Labels

Thursday, March 27, 2014

Μέγας Βασίλειος (Ε΄Μέρος) - Πώς έσωσε ο άγιος τον λαό της Καισάρειας από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη




 Εκείνο τον καιρό, ο μιαρότατος Ιουλιάνος και ασεβέστατος βασιλιάς θέλοντας να πάει στα μέρη της Περσίας ήρθε κοντά στην πόλη της Καισάρειας. Ο δε Βασίλειος γνωρίζοντάς τον από την Αθήνα, δίοτι όπως είπαμε σπούδαζαν εκεί μαζί, και τιμώντας τον επιπλέον ως βασιλιά, πήρε το λαό του και τον προϋπάντησε. Μη έχοντας όμως να προσφέρει κατ’ απαίτηση του βασιλιά στη βασιλική συνοδεία άλλο δώρο, τους πρόσφερε τρεις κρίθινους άρτους, από κείνους που έτρωγε ο ίδιος. Δεχόμενος το δώρο ο βασιλιάς διέταξε τους υπηρέτες του ν’ ανταμείψουν τη δωρεά δίνοντας χόρτο από το λιβάδι. Βλέποντας ο Άγιος αυτή την καταφρόνηση είπε στο βασιλιά: “Εμείς μεν βασιλιά από κείνο που τρώμε καθώς ζήτησες σου προσφέραμε, η δε βασιλεία σου ως αρμόζει μας αντάμειψε τη δωρεά από κείνο που τρως”. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και είπε προς τον Άγιο: “Δέξου τώρα αυτή τη δωρεά κι όταν θα επιστρέψω απ’ την Περσία νικητής, την μεν πόλη σου θα κατακάψω, τον δε από σένα εξαπατημένο λαό θα αιχμαλωτήσω, διότι τους θεούς που εγώ προσκυνώ αυτοί τους ατιμάζουν. Εσύ δε, θα λάβεις την πρέπουσα ανταμοιβή”.

Μετά απ’ αυτές τις απειλές ο ασεβής βασιλιάς Ιουλιανός έφυγε για την Περσία. Όταν επέστρεψε ο Άγιος στην πόλη, κάλεσε όλο το πληθος του λαού κι αφού του ανακοίνωσε τις απειλές του βασιλιά τους συμβούλεψε λέγοντας: “Μη λυπηθείτε αδελφοί μου χριστιανοί τα χρήματά σας, μόνο φροντίστε για τη ζωή σας, φέρτε δε ό,τι χρήματα έχετε να τα μαζέψουμε σε ένα μέρος κι όταν ακοούσουμε ότι επιστρέφει ο βασιλιάς τα ρίχνουμε σωρούς σωρούςστο δρόμο ώστε βλέποντάς τα, σαν φιλοχρήματος που είναι να ειρηνεύσει και να μη μας κάνει όσα σκέπτεται”.
Φεύγοντας οι χριστιανοί έκαναν όπως τους πρόσταξε ο άγιος κι έφεραν άπειρο πλούτο, χρυσό, αργυρό και πολύτιμους λίθους, ενώ ο Άγιος αποδεχόμενος την προσφορά τους τα τοποθέτησε στο σκευοφυλακιο, γράφοντας του καθενός το όνομα για να φυλάγονται μέχρις ότου πληροφορηθούν την επιστροφή του βασιλιά. Όταν έμαθε ο Άγιος πως ο βασιλιάς επιστρέφει μάζεψε το πλήθος των χριστιανών με τις γυναίκες και τα παιδιά και τους πρόσταξε να νηστέψουν τρεις μέρες. Μετά τους πήρε κι ανέβηκαν στο όρος της Καισαρείας το ονομαζόμενο Δίδυμο, -δίοτι έχει δύο κορφές-, στο οποίο ήταν και ο Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στον Ναό αυτό προσευχόμενοι οι χρισιανοί με συντετριμμένες καρδιές στον μόνο εύσπλαχνο Θεό και στην υπέραγνον Μητέρα Αυτού παρακαλούσαν να μετασττρέψει την επιθυμία του ασεβέστατου βασιλιά.
Καθώς στεκόταν προσευχόμενος ο Άγιος, είδε με τον λαό του πληθος ουράνιες στρατιές να κυκλώνουν το όρος και στη μέση μια γυναίκα καθισμένη σε θρόνο με δόξα πολλή η οποία είπε στους Αγγέλους που την περιτριγύριζαν “Καλέστε μου τον Μερκούριο για να πάει και να φονεύσει τον εχθρό του Υιού μου Ιουλιανό”. Φάνηκε τότε στον Άγιο πως ήρθε ο μάρτυς Μερκούριος αρματωμένος και παίρνοντας την προσταγή εκείνης της γυναίκας που ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος, αποχώρησε αμέσως. Μετά την αναχώρηση του μάρτυρα Μερκουρίου προσκαλώντας η Βασίλισσα των Αγγέλων τον Άγιο Βασίλειο του παρέδωσε ένα βιβλίο που περιήχε γραμμένη όλη τη δημιουργία της κτίσεως και τον πλασμένο κατόπιν απ’ το Θεό άνθρωππο. Και στη μεν αρχή του βιβλίου υπήρχε επιγραφή που έλεγε “Ειπέ” ενώ στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου έγραφε “τέλος”.

Βλέποντας αυτή την οπτασία ο Άγιος αμέσως ξύπνησε. Για να μην απορείτε όμως ποιο ήταν το νόημα της οπτασίας θα σας το εξηγήσω.  Ο Άγιος Βασιλείος έγραψε ερμηνεία στην Εξαήμερο του Μωυσή,στην οποία διηγούταν πώς έφτιαξε ο Θεός τον ουρανό, τη γη, τον ήλιο, τη σελήνη, τις θάλασσες, τα ζώα και όλα τα αισθητά πράμγατα. Όταν δε έμελλε να γράψει και για την έβδομη μερα, τουτέστι πώς έπλασε ο Θεός τον Αδάμ και την Εύα, τότε εκείνες τις μέρες μετέβη ο άγιος στους ουρανούς και άφησε ατελείωτο το βιβλίο του. Κατόπιν ο αδελφός του Γρηγόριος, ο αρχιεπίσκοπος Νύσσης, έγραψε περί της πλάσης του ανθρώπου και το τελείωσε. Αυτό είναι το νόημα όσων έγραφε το βιβλίο. Στην αρχή μεν  “Είπε”, στην πλάση του ανθρώπου “τέλος”. Ας επανέλθουμε όμως στον ειρμό της διήγησης.

Όταν ο Άγιος είδε αυτή την οπτασία κατέβηκε αμέσως μαζί με κάποιους κληρικούς στην πόλη. Εκεί ήταν ο ναός του αγίου Μεγαλομάρτυρα Μερκουρίου, στον οποίο βρίσκεται το λείψανό του και τα όπλα του που οι χριστιανοί τιμούσαν. Διότι ο άγιος Μερκούριος είχε μαρτυρήσει εκεί στην Καισάρεια πριν εκατό χρόνια επί της βασιλείας Βαλεριανού και Βαλερίου. Μαπίνοντας στο ναό ο Άγιος κα ιμη βρίσκοντας το λείψανο και τα όπλα ρώτησε το σκευοφύλακα της εκκλησίας να του πει τι συνέβη. Εκείνος μη γνωρίζντας την υπόθεση ορκιζόταν ότι δεν ξέρει τίποτα για το γεγονός. Τότε ο Άγιος κατάλαβε πως ήταν αληθινό το όραμά του κι ότι στη διάρκεια εκείνης της νύχτας φονεύθηκε ο ασεβέστατος βασιλιάς. Πήγε αμέσως στο όρος και είπε στους χριστιανούς: “Χαρείτε σήμερα κι αγαλλιάστε αδερφοί, εισακούστηκε η προσευχή μας, διότι ο μιαρός βασιλιάς υπέστη την πρέπουσα τιμωρία.  Αφού ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Θεό ας πάμε πίσω στην πόλη για να πάρει καθένας από σας τα χρήματά του”.

 Ακόυγοντάς τα αυτά οι χριστιανοί φώναξαν όλοι με μια φωνή: “σκεφτήκαμε να τα δώσουμε στον ασεβή βασιλιά για να σώσουμε τη ζωή μας, να μην τα προσφέρουμε τώρα στον βασιλιά του Ουρναού και της γης που μας χάρισε τη ζωή;” Ο Άγιος τους επαίνεσε για την προθυμία τους. Όρισε να λάβουν το ένα τρίτο απ’ ότι έδωσε ο καθένας και με τα υπόλοιπα να χτίσουν πτωχοκομεία, ξενοδοχεία, γηροκομεία και ορφανοτροφεία. Έτσι λοιπόν αφού φονεύθηκε ο ασεβέστατος βασιλιάς Ιουλιανός στην Περσία από τον Άγιο Μερκούριο μέσω της προσευχής του Αγίου, βασίλεψε ο θεοσεβής Ιοβιανός που αφού βασίλεψε μόνο ένα χρόνο πέθανε και παρέλαβε τη βασιλεία ο Ουαλεντιανός και ο Ουάλης, ο αδερφός του, εκ των οποίων ο Ουάλης ήταν Αρειανός. Αρειανοί ονομάζονταν όσοι δέχονταν τα δόγματα του αιρετικού Αρείου, τον οποίο αναθεμάτισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος επειδή έλεγε ότι ο Χριστός είναι κτίσμα και ποίημα του Θεού.



Το κείμενο αποτελεί μία προσπάθεια απόδοσης του κατά πλάτους βίου του Αγίου Βασιλείου στην Νέα Ελληνική  από το πρωτότυπο, όπως αυτό το συναντούμε στο βιβλίο "Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας" του Ματθαίου Λαγγή, Επισκόπου Οινόης.


No comments:

Post a Comment

Σχόλια