Τον τελευταίο καιρό ξαναπήγα σχολείο. Βλέπω και παρατηρώ και βέβαια μαθαίνω πράγματα και θάματα που πάντα υπήρχαν γύρω μου, αλλά δεν τα έβλεπα.
Άνθρωπος της γαστρονομίας είμαι, του μαγειρέματος. Πάντα νόμιζα ότι το φαγητό προετοιμάζεται για να προσφέρει μια από τις ανθρώπινες ηδονές. Μήπως έκανα λάθος; Ή πιο απλά, μήπως υπάρχουν και άλλοι παράγοντες στο φαγητό που ξεπερνούν την ηδονή; Ναι, φυσικά. Απλώς αυτό το βάλαμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας και το ξεχάσαμε.
Το φαγητό κυρίως και απολύτως είναι ζωή.Η θρέψη, όπως θα έλεγε η γιαγιά μου:
- αυτό είναι θρεπτικό
- αυτό είναι δυσκοίλιο
- αυτό είναι ευστόμαχο
Μια εκδήλωση αγάπης του καθημερινού ανθρώπου, άντρα, γυναίκας, παιδιού ή γέρου εκδηλώνεται προσφέροντας τροφή στον άλλον. Η μάνα προτείνει το φουσκωμένο από γάλα στήθος της στο μωρό της, η πάπια ταΐζει το παπάκι στο στόμα, η λέαινα καθοδηγεί το λεονταράκι να βρει και να μασήσει μόνο του την τροφή, η μάνα πελεκάνος αν δεν βρει τροφή να θρέψει τα μικρά της κατασπαράζει μόνη της τα σπλάχνα της για να ταΐσει τα μικρά της με τη σάρκα της και το αίμα της.
Αυτό είναι η θρέψη, ανώτερη από τη γαστρονομία. Οι μανάδες θρέφουν τα παιδιά τους, τους δίνουν ζωή ή ακόμα καλύτερα δύναμη για ζωή. Γι’ αυτό όλοι εμείς γιοί και κόρες αγαπάμε τις μανάδες μας γιατί μας έθρεψαν. Κι όμως εγώ τον πήρα τον δρόμο της γαστρονομίας. Φαφλατάδικος δρόμος, φιγουρατζίδικος, με φωνές και τυμπανοκρουσίες, αλλά ότι κι αν πεις εύκολος δρόμος.
Δύο εξτραβαγκάντσες, ένα εξωτικό μπαχαρικό, λίγος αφρός και οι γαστρονόμοι έμειναν εκστασιασμένοι και ατενίζοντας στο υπερπέραν καταμετρούν την υφή του μπαρμπουνιού, το άρωμα της κολοκύθας, τη γεύση του αγγουριού.
Έλεος, άνθρωποί μου, η μαγκιά του μάγειρα είναι να φτιάξει τρεις μπουκίτσες φαγητό για ένα πονεμένο σώμα και την ψυχή που κρύβει μέσα του. Να τον πείσει να φάει. Να γίνει μάγειρας της θρέψης και όχι της γαστρονομίας. Να νιώσει ότι έδωσε λίγη ζωή, λίγο κουράγιο. Δεν είναι ανάγκη να είσαι ο σούπερ μάγειρας για να το κάνεις αυτό, αρκεί να αγαπάς, να φροντίζεις, να σκέπτεσαι.
Αυτό το σχολείο πέρασα τον τελευταίο καιρό, εγώ ο άγαρμπος μαγειράκος, να θρέψω δηλαδή, να δώσω ζωή στην αγαπημένη μου. Αρνιόταν πεισματικά να ζήσει, μόνο λίγα ροδάκινα της άρεσαν σε ήπια θερμοκρασία, ούτε ζεστά ούτε κρύα. Εγώ μέσα στην κουζίνα έφτιαχνα τυροπιτάκια, έβραζα χυλωμένη φακή χωρίς μπαχαρικά για να μην την ενοχλούν, έφτιαχνα σαλάτα φατούς που της άρεσε, έβραζα κολοκυθάκια, άτμιζα μια φρέσκια γλώσσα. Ήθελα να θρέψω την καλή μου, το ήθελα μα αυτή αρνήθηκε. Βλέπετε είχε ξεκινήσει από καιρό έναν άλλο μακρύ και άγνωστο δρόμο... Ποιος θα τα φάει όλα αυτά που μαγείρεψα;
Θα παλαιώσουν μέσα στις πιατέλες, μέχρι που κάποιος θα τα πετάξει. Τα φαγητά μου δεν έθρεψαν κανέναν, ούτε καν εμένα. Θα ήθελα κάτι να κάνω, μα είμαι ανήμπορος, δεν ξέρω τίποτα άλλο να θρέφω ανθρώπους και ενίοτε τις ψυχές τους. Γιατί θέλω να ξέρετε ότι η ανθρώπινη ψυχή κατοικοεδρεύει στο στομαχάκι μας.
Υ.Γ. Στις 29 Αυγούστου στις 11.15 το βράδυ η αγαπημένη μου γυναίκα Στέλλα έφυγε από αυτό τον κόσμο αφού έδωσε μια τιτάνια μάχη με την καταραμένη αρρώστια. Ήθελε να ζήσει όσο κανένας άλλος. Πίστευε ότι καλυτέρευε, ενώ η αλήθεια ήταν διαφορετική. Την αγαπούσα πάρα πολύ και θα την αγαπώ.
............
Αναπαυμένη ας είναι η ψυχή της Στέλας του και καλή δύναμη στον τρυφερό μας Ηλία...