Δεύτερο καλοκαίρι κατ' εξακολούθησιν στις Πλάτρες, στο ίδιο ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο με το ίδιο μεγάλο μπαλκόνι -που το διαφοροποιεί απ' όλα τα υπόλοιπα που ίσα ίσα χωρούν ένα μικρό τραπεζάκι και δυο καχεκτικούς πελάτες. Πάνω απ' το δεξί δοκάρι του τετράγωνου μπαλκονιού η ίδια χελιδονοφωλιά που πέρσυ ήταν γεμάτη μωρά χελιδόνια κι οι γονείς τους φτεροκοπούσαν κάθε λίγο να βρούν τροφή να τα ταϊσουν. Πίσω απ' το αριστερό δοκάρι του μπαλκονιού, ο ίδιος θεόρατος πεύκος ακόμα σφιχταγκαλιασμένος από τον ίδιο κισσό.
Όλα τα άλλα πεύκα, που η μοίρα τους στάθηκε ευγενέστερη μαζί τους και τους παραχώρησε το αυτεξούσιο της μοναχικής ανάπτυξης χωρίς άλλα φυτά προσκολλημένα στο σώμα τους, έχουν τα κλαδιά τους υψωμένα προς τον ουρανό ή παράλληλα προς το έδαφος. Το δικό μου πεύκο, όμως, -δικό μου ως πιο κοντινό και συμπτωματικά ψηλότερο απ' όλα-, έχει τα κατάμεστα από τσαμπιά κουκουνάρια κλαδιά του, προς τα κάτω, θαρρείς και θέλει ν' αγκαλιάσει τον κισσό ανταποδίδοντάς του το πάθος της αναρριχώμενης λατρείας.
Άπνοια. Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι στην αυλή άφησε προς στιγμήν το κινητό του και ποτίζει καθ' υπόδειξιν του πατέρα της - ξενοδόχου τις γλάστρες. Τα πουλιά κελαηδούν ακατάπαυστα με φωνές λεπτότερες κι απ' τις πευκοβελόνες. Πατέρας και κόρη μετά το πότισμα ξεκινούν το τάβλι. Ζάρια και πούλια προστίθενται στην ηχητική παρτιτούρα του πρωινού. Από μακριά ακούγονται τα αυτοκίνητα, ήχος περαστικός σαν ελαφρά ασθένεια που γρήγορα φεύγει και τη λησμονείς.
Στην πραγματικότητα τίποτα δεν μπορεί να ταράξει τη σιωπή που βασιλεύει εδώ. Σιωπή που μοιάζει με κεκτημένο των γηραιών δέντρων που κατοικούν αιώνες τώρα στο Τρώοδος όρος τόσο πυκνά που μοιάζει μεγάλη παραχώρηση από μεριάς τους πως επιτρέπουν στους ανθρώπους τη συγκατοίκηση.
Είναι πράγματι όλα ίδια ένα χρόνο μετά. Το καλοριφέρ του μπάνιου στο δωμάτιο ακόμα γέρνει προς τα δεξιά. Η μπαλκονόπορτα τρίζει. Η κόκκινη μοκέτα των διαδρόμων διατηρεί την ίδια βαριά παλιοκαιρίσια μυρωδιά. Το πρωινό σαλάτες, ελιές, μαρμελάδες και χυμοί όπως πέρσι. Όλα ίδια, εκτός από τον πεύκο, τον κισσό κι εμένα.
Εγώ κόντυνα, ο κισσός ψήλωσε κι ο πεύκος χαμήλωσε κι άλλο τα κλαδιά του. Εγώ κόντυνα για να εξοικειωθώ περισσότερο με το χώμα στο οποίο κατευθύνομαι -θέλοντας και μη- μεγαλώνοντας, ο κισσός ψήλωσε για να φτάσει στην κορφή του πεύκου -που ακόμα δεν άγγιξε- να χαϊδέψει και το πρόσωπό του, -ή ίσως για ν' ατενίσει κι αυτός λιγάκι καθαρό, ανεμπόδιστο, γαλάζιο-, κι ο πεύκος... Ο πεύκος χαμήλωσε κι άλλο τα κλαδιά για ν' ανταποδώσει το αγκάλιασμα, -ή μήπως για να ξεκολλήσει επιτέλους από πάνω του αυτό το υπερφύαλο πλάσμα που δεν τον αφήνει ν' ανασάνει;
Σηκώνεται αέρας ξαφνικός. Ένα κουκουνάρι εκσφενδονίζεται αγενέστατα στην κεφαλή μου απάνω. "Ανόητη", μοιάζει να λέει, "τίποτα δεν είναι ίδιο, όλα αλλάζουν κάθε στιγμή, αλλά εσύ μάτια δεν έχεις να το δεις, αφτιά για να τ' ακούσεις!"
No comments:
Post a Comment
Σχόλια