Εργάστηκα πολύ για το σπίτι όπου σήμερα κατοικώ, όταν ακόμα ήταν στα τούβλα, καθώς λένε. Με απασχολούσαν όλες οι λεπτομέρειες. Μικρές και μεγάλες. Συζητούσα καθημερινά με τους μάστορες, έπαιρνα τηλέφωνο τους φίλους που γνωρίζουν από τέτοιες δουλειές, έσπαζα το κεφάλι μου να βρω λύσεις όταν οι εργολαβικές ήταν πρόχειρες. Έκανα σχέδια, έψαχνα υλικά, ζητούσα αυτό που θεωρούσα καλύτερο με επιμονή και πείσμα. Παρακολουθούσα τη δουλειά των εργατών να τη μάθω, γιατί η φιλομάθειά μου για όλα, είναι κάτι που με κυριεύει περισσότερο κι από τη δίψα τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Αυτό όμως που περισσότερο από όλα με ενδιέφερε και για το οποίο κατανάλωσα και χρόνο πολύ, αλλά και ενέργεια, ήταν τα χρώματα του σπιτιού και τα παράθυρά του. Δοκιμές επί δοκιμών στα βαφεία και τα τζαμτζίδικα, συζητήσεις επί συζητήσεων, ώσπου όλοι στο τέλος νόμιζαν πως είμαι αρχιτεκτόνισσα ή διακοσμήτρια. Τους άφηνα να το πιστεύουν γιατί αυτό με διευκόλυνε αφάνταστα. Οι απλοί άνθρωποι, όπως οι μάστορες, εύκολα υποτάσσονται σ’ έναν τίτλο ακαδημαϊκού τύπου.
Έτσι, έγιναν όλα όπως τα είχα ονειρευτεί. Όχι εξ αρχής, στην πορεία. Γιατί το όνειρο το δικό μου δεν υπάρχει αφ’ εαυτού του. Φτιάχνεται σαν παζλ, γεννιέται λίγο λίγο λαμβάνοντας υπόψη του πρώτα τους ανθρώπους κι ύστερα τα πράγματα, ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Το σπίτι έχει χρώματα ζεστά, κόκκινα, κεραμιυδιά, απαλά πράσινα ξεκούραστα και άλλα. Έχει και παράθυρα μεγάλα, σαν αυτό του σαλονιού όπου έπρεπε να γκρεμιστεί ένας τοίχος που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο μπαλκονόπορτες και σκότωνε το φως, χωρίζοντάς το στη μέση, για να φτιαχτεί μια συρόμενη πεντάφυλλη τζαμαρία που όταν ανοίγει σε βγάζει κατευθείαν στον ουρανό. Επιτρέπει όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα να φιλοξενηθούν στη σαλοκουζίνα, όπου περνώ τις περισσότερες ώρες της μέρας.
Μα τα σημαντικότερα παράθυρα και τα ωραιότερα χρώματα δεν είναι αυτά για τα οποία κοπίασα προσωπικά εγώ και οι μάστορες.
Τα αληθινά παράθυρα της κατοικίας μου είναι οι πίνακες των φίλων μου ζωγράφων:
‘Η Αγία Τριάδα’ της Όλγας, αντίγραφο αυτής του Ρουμπλιώφ, που στέκεται πάνω από το τζάκι. Έχει μέσα της το φως της αιωνιότητας. Τα απαλά της χρώματα, όλη η τρυφερότητα της ζωγράφου, διαρρηγνύουν το παρόν πινελιά πινελιά, σβήνουν τις λύπες όλες στο άγγιγμα του πινέλου που ελπίζει στην αιώνια θαλπωρή. Την θαλπωρή που δεν έχει παρελθόν και μέλλον, παρά μόνο ανεξίτηλο παρόν χαρμόσυνο.
Ο κόκκινος πίνακας του Δημήτρη στην κρεβατοκάμαρα, φτιαγμένος από άμμο και πευκοβελόνες που σχηματίζουν καραβάκια, δάχτυλα που αιωρούνται στους ανέμους προσπαθώντας να αγγίξουν το άπειρο, κύματα του ζωγράφου που διάβηκε τον Άδη και ξαναβγήκε, αγωνιζόμενος σκληρά, στο φως της ζωής και τώρα τη ζει σαν επισκέπτης ευγνώμων για κάθε στιγμή της.
Είναι ο πίνακας την Καλλιόπης που τώρα θα εκθέσει στο Βερολίνο και είναι όλη χαρά και που πραγματοποίησε το παιδικό της όνειρο να σπουδάσει ζωγραφική στα σαράντα της, αφού μεγάλωσε πρώτα τα δυο της παιδιά. Μια γυναίκα λυπημένη κάθεται σε μια καρέκλα με το ένα πόδι να πατά επάνω στο κάθισμα και το κεφάλι της βυθισμένο μέσα στο γόνατο, μ’ ένα σώμα σχεδόν ασβεστωμένο λευκό και περίγραμμα από αδρές καφέ πινελιές μέσα σε πράσινο φόντο, αναρτημένο στον κεραμιδί διάδρομο που οδηγεί στα δωμάτια. Μια γυμνή γυναίκα που περιμένει τον άντρα που θα την κρατήσει αγκαλιά και θα της πάρει όλη την λύπη.
Ένας πίνακας δικός μου, -ανάξιος λόγου-, όταν ήμουν μαθήτρια του Δημήτρη στη σχολή. Ένα αντρίκελο σε προφίλ σε άσπρο φόντο με λαδιά και καφέ χρώματα, όπου το σώμα σβήνει από τη μέση και κάτω σε μικρούς σταυρούς μέχρι να χαθεί.
Τα βλέμματα των ζωγράφων είναι τα παράθυρα του σπιτιού μου. Της καρδιάς μου παράθυρα. Ερωτηματικά και ερωτικά βλέμματα που επιτρέπουν το φως χλωρό να περνά ακόμα και τις πιο βαθιές χειμωνιάτικες νύχτες.
Μόνο που δυο μήνες τώρα τα πουλιά του Γιάννη μοιάζει να σωπαίνουν. Δεν τα ακούω πια να κελαηδούν. Τα πουλιά αυτά που συντρόφευαν τα όνειρά μου καθώς είναι πάνω από το κεφάλι μου, δεν τ’ ακούω να απαγγέλουν στίχους. Αναρωτιέμαι μήπως κελαηδούν όταν λείπω και όσο περισσότερο αναρωτιέμαι τόσο βεβαιώνομαι πως μάλλον αυτό συμβαίνει. Το τραγούδι τους το ποιητικό θαρρώ πως έγινε προσευχή μυστική για τον δημιουργό τους που είναι άρρωστος, και η προσευχή, -τα πουλιά το γνωρίζουν καλά- παύει να είναι προσευχή όταν διατυμπανίζεται. Δέονται μυστικά τώρα για την υγεία του, δεν έχουν περιθώρια για ωδές χαρωπές, άσματα ελαφρά, χορευτικά. Και τα καταλαβαίνω απόλυτα.
Σκέφτομαι πως είμαι ακόμα στο στάδιο ψυχικής και πνευματικής ανάπτυξης ενός τρίχρονου παιδιού. Σύμφωνα με την ψυχολογία, είναι εντελώς παράλογο και βασανιστικό για ένα μικρό παιδί να του ζητάμε να χαρίσει τα παιχνίδια του σε άλλα παιδιά, να τα αποχωριστεί. Πρέπει πρώτα να εμπεδώσει πως είναι δικά του για να δώσει. Πρέπει πρώτα να ολοκληρώσει την ανάπτυξη του Εγώ του και ύστερα να το παρέχει στους άλλους.
Έτσι κι εγώ. Βρίσκομαι ακόμα στη διαδικασία που κάνω δικά μου τα πράγματα και τους ανθρώπους. Τίποτα δεν μπορώ να αποχωριστώ και κανέναν.
Κι είναι τόσο μεγάλος ο κόσμος… Τόσο πολλά τα πράγματα… τόσοι οι άνθρωποι… Μα και τα παράθυρα των ζωγράφων τόσο φωτεινά που θέλω να τα κατοικήσω… και λίγο παραπάνω απ' όλους σαν πουλί στο παράθυρο του Γιάννη...
ΥΓ. Προτίμησα να μην βάλω τα επίθετα των ζωγράφων για ευνόητους λόγους. Είναι όλοι φίλοι και θα καταλάβουν το γιατί.