Labels

Saturday, March 15, 2014

Γράμμα στην πατρίδα απ’ την άλλη άκρη του κόσμου


Κεμπέκ

Πατρίδα μου, τώρα που βρίσκομαι χιλιάδες μίλια μακριά σου, μπορώ να σου μιλήσω όπως δε μπόρεσα ως τώρα. Δεν είναι μόνο η απόσταση που βοηθάει τούτη την εξομολόγηση, αλλά και το βλέμμα του ξένου που έγινε βλέμμα μου. Μ’ αυτό το βλέμμα σε βλέπω καλύτερα κι έτσι βλέπω καλύτερα εμένα.
Περιπλανώμαι στις πολιτείες του Καναδά. Τορόντο, Μόντρεαλ, Κεμπέκ. Άλλες σκληρές, άσχημες, σκοτεινές που οι άνθρωποι εργάζονται σαν σκλάβοι ώρες ατέλειωτες κι αξημέρωτες νύχτες για να ζήσουν ή να πλουτίσουν, σαν τον Τορόντο. Άλλες πολιτισμένες, καλαίσθητες, ανθρώπινες σαν το Μόντρεαλ, που προστατεύουν, ενισχύουν, αγκαλιάζουν όσους αγωνίζονται, δίχως να τους εξωθενωνουν, αλλά και δίχως να συγχωρούν τα λάθη τους. Κι άλλες παραμυθένιες στην όψη, βουερές σαν μελίσσια και γελαστές γιατί κατάφεραν να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν μια οικιστική ανάτπτυξη σε ανθρώπινη κλίμακα, την τρέχουσα ζωή σε ρυθμό βάδην, σαν το Κεμπέκ, που κάτω απ’ τα κάστρα του κι ανάμεσα στα κουκλίστικα διώροφά του, το πρωί της χιονισμένης Κυριακής εκατοντάδες ποδηλάτες θα χαρούν την παγωμένη μέρα.

 Περιπλανώμαι πλανήτης και πλάνητας, -που θα ’λεγε κι ο Νικήτας Χωνιάτης-, ταυτόχρονα σε δυο τόπους, δυο χρόνους, δυο αγκαλιές. Είμαι εδώ, είμαι και σ’ εσένα. Περπατώ γυρεύοντας χώμα μα χώμα δε βρίσκω. Το χώμα είναι δικό σου προνόμιο. Εδώ το σκέπασαν με τσιμέντα για να μη θυμίζει παλιές αμαρτίες των αποικιοκρατών. Γιατί το χώμα ήταν των Ινδιάνων κι οι Ινδιάνοι χρόνια τώρα είναι εξορισμένοι στα βουνά διωγμένοι απ’ τους Άγγλους και τους Γάλλλους. Όλοι αυτοί που περιστρέφονται γύρω μου είναι ξένοι. Περισσότεροι ξένοι κι από μένα, που δεν εξόρισα ποτέ κανέναν απ’ το χώμα σου πατρίδα μου, ούτε το χώμα κάποιου άλλου ποτέ μου καταπάτησα. Εδώ οι ενοχές της εξουσίας βαφτίστηκαν “κοινωνική πρόνοια”. Το κράτος φλόμωσε τους Ινδιάνους επιδόματα για να χρυσώσει το χάπι του άδικου και παράλογου ξεριζωμού τους, κι έτσι ο δεύτερος αφανισμός στάθηκε πιο ολέθριος απ’ τον πρώτο. Τα υψηλότερα επιδόματα τα έδωσαν στους καθαρόαιμους Ινδιάνους και καθιέρωσαν πλήθος διαβαθμίσεων  ανάλογα με τα ποσοστά των Ινδιάνικων γονιδίων στο αίμα των ανθρώπων. Το “δωρεάν” χρήμα τους κατέστρεψε. Έπαψαν να δουλεύουν, διχάστηκαν ρουφιανεύοντας ο ένας τον άλλο για το πόσο Ινδιάνος είναι πράγματι ή όχι, έπεσαν στον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά, ξέχασαν το παρελθόν τους, τη γλώσσα τους, την ιστορία τους. Τελευταία κάποιοι αρχίζουν ν’ αφυπνίζονται, γιατί ευτυχώς οι φωτισμένοι άνθρωποι ποτέ δεν έλειψαν ολότελα από πουθενά.

Βοστώνη

Πλανήτης και πλάνητας φτάνω στη Βοστώνη κι η καρδιά μου σκιρτά αναπάντεχα, ζεσταίνεται, ξαναβρίσκει τον ρυθμό της μέσα στην αγκαλιά της Ευρωπαϊκής πρωτεύουσας της Αμερικής. Έναν ρυθμό που εσύ, πατρίδα μου, τον έχασες, τον έχασα κι εγώ μαζί σου.  Περνώ το κατώφλι της περίφημης Θεολογικής σχολής του ΤΙμίου Σταυρού, συνοδεύοντας το μουσικό συγκρότημα “Εν Χορδαίς” που στα πλαίσια της διεθνούς του σταδιοδρομίας έφτασε μέχρι εδώ για να συγκινήσει όσους εσύ πατρίδα μου λησμόνησες κι ας ήταν τα καλύτερα παιδιά σου. Οι Έλληνες της Βοστώνης στο άκουσμα των αυθεντικών ηχοχρωμάτων της συναυλίας βουρκώνουν. Είναι οι σπουδαγμένοι στα καλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής που δεν γύρισαν πίσω γιατί αυτή η χώρα αποδείχθηκε γι’ αυτούς στοργικότερη από σένα. Για να μην σε αδικήσω, ας πω, πως αποδείχθηκε “καλύτερος εκτιμητής της αξίας τους” όπως θα έλεγε κι ο αείμνηστος Παπαδιαμάντης. Είναι οι άνθρωποι που ενώ αγωνίζονται μακριά σου, γεννούν εκεί μια νέα Ελλάδα, αυτήν που τους αξίζει. Φεύγοντας απ’ τη Βοστώνη αφήνω στην κόκκινη ποδιά της ένα κομμάτι μου. Τη σχέση μου με τα γράμματα και τις τέχνες που εδώ ανασαίνυν περίσσια. Πονάω που αποχωρίζομαι αυτή την πόλη και τους ανθρώπους της.

Νέα Υόρκη

Προσγειώνομαι στη Νέα Υόρκη, την πόλη που αλλιώς ονομάζω: Νέα Κωνσταντινούπολη. Κι αν ταξίδεψα σε πολιτείες πολλές απ’ την Ανατολή μέχρι τη Δύση, κι αν ένιωσα τα υπόγεια και υπέργεια ρεύματα της Σιγπαπούρης και του Χονγκ Κονγκ μέχρι την Αλεξάνδρεια, τη Δαμασκό και τη Βηρυτό, τις Ευρωπαϊκές και Μεσογειακές πρωτεόυσες σχεδόν όλες, αυτό που ένιωσα εδώ με τίποτα στον κόσμο δεν συγκρίνεται, παρά μόνο με την περιπόθητη Πόλη. Η διαφορά είναι πως η τελευταία κρατάει τη δύναμή της στα σπλάχνα των αιώνων που είναι και δικά μου σπλάχνα και δικά σου πατρίδα μου, ενώ εδώ εκρήγνυται όλη η δύναμη του παρόντος αιώνος. Δύναμη σχεδόν μαγική και μαγευτική. Αν μείνω λίγο περισσότερο θ’ αλλάξω. Δε θα είμαι εγώ, θα γίνω άλλος άνθρωπος. Το πιθανότερο χειρότερος. Γιατί εδώ όλα σου ζητούν ν’ αποδείξεις πως αξίζεις περισσότερο απ’ τους άλλους, να γίνεις “κάποιος” υποχωρώντας σ’ αυτό που είσαι, μιμούμενος τρόπους που δε σου ταιριάζουν, παλεύοντας με ρυθμούς που ξεπερνούν τους ανθρώπινους, αντέχοντας κραδασμούς ψυχικούς που εύκολα μπορούν να συνθλίψουν την ψυχή σου. Κι όμως, αυτή είναι η πολιτεία των ξένων. Είναι όλοι ξένοι.

Αυτοί που ονομάζονται Αμερικάνοι μοιάζουν παιδιά -και είναι παιδιά. Μάλλον νήπια. Έχουν την αγνότητα του νεογέννητου, και είναι νεογέννητα σε σύγκριση μ’ εμάς που τα χιλιάδες χρόνια καμπούριασαν την πλάτη μας και μας γέρασαν περίσσια. Τόσο που καταντήσαμε γέροι μωροί, ανάξιοι της μεγάλης κληρονομιάς που μας έλαχε. Κληρονόμοι αχάριστοι και ανεύθυνοι γίναμε, που σκορπάμε τον πλούτο μας, φτηνά τον ξεπουλαμε, για ένα ξεροκόμματο χαρίζουμε τα πρωτοτόκια που αξιωθήκαμε.

Πατρίδα μου, μού χάρισες χώμα και Θεό που όλοι όσοι είναι γύρω μου γυρεύουν και δε βρίσκουν. Κι αν ο Θεός χαρίζεται σε όποιον θέλει, η πατρίδα δε χαρίζεται το ίδιο. Απαιτεί χρόνους πολλούς, άφθονο αίμα, αγώνες πολυάριθμους που τόσοι και τόσοι έδωσαν για σένα κι εμείς τους λησμονούμε.
Τώρα που αρχίζω να επιστρέφω, νιώθω στ’ αλήθεια πως δεν ξέρω πού έρχομαι και τι με περιμένει. Δδν ξέρω αν θέλω να μείνω εδώ ή να γυρίσω σ’ εσένα. Δεν ξέρω αν τα πόδια μου θα περπατήσουν καλύτερα στα τσιμέντα του Νέου Κόσμου ή στις λάσπες σου.

Κάθε άνθρωπος είναι γέννημα της εποχής του και της περιοχής του, κι αυτό δεν αλλάζει. Στην περίπτωσή μας, είναι βαθύ σαν τις ρίζες των χιλιόχρονων πλατάνων σου, κεχριμπαρένιο σαν το λάδι των ελιόδεντρων που σε στολίζουν, ασυννέφιαστο σαν τον ουρανό σου τον ασύγκριτο. Κι αν λένε πως όπου γης εκεί πατρίς, εμάς μας έλαχε μια πατρίδα που δε μοιάζει με καμιά. Μια αληθινή πατρίδα, δική μας, κατάδική μας από πάντα. Κι αυτό το ζηλεύουν όλοι οι ξένοι και είναι καιρός κι εμείς να το ψηλαφίσουμε απ’ την αρχή για να ξαναβρούμε τον εαυτό μας. Μας έλαχες πατρίδα ενωμένη με το Θεό και την Εκκλησία, που είναι μάνα μας αιώνια και πάντα ήταν. “Αν μου βρίσουν πατρίδα και θρησκεία θα τους φάω”, έλεγε ο στρατηγός  Μακρυγιάννης, “αν μου βρίσουν μάνα και πατέρα, θα τους συγχωρήσω, γιατί μπορεί κι αυτοί να τους έβρισαν, αλλά η πατρίδα κι η θρησκεία δε έβρισαν ποτέ κανέναν”. Με τα λόγια αυτά  γραμμένα στην καριδιά με αγάπη ανεξίτηλη  επιστρέφω, λοιπόν, ικετεύοντάς σε: αγάπησέ με και μη με διώχνεις όσο κι αν σε λύπησα…




Δημοσιεύτηκε στο:
http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.kosmos&id=2840


1 comment:

  1. Βασιλική, τι να πώ;
    Η απόσταση, η σύγκριση, πάντα μας δίνουν ένα διαφορετικό μέτρο εκτίμησης για το τι χάνουμε και τι κερδίζουμε.
    Καλώς όρισες πίσω στην πατρίδα...

    ReplyDelete

Σχόλια