαιο κεκοιμημένο πρεσβύτερο, έφυγε κι αυτός ακούγοντας τον νεαρό παιδί να απευθύνεται στον παππού του εκ μέρους όλων των εγγονών με την καθαρότητα και ειλικρίνεια που μόνο τα παιδιά μπορούν να έχουν.
Μητροπολίτες και πάμπολλοι ιερείς λάμπρυναν την ιερή εξόδιο ακολουθία. Οι δυο ιερείς, παιδιά του που χάρισε στην εκκλησία ο παπα-Βασίλης, μαζί τους. Και ο κεκοιμημένος όσο ανέβαινε στους ουρανούς μας αγκάλιαζε και μας ύψωνε όλους τυλίγοντάς μας στα ιερά του άμφια. Γλυκύτερος από ποτέ, ομορφότερος από ποτέ, γαλήνιος, ατάραχος και σταθερός σαν Όλυμπος.
Οι εγγονοί του πήραν στους ώμους τους το φέρετρο να το βγάλουν από τον ναό και να το αποθέσουνε στη νεκροφόρα. Μαυροντυμένα παλιάρια που δε θα εμπιστεύονταν σε κανέναν άλλον τον παππού τους.
"Εσείς να πάτε για καφέ, εμείς θα μείνουμε να σκεπάσουμε τον παππού", είπε ο Βασιλάκης, όταν τελείωσε και το τρισάγιο στο μνήμα. Ο παππούς ανάστησε τούτα τα παιδιά, αυτά θα του έλεγαν και το στερνό αντίο φροντίζοντάς τον ως το τέλος. Το τέλος. Ποιο τέλος;
Οι πεταλούδες ακόμα πετούν. Κι όσο πετούν οι πεταλούδες, αυτοί που έφυγαν θα πετούν δίπλα μας, ίσως περισσότερο κι από πριν. Ναι, κι από πριν περισσότερο.
Χριστός ανέστη, έψαλλαν οι ιερείς αποχωρώντας από το μνήμα.
Χριστός ανέστη, ψελλίσαμε κι εμείς.
Λίγο πριν πέσω χθες βράδυ για να κοιμηθώ, το βλέμμα μου έπεσε στην εικόνα του Μεγάλου Βασιλείου.
Άγιε παπα-Βασίλη μας, είπα στον κοινό προστάτη μας, πάρε τώρα και τούτον τον παπα-Βασίλη κοντά σου και οδήγησέ τον στη δόξα του Θεού... την ευχή σου κα την ευχή του να μας χαρίζετε... και σας ευχαριστούμε...
Καλόν Παράδεισο να έχει ο παπα-Βασίλης. Σίγουρα καλή παρέα θα βρει εκεί... Και να μας θυμούνται όλοι στις προσευχές τους.
ReplyDelete... θα βρει και την παπαδιά του, Αντώνη μου, δεν πάει πολύς καιρός που έφυγε η κυρά Σεβαστή.. Να μας θυμούνται και να τους θυμόμαστε κι εμείς...
Delete