Γεννημένος στη μεγάλη
Αντιόχεια το 540μ.Χ ο Ανδρόνικος,
ευλαβής και πανέμορφος, έμαθε
την τέχνη του αργυροπράτη απ' την οποία και πλούτισε. Παντρεύτηκε
την Αθανασία. Του ταίριαζε στην σεμνότητα,
την αρχοντιά και την ευλάβεια. Του
ταίριαζε και στην ομορφιά. Αποφάσισαν να μοιράσουν την μεγάλη
περιουσία τους σε τρία μέρη. Το ένα μέρος το δίνουν στους φτωχούς, το άλλο
δάνειο χωρίς τόκο σε όσους έχουν ανάγκη και το τρίτο το οικονομούν για το
αργυροπρατείο και το εργαστήριο, όσο να καλύπτουν τα αναγκαία. Αποκτούν
δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Ελεούν τους φτωχούς, περιποιούνται
τους αρρώστους, μ' αυτά και μ' αυτά περνούν τα πρώτα δώδεκα χρόνια του κοινού τους
βίου.
Στην ηλικία που τα παιδιά
δίνουν χαρά τους γονείς τους, πεθαίνουν και τα δυο μέσα σε μία μέρα. Ο
μακάριος Ανδρόνικος με φωνή Ιώβ βοά: Γυμνός ήρθα στον κόσμο, γυμνός
και θα φύγω. Η Αθανασία όμως είναι απαρηγόρητη. Ενταφιάζει
τα δυο της σπλάχνα στον ναό του αγίου μάρτυρα Ιουλιανού και μετά δε θέλει με
τίποτα να βγει από κει μέσα. Όλες οι επιθυμίες της έχουν συμπυκνωθεί σε
μία. Ισχυρή, ανυποχώρητη,
αδιαπραγμάτευτη. Να
πεθάνει για να ενταφιαστεί μαζί με τα παιδιά της.
Τίποτα περισσότερο και τίποτα
λιγότερο απ' αυτό.
Ο Πατριάρχης παίρνει τον
Ανδρόνικο κοντά του να τον παρηγορήσει. Η Αθανασία αρνείται να βγει απ' την εκκλησία. Καρφωμένη εκεί, θρηνεί γοερά.
Τα μεσανυχτα εμφανίζεται
μπροστά της ο μάρτυς Ιουλιανός ντυμένος το μοναχικό του σχήμα. «Τι
έχεις γυναίκα και κλαις; Γιατί δεν αφήνεις αυτούς που βρίσκονται
ενταφιασμένοι εδώ να ησυχάσουν;» «Μη στεναχωριέσαι για
μένα, αφέντη μου, και μη βαραίνει,
εξαιτίας μου, η καρδιά
σου. Μεγάλο πόνο και θλίψη έχω.
Δυο παιδιά είχα, σήμερα
και τα δυο τα έθαψα». «Μην κλαις, γυναίκα,
γι’ αυτά, γιατί
σου το λέω πως, όπως είναι στη φύση του ανθρώπου να ζητάει το φαγητό
και στέκεται αδύνατον να μην το επιτρέψει στον εαυτό του, το ίδιο
και τα παιδιά ζητούν χρεωστικώς από τον Θεό να τους δώσει την μέρα που θα
χαρούν τα μελλούμενα αγαθά, λέγοντάς του:
«Δικαιοκρίτα Κύριε, αντί των
επίγειων αγαθών που μας στέρησες μη μας στερήσεις τα επουράνια».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η
Αθανασία ησυχάζει. Η λύπη της μεταμορφώνεται σε χαρά. Τα μάτια
της στηλώνονται στον τάφο. Μια αστραπή φωτός διαλύει το σκοτάδι του. «Ζουν, λοιπόν, τα
παιδιά μου στους ουρανούς; Και τότε εγώ γιατί κλαίω;» Σηκώνει
τα μάτια και στρέφει το κεφάλι να δει τον μοναχό.
Δεν τον βλέπει πουθενά. Γυρνά απ' άκρη σ' άκρη τον ναό. Μοναχό
δεν βρίσκει. Ρωτά τον θυρωρό πού πήγε ο καλόγερος. Εκείνος
της δείχνει όλες τις πόρτες του ναού. Είναι όλες σφαλισμένες. Κανένας
δεν μπήκε, κανένας δεν βγήκε.
Τότε η γυναίκα αντιλαμβάνεται
πως είδε οπτασία. Τρομαγμένη επιστρέφει στο σπίτι της. Τα
εξιστορεί όλα στον άντρα της και τον παρακαλεί να την οδηγήσει σ’ ένα μοναστήρι. Αφού τα
παιδιά της ζουν στους ουρανούς, θα κάνει τα πάντα για να τα πλησιασει. Αφού
αυτά αντάλλαξαν τα επίγεια με τα επουράνια,
κάτι θα ξέρουν. Γίνονται
οδηγοι της. Άνοίγουν διέξοδο στη σφραγισμένη σπηλιά του πόνου της, ξέφωτο
στη σκοτεινή χαράδρα του θανάτου. Ο Ανδρόνικος χαίρεται.
Το ίδιο επιθυμεί για τον εαυτό
του. Μοιράζουν όλα τους τα υπάρχοντά. Τα
δίνουν στους φτωχούς, ελευθερώνουν
τους εξαγορασμένους τους δούλους και ό,τι περισσεύει το εμπιστεύονται στον πατέρα
της Αθανασίας να χτίσει ξενοδοχεία και νοσοκομεία για μοναχούς.
Οι δυο σύντροφοι φεύγουν
μέσα στη νύχτα απ' τη μεγάλη Αντιόχεια.
Μόνοι.
Δυο σβησμένα κούτσουρα που
διψούν καινούργια φωτιά μέχρι να γίνουν στάχτη.
Αφού απομακρύνονται αρκετά, η
Αθανασία στρέφει πίσω το κεφάλι. Τα μάτια της στέκονται στην πατρίδα της. Μένουν
σιωπηλά. Ο ζωηρός παλμός της νυχτερινής πόλης δε φτάνει πια στ' αφτιά της. Τα σηκώνει στον έναστρο ουρανό. «Κύριε
και Θεέ μου, Εσύ που είπες στον Αβραάμ και τη Σάρρα, έξελθε
εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και δεύρο εις γην αν σου δείξω, οδήγησέ
μας. Για το όνομά Σου κι εμείς σαν κι αυτούς αφήσαμε
ξεκλείδωτο το σπίτι μας και φύγαμε. Μην κλειδώσεις την πόρτα της βασιλείας Σου
σε μας».
Εναγκαλισμένοι κλαίνε κι
αφού κλάψουν όσο να στερέψουν τα δάκρυα,
συνεχίζουν τον δρόμο τους
μέχρι που φτάνουν στα Ιεροσόλυμα. Προσκυνουν τους αγίους τόπους, συναντούν
πολλούς οσίους, κάποτε φτάνουν στην Αίγυπτο και στον αββά Δανιήλ. Η φήμη
του πιο μεγάλη απ' τον δρόμο που περπάτησαν. Του τα φανερώνουν όλα. Εκείνος, οδήγεί
την Αθανασία σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι.
Τον Ανδρόνικο τον κρατά κοντά
του. Τον ντύνει το αγγελικό σχήμα των μοναχών. Και
περνούν άλλα δώεκα χρόνια του κοινού και διαχωρισμένου τους βίου. Μια μέρα
παρακαλεί ο Ανδρόνικος τον αββά να του επιτρέψει να πάει δεύτερη φορά στα
Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει. Ο δεύτερος δωδεκαετής κύκλος της ζωής του
έκλεισε. Θέλει να τον τιμήσει.
Να τον γιορτάσει. Να τον
αποδώσει. Ο αββάς δίνει ευχαρίστως την ευχή του κι ο Ανδρόνικος
ξεκινά. Στο δρόμο βρίσκει ένα δέντρο και στέκεται κάτω απ' τον
ίσκιο του να δροσιστεί. Δεν περνά πολλή ώρα και κάτω απ' το ίδιο δέντρο έρχεται σε λίγο άλλος ένας μοναχός. Είναι η
γυναίκα του. Έχει την ίδια ακριβώς επιθυμία με τον άντρα της για
προσκύνημα στους αγίους τόπους και για δροσιά.
Ο δεύτερος δωδεκαετής κύκλος
της ζωής της έκλεισε. Θέλει να τον τιμήσει.
Να τον γιορτάσει. Να τον
αποδώσει. Είναι ντυμένη άντρας μοναχός.
Τον λένε Αθανάσιο.
Δεν την αναγνωρίζει.
Ανταλλάσουν τον οικείο
χαιρετισμό των καλογέρων. Η
Αθανασία αναγνωρίζει τον Ανδρόνικο.
Δεν άλλαξε και τόσο. Τα δικά
της χαρακτηριστικά είναι που αλλοιώθηκαν απ' την
μεγάλη άσκηση. Μοιάζει με αράπη.
- Πού πας αββά; τον ρωτά.
- Στα Ιεροσόλυμα πηγαίνω,
της απαντά εκείνος.
- Κι εγώ.
- Θέλεις να περπατήσουμε παρέα;
- Να περπατήσουμε αββά,
λέει η Αθανασία, αλλά με
σιωπή, σαν να μην είμαι εγώ μαζί σου.
- Θα γίνει όπως θέλεις,
απαντά ανυποψίαστος ο
Ανδρόνικος.
- Εσύ δεν είσαι μαθητής του αββά Δανιήλ;
- Ναι, εγώ είμαι.
- Και το όνομά σου είναι Ανδρόνικος;
- Ναι, έτσι με λένε.
- Οι ευχές του γέροντά σου να μας συνοδεύουν στον δρόμο
μας...
Μετά από αυτές τις
κουβέντες ξεκινούν. Αυτή τη φορά δε στρέφει πίσω το βλέμμα η Αθανασία ούτε
και το σηκώνει στον έναστρο ουρανό. Η πατρίδα της,
το μοναστήρι της, τα
παιδιά της, ο άντρας της, ο ουρανός και τ'
αστέρια του είναι όλα εκεί. Στο
δρόμο που περπατά. Σε κάθε βήμα της.
Κατοικούν μέσα στη σιωπή της. Σιωπηλοί
μπαίνουν στα Ιεροσόλυμα. Σιωπηλοί προσκυνούν.
Σιωπηλοί στην Αλεξάνδρεια
επιστρέφουν. Τότε η Αθανασία τον ρωτά:
« Θέλεις να μείνουμε στο ίδιο
κελλί»; «Να μείνουμε, αλλά πρώτα να πάρω την ευχή και την άδεια
του γέροντά μου». « Πήγαινε», του λέει,
«και να έρθεις στον τόπο που
λέγεται Οκτωκαιδέκατον. Να έρθεις όμως μόνο αν αντέχεις να μείνεις
μαζί μου σιωπηλός. Αλλοιώς, να μην έρθεις».
Πηγαίνει στον αββά Δανιήλ ο
Ανδρόνικος και του τα φανερώνει όλα. Καταλαβαίνει ο αββάς πως ο Αθανάσιος έχει
αρετή μεγάλη. Την αρετή της θάλασσας που μόνο αυτή μπορεί και σβήνει
τη μεγάλη φωτιά των παθών. "Πήγαινε" του λέει. "Αγάπα την σιωπή
και μείνε με τον αδελφό σου. Είναι ένας αληθινός μοναχός". Έτσι επιστρέφει ο Ανδρόνικος στον Αθανάσιο.
Άλλα δώδεκα χρόνια περνούν. Ο
Ανδρόνικος ούτε για μια στιγμή δεν υποψιάζεται πως ζει κοντά στη γυναίκα του. Συχνά
τους επισκέπτεται ο αββάς. Τους μιλά απαλά,
τους συμβουλεύει με διάκριση. Μια απ' αυτές τις φορές και ενώ πια βρίσκεται στο δρόμο για το
κελλί του, τον προφταίνει ασθμαίνων ο Ανδρόνικος και τον
παρακαλεί να γυρίσει πίσω. Ο Αθανάσιος πάσχει από θέρμη.
Ψυχορραγεί.
Με το που βλέπει τον αββά, ο
Αθανάσσιος αρχινά να κλαίει. « Μα γιατί κλαις»,
τον ρωτά ο αββάς. «Δε
χαίρεσαι που ήρθε η ώρα να πας κοντά στον Χριστό»;
« Δεν κλαίω για μένα», απαντά ο
Αθανάσιος, «αλλά για τον αββά Ανδρόνικο.
Διάβασέ μου, αββά, την ευχή, και λίγο
πριν με θάψεις, ψάξε στο κεφάλι μου.
Θα βρεις μες στα μαλλιά μου
μια γραμμένη πινακίδα. Διάβασέ την κι ύστερα δώσε να την διαβάσει
κι ο αββάς Ανδρόνικος».
Η ευχή διαβάστηκε. Ο
Αθανάσιος μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων.
Μόλις κοιμήθηκε, ο αββάς
Δανιήλ βρίσκει την πινακίδα. Πάνω της είναι γραμμένο ένα όνομα: Αθανασία. Δίνει
την πινακίδα στον Ανδρόνικο. Τη διαβάζει κι εκείνος. Συγκλονίζεται. Τρεις
δωδεκαετίες συντρίβονται μέσα του. Σαν χάρτινοι πύργοι καταρρέουν. Γίνονται
σκόνη. Το νέο, από στόμα σε στόμα,
κυκλοφορεί αστραπιαία σε όλη
τη Λαύρα. Όσοι πατέρες κατοικούν στην έρημο, στα
μοναστήρια της Λαύρας και της Αλεξάνδρειας,
απ' την
πόλη και τη Σκήτη, όλοι μαζεύονται ντυμένοι στα λευκά, όπως το
ορίζει η συνήθεια σ’ αυτές τις περιπτώσεις,
να ενταφιάσουν την αοίδιμη
Αθανασία.
Ο αββάς Δανιήλ μένει ώσπου
να τελέσει τα έβδομα μνημόσυνα. Κατόπιν ξεκινά για τη σκήτη του. Ζητά απ' τον Ανδρόνικο να τον ακολουθήσει. Εκείνος
αρνείται. Όλες οι επιθυμίες του έχουν συμπυκνωθεί σε μία. Ισχυρή, ανυποχώρητη, αδιαπραγμάτευτη. Να
πεθάνει για να ενταφιαστεί μαζί με τη γυναίκα του.
Τίποτα περισσότερο και τίποτα
λιγότερο απ' αυτό.
Δε θέλει να φύγει. Επαναλαμβάνει
τα λόγια που έλεγε η γυναίκα του όταν πέθαναν τα παιδιά τους, ελαφρώς
παραλλαγμένα. «Θέλω να πεθάνω εδώ μαζί με την κυρία μου, την
Αθανασία». Κανένας αββάς και κανείς πατριάρχης τώρα δεν μπορεί να
του αλλάξει γνώμη. Αποχαιρειούνται.
Ο γέροντας, γι’ άλλη
μια φορά παίρνει τον δρόμο για τη σκήτη του.
Δεν προλαβαίνει ν' απομακρυνθεί πολύ.
Ένας μοναχός τον προλαβαίνει
ασθμαίνων. «Ο αββάς Ανδρόνικος πάσχει από θέρμη. Γύρνα
πίσω, αββά Δανιήλ». Ο υποτακτικός του θανάτου, αββάς, επιστρέφει. Στέλνει
μήνυμα σε όλους τους αδελφούς της Σκήτης.
«Ο αββάς Ανδρόνικος ακολουθεί
τον αββά Αθανάσιο. Συγκεντρωθείτε!»
Τρέχουν όλοι. Ένας
ένας όλοι περνούν και δίνουν την ευχή τους στον ετοιμοθάνατο Ανδρόνικο. Ο
Ανδρόνικος τώρα κοιμάται εν Κυρίω. Όπως ορίζει ο αββάς Δανιήλ ενταφιάζεται
πλάι ατην κυρία του. Η θάλασσα που όλα τα σβήνει,
όλα τα ξεπλένει και τ' αστραφτοκοπά νικήθηκε απ' τη
φωτιά της αγάπης που ξύπνησε. Στο ξύπνημα της κοιμισμένης συζυγικής
αγάπης η φωτια θέριεψε. Πυρπόλησε τον ουρανό. Αυτή
ταξιδεύει τώρα το ζευγάρι μέσα στο άφλεκτο καράβι του κοινού τους βίου. Τους
οδηγεί σε άλλα πέλαγα. Αδιατάρακτα.
Σε άλλη φωτιά. Φλεγόμενη
και μη καιόμενη. Η σιωπή γίνεται ουράνιο τραγούδι. Το
καράβι φως. Οι δύο ένα. Kι εγώ κανείς.
Τό ἑπόμενό σου βιβλίο θα εἶναι "Συναξάρια τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ" ..... Εὐχαριστῶ πολύ....
ReplyDeleteΠού το κατάλαβες;
Delete