26 Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη.
Συννεφιά. Υγρασία. Ησυχία. Η πόλη έχει στραμμένο το βλέμα στον πολιούχο της. Βλέμα βουρκωμένο από συγκίνηση. Οι εκκλησιές λειτουργούν. Υμνούν τον μεγαλομάρτυρα. Το νεαρό λεβέντη που στα εικοσιδύο του χρόνια τα έδωσε όλα για την αγάπη του Χριστού. Η πόλη ανασαίνει την ανάσα του. Μυρίζει την ευωδιά που ξεχύνει το μύρο του και ο Οκτώβριος γίνεται άξαφνα Απρίλης. Οι εορτάζοντες απαστράπτουν. Οι τιμώντες την εορτή λάμπουν. Τηλέφωνα, επισκέψεις, αγάπες πολλαπλασιάζονται κι αυξάνουν στο φως που ξεχειλίζει από τη χάρη του. Το χνώτο του το νιώθεις στην ατμόσφαιρα. Το αλαφρό του βάδισμα το ακούς στις λεωφόρους. Το τροπάριό του, "Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις, σε υπέρχμαχον η οικουμένη..." φέρνει δάκρυα. Πολλοί οι κίνδυνοι, μεγάλη η οικουμένη, υπέρμαχος ο Δημήτριος. Μέσα σε κάθε μάχη, πάνω από κάθε μάχη νικητής. Μπροστά στους θηριώδεις γίγαντες των καιρών, νηφάλιος. Μπρος στην απελπισία, ελπιδοφόρος. Ο τρανός χιλίαρχος που κατατρυπούν οι λόγχες των άσημων και ανώνυμων στρατιωτών του σκότους που τα ονόματά τους η Ιστορία έσβησε, βαφτίζεται για δεύτερη φορά. Μετά το αγιασμένο νερό της βάφτισης λούζεται στο αίμα του μαρτυρίου για να γίνει όλος φως. Φως οικουμενικό.
Μεσάνυχτα στο σπίτι του. Στον ιερό ναό του. Πλήθος κόσμου. Ποιος είναι αυτός που τον προσκυνά ένα τόσο ετερόκλητο πλήθος; Φρικιά, θεούσες, φτωχολογιά, κουστουματισμένοι, παιδαρέλια, γέροντες; Άπειρος κόσμος από κάθε γειτονιά, κάθε τάξη, κάθε νοοτροπία, χαρακτήρα, παρελθόν και παρόν; Μπαίνουν στη σειρά. Περιμένουν υπομονετικά στην ουρά για ένα σταυρό, μια μετάνοια. Να προσκυνήσουν τον άγιο. Να τρυπώσουν στην μεγάλη στοργική αγκαλιά του. Όλους τους χωρά. Κανέναν δεν αρνείται. Όλους τους καταδέχεται. Τους ασπάζεται όλους. Δίνει δύναμη. Θα νικήσουμε βρε, μη φοβάστε, ψιθυρίζει. Τους σταυρώνει όλους. Τους ευλογεί. Τους χαϊδεύει απαλά στο κεφάλι. Είναι δικοί του. Παιδιά του. Ένα παιδί που έχει άπειρα παιδιά δικά του. Τα περισσότερα μεγαλύτερά του στην ηλικία. Μα η ηλικία της χάριτος που τον λούζει τον κάνει πατέρα τους. Μεσάνυχτα κι όμως θαρρείς πως είναι χάραμα. Θαρρείς και ξημερώνει νέα μέρα. Μεσάνυχτα. Κι όμως δεν είναι. Η πόλη ξυπνά σαν από λήθαργο. Οπλίζεται με θάρρος απαράμιλλο. Συνεπαίρνεται από τη ρωμαλαία προστασία του αγίου Δημητρίου. Χαμογελά. Μεθά. Σαν μέσα σε όνειρο σηκώνει το κεφάλι. Το κεφάλι που θέλησαν πολλοί να το τσακίσουν. Θα περάσουμε. Θα βγούμε πέρα. Σεισμοί πολλοί. Η πόλη ξέρει από σεισμούς. Κάθε άνθρωπος ξέρει από σεισμούς. Μα δεν είναι μόνος. Ούτε η πόλη είναι μόνη. Και πυρκαγιές πέρασε και σεισμούς και κατοχές και πολέμους. Δεν είναι μόνη. Ούτε η πόλη ούτε ο άνθρωπος. Ο Δημήτριος και ο Θεός του είναι εδώ ασπίδα και τείχος απροσμάχητο. Η Παναγία είναι εδώ. Είναι παντού. Όπου υπάρχει θλίψη, πόνος, αρρώστια, φτώχεια, πένθος. Μέσα στα συντρίμια, μέσα στα καταγώγια, στα βρώμικα σοκάκια. Τίποτα δεν αυτά βρε, λένε. Να δοκιμαστείτε λίγο, να δυναμώσετε, να βγείτε πέρα, κι εμείς από κοντά. Πώς να μεγαλώσει το τείχος της πόλης, αλλιώς; Πώς αλλιώς να γενεί η καρδιά σας πέλαγος για να χωρέσει τον κόσμο;
Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μοι, λέει ο Νέστωρ. Μαζί του όλη η πόλη κι η οικουμένη ολάκερη επαναλαμβάνει: Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μοι. Και ο άγιος καλπάζοντας πάνω στο κόκκινο άλογό του φτάνει αμέσως όπου τον καλούν και σκοτώνει τον κάθε Λυαίο.
Δοξασμένο το όνομά του.
Πάντα και του χρόνου...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια