Labels

Friday, September 26, 2008

Τα παράθυρα των ζωγράφων, σπιτιού μου παράθυρα φωτεινά


Εργάστηκα πολύ για το σπίτι όπου σήμερα κατοικώ, όταν ακόμα ήταν στα τούβλα, καθώς λένε. Με απασχολούσαν όλες οι λεπτομέρειες. Μικρές και μεγάλες. Συζητούσα καθημερινά με τους μάστορες, έπαιρνα τηλέφωνο τους φίλους που γνωρίζουν από τέτοιες δουλειές, έσπαζα το κεφάλι μου να βρω λύσεις όταν οι εργολαβικές ήταν πρόχειρες. Έκανα σχέδια, έψαχνα υλικά, ζητούσα αυτό που θεωρούσα καλύτερο με επιμονή και πείσμα. Παρακολουθούσα τη δουλειά των εργατών να τη μάθω, γιατί η φιλομάθειά μου για όλα, είναι κάτι που με κυριεύει περισσότερο κι από τη δίψα τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Αυτό όμως που περισσότερο από όλα με ενδιέφερε και για το οποίο κατανάλωσα και χρόνο πολύ, αλλά και ενέργεια, ήταν τα χρώματα του σπιτιού και τα παράθυρά του. Δοκιμές επί δοκιμών στα βαφεία και τα τζαμτζίδικα, συζητήσεις επί συζητήσεων, ώσπου όλοι στο τέλος νόμιζαν πως είμαι αρχιτεκτόνισσα ή διακοσμήτρια. Τους άφηνα να το πιστεύουν γιατί αυτό με διευκόλυνε αφάνταστα. Οι απλοί άνθρωποι, όπως οι μάστορες, εύκολα υποτάσσονται σ’ έναν τίτλο ακαδημαϊκού τύπου.
Έτσι, έγιναν όλα όπως τα είχα ονειρευτεί. Όχι εξ αρχής, στην πορεία. Γιατί το όνειρο το δικό μου δεν υπάρχει αφ’ εαυτού του. Φτιάχνεται σαν παζλ, γεννιέται λίγο λίγο λαμβάνοντας υπόψη του πρώτα τους ανθρώπους κι ύστερα τα πράγματα, ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Το σπίτι έχει χρώματα ζεστά, κόκκινα, κεραμιυδιά, απαλά πράσινα ξεκούραστα και άλλα. Έχει και παράθυρα μεγάλα, σαν αυτό του σαλονιού όπου έπρεπε να γκρεμιστεί ένας τοίχος που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο μπαλκονόπορτες και σκότωνε το φως, χωρίζοντάς το στη μέση, για να φτιαχτεί μια συρόμενη πεντάφυλλη τζαμαρία που όταν ανοίγει σε βγάζει κατευθείαν στον ουρανό. Επιτρέπει όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα να φιλοξενηθούν στη σαλοκουζίνα, όπου περνώ τις περισσότερες ώρες της μέρας.
Μα τα σημαντικότερα παράθυρα και τα ωραιότερα χρώματα δεν είναι αυτά για τα οποία κοπίασα προσωπικά εγώ και οι μάστορες.
Τα αληθινά παράθυρα της κατοικίας μου είναι οι πίνακες των φίλων μου ζωγράφων:
‘Η Αγία Τριάδα’ της Όλγας, αντίγραφο αυτής του Ρουμπλιώφ, που στέκεται πάνω από το τζάκι. Έχει μέσα της το φως της αιωνιότητας. Τα απαλά της χρώματα, όλη η τρυφερότητα της ζωγράφου, διαρρηγνύουν το παρόν πινελιά πινελιά, σβήνουν τις λύπες όλες στο άγγιγμα του πινέλου που ελπίζει στην αιώνια θαλπωρή. Την θαλπωρή που δεν έχει παρελθόν και μέλλον, παρά μόνο ανεξίτηλο παρόν χαρμόσυνο.

Ο κόκκινος πίνακας του Δημήτρη στην κρεβατοκάμαρα, φτιαγμένος από άμμο και πευκοβελόνες που σχηματίζουν καραβάκια, δάχτυλα που αιωρούνται στους ανέμους προσπαθώντας να αγγίξουν το άπειρο, κύματα του ζωγράφου που διάβηκε τον Άδη και ξαναβγήκε, αγωνιζόμενος σκληρά, στο φως της ζωής και τώρα τη ζει σαν επισκέπτης ευγνώμων για κάθε στιγμή της.

Είναι ο πίνακας την Καλλιόπης που τώρα θα εκθέσει στο Βερολίνο και είναι όλη χαρά και που πραγματοποίησε το παιδικό της όνειρο να σπουδάσει ζωγραφική στα σαράντα της, αφού μεγάλωσε πρώτα τα δυο της παιδιά. Μια γυναίκα λυπημένη κάθεται σε μια καρέκλα με το ένα πόδι να πατά επάνω στο κάθισμα και το κεφάλι της βυθισμένο μέσα στο γόνατο, μ’ ένα σώμα σχεδόν ασβεστωμένο λευκό και περίγραμμα από αδρές καφέ πινελιές μέσα σε πράσινο φόντο, αναρτημένο στον κεραμιδί διάδρομο που οδηγεί στα δωμάτια. Μια γυμνή γυναίκα που περιμένει τον άντρα που θα την κρατήσει αγκαλιά και θα της πάρει όλη την λύπη.

Ένας πίνακας δικός μου, -ανάξιος λόγου-, όταν ήμουν μαθήτρια του Δημήτρη στη σχολή. Ένα αντρίκελο σε προφίλ σε άσπρο φόντο με λαδιά και καφέ χρώματα, όπου το σώμα σβήνει από τη μέση και κάτω σε μικρούς σταυρούς μέχρι να χαθεί.
Ο πίνακας του Γιάννη που έχω πάνω από το κεφαλάρι του κρεβατιού, με τα πουλιά. Πουλιά που κοιτάζονται και συνομιλούν, απαγγέλουν το ένα στο άλλο στίχους χάι κου μέσα στον κυανό ουρανό τους, καθισμένα πάνω σε φρέσκα ανοιξιάτικα κλαδιά.
Τα βλέμματα των ζωγράφων είναι τα παράθυρα του σπιτιού μου. Της καρδιάς μου παράθυρα. Ερωτηματικά και ερωτικά βλέμματα που επιτρέπουν το φως χλωρό να περνά ακόμα και τις πιο βαθιές χειμωνιάτικες νύχτες.
Μόνο που δυο μήνες τώρα τα πουλιά του Γιάννη μοιάζει να σωπαίνουν. Δεν τα ακούω πια να κελαηδούν. Τα πουλιά αυτά που συντρόφευαν τα όνειρά μου καθώς είναι πάνω από το κεφάλι μου, δεν τ’ ακούω να απαγγέλουν στίχους. Αναρωτιέμαι μήπως κελαηδούν όταν λείπω και όσο περισσότερο αναρωτιέμαι τόσο βεβαιώνομαι πως μάλλον αυτό συμβαίνει. Το τραγούδι τους το ποιητικό θαρρώ πως έγινε προσευχή μυστική για τον δημιουργό τους που είναι άρρωστος, και η προσευχή, -τα πουλιά το γνωρίζουν καλά- παύει να είναι προσευχή όταν διατυμπανίζεται. Δέονται μυστικά τώρα για την υγεία του, δεν έχουν περιθώρια για ωδές χαρωπές, άσματα ελαφρά, χορευτικά. Και τα καταλαβαίνω απόλυτα.
Σκέφτομαι πως είμαι ακόμα στο στάδιο ψυχικής και πνευματικής ανάπτυξης ενός τρίχρονου παιδιού. Σύμφωνα με την ψυχολογία, είναι εντελώς παράλογο και βασανιστικό για ένα μικρό παιδί να του ζητάμε να χαρίσει τα παιχνίδια του σε άλλα παιδιά, να τα αποχωριστεί. Πρέπει πρώτα να εμπεδώσει πως είναι δικά του για να δώσει. Πρέπει πρώτα να ολοκληρώσει την ανάπτυξη του Εγώ του και ύστερα να το παρέχει στους άλλους.
Έτσι κι εγώ. Βρίσκομαι ακόμα στη διαδικασία που κάνω δικά μου τα πράγματα και τους ανθρώπους. Τίποτα δεν μπορώ να αποχωριστώ και κανέναν.
Κι είναι τόσο μεγάλος ο κόσμος… Τόσο πολλά τα πράγματα… τόσοι οι άνθρωποι… Μα και τα παράθυρα των ζωγράφων τόσο φωτεινά που θέλω να τα κατοικήσω… και λίγο παραπάνω απ' όλους σαν πουλί στο παράθυρο του Γιάννη...


ΥΓ. Προτίμησα να μην βάλω τα επίθετα των ζωγράφων για ευνόητους λόγους. Είναι όλοι φίλοι και θα καταλάβουν το γιατί.

Sunday, September 21, 2008

Χώμα μου


Έρημο χώμα σιωπηλό.
Άφωνο χώμα εξαντλημένο.
Υπομονετικό σε κάθε χτύπημα.
Και πληγωμένο απ’ τη βία των πολιτισμών:
Κοίτα τη ζωή καθώς πετά ψηλά χαρούμενη.
Φυσά αμέριμνη. Βρέχει λυπημένη.
Κι εσύ;
Κάτω απ’ τα πόδια μας που σε πατούν,
να τα στηρίζεις.
Κάτω απ’ το σάλιο που το φτύνουμε,
ν’ ανθίζεις χαμομήλια.
Κάτω από τα σκουπίδια μας
ν’ αντέχεις αδιαμαρτύρητα την μπόχα.
Τα νεκρά σώματά μας να χωράς.
Το θάνατο, τη σήψη, τη φθορά ν’ αντέχεις.
Ποτισμένο το αίμα των πολέμων μας
σ' αγώνα ακατάπαυστο και αθέατο
να μένεις γόνιμο παρ’ όλα αυτά.
Σε αγώνα άηχο, μαρτυρικό, με φωτοστέφανο ορατό
μόνο στα μάτια των αγγέλων τα διάφανα.
Αγιασμένο από τους τοκετούς σου τους αμέτρητους.
Από τους αναρίθμητους θανάτους μας θεραπευμένο.
Κρυστάλλινο από τα χιόνια και καμένο
από τους καύσωνες και τις φωτιές μας τις απάνθρωπες,
απ’ τους σεισμούς του μίσους μας διαμελισμένο,
αγκαλιάζεις πάλι ολάκερη τη θάλασσα,
κι ακόμα υπομένεις στο κορμί σου τα σπαθιά μας.
Κι ακόμα
Κάτω απ’ όλα και για όλα ζεις.
Άμορφο για τα όμορφα υπάρχεις.
Αθόρυβο τους ήχους αντηχείς.
Τάχατες άψυχο πυροδοτείς των εραστών το πάθος.
Διαβασμένο απ’ τους παλιούς προφήτες άντεξες
και ραντισμένο από τις αγιαστούρες τους υπήρξες.
Σπαρμένο πύργους που έσπειραν
αθώα γέλια των παιδιών.
Ανάγλυφο άγαλμα λαμπρό στα χέρια των μαστόρων.
Σπίτι μικρών και ταπεινών κι ελάχιστων,
αδιάφορων για τα τυφλά τα μάτια μας, πλασμάτων.
Χώμα μου εσύ
λευκό και κόκκινο, μαύρο, καφέ, πετρώδες,
που ’χεις φωτιά στα σπλάχνα σου τα μητρικά κρυμμένη,
άσβεστο πυρήνα σου κλειδί της συνοχής του κόσμου
του παράλογου, τόσο μικρού κι απέραντου-
Χώμα μου εσύ,
παιδί σου εγώ απ’ τα σπλάχνα σου γεννήθηκα,
για κει πορεύομαι και πάλι άθελά μου, εκεί πηγαίνω.
Απ’ τη φωτιά σου πλάστηκα κι ήρθε πνοή δροσιάς
του αγγειοπλάστη στο μικρό μου στέρνο
να την αντέξω την υψικάμινο του βίου μου-
Χώμα μου εσύ,
δώσ’ μου μια χούφτα από την ταπείνωσή σου
στην υπερήφανη καρδιά
που δε σε αναγνωρίζει για πατρίδα, για μητέρα,
ούτε τέλος της.

Thursday, September 18, 2008

Βροχή μου

Είναι δική μου αυτή η βροχή.
Αυτή η ψηλή βροχή, η ανυπεράσπιστη
στο μένος του αέρα, δική μου είναι.
Αυτή η ανήμπορη στη βία του βοριά,
η υποταγμένη στη βαναυσότητά του.
Η αποδιωγμένη αυτή βροχή
σαν κόρη ανήλικη από το σπίτι του πατέρα εκείνου
που το θολό του βλέμμα εξαγριώνεται
σαν συναντά το δικό της καθαρό και διάφανο,
τόσο απλόχερα ευεργετικό. Αθόρυβο-
Τόση βροχή διωγμένη, όλη δική μου…
Τόσος άνεμος άγριος, ξένος ολότελα…
Τόσο διωγμένη η τρυφερή…
Άγριος τόσο ο απρόσωπος…
Με τις κλωτσιές την εξορίζει άσπλαχνα
και πέφτει αγόγγυστα τη γη.
Κατρακυλά, γλιστρά, παραπατά,
σωριάζεται σα μισοπεθαμένη.
Βγαίνω τρελή στους δρόμους για χατίρι της.
Για το χατίρι της ξεκλειδώνω τις κλειδώσεις μου όλες,
ανοίγω μάτια, βλέφαρα εκατό, δάχτυλα είκοσι,
τον θώρακά μου ανοίγω, την καρδιά μου ξεφυλλίζω
για να κρατήσω το δακρυσμένο πρόσωπό της,
να πιω λιγάκι απ’ το φαρμάκι της,
τόπο να της αφήσω λίγο πάνω στα γεφύρια μου,
στην κλείδα του λαιμού, στο απαλό μου δέρμα,
πριν τη ρουφήξει κόκκινο το χώμα λαίμαργο.
Τόσο σύντομη ζωή, μια στάλα διαδρομή από τον ουρανό στη γη ο βίος της, να ’ναι βασανισμένη;
Ας έπεφτε κι αυτή σαν άλλες, τόσες και τόσες ήσυχες βροχές που κατεβαίνουν μόνες τους αβίαστα, πατούν λίγο στα πόδια τους και καταδύονται στην αφάνεια της διψασμένης μας πατρίδας.
Μα αυτή η βροχή είναι η δική μου.
Καμιά δε λάτρεψα τόσο και έτσι.
Κι αφού την υποδέχτηκα στου σώματος τα περιβόλια,
χώμα γίνομαι τώρα για χατίρι της.
Είναι δική μου αυτή η βροχή επιτέλους.
Για χάρη της και χώμα γίνομαι η ταλαίπωρη.

Η ζωγραφιά είναι της Monia Brillo.

Sunday, September 14, 2008

"Σταυρός, οδηγός τυφλών..."




Ο πόνος είναι σπόρος σπάνιος.
Σε έδαφος εύφορο
ανθοφορεί τουλίπα.



Tulipa clusiana.
Φωτογραφία:
Franck Le Driant

Ένα απο τα δυσκολότερα πράγματα που έχει να πραγματοποιήσει ο τυφλός, -κυρίως αυτός που δεν είναι εκ γενετής, αλλά τυφλώθηκε σε κάποια στιγμή της ζωής του- είναι να δεχθεί να κρατήσει το μπαστούνι που θα του εξασφαλίσει την αυτονομία των κινήσεών του. Μερικοί χρειάζονται χρόνια για να το αποφασίσουν, κάποιοι δεν το αποφασίζουν ποτέ. Προτιμούν να κινούνται μόνο εφόσον έχουν κάποιον συνοδό και εάν δεν βρεθεί συνοδός δεν βγαίνουν ποτέ έξω από τον τόπο της διαμονής τους.

Η ουσία αυτής της μεγάλης δυσκολίας έγκειται στο ότι ο τυφλός αν και εν μέρει έχει αποδεχθεί πως είναι τυφλός, δεν μπορεί να δεχθεί πως ο κόσμος θα τον αντιλαμβάνεται ως τέτοιον. Δεν θέλει οι άλλοι να καταλαβαίνουν πως είναι τυφλός. Ένας τυφλός με συνοδό συχνά μπορεί να εξαπατά το βλέμμα του άλλου. Αγκιστρωμένος μέσα στην εικόνα αυτή, αυτοπεριορίζεται και εγκλωβίζεται.

Ο τυφλός που θα δεχθεί να κρατήσει το μπαστούνι-οδηγό, δεν έχει μόνο αποδεχθεί πως είναι τυφλός, αλλά έχει προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα: δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη του κόσμου, αν θα τον φοβηθούν ή θα τον κατακρίνουν, αν θα τον οικτείρουν ή θα τον αποφύγουν, αν θα τον χλευάσουν ή θα βρεθούν σε αμηχανία. Θα διαβεί μονοπάτια που ποτέ δεν θα περπατήσει αυτός που στηρίζεται μόνο στους ανθρώπους. Έχει αναλάβει πλήρως τον εαυτό του και την αδυναμία του.

Περπατώντας τυφλός στους δρόμους του κόσμου, περπατάς στους δρόμους της καρδιάς σου, αργά, προσεχτικά, ψηλαφητά, ήσυχα. Περπατάς άφοβα ή και με φόβο που κάθε στιγμή αντιπαλεύεις, μέσα στην καρδιά του κόσμου, στις φλέβες και στους χτύπους της καρδιάς του, στην αναπνοή του μέσα κυκλοφορείς αθέατος από όσους βλέπουν και επαναπαύονται στη βεβαιότητα πως βλέπουν.

Περασμένα μεσάνυχτα Σαββάτου 13ης του Σεπτέμβρη. Καθισμένη στο μπαλκόνι ανάμεσα σε ένα γλαστράκι κίτρινα χρυσάνθεμα κι ένα μαβιά, που τώρα ανοίγουν δειλά δειλά τα μάτια τους στο φθινόπωρο, κάθομαι και γράφω. Ένα από τα τροπάρια του εσπερινού, παραμονής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ξεκινούσε με τη φράση: "Σταυρός, οδηγός τυφλών..." Αναρωτιέμαι για την κυριολεξία ή την μεταφορά του τροπαρίου.

Η τυφλότητα θεωρείται η βαρύτερη από όλες τις αναπηρίες. Είναι αυτή που αποκλείει από τον πάσχοντα την θέα της ομορφιάς.
Αν το τροπάριο μιλά κυριολεκτικά, τότε ο Σταυρός ισούται με το μπαστούνι. Αυτό το ξύλο που σε γλιτώνει από τις κακοτοπιές, ανιχνεεύει τα εμπόδια που μπορεί να υπάρχουν στον δρόμο σου, σε προστατεύει από τους κινδύνους, σε οδηγεί με ασφάλεια στο ποθούμενο.

Αν μιλά μεταφορικά, δηλαδή για την πνευματική τυφλότητα, τότε όλα τα παραπάνω λειτουργούν στον νοητό πνευματικό κόσμο με αναλογίες αντίστοιχες του αισθητού και ρεαλιστικού. Ο Σταυρός δεν είναι πια ένα ξύλο, μία ράβδος χειροπιαστή, είναι ένα νοητό σημείο, ένα νοερό σύμβολο που διαγράφεις αενάως πάνω στο σώμα σου και στην ψυχή σου και σε οδηγεί στους δρόμους της καρδιάς του ίδιου του Εσταυρωμένου.

Συντετριμμένος παραδέχεσαι πως είσαι πνευματικά τυφλός. Όχι όμως ανήμπορος, αβοήθητος, απελπισμένος, ούτε βυθισμένος για πάντα στη θλίψη του Άδη που είναι σκοτάδι απόλυτο.
Ναι, είσαι τυφλός, αλλά ο Σταυρός σε οδηγεί στο Φως.
Εμπιστεύσου τον ψυχή μου ταλαίπωρη, γιατί μόνον αυτός γνωρίζει τον δρόμο προς την Ανάσταση. Το Φως της το Ανέσπερο.
Το Φως αυτό που μόνο ως τυφλός θα καταλάβεις την αξία του σε σχέση με όσους βλέπουν. Και από τη χάρη του θα πληρωθείς ολόκληρος, δίχως καμία αμφιβολία πως, όπως η τύφλωση είναι η βαρύτερη όλων των αναπηριών, η όραση του Φωτός είναι η απόλυτη χαρά.

Wednesday, September 10, 2008

Μια αποβάθρα το ποίημα της ζωής



Κάθε σταθμός, λιμάνι, αεροδρόμιο, τρισδιάστατο, παλλόμενο ποίημα της ζωής. Σύντομο, ολιγόλογο και περιεκτικό.
Άνθρωποι έρχονται, άνθρωποι φεύγουν και πάλι απ’ την αρχή. Ένα καλωσόρισες κι ένα αντίο.
Μια αγάπη, μια αγκαλιά, δυο φιλιά τρυφερά. Μικρή αναμονή. Ίσα που προλαβαίνεις να νιώσεις τον καιρό, το τοπίο να αγναντέψεις, να χαζέψεις το πλήθος, λιγάκι να αναρωτηθείς από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις, σε πόση ώρα άραγε θα έρθει το δικό σου τρένο, το πλοίο, το αεροπλάνο να σε πάρει μακριά.
Ένα βλέμμα το προλαβαίνεις δεν το προλαβαίνεις σ’ αυτούς που αγαπάς, με φόντο όλους όσους δεν πρόλαβες ή δεν μπόρεσες ν’ αγαπήσεις.
Λίγα βήματα πάνω κάτω στην αποβάθρα το μεσοδιάστημα από την άφιξή σου μέχρι την αναχώρηση.
Δεν προλαβαίνεις και πολλά.
Μη χάσεις χρόνο σε προκλήσεις, επιτηδεύσεις, επιδείξεις, καυγάδες με τους αταίριαστους, απαιτήσεις και κρίσεις. Δεν προλαβαίνεις, σου το λέω. Όπου να ’ναι θα φύγεις κι εσύ. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο.
Σκέπασε τον γυμνό, χάιδεψε τον άρρωστο, κοίτα βαθιά στα μάτια τον αγαπημένο, ευχήσου για όλους όσους είναι τριγύρω σου κι ας μην τους ξέρεις. Μην αναβάλλεις την αγάπη. Τραγούδα ένα παλιό τραγούδι δίχως να σε νοιάζει αν είσαι παράφωνος, ποιος θα σ’ ακούσει ή αν τα λες όλα σωστά.
Θαύμασε το κάθε λεπτό που περνά στην αποβάθρα σαν ωραία γυναίκα που είναι πάντα ωραία και άξια να την κοιτάς. Όταν γελάει κι όταν βουρκώνει. Όταν κοιμάται κι όταν ανοίγει νωχελικά τα βλέφαρα να την κοιτάξει μαγεμένη η πρώτη αχτίδα του ήλιου.

Άπλωσε την καρδιά σου χλωρό χορτάρι να κυλιστούνε πάνω του παιδιά οι στιγμές. Άφησε όλες τις στιγμές πάνω του να χοροπηδήσουν, να τρέξουν, να ιδρώσουν.
Μη διστάσεις, μη φοβηθείς, άκουσέ με. Πέντε δέκα βήματα στην αποβάθρα είναι αυτά που έχεις να κάνεις. Ούτε σπουδαία, αλλά ούτε ευκαταφρόνητα. Ακούς το σφύριγμα; Ίσως είναι για σένα. Ίσως για τον διπλανό σου. Έχει σημασία; Με λίγες ώρες διαφορά φτάσατε. Με λίγες ώρες διαφορά θα φύγετε κάποια στιγμή. Όλη από την ίδια χώρα προέλευσης προς την ίδια πορευόμαστε εν τέλει.
Μη νοιάζεσαι με τι μέσο θα ταξιδέψεις. Αν θα είσαι όρθιος ή ξαπλωμένος, ακμαίος, ασθενής, νέος ή γέρος. Προχώρα.
Γυμνός ήρθες. Γυμνός θα φύγεις. Ανήμπορος έφτασες ως εδώ, ανήμπορος θα αποχωρήσεις. Δίχως λόγια συγκατένευσες να έρθεις. Βουβός θα κοιτάξεις γύρω σου όταν θα έρθει η ώρα να απομακρυνθείς.
Έκθαμβος τότε για το μυστήριο το ακατανόητο της ζωής. Εκστατικός μετά για το μυστήριο του θανάτου. Άγνωστη σου ήταν η Κυρία τότε. Αυτήν που τώρα λες πως καλά γνώρισες. Άγνωστος και ο Κύριος που σε περιμένει και που μπορεί και γι’ αυτόν πολλά να πεις αργότερα που τώρα ούτε καν υποψιάζεσαι.
Κι αν κλάψεις στον αποχωρισμό, μη το λογίσεις για κακό. Κλαίγοντας ήρθες στη ζωή κι απέδειξες πως ζεις. Δε θα σου πει κανένας τίποτα αν φεύγοντας εσύ ή οι αγαπημένοι σου βουρκώσεις λίγο πάλι.
Γράψε δυο λέξεις όμορφες στον τοίχο αυτής της αποβάθρας, αφού τόσο το θες να σε θυμούνται. Κάνε μια ζωγραφιά για τα παιδιά. Ψέλλισε αθόρυβα μια προσευχή για σένα και γι’ αυτούς, για τα παιδιά. Για τα τρένα που πέρασαν, γι’ αυτά που πλησιάζουν, τα πλοία που ταξιδεύουν κι όσα βούλιαξαν, τα αεροπλάνα που πέταξαν, δεν πέταξαν, εκείνα που ακόμα σκίζουν τους αιθέρες.
Μη κρατάς τις λύπες και βαρύνεις το κορμί σου άδικα. Πέντε δέκα βήματα στην αποβάθρα είναι αυτά. Μη σου φανούνε στάδια ατελείωτα. Άφησε τις λύπες να τις πάρει ο αέρας, η βροχή, τα σύννεφα. Μοίρασε τις χαρές σου γενναιόδωρα στους ταξιδιώτες.
Μπορείς να τους κάνεις να νιώσουν πως όλα αυτά είναι ένας γάμος; Πως τα σερνάμενα βήματά τους σ’ αυτήν την αποβάθρα που ξένοι ανταμώσατε, μπορούν να γίνουν χορευτικά βήματα σε υπαίθριο πανηγύρι; Δείξε τα βήματα κι άσε καθέναν με τον τρόπο του, με τον ρυθμό του, με το δικό του σώμα να χορεύει.

Μέχρι να ’ρθει αεροπλάνο, τρένο και βαπόρι για να πάμε στο τραπέζι του γάμου που μας περιμένει στρωμένο ζεστά, λαχταριστά, ευωδιαστά εδέσματα. Να φάμε αχόρταγα τα θεσπέσια φαγητά, να μεθύσουμε με τα πιο ηδονικά κρασιά, ν’ ανταμώσουμε όλοι αγαπημένοι. Ν’ αποσυρθούμε ύστερα στην νυφική παστάδα. Αυτήν που από πάντα ονειρευόμασταν. Και τα χαράματα, αφού θα ’χει πια συντελεστεί η πολυπόθητη ένωση με τον αγαπημένο –αυτή η ένωση για την οποία τόσο αγωνιστήκαμε περπατώντας πάνω κάτω στην αποβάθρα της ζωής-, να βγούμε επιτέλους στους κήπους τους απέραντους κι αιχμαλωτισμένοι από την ομορφιά της τέλειας αγάπης να λιώσουμε στο άρωμά της το ποικίλο, που όλο αλλάζει και τυλίγει το ένα μας μέχρι να γίνουν όλα άρωμα και όλοι να γίνουμε παρουσία πλήρη και κατάφωτη.

Saturday, September 6, 2008

Ανοιχτό γράμμα από τη Ραβέννα


Με ρωτάς τι μου αρέσει τόσο στη Ραβέννα. Αφού με ρωτάς θα σου πω.
Την αγαπώ σαν να γεννήθηκα εδώ. Σαν τόπο όπου θα διάλεγα να πεθάνω. Δεν θα μπορούσα να την πω πόλη ούτε βέβαια χωριό. Ίσως γιατί μ’ αυτές τις λέξεις στο δικό μας μυαλό έρχονται εικόνες που δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτή την αγκαλιά. Γι’ αυτό την ονομάζω τόπο, χωρίς άλλον προσδιορισμό.

Το ξενοδοχείο που μένουμε είναι η βίλλα Τζιαρντίνο. Σε περασμένες εποχές σίγουρα θα ήταν η έπαυλη κάποιου ευγενούς, όπως εξάλλου όλα τα τριγύρω διώροφα. Η κεντρική του είσοδος είναι μπροστά στο δημοτικό πάρκο. Καστανιές, πεύκα, δέντρα ηλικιωμένα κι επιβλητικά, μαζί μ’ ένα σωρό άλλα που δυστυχώς ακόμα δεν γνωρίζω το όνομά και την προέλευσή τους.

Δεν ακούγεται τίποτα άλλο εκτός από κελαηδίσματα πουλιών, ένας κούκος από μακριά και ο απόηχος κάποιων αυτοκινήτων που τρέχουν στη λεωφόρο.

Είναι Κυριακή και το φαγητό που αγοράσαμε από το ντελικατένσε μπακάλικο σερβίρεται στο μικρό μπαλκονάκι εδώ ακριβώς μπροστά στο δάσος. Είμαι στον παράδεισο.
Το πρωί πήγα για μια ακόμα φορά στον Άγιο Απολλυνάριο τον Νέο. Για τρίτη φορά είδα τα ψηφιδωτά με τους μάγους και τους αγίους όλους πλάι στον Χριστό πάνω από τους μαρμάρινους κίονες.


Κατάλαβα για μια ακόμα φορά τη σύγχιση που παθαίνει το μυαλό μου. Απόμεινα να κοιτώ έκπληκτη το νεοτερικό κιτσάτο Ιερό που είχα διαγράψει απολύτως από το νου μου. Στη θέση του είχα τοποθετήσει το έξοχο Iερό του άλλου Αγίου Απολλυνάριου που βρίσκεται έξω από την Ραβάννα στην Classe.

Αυτό κάνω ασυνείδητα και δίχως καμία πρόθεση αυθαιρεσίας. Επιλέγω τα ωραιότερα μέρη των εμπειριών μου, λησμονώ δίχως καμία προσπάθεια ό,τι δεν μου αρέσει, και φτιάχνω το δικό μου ψηφιδωτό μνήμης που συνήθως διατηρεί μια απολύτως επιλεκτική σχέση με την πραγματικότητα.

Ξέρεις, λοιπόν, γιατί αγαπώ τόσο την Ραβέννα;
Γιατί δεν φωνάζει, αλλά, ψιθυρίζει.


Δεν έχει τίποτα το κραυγαλέο και φανταχτερό. Η αρχιτεκτονική της δεν είναι υπεροπτική, η ζωή της κυλάει στο πλακόστρωτο πάνω σ’ ένα ποδήλατο. Όλα είναι ήπια και ζεστά. Τα διώροφα και τριώροφα σε χρώματα ζεστά, σέπια, χοντροκόκκινο, ροζ, πορτοκαλιά, ώχρες, καφετιά ή πέτρινα. Οι μπουτίκ μικρές, μια σταλιά, σαν αυτές που βρίσκεις στο Μαραί στο Παρίσι.

Ελάχιστα αυτοκίνητα που δίνουν πάντα προτεραιότητα στους πεζούς και στους ποδηλάτες. Άνθρωποι ήπιοι, χαμογελαστοί και ευγενέστατοι. Ο καιρός είναι καλοκαιρινός αλλά φυσάει διαρκώς ένα αεράκι που σου δροσίζει την καρδιά.

Σήμερα που είναι Κυριακή και απόγευμα πίνω την σοκολάτα μου έξω από τον Άγιο Βιτάλιο. Οι περισσότεροι ντόπιοι λείπουν. Στους δρόμους κυκλοφορούν σχεδόν αποκλειστικά αυτοί που κάνουν τις βοηθητικές εργασίες στα σπίτια, στα μαγαζιά, στον δήμο. Μαύροι από αφρικανικές χώρες που μιλούν γλώσσες ακατανόητες και σλάβοι.

Η γυναίκα που ήρθε να καθαρίσει το δωμάτιο είναι μια συμπαθέστατη μαύρη που όλη την ώρα τραγουδάει παρέα με μια φίλη της που ήρθε να της κάνει παρέα και απλώς την ακολουθεί και πότε πότε κουβεντιάζουν και γελούν χαρούμενες.
Δεν έχει ρεσεψιόν εδώ, και πολύ μου αρέσει. Το κλειδί το πήραμε από ένα άλλο ξενοδοχείο που έχει κάποια σπίτια σαν κι αυτό. Κανένας υπάλληλος δεν υπάρχει εδώ κι αυτό το κάνει να είναι περισσότερο σπίτι παρά ξενοδοχείο. Έτσι μπορώ και καπνίζω με την ησυχία μου στο μεγάλο σαλόνι, πράγμα που διαφορετικά θα ήταν αδιανόητο, μιας και το κάπνισμα απαγορεύεται πλέον στους εσωτερικούς χώρους.
Στο δρόμο συναντώ μια ομάδα ένστολων αστυνομικών. Ανάμεσά τους δυο νεαρά κορίτσια με ένα γκλοπ περασμένο στη λεπτή τους μέση. Το θέαμα αυτό είναι αντιφατικό.

Όσο μένω εδώ, τόσο θέλω να φύγω από τη Θεσσαλονίκη. Το μόνο που με κρατά εκεί είναι ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός και ο Άγιος Δημήτριος με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και δυο φίλοι. Φυσικά και η εργασία μου. Δεν είναι βέβαια, στους καιρούς μας, λίγα αυτά, ούτε ευκαταφρόνητα. Όμως είναι τόσα άλλα που με συνθλίβουν και με διώχνουν ώστε πρέπει να βρω πια έναν τρόπο διαφορετικό να συνεχίσω να ζω. Ή να φύγω σε μικρότερο τόπο, ή να ομορφύνω τον τόπο μου ή να φεύγω συχνότερα. Τώρα το συνειδητοποιώ καλύτερα. Δεν μπορώ να ζω χωρίς ομορφιά. Την έχω ανάγκη όσο και το οξυγόνο. Και εδώ έχει πολλή ομορφιά. Μπορώ και σκέφτομαι καθαρότερα, ησυχάζω και γράφω.

Ξέρεις, η Ραβέννα, η Πάρμα, το Ρίμινι, η Μπολόνια, η Μοντένα, ανήκουν στην περιοχή που ονομάζεται Εμίλια Ρομάνα. Αυτή η περιοχή είναι ξακουστή για την κουζίνα της. Σήμερα το βράδυ, λοιπόν, τρώμε το καλό μας δείπνο σ’ ένα τυπικό ιταλικό εστιατόριο που είναι ένα αρχιτεκτονικό ποίημα.

Επισκευάστηκε το 1572 –άκου τώρα κάτι ημερομηνίες- από τον Captain Gesure Rasponi di Savarna. Για μερικά χρόνια ήταν εστιατόριο και λοκάντα όπου έμενε ο Δάντης. Το 1876 το αγόρασε μια οικογένεια και στο κελάρι της τότε έβρισκες μερικά από τα καλύτερα κρασιά της Ρομανίας. Σήμερα εκτός από την τεράστια συλλογή κρασιών υπάρχει και μια μεγάλη βιβλιοθήκη με βιβλία και περιοδικά στη Ρομάνικη διάλεκτο για την κουλτούρα της.

Είναι πέτρινο, ψηλοτάβανο και οι θόλοι του τρυφερά ζωγραφισμένοι σε χρώματα παστέλ. Η δεύτερη πτέρυγα που ενώνεται με την πρώτη σε πι, έχει οροφή με πλεξιγκλάς και μέταλλο που ακουμπά στο διπλανό πέτρινο σπίτι. Ο σερβιτόρος είναι ένας συμπαθέστατος χοντρούλης που εδώ πατά κι εκεί βρίσκεται. Αποφασίζω να πάρω σαν πρώτο πιάτο την μόνη σούπα που έχει ο κατάλογος. Για να έχει μόνο μία σούπα, σκέφτομαι, δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρουσα.

Σερβίρεται σε θερμοκρασία δωματίου και έχει μέσα φασόλια, κολοκυθάκια χωρίς τους σπόρους κομμένα σε κύβους μικρούς, καρότα και σιτάρι, βρασμένα σε ζωμό κρέατος, με λεπτές φετούλες μπέικον τηγανισμένο. Είναι ένα αριστούργημα! Τι να πω τώρα για το χειροποίητο μακαρόνι που ακολουθεί; Τέλειο! Το κρασί χάρμα και η κίτρινη γκράπα μεθυστικά αρωματική!

Παντού ευγένεια, καλαισθησία και καθαριότητα. Για τον Άγιο Βιτάλιο τα έχω γράψει και στο βιβλίο, τα διάβασες, τι άλλο να προσθέσω; Τα ψηφιδωτά παραμένουν μοναδικά, η συγκίνηση αξεπέραστη, δεν έχω να προσθέσω τίποτα.
Ναι, διψάω αφάνταστα την ομορφιά κι εδώ ξεδιψάω. Σα μεθυσμένη γυρνώ κι όλα με ποτίζουν κάλλος ζωής παρελθοντικής και παροντικής.

Μισό κοτόπουλο και κολοκυθάκια τηγανητά από το μπακάλικο που ονομάζεται ‘γαστονομία’, για μεσημεριανό στον κήπο του σπιτιού. Μπαίνοντας σηκώνω το κεφάλι ψηλά και βλέπω στο πάνω μπαλκόνι την ιδιοκτήτρια που ως είναι φανερό κατοικεί στον δεύτερο όροφο. Είναι λίγο αστείο το κατά τα άλλα ωραίο θέαμα. Φορά ασπρόμαυρο ολόσωμο μαγιό κι έχει τα πόδια λυγισμένα πάνω στο κάγκελο του μπαλκονιού καθώς μιλά στο κινητό παραδομένη μάλλον σε συνομιλία ευχάριστη. Ζουμερή μελαχρινή ωραία γυναίκα, καθόλου τυπικό δείγμα ιταλίδας που συνήθως είναι ψηλές και πολύ αδύνατες.

Ο ήλιος δύει κι εγώ πίνω πάλι την σοκολατίτσα μου μη χορταίνοντας την πρόσοψη του Αγίου Βιτάλιου και του μεγάλου πεύκου σιμά του. Θα πάω στο βιβλιοπωλείο τώρα να δω παιδικά παραμύθια καλών ιταλών εικονογράφων, μήπως βρω κάποιον που να μου ταιριάζει.

Το αποχαιρετιστήριο δείπνο πάλι σ’ αυτό το υπέροχο μπαλκόνι μπροστά στο πάρκο, με προσούτο και πεπόνι, πράσινη σαλάτα και σύκα, κόκκινο κρασί. Αργά το βράδυ μια τελευταία βόλτα στο κέντρο για μια κίτρινη γκράπα που σου αναστατώνει τα σωθικά ευχάριστα κι ένα σουφλέ σοκολάτα που αν ήσουν εδώ θα το χλαπάκιαζες με μία μπουκιά.

Όλα κύλισαν όμορφα, ήσυχα, απλά. Κανένα άγχος, καμιά ταραχή, ούτε βιασύνη. Έτσι τα πράγματα άφοβα αποκαλύπτουν το πρόσωπό τους. Πρόσωπο που θέλει τον δικό του χρόνο για να κοιταχτεί, να χαϊδευτεί, να φιληθεί.
Αύριο Τοσκάνη. Γλυκασμένη χαιρετώ την Ραβάννα που μου έδωσε την ψυχή μου πίσω, θεραπευμένη από την γενναιόδωρη ομορφιά της ανθρωπιάς της.


ΥΓ. Οι φωτογραφίες διηγούνται μια παράλληλη ιστορία μ' αυτήν που γράφεται. Οι περισσότερες δεν ταυτίζονται με τις λέξεις, εκτός από αυτές του εστιατορίου - προσοχή! Ήταν στα πλαίσια του παιχνιδιού αυτού του ανοιχτού γράμματος!

Thursday, September 4, 2008

Το ωραιότερο της ζωής μου ταξίδιον


Οι σοφοί άνθρωποι λένε πως όταν είναι αναπαυμένη η καρδιά του ανθρώπου όπου και να βρίσκεται, σε όποιον τόπο κι αν διάγει τον βίο του, είναι καλά. Ωστόσο αν δεν έχεις φτάσει ακόμα στην άκρη του δρόμου που σε κάνει σοφό, εκεί που η σκόνη των εντυπώσεων μετασχηματίζεται σε εμπειρία γόνιμη και καρποφόρα, διαπιστώνεις πως άλλοι τόποι σε ωφελούν και άλλοι όχι.
Άλλοι αναπαύουν την καρδιά σου τροφοδοτώντας την ομορφιά, κάλλος απαράμιλλο που σε καθαρίζει σαν βάφτιση. Και άλλοι που σε κουράζουν. Υπερβαίνουν τον αγώνα σου, τις δυνάμεις σου, τις αντοχές σου.

Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Άλλους αρκεί να τους κοιτάς. Κάθεσαι πλάι τους με σταυρωμένα τα χέρια και είσαι ήδη μέσα στην ζεστή αγκαλιά τους που σε παραμυθεί για όλα τα απαρηγόρητα, μήτρα αγάπης που σε συνδέει απευθείας με τον λώρο της Xάριτος. Και άλλους από τους οποίους απομακρύνεσαι καθώς σου φράζουν τον δρόμο που επέλεξες προτιμώντας συχνά την μοναξιά καθώς το πρόσωπό της είναι κάποτε τρυφερότερο από την καρδιά τους.

Η Τοσκάνη είναι από τους τόπους που σε οδηγούν κατευθείαν στην ουσία της ύπαρξής σου, δηλαδή στο φως. Η φυσική της ομορφιά δεν έχει τίποτα το εξωτικό και παράδοξο. Ίσως τίποτα το εντυπωσιακό που να μην παραπέμπει ήδη σε γνωστές εικόνες αποθηκευμένες στη μνήμη. Έχει την απλότητα ψυχής αγαθής. Σώμα καλλίγραμμο νωχελικά γερμένο στη γη, ίδιο γλυπτό κόρης του Χαλεπά στο ανάκλιντρο. Μισοσκεπασμένο αμπελώνες υφασμένους την μέριμνα, την υψηλή τέχνη και το μεράκι, κι αλλού γυμνό, αφού θερίστηκε το σιτάρι και σε μπάλες τώρα τα άχυρα περιμένουν υπομονετικά της σειρά τους.

Τα μαλλιά της κόρης συστάδες από καλοχτενισμένα κυπαρίσσια μαγνητισμένα από τα νέφη. Αραιά και που κοσμούν το σώμα πύργοι και κάστρα, από αιώνες τώρα ίχνη αφής ερωτικής αρχόντων, εραστών της ομορφιάς.

Λόφοι ατέλειωτοι. Καμπύλες ανοιχτές, γραμμές που σε τυλίγουν ρούχο χυτό γενναιόδωρο. Λόφοι στα μέτρα σου τα ανθρώπινα. Και λίγο παραπάνω. Να τα υπερβείς με προσπάθεια.
Λόφοι τοιχώματα της χωμάτινης βάρκας που ξαπλώνεις παιδί στην κοιλιά της να δεις προστατευμένο τη νύχτα τ’ άστρα. Θαρραλέο να δεις τη μέρα, που δεν είσαι ένα παιδί μοναχό σε μια χωμάτινη βάρκα για ένα άγνωστο ταξίδι.

Η βάρκα αυτή μητρικά σε κρατά. Προσεύχεται για σένα: να μη χαθείς. Σου μαθαίνει απ’ την αρχή το ‘Πάτερ ημών’. Την πίστη σου μαθαίνει στα θαύματα Εκείνου που χέρι αγάπης έπλασε το σώμα της και το δικό σου. Την ελπίδα πως η βάρκα του κόσμου οδηγεί σε λιμάνι αιωνίως απάνεμο. Την αγάπη που είναι αμπελώνας μόχθου μεγάλου μέχρι να φτάσεις να κεράσεις το κρασί της στα διψασμένα χείλη.


Η Τοσκάνη είναι γυναίκα. Μητέρα είναι. Νέα και παλιά. Έφηβη και γραία. Ξεκουράζει, παρηγορεί, πλουτίζει τον διαβάτη και τον ενδυναμώνει. Κοιμίζει τις αγωνίες του. Τους εφιάλτες του χαϊδεύει. Ξορκίζει τις λύπες. Χαράματα τον ξυπνά βαφτισμένο στην ομορφιά.

Στην αγάπη του Δημιουργού της που έπλασε το ευλογημένο κορμί της. Στην διακριτική παρουσία του ανθρώπου που το διακόσμησε με ευγενική διάκριση για να το κάνει να καρπίσει δώρα εφάμιλλα του κάλλους του σαν το Vino Nobile Montepulcano.




Καλό φθινόπωρο!

ΥΓ. Για να σας αποζημιώσω για την μακρά απουσία μου σας έβαλα και δύο μουσικές από την χειμερινή συναυλία μας στο Πλατώ: το 'Στοιχηθείτε' του Θανάση Τσίτσαρη και το 'Γύρνα φτερωτή του μύλου' του Μάνου Χατζιδάκι.
Παίζουν: Γιώργος Κοκκινάκης-πιάνο, Θανάσης Τσίτσαρης-τσέλο, Κυριάκος Καλαϊτζίδης-ούτι και στη φωνή η γράφουσα. Live είναι, δεν έχει και πολύ καλή απόδοση, αλλά νομίζω πως δεν πειράζει και τόσο...