Τα πράγματα γύρω
μου γερνούν, μαραίνονται, πεθαίνουν. Μένουν άπραγα,
ξεχασμένα σε συρτάρια, ντουλάπια, αποθήκες, αχρείαστα στους ανθρώπους. Ώρες
ώρες αναρωτιέμαι, είναι άραγε καλύτερο να σε πετούν στα σκουπίδια ή να σε
λησμονούν κάπου και ν’ απομένεις παρατημένο παρελθόν που δεν έχει τίποτα να
προσφέρει στο σήμερα.
Δούλεψα πολύ.
Χρόνια με κράτησαν γυναίκες στα χέρια τους. Από χέρι σε χέρι πήγαινα.
Κι αν μπάλωσα, κι αν μάνταρα, κι αν κέντησα. Πόσες κλωστές πέρασαν από μέσα μου
δε λέγεται. Πόσα χρώματα. Πόσα μάτια προσηλώθηκαν στην ανοιχτή καρδιά μου. Τόσο
ανοιχτή που δεν αρνήθηκε ποτέ καμιά κλωστή να τη διαπεράσει. Τόσο υπάκουη που
δεν αρνήθηκε ποτέ τη θέληση των κυριών της. Δούλα, μα και αφέντρα στάθηκα.
Στιλπνή, αιχμηρή, λεπτότατη βελόνα ταγμένη στην ομορφιά, στο σχέδιο που έκανε
κάθε ύφασμα ξεχωριστό, κάθε σώμα μοναδικό, κάθε χέρι φιλικό,
ζεστό, συντοφικό. Λίγα πράγματα είχαν τη δική μου τύχη. Την τύχη να σε κρατά
μια γυναίκα στα δάχτυλα για ώρες απαλά, προσεχτικά, τρυφερά σχεδόν, και
κεντώντας ένα μεταξένιο ύφασμα, ένα κάμποτ, ένα βαμβακερό με υπομονή και
προσήλωση, να σου ζεσταίνει το είναι μέχρι να γίνεις ένα με τα δάχτυλα, ένα με
την καρδιά της.
Κι η κλωστή να
κολλά στο σώμα σου, να γίνεστε ζευγάρι όσο κρατά το μήκος της ζωής της, γιατί η
ζωή των κλωστών δεν μετριέται με τα χρόνια, αλλά με το μήκος. Κι ύστερα
ένα βιαστικό αντίο, ένας κόμπος, κι εκείνη να μένει για πάντα δεμένη στο ύφασμα.
Κι εγώ μόνη, να θυμάμαι, να σιωπώ, να ξεκουράζομαι, να κρυώνω, να μεθώ από
όνειρα. Όνειρα για κλωστές και όνειρα για χέρια νεανικά, μεσήλικα, υπερήλικα.
Χέρια λεπτά, χοντρά, γεμάτα ρόζους, γεμάτα παρεθλόν και χάδια, νταντέματα,
μαντήλια αποχωρισμών, μπουγάδες, μαγειρέματα, χώματα, μάρμαρα, κοιμητήρια.
Χέρια αναμμένα κεριά. Χέρια πυρωμένα κάρβουνα. Χέρια ταπεινά.
Δε θυμάμαι πότε
γεννήθηκα. Θυμάμαι μόνο πως είμαι προορισμένη να ζω στους αιώνες, ακόμα κι αν
δε με χρειάζεται πια κανείς. Άξιζα τόσο όσο να μ’ αγαπήσουν χέρια πολλά. Άξιζα
τόσο όσο να τρυπήσω τα πιο σκληρά υφάσματα. Τόσο όσο να μείνω
αποξεχασμένη και αχρείαστη μέσα στο σκοτεινό συρτάρι για να αναπολώ ανενόχλητη
όλη τη ζωή μου, τα δάχτυλα, τις κλωστές κα τα υφάσματα, τον θαυμασμό, την
υπομονή. Άξιζα τόσο όσο να διαπερνώ την κάθε
λογής ανυπομονησία και τον χρόνο. Να παρατείνω τα όρια της υπομονής των κυριών
μου, να μαλακώνω τις σκληρόκαρδες νοικοκυρές, να παρηγορώ τις θλίψεις τους
εκεί, στις άκρες των δαχτύλων τους υποταγμένη. Ο υποταγμενος είναι αλήθεια πως γίνεται αφέντης του κυρίου του. Σχεδόν τον εξουσιάζει. Ένα τόσο δα πραγματάκι ήμουν, μια
σταλιά θα παραμείνω όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ένα τίποτα. Ένα ασήμαντο
αντικείμενο που δεν το πιάνει καλά καλά το μάτι και πέφτοντας στο πάτωμα
δυσκολεύονται να το βρουν. Κι όμως είχα έργο σπουδαίο να επιτελέσω και το έκανα
με μεγάλη υπευθυνότητα. Εκεί στις άκρες των δαχτύλων σφηνωμένη
στάθηκα τείχος και προστασία των γυναικών που με κράτησαν. Τα βάσανα κι οι
πόνοι τους καταλήγοντας σε μένα γλιστρούσαν στο κενό πριν φτάσουν στην
καρδιά τους. Κι όταν υποχωρούσαν κι έσβηναν, εγώ έστελνα σιωπηλά μηνύματα, κύμματα,
αναλαμπές ανακούφισης. Έκλεβα τις πικρές σκέψεις και τρυπώνοντας στις καρδιές
των υφασμάτων οδηγούσα σε άλλους δρόμους τις ευαίσθητες καρδιές των γυανικών,
δρόμους χωρίς αγκάθια και πληγές.
Είμαι γριά. Γέρασα πια. Πολύ γριά
για να περηφανεύομαι και να καυχώμαι. Πολύ γριά για να θυμάμαι κι ας είναι το σώμα μου ακόμα
αξιοζήλευτα νεανικό. Μα ακόμα και κλεισμένη μέσα στο σκοτάδι του συρταριού,
λάμπω από το φως των αναμνήσεων πως έκανα το χρέος μου. Υπηρέτησα τις αρετές των γυναικών με
απόλυτη συναίσθηση και χάρισα λίγο χαμόγελο στα χείλη τους, δυο δράμια ομορφιά στον
κόσμο.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια