Labels

Thursday, March 27, 2014

“Από το παιχνίδι στο βιβλίο και τούμπαλιν” -Β. Νευροκοπλή - εισήγηση στη Διημερίδα του Παιδαγωγικού για το παιχνίδι



Καταρχάς ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση που μου απήυθυνε το πρώτο μου ακαδημαϊκό σπίτι, να μιλήσω σ’ αυτή τη διημερίδα.

Θα ξεκινήσω θέτοντας τρία καίρια κατά τη γνώμη μου ερωτήματα που αφορμώνται από την άποψή μου πως όλοι έχουμε ανάγκη το παιχνίδι ως “παιδιά προσχολικής αγωγής του πνεύματος”.

1ο Σε τι συνίσταται το παιχνίδι και τι προϋποθέτει στη ζωή του παιδιού, αλλά και του ενήλικα.
2ο Ποιος είναι ο κοινός τόπος του με το βιβλιό και συγκεκριμένα το παραμύθι.
3ο Υπάρχει ζωή χωρίς παιχνίδι και τι είναι αυτό που μαθαίνει στο παιδί, αλλά και στον ενήλια;

Αφού προσπαθήσω ν’ απαντήσω σ’ αυτά τα ερωτήματα, θα περιγράψω ένα προσωπικό μου βίωμα εξαιτίας του οποίου έδωσα και τον συγκεκριμένο τίτλο σ’ αυτή την εισήγηση: “Από το παιχνίδι στο βιβλίο και τούμπαλιν.”

1ο. Σε τι συνίσταται λοιπόν το παιχνίδι και τι προϋποθέτει;

Το παιχνίδι συνδέεται άρρηκτα με την πρόθεση και διάθεση του ανθρώπου να διασκεδάσει. Ας κρατήσουμε παρακαλώ στο νου μας πως η λέξη διασκέδαση παράγεται από το αρχαίο ρήμα διασκεδάννυμι που σημαίνει διασκορπίζω τις λύπες μου. Οι λύπες είναι συνυφασμένες με την καθημερινή πραγματικότητα της ζωής μας, ως αποτέλεσμα παθών και λαθών μας, αλλά και ποικίλλων  απωλειών που βιώνουμε. Άρα το παιχνίδι ως μια άλλη πραγματικότητα, ας πω “κατασκευασμένη”, σκηνοθετείται προκειμένου να βγούμε από τη λύπη και να χαρούμε. Το ότι το παιχνίδι σχεδόν ταυτίζεται με την παιδική ηλικία, δεν είναι άμοιρο της φύσης και των δύο: να χαίρονται. Δε θα περιορίσω όμως τον λόγο στην παιδική ηλικία και έχω τους λόγους μου γι’ αυτό, που σύντομα θα γίνουν αντιληπτοί.

Από τη στιγμή που το όλο εγχείρημα, συνιστά μία έξοδο από το πραγματικό και μία είσοδο σ’ έναν άλλο χώρο, κατά τη γνώμη μου επίσης πραγματικό αλλά με την έννοια της συμβολικής πραγματικότητας, -από την οποία αργά ή γρήγορα οφείλουμε να επιστρέψουμε στην πρώτη και κύρια της ζωής μας με ανανεωμένο βλέμμα-, η μετάβαση αυτή μπορεί να γίνει μόνον κάτω από μία προϋπόθεση: τη μετατόπιση. Μετατόπιση υπαρξιακή. Μπορεί να είναι μόνο μετατόπιση του νου, μόνο του σώματος ή της καρδιάς ή και όλου του ανθρώπου.

Μετατοπίζομαι από το καθημερινό, σταθερό, επιβεβλημένο απ’ τους άλλους, από μένα ή αμφοτέρων, βγαίνω από τον γνωστό και δεδομένο εαυτό μου και ανοίγοντας μια παρένθεση μπαίνω σ’ αυτήν χωροχρονικά για να παίξω, δηλαδή να διασκεδάσω, να διασκορπίσω τις λύπες μου, επιθυμώντας κατά κύριο λόγο να χαρώ.

2ο. Τι κοινό έχει το παιχνίδι με το βιβλίο και τη διαδικασία της συγγραφής, αλλά και της ανάγνωσης;

Το κοινό τους είναι αυτή ακριβώς η μετατόπιση. Η έξοδος από τον εαυτό και είσοδος σ’ ένα χώρο παιχνιδιού με λέξεις, σημεία στίξης, έννοιες και εικόνες καθιστούν τη συγγραφή, όπως κάθε τέχνη αντιστοίχως, ένα παιχνίδι σε δύο επίπεδα: ένα με το βαθύτερο είναι και ένα με τον έξω κόσμο. Όπως κάθε παιχνίδι έτσι και η συγγραφή, είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό και αυστηρό, και παρόλα αυτά διασκεδαστικό, όπως και κάθε έξοδος από τον εαυτό μας προς μία έκφραση δημιουργική. Πόσο μάλλον όταν η συγγραφή αφορά στο παραμύθι. Διότι εκεί δεν διασκορπίζονται απλώς οι λύπες, αλλά ο κενός εναπομείινας χώρος που πρέπει με κάτι να γεμίσει, πληρούται από παραμυθία.

Διότι, όπως αντιλαμβάνεστε, το ζήτημα δεν είναι μόνο να απαλλαγούμε από τις λύπες. Εξάλλου, απ’ αυτές μπορούμε να βγούμε ή να δραπετεύσουμε με ποικίλλους τρόπους, κάποιοι απ’ τους οποίους σύντομα αποδεικνύονται κίβδηλοι, με αποτέλεσμα να μας βυθίζουν σε ακόμα μεγαλύτρες θλίψεις εγκλωβίζοντάς μας στους φαύλους κύκλους τους. Στην περίπτωση όμως του παραμυθιού, ως συγγραφέας, αλλά και ως αναγνώστης έχεις μόνον όφελος, όφελος καλό. Παραμυθείσαι, παρηγοριέσαι, γλυκαίνεσαι αποκτώντας και ένα κριτήριο για την αλήθεια.

3ο. Υπάρχει ζωή χωρίς παιχνίδι και τι είναι αυτό που μαθαίνει στο παιδί, αλλά και στον ενήλικα;

Όχι, χωρίς παιχνίδι δεν υπάρχει ζωή διότι χωρίς παιχνίδι δεν έχουμε τα αναγκαία ερμηνευτικά κλειδιά να διαβάσουμε τη ζωή. Όπως χωρίς γράμματα δεν διαβάζονται οι λέξεις. Και αυτό που δεν μπορούμε να διαβάσουμε και να κατανοήσουμε, έστω μέσω των αισθήσεων και όχι απαραίτητα μέσω της διάνοιας, δεν υπάρχει. Χωρίς παιχνιώδες αίσθημα αργά ή γρήγορα όλα γίνονται βαριά κι ασήκωτα, ακατανόητα, ανιαρά ή μελαγχολικά. Και όσο δυνατός κι αν είναι ο άνθρωπος, πάντα υπάρχουν στιγμές που έχει ανάγκη τη μετατόπισή του προς το παιχνίδι.
Λέγεται πως κάποτε πήγε κάποιος να επισκεφτεί τον Μέγα Αντώνιο για να ζητήσει τις συμβουλές του. Αντί να βρει τον μεγάλο ασκητή της ερήμου στην εκκλησία ή στο κελλι του να προσεύχεται, ή νε εκτελεί κάποιο διακόνημα, τον βρήκε να παίζει στην αυλή με τους μαθητές του. Απόρησε και απογοητεύτηκε πολύ.
“Μα τι κάνεις εκεί γέροντα”, τον ρώτησε. “Πάρε αυτό το τόξο”, του είπε ο άγιος. Εκείνος το πήρε. “Τέντωσε καλά τη χορδή του”. Υπάκουσε ο ξένος. “Τέντωσε κι άλλο”, του είπε. Το τέντωσε. “Κι άλλο, κι άλλο…”. “Δεν πάει άλλο γέροντα, θα σπάσει”, απάντησε εκείνος. “Έτσι είναι παιδί μου, σωστά το είπες, θα σπάσει. Γι’ αυτό πρέπει πότε πότε να χαλαρώνουμε τη χορδή του τόξου, αν δε θέλουμε να σπάσει…”

Το παιχνίδι σού μαθαίνει το πιο βασικό υπαρξιακό μάθημα: τη μια να είσαι και την άλλη να μην είσαι, μια να νικάς και μια να ηττάσαι, πότε να μπαίνεις και πότε να βγαίνεις, ν’ αρχίζεις τον αγώνα, ν’ αγωνίζεσαι με πείσμα και θάρρος και κάποια στιγμή να τελειώνεις. Κυρίως όμως σου μαθαίνει να μην παραιτείσαι ποτέ, γιατί μέσα απ’ το παιχνίδι μαθαίνεις να διεκδικείς μερίδιο στη χαρά. Στη χαρά του παίζειν ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του παιχνιδιού. Αν καταφέρεις αυτό να το μεταφέρεις στην καθημερινή πραγματικότητα της ζωής σου, έχεις σοβαρές πιθανότητες να ζήσεις μια αληθινά χαριτωμένη ζωή. (αποφεύγω εσκεμμένα τη λέξη ευτυχία, προτιμώ το χαριτωμένη, γεμάτη χάρες και χαρές).

Το παιχνίδι για τα παιδιά συνιστά την ποιητική τους έκφραση, αυτήν που έχει ελπίδες να τους οδηγήσει σε μία ποιητική ζωή, είτε αυτή συνυφανθεί με κάποια τέχνη είτε με μια καθημερινότητα υψηλών και ευγενικών απαιτήσεων πρώτα και κύρια απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Αν μάθεις να παίζεις με συνέπεια, σεβόμενος τους κανόντες και δίνοντας όλο σου τον εαυτό όσο είσαι παιδί, θα μάθεις και ως ενήλικας να βρίσκεις εκείνους τους τρόπους της μετατόπισης του είναι σου σε διαστάσεις υλικές και άυλες που μπορούν να σε βγάλουν από τα αδιέξοδα και να σε λυτρώσουν απ’ τις λύπες τους.

Αν σ’ αυτή τη διαδρομή έχεις αγαπήσει και το παραμύθι κι αυτό σ’ έχει παρηγορήσει πραγματικά, μεγαλώνοντας θα αναζητήσεις την αλήθεια του γιατί θα έχεις αποκτήσει ένα γνήσιο κριτήριο αλήθειας από μικρός. Το παραμύθι, λέει ο αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, (μεταφραστής των ύμνων του Ρωμανού του Μελωδού και της ιστορίας του Θεοφάνη του χρονογράφου) είναι τα φτερά της αλήθειας. Το έχουμε απόλυτη ανάγκη ως πλάσματα φτιαγμένα από την Αλήθεια για την Αλήθεια.

Ας προχωρήσω τώρα στο βιωματικό κομμάτι της εισήγησης.

Πριν από αρκετά χρόνια έναν χειμώνα βαρύ ήρθε ένα βράδυ που είχα στεναχώρια μεγάλη. Βγήκα να περπατήσω στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Περπατώντας μέσα στο κρύο έβαλα τα χέρια στις τσέπες του πανωφοριού μου, η μία εκ των δύο τρύπια. Το χέρι μου ανακάλυψε τότε στο βάθος της τρύπιας τσέπης κάτι με το οποίο άρχισε να παίζει. Τα δάχτυλα πλέκονταν σε ποικίλλους συνδιασμούς μ’ ένα λεπτό εύκαμπτο υλικό. Το έβγαλα μόνο όταν μπήκα στο λεωφορείο της επιστροφής προς το σπίτι μου -και αφού ήδη ένιωθα πολύ καλύτερα- για να δω τι ήταν. Ήταν ένα μεταξωτό λεπτό κόκκινο κορδόνι που μου ήταν αδύνατον να θυμηθώ πότε κι από πού βρέθηκε στην τσέπη μου. Ένιωσα όμως πως περισσότερο κι από τη βόλτα, τη λύπη μου την είχε διώξει αυτό το ελάχιστο πραγματάκι στο οποίο ασυναίσθητα είχα αφοσιωθεί.

Πέρασαν λίγα χρόνια. Στην διάρκεια μιας πρόβας για την παράσταση του Παραμυθιού της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ο σκηνοθέτης μας , Θεόδωρος Εσπίριτου, ζήτησε από εμένα και την άλλη ηθοποιό, τη Δάσποινα Σαραφείδου, να περπατάμε πάνω κάτω στη σκηνή λέγοντας ελεύθερα ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι. Είναι μια ωραία άσκηση απελευθέρωσης αυτή. Άρχισα τότε να μιλώ χωρίς να σκέφτομαι για ένα κόκκινο κορδόνι… Μετά από κείνη τη μέρα πέρασαν κι άλλα χρόνια. Κι ένα βράδυ άρχισα να γράφω το παραμύθι αυτό που αργότερα εκδόθηκε ως βιβλίο, χωρίς ωστόσο να θυμάμαι συνειδητά ούτε τη βόλτα στην παραλία, ούτε και την πρόβα στο θέατρο. Πέρασε καιρός και μόνο όταν άρχισα να επισκέπτομαι τα σχολεία και μπήκα στη διαδικασία να απαντώ στα παιδιά πώς έγραψα το Κόκκινο κορδόνι, η μνήμη μου ανακάλεσε αυτά που σας είπα, νιώθοντας τεράστια έκπληξη πρώτα πρώτα εγώ η ίδια.

Βλέπετε, λοιπόν, πώς είναι δυνατόν να περάσουμε και πρακτικά από το παιχνίδι στο βιβλίο. Το “τούμπαλιν” του τίτλου έχει να κάνει με το γεγονός πως απ’ όλα μου τα παραμύθια, αυτό που προέκυψε από ένα χειροπιαστό προσωπικό μου παιχνίδι είναι εκείνο που γίνεται παιχνίδι σε κάθε σχολείο που το μελετά. Τα παιδιά δημιουργούν ευφάνταστα σχέδια, ποιήματα, τραγούδια, κατασκευές και ιστορίες γύρω από το κόκκινο κορδόνι μου κι έτσι ο κύκλος επαναλαμβάνεται με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά.

Κλείνοντας θα σας ζητούσα να αναρωηθείτε: μπορούν άραγε όλα τα βιβλία να γίνουν παιχνίδι και είναι άραγε αναγκαίο και απαραίτητο αυτό; Η δική μου απάντηση είναι όχι. Ούτε μπορούν ούτε και είναι αναγκαίο. Το λέω διότι όταν μιλούμε για λογοτεχνία και όχι για μια ιστορία ριγμένη όπως όπως σ’ ένα βιβλίο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως η λογοτεχνία είναι από μόνη της ένα παιχνίδι υψηλής ποιότητας. Υπάρχουν παραμύθια που είναι αρκετό να τα διαβάσουν ή να τ’ ακούσουν τα παιδιά και να μαγευτούν. Τα όποια διαδραστικά παιχνίδια να γίνουν μέσα στο μυαλό και την ψυχή τους, να λύσουν τους κόμπους τους, να τα ελευθερώσουν και να μη χρειάζεται τίποτε περισσότερο απ’ αυτό, κι αν τυχόν κάνουμε κάτι περισσότερο να αφαιρέσουμε, να μειώσουμε ή και να διαστρεβλώσουμε ό,τι ήδη κερδήθηκε.

Το παιχνίδι, όπως και όλα στη ζωή, δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν είναι το παιχνίδι για το παιχνίδι. Το τονίζω διότι υπάρχει μία ισοπεδωτική τάση στις μέρες μας, να θέλουμε να παρουσιάζονται όλα τα παιδικά βιβλία μέσα από ευφάνταστα ή κοινότυπα διαδραστικά παιχνίδια. Μια καλή παρουσιάση, σχεδόν απόλυτα, ταυτίζεται πλέον με ένα παιχνίδι, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Πρέπει να έχουμε τη διάκριση να καταλαβαίνουμε πότε είναι αναγκαίο το ένα και πότε το άλλο. Όταν δούμε πως η χορδή του τόξου τεντώνεται και σημαδεύει πολύ πιο μακριά απ’ όσο νομίζαμε, δεν είναι κρίμα να τη χαλαρώσουμε και να μη σημαδέψουμε εκεί που αχνοφέγγει ο στόχος, στο βάθος του ορίζοντα της αλήθειας;

Σας ευχαριστώ θερμά.





Βασιλική Νευροκοπλή, Εισήγηση στη Διημερίδα του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης με θέμα "Παιχνίδι και μάθηση την παιδική ηλικία" 27/03/14 στον πύργο του Παιδαγωγικού

No comments:

Post a Comment

Σχόλια