Τρίτο αιώνα των διωγμών τα δυο αδέρφια ζούσαν
εκεί στη Νικομήδεια που τόσο αγαπούσαν
Όταν βγήκε διάταγμα για τους διωγμούς πηγαίνουν
μαζί με άλλους χριστιανούς και σ' όρος ανεβαίνουν
Δεν πήγαιναν αυτόκλητοι ώστε να μαρτυρήσουν
πριν του Θεού το θέλημα καλά να το γνωρίσουν
Μια μέρα τον Ευλάμπιο τον στέλνουν για να φέρει
ψωμί, καθώς πεινάσανε μες στου βουνού τα μέρη
Στην πόλη κατεβαίνοντας στέκεται και διαβάζει
το διάταγμα πως Μάξιμος έπαρχος διατάζει
όπου κι αν δούνε χριστιανό να του τον παραδώσουν
Οι ειδωλολάτρες πάραυτα τον παίρνουν να τον δώσουν
στον έπαρχο της πόλης τους για να τον ανακρίνει
Ο Ευλάμπιος ακλόνητος στην πίστη του θα μείνει
και έτσι τα μαρτύρια αρχίζουν για τον άγιο
καθώς ήτανε αίτημα των βασιλέων πάγιο
Ο Διοκλητιανός διέταζε απ' τη Ρώμη
και ο Μεξιμιανός μαζί, δυο ήτανε οι θρόνοι
Οι μέρες σαν περνούσανε, πήγε η Ευλαμπία
να μάθει του Ευλάμπιου ποια ήταν η αιτία
που τόσο αργοπόρησε και δεν ξανάρθε πίσω
Τον βρίσκει στα μαρτύρια. "Κι εγώ δε θα γυρίσω
Ευλάμπιε, απ' τον Κύριο, ζήτα να μαρτυρήσω
Ζήλεψε η ψυχούλα μου, θέλω στη Βασιλεία
πάλι μαζί να είμαστε. Στην άγια Ασυλεία
αδέρφια, όπως στη ζωή ήμασταν, κι αιωνίως
εκεί να παραμείνουμε, στο λέω εναγωνίως."
Το λόγο δεν απόσωσε κι ο Μάξιμος θυμώνει
Καμίνι, με πολλά υγρά ποικίλλα, το πυρώνει
και τα αδέρφια σπρώχνοντας μέσα εκεί τα βάζει
Αλώβητα μένουν αυτά μες στο ζουμί που βράζει
και οι διακόσιοι θεατές μ' ένα στόμα φωνάζουν
"Είναι μεγάλος ο Θεός των αδερφών που βράζουν
και δεν παθαίνουν τίποτα. Κι εμείς, λοιπόν, μαζί τους
Γινόμαστε και χριστιανοί μα και ακόλουθοί τους"
Οργίστηκε ο τύραννος, τους αποκεφαλίζει
μαζί με τον Ευλάμπιο. Το αίμα συγκλονίζει
την Ευλαμπία, τρυφερή σαν μίσχος ανεμώνης
και της αγίας της ψυχής του ουρανού ο Κόμης
την παίρνει στα χεράκια Του προτού ν' απλώσουν χέρι
οι δήμιοι με τα σπαθιά, κοντά Του να τη φέρει.
Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008
No comments:
Post a Comment
Σχόλια