Επί Διοκλητιανού, ως χριστιανή, στη Ρώμη
η Χαριτίνη έζησε και των διωγμών οι τρόμοι
διόλου δεν την ετρόμαζαν ούτε το μαρτυρίου
ο ίσκιος τη σκοτείνιαζε. Στο σπίτι του Κλαυδίου,
ήτανε υπηρέτρια κι αυτός την είχε κόρη
τοσο που τη σεβότανε όσο ήλιο τα όρη
Ο κόμης ο Δομέτιος, πως χριστιανή λογιέται
η Χαριτίνη, έμαθε, κι αμέσως συλλογιέται
να στείλει να φωνάξουνε για να την ανακρίνει
Σαν το μαντάτο έφθασε, ανοίγουν σαν σε κρήνη
ο οφθαλμοί του Κλαύδιου και δεν χορταίνουν κλάμα
Τρίχινα ενδύματα φορά γνωρίζοντας πως άμα
την κόρη ο Δομέτιος θέλησε να εξετάσει
να την ξεχάσει θα 'πρεπε αυτός ως να γεράσει
Δε θα τη στείλω, σκέφτηκε. Μπορώ και να την κρύψω
Θα σπάσω το κεφάλι μου, το νου μου θα συντρίψω
αλλά τη Χαριτίνη μου, σ' αυτόν δε θα τη δώσω
"Σ' ευχαριστώ αφέντη μου που τόσο με φροντίζεις
Τόσο" του είπε "μ' αγαπάς που δάκρυα ραντίζεις
στα τρίχινα τα ρούχα σου και μέσα στην καρδιά μου
Μα αν απ' το αίμα λεκιαστεί η άσπρη η ποδιά μου
δε θα 'ναι από το Χριστό μόνο συγχωρημένες
όλες οι αμαρτίες μου στο αίμα ξεπλυμένες
αλλά θα αφεθούν μετά και κι όλες οι δικές σου
Να μαρτυρήσω άσε με, και απαλά αφέσου
στο θέλημα του Ιησού, που έδωσε τα αίμα
το άγιο Του κι ενίκησε του θάνατου το ψέμα"
"Καλόν αγώνα, κόρη μου. Καλή ψυχή μου, φως μου
πήγαινε κι όταν θα Τον δεις, υπόσχεσή σου δώσ' μου
πως δυο λογάκια θα τα πεις, για μένα τον καημένο
τόσο που Τον χρειάζομαι στον ταλαιπωρημένο
τον βίο μου, ψυχούλα μου. Άντε, λοιπόν, ξεκίνα"
Αγαλλομένω τω ποδί, τρέχει αυτή για κείνα
που θέλουν τη ζωούλα της. Σαν ελαφίνα πάει
με γενναιότητα πολλή, θαρρείς πια και πετάει
Τη βλέπει ο Δομέτιος. "Εσύ, Χριστό πιστεύεις;"
ρωτά, κι εκείνη απαντά: "Μην άδικα παιδεύεις
το νου σου, και το χρόνο σου άδικα μην τον χάνεις
Και ό,τι έχεις κάνε το, και ό,τι θέλεις κάνεις
Πίστευα και πιστεύω Τον και ώσπου να πεθάνω
θα τον πιστεύω και γι' Αυτόν ό,τι μου πεις θα κάνω"
Οργίστηκε ο άρχοντας κι αμέσως διατάζει
"Ξυρίστε το κεφάλι της κι εκεί που αίμα στάζει
πάρτε αναμμένα κάρβουνα και τρίψτε τα επάνω
Τέλος μια πέτρα στο λαιμό δέστε της για ένα μπάνιο"
Τη ρίχνουν μες στη θάλασσα την πικροκυματούσσα
που αμαρτωλούς και άγιους χωρά η πλέον ούσα
μεγάλη και ευρύχωρος κι έτσι κι αυτή αγιάζει
με τόσους που αγάπησε, τόσους που αγκαλιάζει
Κυρίου όμως Άγγελος, τη λύνει την αγία
και πάλι στον Δομέτιο μπρος θα βρεθεί η θεία
Ίχνος από συγκίνηση δεν τον διαπερνάει
Την πωρωμένη την καρδιά τίποτα δεν τρυπάει
όταν η Χάρις του Θεού έρημη την αφήσει
Κι άλλα βασανιστήρια. Ποιος να τα ομολογήσει
δίχως κομμάτια η καρδιά μέσα στα σωθικά του
να γίνει μπρος στη φρίκη τους; Έτσι, και τα δικά του
τα δικαιώματα, εξαντλεί, αυτά της εξουσίας
να κομματιάσει θέλοντας το σώμα της οσίας
Τα νύχια της σαν έβγαζαν και δάχτυλα αφαιρούσαν
πέταξε η ψυχούλα της και γύρω της πετούσαν
μύριες μυριάδες άγγελοι που νέα αγία εφάνη
να πάρει απ' τον Πλάστη τους τ' αμάραντο στεφάνι
Εμπνευσμένο από το Φθινοπωρινό Συναξάρι του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη, τόμος Α ΄, Ακτή, Λευκωσία 2008
No comments:
Post a Comment
Σχόλια