Labels

Monday, June 30, 2008

Το βιβλίο "σε τέμπο κόκκινο", της Βασιλικής Νευροκοπλή από τις εκδόσεις Λιβάνη, κυκλοφορεί στις 21/07/08


…Να μπω σε όλα τα εμπορικά, στα γραφεία, στα λεωφορεία, σε όλα τα σπίτια, στα καφενεία και στα κομμωτήρια. Να δω πώς ζουν οι άνθρωποι. Πώς ψήνουν καφέ, πώς πιάνουν το κουταλάκι να βάλουν ζάχαρη, πώς χτενίζονται, πώς κοιτούν στον καθρέφτη, πώς ξαπλώνουν, πώς κοιμούνται, πώς γελούν. Ναι, να τους δω και να τους ακούσω να γελούν. Να τους δω να κλαίνε, όσοι απόμειναν να κλαίνε. Πώς δέρνονται και πώς χαϊδεύονται. Να δω, επιτέλους, τι την κάνουν τη ζωή που τους δόθηκε. Το θάνατο τι τον κάνουν; Κι αυτό δεν είναι περιέργεια. Είναι η αφόρητη δίψα να καταλάβω τη ζωή, τους ανθρώπους, εμένα. Όλο αυτό που έχω μέσα μου. Αυτό που μασκαρεύεται στις γενικές συναναστροφές, ντύνεται, μακιγιάρεται και υποδύεται.
Γυμνούς θέλω να δω όλους τους ανθρώπους του πλανήτη. Και να με δουν κι αυτοί. Να μπω στα χειρουργεία την ώρα των επεμβάσεων. Να δω τα σπλάχνα τους. Πόσο διαφέρουν τα σπλάχνα από άνθρωπο σε άνθρωπο θέλω να δω. Πόσο διαφέρει το αίμα. Τι χρώμα έχει το αίμα του καθενός μας. Πώς εκφράζεται και τι ζωγραφίζει..

.........................................................................................................................................................................
Σημείωμα
15/07/09

Καλησπερίζω τους φίλους του μπλόγκιγκ και μπλόγκερς, έχοντας επιστρέψει πια από το ταξίδι μου για το οποίο πιθανόν να γράψω κάποια στιγμή αργότερα. Νομίζω πως τώρα οφείλω να γράψω κάτι γι' αυτό το βιβλίο, αφού σε μια βδομάδα θα είναι με το καλό στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Είναι, μάλλον, ένα παράξενο βιβλίο. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα, αλλά ούτε απλώς μια συλλογή κειμένων διαφορετικών μεταξύ τους. Δεν είναι μυθοπλαστικό ούτε φαντασιακό. Τα σαράντα πέντε κεφάλαιά του διατρέχουν όλα μια κοινή ραχοκοκαλλιά που είναι η απορία και ο θαυμασμός μου για τη ζωή, ο φόβος μπροστά στη θέα του θανάτου και η ελπίδα της ανάστασης μέσα από την προσωπική μου ζωή αλλά και τη ζωή πλήθους ανώνυμων και επώνυμων ανθρώπων. Όταν λέω επώνυμων δεν εννοώ διάσημων. Εννοώ ανθρώπων που γνώρισα για λίγο, απλών και ταπεινών που το συναπάντημά μου μαζί τους αλλοίωσε καλώς τη ζωή μου.
Στο να κατανοήσω τι έχω γράψει στάθηκε σημαντική η συζήτηση που έκανα με την έμπειρη διορθώτριά μου και παντελώς άγνωστη μέχρι αυτή τη στιγμή σε μένα, όταν περνούσαμε τηλεφωνικώς τις τελευαίες και οριστικές διορθώσεις.
Ανάμεσα στα άλλα που μου είπε και που αφορούν την γραφή αυτή καθεαυτή, εκτίμηση ιδιαιτέρως θετική που δεν υπάρχει λόγος να περιγράψω γιατί εδώ μαπίνει πάντα το προσωπικό γούστο του καθενός, μου ξεκαθάρισε πως πρόκειται για ένα φιλοσοφικό κείμενο διαποτισμένο ποίηση. Η ποίηση, μου είπε, ξεχειλίζει από κάθε λέξη. Είναι ένα βαθιά υπαρξιακό κείμενο, που δονεί τις βαθιές και τρυφερές χορδές της ψυχής. Πιστεύω, μου είπε, πως θα ακουμπήσει κυρίως τους νέους ανθρώπους και πως οι μεγάλοι και κατασταλαγμένοι άνθρωποι μάλλον δεν θα καταλάβουν τίποτα. Θα μιλήσει στους νέους που αναρωτιούνται, που ψάχνονται, που ριψοκινδυνεύουν και τολμούν.
Ειδικά αυτό το τελευταίο σχόλιό της μου άρεσε πολύ και το χάρηκα, γιατί τι καλύτερο από το να σε διαβάσουν νέοι άνθρωποι και να έχεις έτσι μαι σχέση μαζί τους. Είδωμεν! Δε θα πω περισσότερα. Ένα ατελεύτητο περπάτημα είναι το βιβλίο, στους δρόμους της Θεσσαλονίκης του παρόντος και του παρελθόντος, στους δρόμους πόλεων του εξωτερικού όπου ταξίδεψα, στους δρόμους των σωμάτων και των ψυχών ανθρώπων και αιώνων.
Τώρα συγκεντρώνομαι σε διάβασμα βιβλίων που από καιρό ήθελα να κάνω και αφορούν την επόμενη εργασία μου. Προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τα μέσα μου γιατί η αφαίρεση και έκθεση των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής μου στο "σε τέμπο κόκκινο" έχει αφήσει ένα ακατάστατο σκηνικό εσωτερικών ανακατατάξεων που θέλουν την φροντίδα τους. Έτσι, λοιπόν, αποσύρομαι στα ιδιαίτερα εν εαυτώ διαμερίσματά μου και αφού σας ευχαριστήσω όλους για την αγάπη, το ενδιαφέρον και την στήριξή, σας εύχομαι ολόψυχα:

Καλό Καλοκαίρι!



Thursday, June 26, 2008

Ράινερ Μαρία Ρίλκε



"...Τι ξεκούραση! Να 'ναι καμιά φορά κανένας φιλοξενούμενος. Να μη χορταίνει πάντα μόνος του κανένας τις επιθυμίες του με άθλιο φαϊ. Να μην απλώνεις πάντα το χέρι σου εχθρικά σ' όλα τα πράγματα. Ν' αφήσει κανείς καμιά φορά τον εαυτό του σε άλλους να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Και να ξέρει πως ό,τι του κάνουν, είναι για καλό.
Και το θάρρος θέλει, καμιά φορά, να ξαπλώσει πάνω σε μεταξωτά σκεπάσματα, και να διπλωθεί μέσα στον εαυτό του.





Να μην είναι κανείς πάντα στρατιώτης. Να μπορεί κανείς να αφήσει μια φορά τα μαλλιά του λιτά, κι ανοιχτό τον πλατύ γιακά του, και να καθίσει σε μεταξωτά καθίσματα, και να αισθάνεται τον εαυτό του ξεκούραστο ως τις άκρες στα δάχτυλά του: σαν να 'ναι ύστερ' από λουτρό. Και να ξαναμάθει κανείς πάλι τι είναι οι γυναίκες. Και τι κάνουν οι λευκές, και οι γαλανές τι είναι, τι χέρια έχουν, πώς τραγουδούν το γέλιο τους, όταν τα ξανθά αγόρια έρχονται να τους προσφέρουν τα ωραία τάσια, βαριά από ζουμερούς καρπούς..."

Από το: Η αγάπη και ο θάνατος του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε, εκδ. Ηριδανός, μτφ, Ρένας Καρθαίου

Thursday, June 19, 2008

Του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου για τον Άρη Δαβαράκη

Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί

Το ταξίδι

Με τον ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ

Διάβασα προ ημερων κάτι στο μπλογκ του Αρη Δαβαράκη, που δεν μου φέυγει από το μυαλό. Μιλάει για την περιπέτεια της υγείας του πριν από μερικά χρόνια, που τον έφερε στα όρια του θανάτου. Γράφει απλά και άμασητα. Για εκείνο το πρωί που διερράγη το πάγκρεάς του από υπερβολή στο αλκοόλ και έπεσε ξέπνοος στο πάτωμα. Σύρθηκε, άνοιξε την πόρτα και ευτυχώς τον άκουσε ο θυρωρός πριν λιποθυμήσει. Ο «Ευαγγελισμός» ευτυχώς εφημέρευε, το σπίτι του ήταν δίπλα, τον χώσανε εσπευσμένα στο χειρουργείο. Τα σωθικά του ήταν γεμάτα αίμα. Τον άνοιξαν, έραψαν το πάγκρεας προσπαθώντας να διασώσουν ένα μικρό κομμάτι του μπας και μπορέσει να αναπλαστεί σε ένα καινούργιο υγιές πάγκρεας, βάλανε σε ένα τραπέζι δίπλα τα έντερά του, τα έπλυναν και τα ξανατοποθέτησαν στο στομάχι του. Μια περιτονίτιδα τον έστειλε λίγες μέρες μετά ξανά στο χειρουργείο. Είχε απομείνει 48 κιλά. Κάθε μέρα μια νοσοκόμα του έδινε λίγες σταγόνες χαμομήλι, που ο φραγμένος πυλωρός εμπόδιζε να φτάσουν στο έντερο, κι αναγκαζόταν να τις ξεράσει μέσα από οδυνηρούς σπασμούς. Ωσπου, κάποια μέρα, οι στάλες στάλαξαν στο έντερο και του ανέβηκαν δάκρυα στα ματια. Ο οργανισμός λειτουργούσε ξανά -είχε σωθεί.

Διαβάζω συχνά το μπλογκ αυτού του αυθεντικού και τρυφερού ανθρώπου, που έχει αληθινό ταλέντο στην επικοινωνία. Τον ξέρω και λίγο. Παρατηρώ τη ζωή ενός μεσήλικα που προσπαθεί να είναι καλός και να ερμηνεύσει όσο καλύτερα μπορεί την ωραία παραξενιά της ύπαρξης. Εχει και ορισμένες εκρήξεις μικροπρεπούς οργής, που τον κάνουν ακόμα αληθινότερο. Είναι ειλικρινής, εκτεθειμένος και άμεσος όσο ελάχιστοι Ελληνες δημοσιογράφοι.

Ομολογώ, όμως, ότι πρώτη φορά κατάλαβα αληθινά τι έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου που του αρέσει το μπάνιο στην πρωινή, παγωμένη θάλασσα και η γαλήνια πειθαρχία του Αγίου Ορους, ενώ κάποτε έδινε τον τόνο της δημοσιογραφικής κατινιάς με τα In και out, την πόρτα στο Εργοστάσιο και το φαντεζί σοσιαλίζινγκ στο Κολωνάκι της δεκαετίας του '80. Αυτό που τον ορίζει και τον όρισε οριστικά είναι αυτή η εμπειρία θανάτου, το γυμνό πλησίασμα στο μεγάλο κενό -αυτό που ο Μισίμα παρομοιάζει με άσπρο Σεντόνι. Διαβάζοντας το ωμό του ποστ, που σε σημεία έμοιαζε με ιατρικό ανακοινωθέν και αλλού είχε την ανθρωπίλα της ρωσικής λογοτεχνίας (αυτό το αντιθετικό μιξάζ τον χαρακτηρίζει εν γένει) σκέφτηκα πόσο λίγο μιλάμε, εμείς οι άνθρωποι σήμερα, για την αρρώστια και το θάνατο, από φόβο, άγνοια ή επιθετική άρνηση. Ωκεανός από λέξεις γεμίζουν κάθε λεπτό το διάστημα του Ιντερνετ, κι όμως οι αληθινές εμπειρίες ζωής συσπειρώνονται ακόμα ανεκλάλητες μέσα στο κεφάλι μας και θα το κάνουν να σπάσει. Είναι να απορείς, πόσο επίμονα και επιδέξια αποσιωπάται αυτή, η πιο ακραία και σύγκορμη εμπειρία της ανθρώπινης ζωής. Αυτό που ο Φράνσις Μπέικον ονομάζει Αίσθηση της Θνητότητας, τονίζοντας ότι είναι κάτι που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ (μας εγκατέλειψαν κι αυτός κι αυτή, ταυτοχρόνως!).

Κι όμως. Αυτό είναι το πέρασμα για τον Μυστικό Κήπο. Χαμηλό, σκοτεινό, κρυμμένο στο αγριεμένο δάσος, μέσα στο οποίο χάθηκε κάποια στιγμή ο Δάντης -στην πιο κρίσιμη ηλικία: εκεί που η καύλα της νιότης αρχίζει να ξεφουσκώνει και αρχίζεις να βλέπεις καθαρά την κορυφογραμμή απέναντι, επειδή λιγοστεύει το φως. Εκεί, αν δεν μπορέσεις να δημιουργήσεις κάποια ηθική πειθαρχία μέσα σου, καταρρέεις. Γίνεσαι σαν τους φίλους του Σεφέρη, που «δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν».

Εχω την εντύπωση ότι ο Αρης ξέρει πια πώς να ζει. Αγαπάει τους φίλους του, γράφει στίχους και θεατρικά, κολυμπάει, ταξιδεύει, παρατηρεί με ευχαρίστηση τα γεγονότα και τους συσχετισμούς του κόσμου. Τόσα λίγα, τόσα πολλά. Τον εκτιμώ επειδή μοιράζεται με ειλικρίνεια αυτό το ταξίδι μαζί μας, κι επειδή κάποτε, που υπήρξαμε συνεργάτες, είχε ευγένεια και αρχοντιά που σπανίως συναντάς σε αυτήν τη μικροπρεπή φάρα.

Αρη, να είσαι πάντα καλά. *

.....................................................................................................................................................................

Ενδεχομένως -και το πιθανότερο- ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος να μη μπει ποτέ εδώ μέσα για να διαβάσει αυτό που του γράφω, αλλά τα λόγια βρίσκουν τον τρόπο μόνα τους να πάνε, αν χρειαστεί, εκεί που οφείλουν -αν κρίνουν πως αξίζει τον κόπο-, κι έτσι δεν με νοιάζει.

Χάρηκα αφάνταστα το κείμενο αυτό για δύο τουλάχιστον λόγους πέραν του ότι είναι πολύ καλογραμμένο. Πρώτον, ο γράφων έχει βλέμμα πεντακάθαρο και ειλικρινές, διεισδυτικό και στοργικό μαζί, ολόκληρο. Και όταν λέω ολόκληρο, -γιατί αυτό είναι το θαυμαστό- εννοώ πως καταφέρνει μέσα σε πολύ λίγες γραμμές να 'αναγνώσει' την πορεία του Άρη Δαβαράκη διατρέχοντας αυτό που είναι και ήταν, μέσα από εξωτερικά γεγονότα της ζωής του -που διαμόρφωσε και τον διαμόρφωσαν- και μέσα από καρδιακές εσωτερικές του περιπέτειες - πορείες μέχρι σήμερα. Αυτό που διαβάζει ο Στάθης και κατόπιν καταγράφει είναι αποτέλεσμα του δικού του βλέμματος που είναι τόσο καθαρό και ευκρινές επειδή φωτίζεται από αγάπη ανιδιοτελή.

Ο δεύτερος λόγος που καταχάρηκα αυτό το κείμενο δεν είναι απλά επειδή τον Άρη τον αγαπάω ξεχωριστά -πράγμα γνωστό που δεν θα είχα κανένα λόγο να το γράψω-, αλλά επειδή με έκανε να τον αγαπήσω ακόμα παραπάνω μέσα από αυτήν την ολιστική του ματιά. Δεν μπορώ παρά να είμαι ευγνώμων στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, όπως θα ήμουν και σε κάθε άλλον άνθρωπο που θα με έκανε να αγαπώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή που θα γεννούσε εξ αρχής μια αγάπη μέσα μου.

Να είσαι έτσι Στάθη και να συνεχίσεις.

Monday, June 16, 2008

Περισυλλογή (Baudelair)


Φρονίμεψε, ω Πόνε μου, κι ησύχασε λιγάκι.Τη Νύχτα αποζητούσες και να την,πέφτει αργά:Την πόλη μια σκοτεινή ατμόσφαιρα τυλίγειΣ' άλλους γαλήνη φέρνονταςκαι σ' άλλους το σαράκι.


Κι ενώ το ανθρώπινο κοπάδι θλιβερό,στης Ηδονής υπακούοντας το ανελέητο κάλεσμαΠάει ν' αγρεύσει ενοχές σε άθλια γλεντοκόπια,Ω Πόνε μου, δώσ' μου το χέρι κι έλα από δω,


Μακριά τους. Κοίτα που σκύβουνε τα πεθαμένα Χρόνια,Με ξεφτισμένα κρέπια απ' τα μπαλκόνια τ' ουρανού,Τη μεταμέλεια που αναδύεται απ' τα νερά χαμογελώντας,


Τον Ήλιο κάτω από μιαν αψίδα που γέρνει για να κοιμηθεί,Κι όπως σάβανο μακρύ που σέρνεται προς την ΑνατολήΆκου, καλέ μου, άκου, της Νύχτας της γλυκιάς τα βήματα.


Το ποίημα είναι απο την ποιητική συλλογή 'Τα άνθη του κακού'.
Η μετάφραση είναι του Αλέξανδρου Κοσματόπουλο και τον ευχαριστώ θερμά που μου την εμπιστεύθηκε για να την ανεβάσω εδώ.

Saturday, June 14, 2008

Σάββατο των ψυχών


Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα Του. Από βραδύς είχες βάλει να μουσκέψει το σιτάρι. Σηκώθηκες πρωί πρωί να το βράσεις. Καβούρντισες τους ξηρούς καρπούς, το αλεύρι. Στράγγισες το σιτάρι, το σκούπισες καλά και το έστρωσες όμορφα όμορφα στο κευκό βαθύ πιάτο. Από πάνω τριμμένη φριγανιά να τραβήξει την υγρασία και μετά η άχνη και ο σταυρός από καρύδια.

Δεν εξηγείται η χαρά που έχεις πάντα όταν κάνεις κόλλυβα για τους ανθρώπους σου που έφυγαν απ' αυτόν τον κόσμο. Δεν εξηγείται ούτε η χαρά τους, που με τον δικό τους τρόπο, σου μηνούν από κει που βρίσκονται. Στο κάτω κάτω τι εξηγείται; Έχεις αρχίσει να παραιτείσαι από τις εξηγήσεις στις οποίες δαπάνησες μεγάλο μέρος της ζωής σου μέχρι τώρα ανώφελα.

Πήγες στην Αγία Αικατερίνη, μιας και συνέπεσε σήμερα να είναι και το μνημόσυνο του ανθρώπου που σε κράτησε στην πνευματική αγκαλιά του περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια, του αρχιμανδρίτη π.Σάββα - ιερομονάχου π.Στεφάνου. Μπαίνοντας στον ναό μια ψηλή μαυροφορεμένη γριά σου είπε επιτακτικά να πας να αφήσεις κατευθείαν τα κόλλυβα πάνω στα τραπέζια που υπήρχαν εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης. Πήγες να αντιγράψεις τον μεγάλο κατάλογο -που έχεις πάντα μαζί σου- σε άλλα χαρτιά, γιατί φοβάσαι μη ξεχάσεις κανέναν και μετά στεναχωρεθείς. Πάλι επιτακτικά σου είπε να πας να αφήσεις τα πρωτότυπα και να μην καθυστερείς. Την υπάκουσες, πήγες μπροστά, αλλά έμεινες εκεί μπροστά να αντιγράφεις, κάνοντας έτσι λίγο το χατίρι της και λίγο το δικό σου.
Ατέλειωτα τα πιάτα με τα κόλλυβα. Ο νεωκόρος άναψε τα κεριά και άστραψαν οι φλογίτσες παρηγοριά. Κόσμος πολύς. Τέλειωσε η Μετάληψη και άρχισε το μνημόσυνο. Χάρηκες ξεχωριστά σαν είδες πως παρευρισκόταν ο Δεσπότης της Ιεράς Μονής του Σινά, κ.κ. Δαμιανός. Σιναϊτης ήταν ο παπα Σάββας σου και ο Δεσπότης ήρθε παρ' όλα τα προβλήματα της υγείας του που ήταν σχεδόν φανερά, καθώς διάβαζε ασθμαίνων αλλά θαρραλέα και με καρδιά. Πριν το Δι' ευχών είπε δυο λόγια. Δυο λόγια τόσο απλά και όμορφα, τόσο ξεκάθαρα και παρηγορητικά. Πως είναι η γιορτή των ψυχών, είπε. Πως χαίρονται τώρα οι ψυχούλες που αγαπάμε και είναι στον ουρανό και πως καμιά προσευχή δεν πάει χαμένη. Πως μπορεί να λέμε πως δεν υπάρχει μετάνοια μετά τον θάνατο, αλλά η ιστορία της εκκλησίας μας πολλές φορές έχει δείξει ένα σωρό περιπτώσεις που η προσευχή κινητοποίησε την ευσπλαχνία του Θεού και άλλαξε η θέση των ψυχών πλησιάζοντάς Τον. Πως δεν είναι ένα έθιμο φολκλόρ. Είναι πολύ σημαντικό και ουσιαστικό πράγμα το μνημόσυνο και πως αφού όλοι στον δρόμο είμαστε και πλησιάζουμε στο θάνατο, ας έχουμε το νου μας. Για την κοινή Ανάσταση, μίλησε, και την ώρα εκείνη που όλοι θα ανταμώσουμε αναστημένοι και θα είναι χαρά.


Έβαλε Δι' ευχών και όλος ο κόσμος, ο πολύς κόσμος που ήταν εκεί, έβγαινε έξω. Πήγες να βγεις μα ένιωσες δυσφορία στο σπρώξιμο που επικρατούσε. Βγήκες από τη ροή του ποταμού και κάθισες σ' ένα στασίδι να ξαποστάσεις και να συλλογιστείς, να προσευχηθείς λίγο. Έφυγε όλος ο κόσμος κι έμεινες σχεδόν μόνη. Θυμήθηκες την γερόντισσα Γαβριηλία που έλεγε πως όταν τελειώνει η Λειτουργία να μη φεύγουμε αμέσως από τον ναό. Οι άγγελοι είναι ακόμα εκεί και χαίρονται να έχουν παρέα τους ανθρώπους. Δεν τους βλέπεις βέβαια τους αγγέλους εσύ, αλλά όντως υπάρχει κάτι στον ναό μετά την Λειτουργία που έχει μια ξεχωριστή γλύκα. Πέρασαν από τα μάτια της ψυχής σου όλοι οι δικοί σου. Και στους δικούς σου δεν λογίζεις μόνο τους συγγενείς εξ αίματος, αλλά και τους πνευματικούς συγγενείς σαν τον κυρ Νίκο τον Πεντζίκη και την αδερφή του που σήμερα πρόσθεσες τα ονόματά τους στα χαρτάκια.

Όταν βγήκες ο κόσμος είχε σκορπίσει. Την ώρα εκείνη βγήκε ξοπίσω σου ο Δεσπότης και στάθηκες να πάρεις την ευχή του που τόσο τον συμπαθείς. Ήρθε κατευθείαν πάνω σου και απλώνοντας το χέρι στα κόλλυβα που κρατούσες είπε: 'Ας πάρω ένα σπυρί από σένα'. Χαμογέλασε και πορεύθηκε προς την αίθουσα που θα κερνούσαν τον καφέ. Χαμογέλασες κι εσύ γεμάτη χαρά. Ρώτησες μια γυναίκα που την γνώριζες λίγο, ποιος άνθρωπος γνωρίζει για τη ζωή του παπα Σάββα. Σου μίλησε για την κυρά Κατίνα και την παρακάλεσες να σου την γνωρίσει. Την γνώρισες, λοιπόν, και αμέσως σε προσκάλεσε στο σπίτι της. Τους άφησες όλους και πήγες υποβαστάζοντας την ογδονταπεντάχρονη γραία. Με δυσκολία ανέβηκε τους δύο ορόφους του σπιτιού της. Ένα απ' αυτά τα σπίτια σε δρομίσκο κάθετο στην Κασσάνδρου που είναι το ένα πάνω στο άλλο σε πολυκατοικίες παλιές, ξεχασμένες. Στην ίδια γειτονιά έμενε και ο παπα Σάββας. Το φτωχικό σπίτι άστραφτε, βγήκατε στο μπαλκόνι που ήταν κατάμεστο από λουλούδια. Σου έφερε ένα μικρό βιβλιαράκι που έγραψε ο κουμπάρος του παπα Σάββα για τη ζωή του και είχε τυπωθεί για τα σαράντα του. Έτσι δεν είχες να ρωτήσεις και πολλά. 'Ένα λικέρ;' σε ρώτησε κι εσύ είπες 'όχι, ευχαριστώ'. 'Είναι σπιτικό', σου ξαναείπε και δέχθηκες μετά χαράς. Έτσι είναι οι ταπεινοί άνθρωποι, σκέφτηκες. Δεν λένε, 'είναι δικό μου', ή 'το έφτιαξα με τα χεράκια μου', αλλά 'είναι σπιτικό' λένε. Πικραμύγδαλο ήταν καταπληκτικό κι ένα κομματάκι Ισλί γλυκό. Η κυρά Κατίνα γνώριζε τον παπα Σάββα από λαϊκό. Μικρασιάτες ήταν και οι δυο. Άλλοι άνθρωποι. Δεν ήθελε όμως να πολυμιλήσει γι' αυτόν. Έχασε την παρηγοριά της κι έμεινε μόνη που καμιά φορά πίνανε έναν καφεδάκο παρέα. Πολλές φορές έτρεξε στα νοσοκομεία, για τον γιο του που έφυγε δεκατεσσάρων χρονών από καρκίνο, για την γυναίκα του, την κυρά Ευανθία που χρόνια πριν είχε φύγει κι αυτή και της στάθηκε και μετά που έγινε ιερομόναχος, στάθηκε και στον ίδιο μέχρι το τέλος. Βούρκωνε συνέχεια κι όλο έκανε τον σταυρό της κι έλεγε, Δόξα τω Θεώ! Περισσότερο μιλούσε για τους καημούς της κι εσύ την άκουγες και δεν ρωτούσες πια τίποτα. Μια ζωή με όλες της τις πίκρες χωνεμένη μέσα στα μικρά της μάτια και μια απορία για τα παράδοξα και ακατανόητα μυστήρια. Μια εγκαρτέρηση και μια δοξολογία μαζί.


Αναρωτιέσαι τώρα τι θα μπορούσες να γράψεις γι' αυτόν τον άνθρωπο που τόσα χρόνια σε κράτησε με τόση αγάπη. Ίσως και τίποτα από τα τόσα πολλά. Η μυστική πνευματική ζωή τέτοιων ανθρώπων δεν καταγράφεται εύκολα, ούτε τόσο σύντομα από τη στιγμή της αποχώρησής τους, ούτε από ανάξιους ανθρώπους όπως εσύ. Μπορείς όμως να γράψεις για την χαρά που είχε όταν του έδινες κάτι που έγραφες. Το διάβαζε προσεκτικά και ακόμα και μετά από πολύ καιρό που τον επισκεφτόσουν σου έλεγε τις σκέψεις του. Πολύ του άρεσε ο δοκιμιακός σου λόγος, αν και σαν είδος δεν το εξάσκησες ιδιαίτερα ποτέ. Τα ποιήματά σου δεν του πολυάρσεσαν και είχε δίκιο κι ας άργησες να το καταλάβεις. Το παραμύθι σου του το έδωσες στο νοσοκομειο. Το κρατούσε στην αγκαλιά του και γελούσε σαν παιδί. Γελούσε πολύ μαζί σου κι εσύ χαιρόσουν να τον κάνεις να γελάει. Είχε μια εσωτερική ελευθερία που διαρκώς σε προκαλούσε έκπληξη. Ποτέ δεν έδινε αναμενόμενες απαντήσεις, ούτε καν απαντήσεις, θα έλεγες. Ρωτούσες κάτι κι έλεγε: "πρώτα ο Θεός", ή 'άστο τώρα' , μακριά από διδακτικές και ηθικές συμβατικές, μόνο με μεγάλη αγάπη. Θα έπρεπε κανονικά να μου λείπει πολύ και είναι αλήθεια πως καμιά φορά όταν γράφω πολύ θα ήθελα να το δει και να μου πει τη γνώμη του. Ίσως να φαίνεται παράξενο αυτό, μα για μένα δεν είναι. Έτσι έμαθα κι έτσι έκανα πάντα. Η αλήθεια μας επαληθεύεται στην αλήθεια του άλλου και μάλιστα όταν αξιώνεσαι έναν τέτοιον άλλο καλομαθαίνεις. Μα τον νιώθω κοντά μου και γι' αυτό δεν λέω τίποτα. Ούτε καν πως μου λείπει δεν λέω.
Δοξάζω μόνο τον Θεό που με αξίωσε να τον ζήσω όσο επέτρεπαν οι μικρές μου δυνάμεις και όσο κατάλαβα ό,τι κατάλαβα -που σιγά μην κατάλαβα- και μόνο ζητώ να αναπαύεται η ψυχούλα του κοντά στο Θεό και να μη μ' αφήνει κι εμένα αβοήθητη στο έλεος των παθών μου. Να παρακαλάει τον Θεό να μας χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον που μόνο αυτό μπορεί και δίνει τα πάντα σε όλους μας, αφού χωρίς αυτό ένα κουφάρι άδειο είμαστε.
Καλή Πεντηκοστή!

Friday, June 6, 2008

Η απέραντη ηδονή του ελάχιστου



Ακουμπάς το κεφάλι πάνω στο μάρμαρο. Πίσω του η γούρνα τρέχει νερό καυτό. Μικρές σταγόνες σαν παιδιά αρκουδίζουν πάνω στο πρόσωπό σου. Το σώμα σηκώνεται μέσα στο νερό χωρίς προσπάθεια. Το σχοινί που διαπερνά διαγωνίως την πισίνα το περνάς ακριβώς κάτω από τα γόνατα. Το σώμα έτσι αποκτά μια στάση εμβρυακή. Ανεπαίσθητα αρχίζεις να κουνάς ελαφρά τα πόδια και η μικρή κίνηση της ταλάντωσης παραπέμπει σε κούνια. Κούνια μέσα στο καυτό νερό. μια άγνωστη πραγματικότητα.
Κλείνεις τα μάτια. Είσαι μόνη όπως το επιθύμησες. Εσύ και το νερό. Οι υδρατμοί και το ελάχιστο φως που διαπερνά τους δύο αντικριστούς φεγγίτες. Λίγο λίγο κυοφορούνται τα όνειρα. Και τα όνειρά σου πια είναι λέξεις αιωρούμενες. Μάτια αγαπημένων. Μάτια και λέξεις αφής είναι τα όνειρά σου. Λέξεις που το χέρι του αόρατου γλύπτη έχει σκαλίσει με παράδοξο τρόπο στο ρευστό της ψυχής σου. Μάτια που το βλέμμα τους ζωγράφισε πάνω στο καναβάτσο του δέρματος της ύλης σου ζωγραφιές υδάτινης ακουαρέλλας. Οι εσωτερικοί επώδυνοι σπασμοί που προκαλεί η ταλάντωση του νερού πασχίζουν να ελευθερώσουν τον συσσωρευμένο πόνο, την πίεση, ό,τι δεν μιλήθηκε, δεν αφέθηκε, δεν δόθηκε. Ό,τι πλήγωσε την τρυφερότητα που περίσσια σε διέπει. Ο γλυκύς κυματισμός του νερού μέσα στο οποίο κάνεις κούνια γίνεται ωδίνη ψυχική που σε κάνει να απορείς. Τι θα γεννήσει;
Παραμένεις περισσότερο από είκοσι λεπτά που σε προειδοποίησαν πως αντέχει ένας κανονικός άνθρωπος. Αυτο δεν σε ξαφνιάζει. Παραμένεις ελπίζοντας πως η ζεστή αγκαλιά θα βγάλει από μέσα σου, -όσο κι αν υποφέρεις σ’ αυτόν τον εσωτερικό τοκετό-, όλη την ταραχή του πόνου. Βγαίνεις από την πισίνα και κάθεσαι ακριβώς κάτω από την γούρνα με το τρεχούμενο νερό με λυγισμένο προς τον κορμό το αριστερό πόδι πάνω στο οποίο ακουμπάς το χέρι σου και το κεφάλι σου πάνω του, το δεξί ξαπλωμένο χαλαρά. Γέρνεις το κουρασμένο σου κεφάλι να τρέξει άφθονο το νερό στον αυχένα. Οι ώμοι αναπνέουν ευχάριστα κάτω από το δυνατό καυτό χάδι. Η πλάτη και η μέση με τη σειρά τους ανακουφίζονται.
Ξαναβουτάς στο νερό με παραλυμένο το κορμί. Αρχίζεις να τραγουδάς. Οι πολλαπλές αντηχήσεις μέσα στο λουτρό δημιουργούν χορωδίες που σε συνοδεύουν. Στα ψηλά γυναικείες φωνές, στα μπάσα αντρικές. Είναι ο κύκλος. Ο θόλος του και η ζέστη. Είναι η καρδιά σου που τραγουδά τόσο ελεύθερα για το λίγο, το ελάχιστο της στιγμής που αξιώθηκες. Αυτής της σιωπής που κατακλύζει την γενναία μοναξιά. Την μοναξιά να υπάρχεις ένα με τον κόσμο χωρίς τον κόσμο. Ένα με τις αγάπες μακριά τους. Ένα με τις λέξεις στο λευκό του χαρτιού. Ένα με τον έρωτα χωρίς ερωτικό αντικείμενο. Ένα με τα σώματα ανέγγιχτος. Ένα με το υγρό στερεός. Ένα με το ακύμαντο παλλόμενος. Με τον λόγο σιωπηλός. Ένα.
Όταν θα βγεις έχει περάσει μία ολόκληρη ώρα. Οι πόροι του σώματος και της ψυχής ορθάνοιχτοι ελευθέρωσαν όλη την δύναμη και την αδυναμία σου. Σχεδόν ανύπαρχτος άνθρωπος κάθεσαι σε μια καρέκλα. Εσύ, η πετσέτα που σε τυλίγει και η καρέκλα. Θα μείνετε για αρκετή ώρα οι τρεις σας μέχρι να νιώσεις έτοιμος να ανοίξεις την πόρτα. Η γαλήνη ανοίγει διάπλατα τα δυο της χέρια να υποδεχθεί απ’ την αρχή τις εντάσεις της χαράς και της λύπης που η ζωή αφειδώς προσφέρει.
Η μία ώρα, αυτός ο ελάχιστος χρόνος παραμονής σου στο ιαματικό λουτρό του Λαγκαδά, σου πρόσφερε απέραντη ηδονή. Την ηδονή του να αδειάζεις.
Να είσαι ελεύθερος από τα πράγματα, σου είπε την πρώτη φορά που δοκιμαζόσουν. Και την δεύτερη που η δοκιμασία ήταν πολύ μεγαλύτερη, σου το είπε πάλι ξεκάθαρα. Να είσαι ελεύθερος από τους ανθρώπους. Η εφαρμογή του λόγου σε πράξη γίνεται τη στιγμή που αυτός ειπώνεται. Δεν γίνεται επειδή το προσπαθείς. Μόνο του γίνεται. Δεν γίνεται εκ των υστέρων. Μόλις τον ακούς γίνεται. Ό,τι ήταν να γίνει από μεριάς σου έγινε προτού αυτός ειπωθεί. Όταν όργωνες το έδαφος της ψυχής σου με αλύπητο κόπο. Από τη στιγμή που ο λόγος έπεσε πάνω στο έδαφος που του έπρεπε έγινε κιόλας πράξη. Εσύ θα είσαι πλέον θεατής των καρπών του.

Wednesday, June 4, 2008

Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος

.......................................................................
β΄
Αυτός που έφθασε στη γη, καθώς μόνος γνωρίζει,όταν να φύγει θέλησε, όπως ο Ίδιος ξέρει,πήρεν αυτούς π' αγάπησε και σε βουνό ψηλόκαι μεγαλόπρεπο τους έφερε,για να 'χουνε ψηλά τον νου και τις αισθήσειςκαι να αφήσουν του λοιπού όλα τα τιποτένια.Γι' αυτό και σαν ανέβηκαν στο όρος των ελαιώνπεριτριγύριζαν τον Ευεργέτη,καθώς ο ιερός Λουκάς το ιστορεί.Και άπλωσεν ο Κύριος τα χέρια σαν φτεράκαι σαν αητός εσκέπασε την φωλιά που ζέσταινεκαι λέει στα πουλάκια: "Εγώ σας επροστάτεψααπ' όλα τα κακά. Αγαπήστε Με, λοιπόν, όπως σας αγάπησα.Δεν σας αποχωρίζομαι. Εγώ κοντά σας βρίσκομαικαι μη φοβάστε τίποτα.
γ'Από πάνω σας Εγώ, ω μαθητές μου,ως Θεός και Ποιητής όλου του κόσμουτις παλάμες μου απλώνω, που οι άνομοι ετέντωσανκαι έδεσαν και κάρφωσαν.Λοιπόν, εσείς να σκύψετε κάτω από τα χέρια μουνα νιώσετε και να μάθετε, φίλοι, αυτά που κάνω.Βάζω τα χέρια μου σε σας ωσάν να σας βαφτίζωκαι ευλογώ και στέλνω σαςσοφούς και φωτισμένους.Στο πρόσωπό σας έπαινος και σεβασμός υπάρχεικαι στην ψυχή σας θείον φως, καθώς είναι γραμμένο,πως πλουσιοπάροχα θα δώσω το Πνεύμα μου σε σάςκαι θα μου είσετε αρεστοί,μαθητές και εκλεκτοί, έμπιστοι κι αγαπημένοι.Δεν σας αποχωρίζομαι. Εγώ κοντά σας βρίσκομαικαι μη φοβάστε τίποτα."..........................................................................................ι'Κι αφού είπε στους φίλους αυτά ο Χριστός,κάνει νόημα μετά στους αρχαγγέλους,να ετοιμάσουν για τα άγια βήματά Του δρόμο,που κανένας μέχρι τότε δεν περπάτησε.Μόλις λοιπόν προστάχθηκαν οι πρώτοι των αγγέλων,φώναζαν σ' όλες τις αρχές των ουρανών:"Σηκώστε τις πύλες κι ανοίξτε διάπλατα τις πόρτεςτ' ουρανού τις επίσημες,μιας και ο Κύριος της δόξης καταφθάνει.Στρώστε τις πλάτες, σύγνεφα, για Κείνον που θ' ανέβη.Αιθέρα, να ετοιμασθής γι' Αυτόν που δρόμο μέσααπό σένα θα τραβήξη.Ανοίχτε ουρανοί. Ουρανοί των ουρανών, καλοδεχτήτε Τον,γιατί έρχεται σε σας Αυτός που λέει στους δικούς Του:"Δεν σας αποχωρίζομαι. Εγώ κοντά σας βρίσκομαικαι μη φοβάστε τίποτα."..............................................................................................ιγ΄.....Λοιπόν σαν είδαν οι πιστοί Απόστολοι τα πράγματα,αμέσως κατά τον Δαβίδ με ψαλμωδία είπανε:"Όντως ανέβη ο Θεός μέσα σ' αλαλαγμό,όντως ανέβη ο Κύριος με ήχους των σαλπίγγων."


Ύμνοι Ρωμανού του Μελωδού, απόσοση στα Νέα Ελληνικά Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, εκδ. Αρμός.


Monday, June 2, 2008

3 Ιουνίου 2008, τα πρώτα γενέθλια του αγγέλου Θεολόγη-Μηνά.




Σήμερα κλείνει ένας χρόνος που γεννήθηκε άγγελος στην αγκαλιά του ουρανού ο Θεολόγης. Διάλεξε να γεννηθεί μέσα στο νερό, όπως και σαν άνθρωπος στην μήτρα της μητέρας του. Μες στο νερό άφησε το σώμα του καθώς το έκανε μπάνιο η μανούλα του για να πέσει ο πυρετός. Μέσα στο νερό έβγαλε τα πρώτα του φτερά κι έτσι καθώς τα τίναξε με δύναμη για να ξεκινήσει το ταξίδι οι σταγόνες έγιναν δάκρυα στα μάτια αυτών που τον αγάπησαν πολύ.
Πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά πέταξε στον ουρανό που λάτρευε. Δεν μπορούσε να μείνει πάνω από τεσσεράμισι χρόνια μακριά του. Μόλις πάτησε το πόδι του στη γαλάζια χώρα έτρεξε αμέσως να βρει τον Κωνσταντίνο, το αγαπημένο του ξαδερφάκι που τρία χρόνια πριν είχε ανοίξει τον δρόμο για χάρη του. Έσμιξαν τα φτερά τους κι άστραψαν τότε εκτυφλωτικά τα παιδικά τους πρόσωπα στο αντάμωμα.
Μεγάλο πανηγύρι έγινε. Άρχισαν να χορεύουν τα δυο τους, να τρέχουν πάνω κάτω, να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να κυλιούνται πάνω στα σύννεφα και στους γαλαξίες και γύρω τους μυριάδες άγγελοι κι αρχάγγελοι πιασμένοι φτερό το φτερό να χορεύουν ακατάπαυστα για το καλωσόρισμα.
Εννιά μέρες κράτησε ο τρελός χορός κι έπρεπε κάθε ένας να πάει στις δουλειές του που στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε αφήσει, γιατί οι άγγελοι μπορούν και να γλεντούν και να μεριμνούν για τους ανθρώπους κάθε στιγμή. Βρήκε τότε την ευκαιρία ο άγγελος Θεολόγης κι άρχισε να αναποδογυρίζει όλους τους κουβάδες του ουρανού. Πάντα είχε μια εκπληκτική ταχύτητα, μα τώρα δεν τον έφτανε κανένας. Αφού και οι άγγελοι αμέσως το παραδέχθηκαν και τον έχρισαν το πιο γρήγορο αγγελάκι του κόσμου. Οι άνθρωποι της γης την ώρα εκείνη του έψελναν ύμνους γλυκούς, του άναβαν θυμίαμα -γιατί και τις μυρωδιές αγαπούσε πολύ και το ήξεραν-, κι εκείνος γυρνούσε τους κουβάδες ανάποδα και γελούσε και το νερό της βροχής έπεφτε τουλούμι στο χώμα και στα μάτια αυτών που πολύ τον αγαπούσαν.
Ένα χρόνο τώρα τα φτερά του μεγάλωσαν πολύ. Γέμισαν χρώματα που πάνω τους ζωγράφισαν οι λύπες και οι χαρές των δικών του. Κι έτσι όπως τρέχει πάνω κάτω συνέχεια ζωγραφίζει χαϊδεύοντας τα σύννεφα όπως ζωγράφιζε τους τοίχους του σπιτιού του. Γι’ αυτό τον χρόνο αυτόν ο ουρανός είναι ομορφότερος από ποτέ. Χαϊδεύει ο Θεολόγης τα σύννεφα όλα να μην μείνει κανένα αχάιδευτο, όπως χάιδευε τους δικούς του και όλους τους ξένους στον δρόμο, στα καφέ, στα μαγαζιά. Ερωτεύεται το φως, τους άλλους αγγέλους, τους αγίους όλων των αιώνων και χαίρεται μαζί τους και κάθε μέρα, κάθε νύχτα τους γνωρίζει έναν έναν που είναι άπειροι κι όλο τους αγκαλιάζει κι αγκαλιάζεται απ’ αυτούς, όπως ακριβώς έκανε και με τους ανθρώπους.
Παρέα με τον Κωνσταντίνο οι δυο τους έχουν μεγάλη έννοια για τα πολλά τους ξαδέρφια, τα αδέρφια τους, τους γονείς τους, τους θείους και τις θείες τους, τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Προσπαθούν με κάθε τρόπο να τους κάνουν όλους να γελούν. Να τους κάνουν να νιώσουν την ατέλειωτη χαρά τους. Να τους γεμίσουν αγάπη για τον κόσμο που διψά τόσο πολύ την αγάπη. Και σίγουρα με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια τους φαίνεται πως τα καταφέρνουν πολύ καλά γιατί είναι κι αυτά παιδιά.
Μεγάλωσε ο άγγελος Θεολόγης και σήμερα κλείνει τον πρώτο του χρόνο στον ουρανό. Βλέπω τον Κωνσταντίνο να του ετοιμάζει μια τούρτα από σύννεφα και του ανάβει πάνω εκατομμύρια αστέρια, ήλιους και φεγγάρια. Στο κέντρο βάζει μια νεράιδα πανέμορφη. Χαράματα θα του τη δώσει την ώρα που γεννήθηκε. Την ώρα εκείνη που ήρθε μέσα στον ύπνο μου η αγάπη μου να με αποχαιρετίσει. Χώθηκε στην αγκαλιά μου και με χάιδευε κι ήμουν ευτυχισμένη. Πολύ ευτυχισμένη. Ασυνήθιστα και σπάνια ευτυχισμένη. Με χάιδευε όπως και στον ξύπνιο. Πώς να γνωρίζω πως αυτό το χάδι έλεγε αντίο; Πως ήταν η ώρα που γεννιόταν άγγελος; Δεν με χαιρέτισε έτσι ποτέ κανείς πιο πριν. Και ήταν τόσο χαρούμενος και ο ίδιος. Πάντα χαρούμενος ήταν και πάντα χαρά έδινε σε όλους. Μα εκείνη η χαρά ήταν άλλη. Η ευτυχία μας εκείνη άλλη ήταν.
Να ζήσεις άγγελέ μας! Αιώνες πολλούς, ατέλειωτους αιώνες να ζήσεις να σε χαίρεται όλος ο ουρανός με τον Χριστό που περισσότερο από όλους αγαπάει τα παιδιά και την Παναγία μας που είναι η μητέρα του Κυρίου μας και δική μας. Να ζήσεις αγάπη μου μικρή και μεγάλη! Κράτα τον δρόμο ανοιχτό με κάθε τρόπο, να φτάσουμε κι εμείς μια μέρα εκεί. Και να είμαστε όπως τότε, όπως τώρα και για πάντα, όλοι μαζί μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα φιλί χρυσό.
Μπουμπουνίζει! Τι σκαρώνεις πάλι;