Labels

Wednesday, October 30, 2013

Στο ναό του αγίου Δημητρίου την ημέρα της γιορτής του




26 Οκτωβρίου 2013, του αγίου ενδόξου, μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, του και πολιούχου της πόλεώς μου, Θεσσαλονίκης. Για πολλά χρόνια, τέτοια μέρα, ούτε που μου περνούσε απ' το νου να πάω στο ναό του εορτάζοντος αγίου. Με απωθούσαν αφόρητα οι εξουσίες, οι στρατοί, τα μεγάφωνα, όλα αυτά που συνοδεύουν μία τέτοια πανήγυρη. Με τον καιρό όμως, έμαθα να απομονώνω ό, τι με ενοχλεί και να το παρακάμπτω, κι ακόμα έμαθα πως οφείλω τιμή που πρέπει να την αποδώσω με τη σωματική και την πνευματική μου παρουσία, χωρίς προφάσεις και δικαιολογίες που μόνον εμένα άφηναν έξω απ' τη χαρά. Ίσως έμαθα και να υπερνικώ τα εμπόδια. Ίσως κάποια τουλάχιστον. Κι έτσι πήγα.

Κατηφόρισα απ' την Αίγλη. Ο μοναδικός τρόπος να μπω στο ναό την ώρα της Θείας Λειτουργίας ήταν να σταθώ σε μιά τεράστια ουρά που περίμενε ν' ανάψει κερί και να προσκυνήσει την εικόνα του αγίου έξω απ' την πρώτη πλαϊνή πόρτα. Όλος ο δρόμος είχε κυγκλιδώματα δεμένα. Αν περίμενα τη σειρά μου θα έχανα τη μισή ακολουθία. Δεν το ήθελα αυτό. Προσπέρασα την ουρά απ' το πλάι, αποφασισμένη να μπω στο ναό και ν' ανάψω μετά το κερί μου, για να μπω από τη δεύτερη πόρτα. Έπεσα πάνω σε στρατιώτες και αστυνομικούς που δεν επέτρεπαν την είσοδο. 
Τους παρακάλεσα να μ' αφήσουν, αλλά δε μ' άφηναν. Τότε, τους αγνόησα και προχώρησα μπροστά. Με τράβηξε απαλά απ' το μανίκι ο αστυνομικός, "δεν είπαμε, δεν περνάτε;" "Το είπαμε, αλλά δε θα μας τρελάνετε κιόλας. Θέλω να μπω στην εκκλησία", απάντησα και περασα. Τι θα έκανε; Θα με συλλάμβανε; Όχι. Μ' άφησε. Ελεύθερη η δεύτερη είσοδος, άνετη η διέλευση, άναψα και κερί, προσκύνησα και την ψηφιδωτή εικόνα του αγίου στην κολώνα, αφού η φορητή ήταν έξω. Μια χαρά. Με προσπάθεια αρκετή, πέρασα μέσα από το πλήθος κι έφτασα εκεί που περίμενα πως θα υπάρχει τόπος να σταθώ. Στο βάθος του δεξιού κλήτους, μπροστά στο παρεκλήσι του αγίου Ευθυμίου. Πράγματι εκεί ήταν πολύ λίγοι πιστοί, αρκετός ελεύθερος χώρος και σκαλιά για να καθίσεις κιόλας. Ανάσανα. Όλα και όλοι φροντίζουν για τη γυμναστική μας, σκέφτηκα. Καλό μας κάνει. Κουράγιο να έχουμε.

Προεξήρχε ο Πατριάρχης που συλλειτουργούσε μ' ένα πλήθος επισκόπων. Εκεί που στεκόμουν δεν έβλεπα τίποτα, μα αυτό δεν ήταν και απαραίτητο. Ό, τι λόγια και να μεταχειριστώ δε θα καταφέρω να περιγράψω αυτή τη Λειτουργία. Όσες κι αν έχω ζήσει, αυτή ήταν κάτι άλλο. Ανώτερο απ' όλες. Η μεγαλοπρέεια των εκφωνήσεων και των ψαλμωδιών, η σεμνότητα, η κοινή προσευχή χιλιάδων πιστών, λαϊκών, ιερέων, επισκόπων, μοναχών είχε πάρει την κιβωτό του ναού και την είχε σηκώσει στα ουράνια. Η Παναγία με τον άγιο Δημήτριο και πλήθος αγίων ήταν ολοζώντανοι εκεί, περιχαρείς πανηγυριστές, παρήγοροι μεσίτες, γονείς και αδέρφια μας. Ήταν απερίγραπτο. Κι ο Πατριάρχης μάς έπαιρνε όλους στην πλάτη του και μας σήκωνε ψηλά, εκεί, στο θρόνο του Κυρίου που χαρίζει αφειδώς το έλεός του. Είναι σπουδαίο να έχουμε τέτοιον επίγειο πατέρα οι ορθόδοξοι. 

Όταν βγήκαμε έξω, όπου θα γίνονταν οι ομιλίες, ανηφόρισα προς την Κασσάνδρου, ν' ακούσω από κει την ομιλία του Πατριάρχη. Ήταν άθλος ακόμη και το να φύγεις απ' το ναό. Μα τι σημασία έχουν όλα αυτά, μπροστά στα λόγια που ακούσαμε; Θα αντιγράψω μόνο δύο αποσπάσματα της ομιλίας, και στο λινκ που θα δώσω στο τέλος μπορεί όποιος θέλει να τη διαβάσει ολόκληρη. Πάντοτε βοηθός και προστάτης μας ο άγιος Δημήτριος!


"...Ἡ αἴγλη καὶ ἡ λαμπρότης τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἡ ἱστορία της καὶ ἡ σημερινὴ πολιτισμικὴ εἰκών της ἐνθουσιάζουν καὶ προσφέρουν εἰς τοὺς κατοίκους της καὶ εἰς τὸν σύγχρονον ἐπισκέπτην της πᾶν ὅ,τι μία μεγαλόπολις μὲ παράδοσιν δύναται νὰ προσφέρῃ. 
Ἐπὶ χιλιετηρίδας ἀναδεικνύει ἐξόχους προσωπικότητας: Εἰς τὴν ἁγιότητα τοῦ χριστιανικοῦ μαρτυρικοῦ βίου τὸν Ἅγιον Δημήτριον∙ εἰς τὴν ἁγιότητα τῆς πνευματικῆς καλλιεργείας καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν∙ εἰς τὴν συγγραφικὴν περιγραφὴν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τὸν Ἅγιον Νικόλαον Καβάσιλαν∙ εἰς τὴν μελέτην τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Ὁμήρου τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Εὐστάθιον∙ εἰς τὴν ὁσιακὴν ζωὴν τῶν Ὅσιον Δαυΐδ, εἰς τὴν οἰκογενειακὴν ζωήν (καὶ ὁσιακὴν βεβαίως) τὴν Ὁσίαν Θεοδώραν∙ εἰς τὴν ἱεραποστολὴν καὶ τὸν ἐκπολιτισμὸν τῶν γειτονικῶν λαῶν τοὺς αὐταδέλφους Κύριλλον καὶ Μεθόδιον∙ εἰς τὴν ἁγιογραφίαν τὸν Μανουὴλ Πανσέληνον∙ μεταξὺ τῶν Πατριαρχῶν Φιλόθεον τὸν Κόκκινον∙ τοὺς νομοδιδασκάλους καὶ κανονολόγους Κωνσταντῖνον Ἀρμενόπουλον καὶ Ματθαῖον τὸν Βλάσταριν. Καί, βεβαίως, πλὴν τούτων, εἰς ὅλους τοὺς τομεῖς ἀναριθμήτους πρωτεργάτας τῆς ἐπιστήμης, τῆς τέχνης καὶ ἐν γένει πάσης ἀνθρωπίνης δραστηριότητος....


Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ, 
Εἰς τὴν ὅλην ἱστορικὴν διαδρομὴν καὶ πορείαν τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως καὶ τῆς τῶν Θετταλῶν πόλεως ὑπάρχει μία λεπτομέρεια: ἡ συνεχῶς ἀναπεμπομένη ἱκεσία πρὸς τὸν Ἅγιον Δημήτριον καὶ ἡ ἐπαναλαμβανομένη θερμὴ εὐχαριστία διὰ τὴν προστασίαν του, ἡ ὁποία κατέστησε τὴν Θεσσαλονίκην ἰδιαιτέρως φιλοπρόοδον καὶ ἱκανὴν νὰ ἀντιμετωπίζῃ τὰς κρίσεις, τὰς ὁποίας ὑφίστατο κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς μακρᾶς ἱστορίας της. Κατὰ τὴν Βυζαντινὴν περίοδον κατεῖχεν ἐξέχουσαν θέσιν ἐν τῇ Αὐτοκρατορίᾳ καὶ ἀνέδειξε πλείστους Ἁγίους καὶ σοφούς, οἱ ὁποῖοι τὴν ἐλάμπρυναν. Ὠνομάσθη βασιλεύουσα καὶ ὑπῆρξε συμπρωτεύουσα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. 
Τὴν Μικρὰν αὐτὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, τὴν ἠγαπημένην τῶν ἡσυχαστῶν, τὴν ἐκλεκτὴν τῶν καισάρων, τὴν Μητέρα Θεσσαλονίκην τοῦ Γαβριὴλ Πεντζίκη, ἡμεῖς οἱ δοκιμάσαντες τὸν πειρασμόν, τὴν ἀγωνίαν καὶ τὸν πόνον τῆς προσφυγιᾶς, ὅταν αἱ ἱστορικαὶ συνθῆκαι ἐπέβαλον τὴν μετακίνησιν πρὸς δυσμὰς μυριάδων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἐκ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τοῦ Πόντου, τῆς Καππαδοκίας, τῆς Ἰωνικῆς καὶ Αἰολικῆς γῆς, ἐκ τοῦ χώρου δηλαδὴ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, τῆς ἐνδοχώρας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὴν Θεσσαλονίκην τὴν ἐγνωρίσαμεν καὶ τὴν γνωρίζομεν ὡς «πρώτη φτωχομάνα καὶ προσφυγομάνα», μαζὶ μὲ τὸν γνωστὸν Βαμβακάρην. Ἡ πόλις σας αὐτή, ἡ Θεσσαλονίκη, ὑπεδέχθη, «ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά της», ἐφιλοξένησε μὲ στοργὴν καὶ περιέθαλψε μὲ ἀγάπην μέγαν ἀριθμὸν πατέρων καὶ ἀδελφῶν μας, τῶν ἰδικῶν σας πατέρων καὶ μητέρων καὶ παππούδων καὶ γιαγιάδων. Καὶ ἔγινε ἡ δευτέρα, ἐξ ἴσου πρὸς τὴν πρώτην, φιλόστοργος πατρίς των. Καὶ ἐκεῖνοι, διὰ τῆς ἐργατικότητος καὶ δημιουργικότητός των καὶ διὰ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν γνώσεων τὰς ὁποίας ἐκόμισαν ἐξ Ἀνατολῶν ἀνέδειξαν τὴν Μακεδονίαν καὶ ἰδιαιτέρως τὴν πόλιν τῆς Θεσσαλονίκης μεγάλην, προοδεύουσαν εἰς ὅλους τοὺς τομεῖς καὶ ἀπολαμβάνουσαν τοὺς καρποὺς τῶν μόχθων της..."

http://fanarion.blogspot.gr/2013/10/blog-post_28.html

Tuesday, October 29, 2013

Το νόημα που ’χει κάτι απ’ τη γιορτή




Για μια ακόμη φορά στο δωμάτιο της μνήμης μας ξεγλιστρά μία γιορτή εθνική και θρησκευτική που την πανηγύρισε ένα έθνος, μια χώρα ολόκληρη. Αν κάθε μέρα οφείλει στον εαυτό της να είναι μια γιορτή, ένα ευχαριστιακό πανηγύρι ύπαρξης, υπάρχουν ωστόσο, μέρες διάσπαρτες μέσα στο χρόνο που υπερίπτανται ως κορυφαίες στιγμές της καθημερινόητας που συχνά κάτω απ’ το βαρύ ζυγό της μας κάνει να λησμονούμε την αβάσταχτη χαρά του να ζεις ακόμα και εν μέσω θλίψεων. Αν η ζωή μας παρομοιασθεί μ’ ένα καρδιογράφημα, οι γιορτές είναι οι κορυφώσεις του, τα πετάγματά του, οι εκτοξεύσεις των παλμών που αποδεικνύουν πως ο οργανισμός είναι ζωντανός. Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς τις γιορτές; Ένα καρδιογράφημα ίσιο, γραμμή αδιάφορη σε οριζόντιο επίπεδο, γραμμή άψυχη, νεκρή.

Μπορούμε να αμφισβητούμε τον τρόπο τον εορτασμών, τις μεθόδους, την εκτέλεσή τους. Έχουμε κάθε δικαίωμα να αποζητούμε τον ουσιαστικότερο εορτασμό και να μην συγκατανέβουμε στο επιφανειακό, το ηχηρό, το δήθεν. Μπορούμε ακόμα και να προβληματιζόμαστε γύρω από τις δαπάνες ενός εορτασμού, να τον προσαρμόζουμε στα μέτρα μας, -που κατέβηκαν πολύ χαμηλά. Αυτό που δεν μπορούμε όμως να κάνουμε σε καμία περίπτωση, είναι να πάψουμε να γιορτάζουμε. Μια ζωή χωρίς Κυριακκές, χωρίς Χριστούγεννα και Πάσχα, χωρίς εθνικές επετείους, είναι μια άδεια ζωή. Είναι μια ζωή χωρίς προσδοκίες, χωρίς ελπίδα και χωρίς μνήμη. Είναι μια ζωή στην οποία, όχι μόνον η καθημερινότητα θα καταλάβει ασήκωτο βάρος που θα μας πλακώσει και δε θα ανασαίνουμε, αλλά και θα αφαιρέσει από μέσα μας ένα εξαιρετικά λεπτό νήμα που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας. Το νήμα που ενώνει το χρόνο στις τρεις του διαστάσεις, ενώνει τον άνθρωπο στο πέρασμα των αιώνων, ενώνει όλους τους ζωντανούς μεταξύ τους και με τους νεκρούς. Αν κόψουμε αυτό το νήμα, η ζωή μετατρέπεται σε κάτεργο και ο άνθρωπος σε εργαλείο. Είναι η γιορτή, εθνική ή θρησκευτική, που μας θυμίζει για ποιο λόγο ζούμε, πού μπορούμε να φτάσουμε, σε τι στοχεύουμε και σε τι ελπίζουμε. Φωτεινό αστέρι μέσα στη νύχτα της ζωής μας είναι, που κατεβαίνει χαμηλά κι εμείς τεντώνουμε τα χέρια να το αγγίξουμε και το καταφέρνουμε, το πιάνουμε, το αγκαλιάζουμε και φωτιζόμαστε και πλουτίζουμε και παίρνουμε θάρρος και παρηγοριά. Ενωνόμαστε στο κοινό της τραπέζι και συνεορτάζουμε και πανηγυρίζουμε ένα σώμα, μια ψυχή, εχθροί και φίλοι. Καμιά γιορτή δεν είναι ατομική, ούτε καν η ονομαστική μας. Αν δε συνεορτάσουμε δεν έχει κανένα νόημα ούτε το όνομά μας, κι ας δίνει καθένας το προσωπικό του νόημα σε κάθε γιορτή.
“Βίος ανέορτος, μακρά οδός απανδόχευτος”, έλεγαν οι σοφοί πρόγονοί μας. Βγες και περπάτα σαράντα, πενήντα, εβδομήντα χρόνια χωρίς να συναντήσεις ένα πανδοχείο, κι ύστερα έλα να μου πεις να τα καταργήσουμε όλα. Θα σε φάει το αγιάζι βρε ψυχή μου, θα σε πλακώσει το χιόνι, θα σε κάψει το λιοπύρι.
Ναι, η γιορτή είναι το πανδοχείο της ζωής μας. Μας ξεκουράζει, μας θωπεύει, μας θρέφει, μας γνωρίζει, μας δίνει όνειρα που θα κάνουν το αύριο καλύτερο. Πάλι θα ξημερώσει καθημερινή, πάλι το δρόμο που πορευόμαστε θα πάρουμε, αλλά αυτός τώρα θα είναι φωτισμένος απ’ αυτό άσβηστο αστεράκι της γιορτής κι η καρδιά μας αλλιώς θα τον περπατήσει, γιατί θα ’χει ξαναβρεί για μια ακόμη φορά αυτό το κάτι που ’χει νόημα, αλλά και γιατί θα έχει μαζί της αχώριστους συνοδοιπόρους όλους όσους θυμήθηκε χθες, τίμησε, ονόμασε. Όλους όσους για μια ακόμη φορά της έδωσαν ένα παράδειγμα υψηλό, ανδρείο, ευλαβικό. Κάτι πολύ περισσότερο απ’ το “ζούμε για να δουλεύουμε και να τρώμε”. Γιατί όλα αυτά έχουν αξία μόνο για ν’ ανέβουμε λίγο ψηλότερα, εκεί, στο φωτεινό αστέρι της γιορτής μας. Γιατί ζούμε για να γιορτάζουμε. Μαζί. 



Monday, October 28, 2013

Της Αγίας Σκέπης





"Αρχικά η αγία Σκέπη εορτάζετο την 1η του μηνός Οκτωβρίου. Απ' το 1952 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος τη μετέθεση στις 28η Οκτωβρίου, για να έχει και η εθνική μας εορτή θρησκευτικό υπόβαθρο. Άλλωστε η Παναγία, και στο Βυζάντιο έσκεπε με την αγία Σκέπη της τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά και στην αυτοκρατορία και στη συνέχεια αυτοκρατορία και στη συνέχεια στο μεγάλο '40, αλλά και σήμερα και μέχρι το τέλος του κόσμου, θα σκέπει τον κόσμο, αλλά ιδιαίτερα την αγαπημένη μας πατρίδα, την ορθόδοξη και τρισένδοξη Ελλάδα μας.
Τον 10ο αι.μ.Χ στο Βυζάντιο έκανε ένα βράδυ αγρυπνία στην Παναγία των Βλαχερνών. Είχε πάει εκεί κι ένας ασκητής, ο άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, με τον μαθητή του Επιφάνιο. Και συνέχιζε η αγρυπνία και κατά τις τέσσερις το πρωί, είδε ο άγιος Ανδρέας, καθώς αγρυπνούσε, ο διά Χριστόν σαλός, καθώς αγρυπνούσε, να μπαίνει από τις βασιλικές πύλες του ναού των Βλαχερνών, ποιος άλλος; Η Κυρία Θεοτόκος. Υποβαστάζετο από τους δύο μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας. Τον Τίμιο Πρόδρομο και τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Δυνατοί άγιοι. Οι ιδιαίτεροι της Κυρίας Θεοτόκου. Και ακολουθούσαν και προπορευόντουσαν και λευχειμονούντες άγιοι αμέτρητοι. Το είδε ο άγιος Ανδρέας κι έπαθε. Εξεπλάγη. Κατενύγη. Συγκινήθηκε. Και σκουντάει τον μαθητή του, τον Επιφάνιο, και του λέει "Βλέπεις;" "Ναι" λέει. "Τι βλέπεις;" "Την Κυρία μας με αμέτρητο οψίκι. Συνοδεία". Ήλθε η Κυρία στη μέση του ναού, που είναι ο άμβων κι εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε για ώρα πολλή. Για τον λαό και την οικουμένη και δάκρυα πολλά κυλούσαν από τα μάτια της. Απ' αυτήν στεκόμαστε. Απ' αυτήν στεκόμαστε στους αιώνες. Αυτή μας διαφεντεύει, η Κυρία μας, αυτή μας προστατεύει, αυτή μας αγαπάει, αυτή κλαίει και παρακαλεί για μας. Αυτή κάνει τα πάντα πάντοτε. Γι' αυτό μην την αφήνομε, μην την ξεχνάμε την Κυρία μας Θεοτόκο. Κι αφού προσευχήθηκε ώρα πολλή, καθώς σημειώνει το Συναξάρι, ανέβηκε προς το Ιερό Βήμα, μπροστά στην Αγία πύλη, εκει στον σολέα, στο πλάτωμα, και προσευχήθηκε και πάλι υψώνοντας τα χέρια της στον ουρανό, και σε κάποια στιγμή βγάζει το μαντήλι της, το μαφόριο, την Αγία Σκέπη της, και την απλώνει, με τα πανάχραντα χέρια της, επάνω απ' το λαό. Κι έβγαζε η Αγία Σκέπη κι ένα υπέροχο και ουράνιο και παραδεισένιο φως. Και την κράτησε ώρα πολλή εκεί την μαντήλα της, την Αγία Σκέπη, και οι άγιοι καθώς την έβλεπαν, οι άλλοι δεν έβλεπαν τίποτε, ευφραινόντουσαν κι έκλαιγαν κι ευχαριστούσαν την Κυρία μας. Κι αφού έμεινε ώρα πολλή με την Αγία Σκέπη, ύστερα την μάζεψε κι έφυγε και πήγε στον ουρανό. Κι από τότε η Εκκλησία μας γιορτάζει κάθε χρόνο την Αγία Σκέπη..."


Από το Φθινοπωρινό Συναξάρι τόμος Β, αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, Ακτή, Λευκωσία, 2008



Άρωμα 1940




Άρωμα 1940
της Βασιλικής Νευροκοπλή
28/10/13

“Ένας άνεμος καινούργιος, ανυποψίαστος, άρχισε να φυσά πάνω στην Αθήνα. Είναι η ώρα 6 όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την πολιτεία. Ο ουρανός είταν πεντακάθαρος, λεύκαζε ο όρθρος, μύριζε δροσιά. Στους δρόμους, τους έρημους ακόμα, κρότησαν μερικά παραθυρόφυλλα, κάποιες μπαλκονόπορτες. Οι άνθρωποι ξυπνούσαν ξαφνιασμένοι, ρωτούσαν τους πρώτους διαβάτες. Ένα βουητό ανέβαινε λίγο-λίγο από γύρω, από μακρυά τα πρώτα ομαδικά βήματα πάφλασαν στην άσφαλτο. Μάτια υψώνονταν στον ουρανό, έψαχναν. Όμως σ’ όλη αυτή την κίνηση  που άρχιζε και πύκνωνε σε μικρές συντροφιές, σε ομάδες που ξεκινούσαν για τα κέντρα, δεν ξεχώριζες ταραχή ή αγωνία. Μια διάθεση ευφορίας, κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, πρωινό αγέρι που κολπώνει το πανί. Στα μάτια των ανθρώπων που αντικρύζονταν έφεγγε ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, σάμπως όλος αυτός ο κόσμος, ο ίσαμε χθες βουτηγμένος στην καθημερινότητα και στη βιοπάλη, να μάθαινε ξαφνικά πως έχει μέσα του κρυμμένα νιάτα.
Γιατί το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 γινόταν πραγματικά μια αποκάλυψη: Διαφορετικό είχε πέσει να κοιμηθεί το έθνος τη νύχτα που πέρασε, διαφορετικό ξυπνούσε τώρα. Η είδηση που έτρεχε από στόμα σε στόμα: “Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν” είτανε σαν γενική πρόσκληση σε ξεφάντωμα. Περηφάνια, φιλότιμο και λεβεντιά φούσκωναν τα στήθη.
Κι’ ο καθένας, ο πιο ταπεινός, ένιωθε να ξυπνάει μέσα του μια επίγνωση: Πως τρεις χιλιάδες χρόνια τον καλούν με τ’ όνομά του, το άσημο ίσαμε χθες, να τα δικαιώσει, να τα υπερασπίσει. Η Ιστορία έπαυε να είναι λόγια των σχολικών βιβλίων και των πανηγυρικών λόγων, γίνονταν πράξη ζωής. Είχε φωνή βαθιά, βουερή μέσα στο αίμα, μιλούσε. Και ο πιο ταπεινός, έκανε τη σκέψη, άθελά του, πως σ’ αυτόν έλαχε να τιμήσει αυτή τη φάλαγγα των νεκρών που ξεκινάει από πολύ μακρυά και δίνει νόημα στο Χρόνο. Η εκλογή της Μοίρας, είναι βαρειά, αλλά για τούτο και η τιμή πολύ μεγάλη.” σ.39,40

Αυτά γράφει ο Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του “Ελληνική εποποιία” που εκδόθηκε το 1964. Το δανείστηκα από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσ/νίκης, μιας και δεν κυκλοφορεί, δυστυχώς, στο εμπόριο. Εγώ, η Ελληνίδα του σήμερα, που θέλω να νιώσω την εποχή εκείνη, αλλά δε θέλω να αυτοσχεδιάσω πάνω στη θαμπή μνήμη της, κι ας κινούμαι συνήθως μέσα στο όνειρο. Δεν έχω δικαίωμα ούτε να φανταστώ, ούτε να ονειροπολήσω, να κρίνω, ή να φιλοσοφήσω με ελαφρότητα. Δε θέλω να γράψω μεγάλα κενά λόγια για να συγκινήσω. Από δαύτα χορτάσαμε. Κι εγώ, όπως κι εσείς, διψώ την αλήθεια, και γι’ αυτό προστρέχω στις πηγές. Απ’ αυτές θέλω να πιω το νερό της, απ’ αυτές και να σας κεράσω λίγες σταγόνες. Αν καταφεύγω στον Τερζάκη, είναι γιατί το βιβλίο του έχει την αλήθεια με όλο το άρωμα της εποχής της, ακριβώς όπως ο ίδιος το επιθυμούσε. Δε δικαιούμαι ούτε περίληψη του βιβλίου του να κάνω. Αν τα γεγονότα δεν μπορούν να περιγραφούν σε λίγες αράδες, πόσο μάλλον δεν μπορεί να συμπυκνωθεί μέσα σ’ αυτές το σπάνιο αίσθημα των Ελλήνων του 1940. Έτσι προτιμώ να αντιγράψω αυτούσια δυο τρία αποσππάσματα από την περιγραφή εκείνου του ξημερώματος της 28ης του Οκτώβρη, καθώς και όλον τον πρόλογο του συγγραφέα που πολέμησε και ο ίδιος στα βουνά της Αλβανίας. Προς τιμήν του ίδιου, προς τιμήν όλων των ηρωικώς πεσόντων, ακόμη και των τότε κυβερνόντων που ανέλαβαν την ευθύνη του πολέμου με ανδρεία, και τον έβγαλαν εις πέρας. Στις αντιηρωικές τούτες μέρες, τις γεμάτες ετικέτες, συνθήματα και ανηθικότητα, αυτό το άρωμα ξυπνά έναν παλιό, λησμονημένο εαυτό μας. Προς τιμή δική μας.

“Ο Γκράτσι, στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’ αλήθεια με έντονο –αν και καθυστερημένο- αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του, λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν τότε το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα, και τα μάτια του, πίσω απ’ τα γυαλιά, είναι υγρά. Αυτό –εξηγεί ο Γκράτσι- συνέβαινε πάντα στο Μεταξά όταν είτανε συγκινημένος…” σ.37

“… - Αυτή είναι, κύριοι συνάδελφοι, η όλη εξέλιξη της πολιτικής μας. Τώρα εφόσον πρόκειται να ζητήσω τας υπογραφάς σας εις το διάταγμα της επιστρατεύσεως, σας δηλώ απεριφράστως ότι, οιοσδήποτε εξ υμών έχει τυχόν αντίρρησιν ή επιφύλαξιν, μπορεί να την διατυπώση ελευθέρως, ή, αν διαφωνή να υποβάλλη την παραίτησίν του.
Η συγκίνηση είταν βαθιά. Πήρε ο Μεταξάς τα έτοιμα διατάγματα:
-Θέτω προς υπογραφήν τα διατάγματα ταύτα, είπε, και υπογράφω πρώτος.
Έκανε το σταυρό του, υπέγραψε το διάταγμα της γενικής επιστρατεύσεως.
-Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα, είπε.
Όλοι τον μιμήθηκαν. Τα διατάγματα είταν πολλά. Της επιστρατεύσεως του Ναυτικού, της κηρύξεως της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, της κηρύξεως σ’ εμπόλεμη κατάσταση της Αεροπορίας, της αναλήψεως της γενικής αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων από το Βασιλέα, του διορισμού του στρατηγού Παπάγου ως αρχιστρατήγου τού κατά ξηράν στρατού. Οι υπουργοί υπέγραφαν στη σειρά και ξανάλεγαν το λόγο του Πρωθυπουργού: Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα”.
Έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου.” σ.39

Παραθέτω αυτούσιο το μότο της πρώτης σελίδας του βιβλίου, -αν και σε μονοτονικό.
“Ούτε γαρ χορηγιών, ούθ’ όπλων ούτ’ ανδρών πλήθος καταπλαγής αν τις αποστέη της τελευταίας ελπίδος, του διαγωνίζεσθαι περί της σφετέρας χώρας και πατρίδος, λαμβάνων προ οφθαλμών το παράδοξον των τότε γενομένων, και μνημονεύων όσας μυριάδας και τίνας τόλμας και πηλίκας παροσκευάς η των συν νω και μετά λογισμού κινδυνευόντων αίρεσις και δύναμις καθείλεν”.
ΠΟΛΥΒΙΟΥ: Ιστοριών Β΄ 35, 8.

Παραθέτω και όλον τον ταπεινό, σεμνό, και αξιοθαύμαστο πρόλογο του συγγραφέα που μας υπενθυμίζει, εκτός των άλλων, τι θα πει ήθος.

“Πρόλογος
Το βιβλίο αυτό – εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια, όχι όμως και στην ιστορική πληρότητα. Γραμμένο από άνθρωπο που είχε την τύχη ν’ αναπνεύσει τον τραγικό αέρα του μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμειξη του μυθιριστορηματικού. Η εκστρατεία του 1940 – 44 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας.
Ωστόσο, αυτή η εκστρατεία που όλοι τη λένε “Το Έπος” έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο΄ θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικό απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε απ’ τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή της Αλβανίας. Το κεφάλαιο αυτό της Ελληνικής Ιστορίας, κλείστηκε, σφραγίσθηκε και τοποθετήθυηκε στο Αρχείο, προτού μνημειωθεί.
Όχι πως δεν υπάρχουν Ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Υπάρχουν, και αξιόλογες. Αλλά εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο χωρίς αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον ανειδίκευτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που να διαβάζεται άνετα.
Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαναν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία την συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει, μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμα κι ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο, όχι΄ χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι εκείνοι που το ένιωσαν – όπως και όσο νιώθει κανένας το παρόν – ακόμη κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του όταν το πάρει ο άνεμος του Χρόνου.
Δεν ισχυρίζομαι πως μπόρεσα να αιχμαλωτίσω ή ν’ ανακαλέσω το άρωμα της μεγάλης για την πατρίδα μας στιγμής που σημειώθηκε ξαφνικά στο φθινόπωρο του 1940. Έκανα μόνο ότι μπορούσα για να μάθουν τα παιδιά των Ελλήνων, οι ερχόμενες γενιές, πως η ελευθερία είναι πάθος ιερό, και πως γι’ άλλη μια φορά καταμεσής στον εικοστό αιώνα, έδωσε τη μάχη της γι’ αυτό – εδώ το χώμα, που μας έχει θρέψει.”

Τέλος κρίνω αναγκαίο ν’ αντιγράψω και τις τελευταίες αράδες του βιβλίου, -που εύχομαι ολόψυχα να επανεκδοθεί.
“Περισσότερο κι’ από την υπόθεση ενός έθνους που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του, η 28η Οκτωβρίου του 1940, προβάλλει στη σκηνή της Ιστορίας έναν αγώνα γενικότερο: μιας φυλής ανθρώπων. Αυτής που προσδιορίζεται από το πάθος της ελευθερίας.
Πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται, θ’ απομείνει ν’ ακούγεται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό κι άτρεμο, το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο μια φθινοπωρινή αυγή.”σ.223







Saturday, October 26, 2013

O ΄Αγιος ένδοξος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος ο Μυροβλήτης


Δημήτριον νύττουσι λόγχαι Χριστέ μου,
Ζηλοῦντα πλευρᾶς λογχονύκτου σῆς πάθος.
Εἰκοστὴ μελίαι Δημήτριον ἕκτη ἀνεῖλον.

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος γεννήθηκε περὶ τὸ 280 – 284 μ.Χ. καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοὺ τὸ 303 μ.Χ. ἢ τὸ 305 μ.Χ. ἢ (τὸ πιὸ πιθανὸ) τὸ 306 μ.Χ.

Ὁ Δημήτριος ἦταν γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας στὴ Θεσσαλονίκη.
Σύντομα ἀνελίχθηκε στὶς βαθμίδες τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ μὲ ἀποτέλεσμα σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν νὰ φέρει τὸ βαθμὸ τοῦ χιλιάρχου.
 Ὡς ἀξιωματικός του ρωμαϊκοῦ στρατοῦ κάτω ἀπὸ τὴ διοίκηση τοῦ Τετράρχη (καὶ ἔπειτα αὐτοκράτορα) Γαλερίου Μαξιμιανού, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανός, ἔγινε χριστιανὸς καὶ φυλακίστηκε στὴν Θεσσαλονίκη τὸ 303 μ.Χ., διότι ἀγνόησε τὸ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ «περὶ ἀρνήσεως τοῦ χριστιανισμοῦ».
 Μάλιστα λίγο νωρίτερα εἶχε ἱδρύσει κύκλο νέων πρὸς μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Στὴ φυλακὴ ἦταν καὶ ἕνας νεαρὸς χριστιανὸς ὁ Νέστορας ,
 ὁ ὁποῖος θὰ ἀντιμετώπιζε σὲ μονομαχία τὸν φοβερὸ μονομάχο τῆς ἐποχῆς Λυαῖο.
 Ὁ νεαρὸς χριστιανὸς πρὶν τὴ μονομαχία ἐπισκέφθηκε τὸν Δημήτριο καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά του.
 Ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ Νέστορας νὰ νικήσει τὸ Λυαῖο καὶ νὰ προκαλέσει τὴν ὀργὴ τοῦ αὐτοκράτορα.
 Διατάχθηκε τότε νὰ θανατωθοῦν καὶ οἱ δύο, Νέστορας καὶ Δημήτριος.

Οἱ συγγραφεῖς ἐγκωμίων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ Δημήτριος Χρυσολωρᾶς, ἀναφέρουν ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ἐτάφη στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὁ δὲ τάφος μετεβλήθη σὲ βαθὺ φρέαρ ποὺ ἀνέβλυζε μύρο, ἐξ οὐ καὶ ἡ προσωνυμία τοῦ Μυροβλήτου.

Στὶς βυζαντινὲς εἰκόνες ἀλλὰ καὶ στὴ σύγχρονη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος Δημήτριος παρουσιάζεται ἀρκετὲς φορὲς ὡς καβαλάρης μὲ κόκκινο ἄλογο (σὲ ἀντιδιαστολὴ τοῦ λευκοῦ ἀλόγου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου) νὰ πατᾶ τὸν ἄπιστο Λυαῖο.

Σήμερα ὁ Ἅγιος Δημήτριος τιμᾶται ὡς πολιοῦχος Ἅγιος της Θεσσαλονίκης.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς.
 Τὸ 1823 μ.Χ. οἱ Τοῦρκοι ποὺ ἦταν ἀμπαρωμένοι στὴν Ἀκρόπολη τῆς Ἀθήνας ἑτοίμαζαν τὰ πυρομαχικά τους γιὰ νὰ χτυπήσουν μὲ τὰ κανόνια τους, τοὺς Ἕλληνες ποὺ βρισκόντουσαν στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, μὰ ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἔκανε τὸ θαῦμα του γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἡ πυρίτιδα ἔσκασε στὰ χέρια τῶν Τούρκων καταστρέφοντας καὶ τμῆμα τοῦ μνημείου τοῦ Παρθενώνα.
 Γιὰ νὰ θυμοῦνται αὐτὸ τὸ θαῦμα, ὁ ναὸς λέγεται ἀπὸ τότε Ἅγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, ἀπὸ τὴν λουμπάρδα δηλαδὴ τὸ κανόνι τῶν Τούρκων ποὺ καταστράφηκε.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’.

Μέγαν εὔρατο ἒv τοῖς κιvδύvοις,
 σὲ ὑπερμαχοv, ἡ οἰκουμένη,
 Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον.
 Ὡς οὒν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν,
 ἐν τῷ σταδίω θαρρύvας τὸν Νέστορα,
 οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε,
 Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,
 δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτομελον.

Τοῖς τὼv ἰαμάτωv σου ρείθροις Δημήτριε,
 τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv,
 ὁ δοὺς σοὶ τὸ κράτος ἀήττητοv,
 καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv·
 αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.




http://aerapatera.wordpress.com/2013/10/26/o-άγιος-ένδοξος-μεγαλομάρτυς-δημήτριο/#comments

Thursday, October 24, 2013

΄Οταν ο άγιος Δημήτριος συνάντησε τον άγιο Αχίλλιο



Ο Οκτώβριος είναι ταυτισμένος στη μνήμη του λαού μας με τη γιορτή του αγίου Δημητρίου. Ο άγιος Δημήτριος είναι ένας από τούς δημοφιλέστερους αγίους της ορθόδοξης Εκκλησίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, όπως φανερώνει η συχνότητα του ονόματος (Ντμίτρι, Ντουμίτρου, κλπ.). Ολοι οι ορθόδοξοι λαοί τον ευλαβούνται και τον τιμούν, ιδιαίτερα δε οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι και οι Ρώσοι - και οι όπου γης ορθόδοξοι λαοί. Φαίνεται πώς αυτή η δημοτικότητα δεν είναι άσχετη με την αίσθηση της συνεχούς παρουσίας του Αγίου ανά τους αιώνες, όπως πιστοποιείται από τις εμφανίσεις του και τα θαύματά του.
Η ιστορία του μεγαλομάρτυρος αγίου Δημητρίου δεν τελειώνει στο 303 μ.Χ. που μαρτύρησε. Από τη μέρα του μαρτυρίου του αρχίζει μια νέα ιστορία, εκπληκτική, που φθάνει ως σήμερα και θα συνεχισθεί στους αιώνες. Ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος έγινε η ψυχή της Θεσσαλονίκης, ο οδηγός, ο πατέρας, ο προστάτης, ο πολιούχος, ο «φιλόπολις» και «σωσίπολις», ο «φιλόπατρις» κι' ο «σωσίπατρις». Ο μεγαλομάρτυς δεν υπήρξε μόνο ο θαυματουργός ιατρός των σωματικών και ψυχικών νόσων, αλλά και προστάτης ένδοξος της αγαπητής του πατρίδος.Τα θαύματα που έχει επιτελέσει μέχρι σήμερα ο μεγαλομάρτυς και αθλοφόρος του Χριστού Δημήτριος ο Μυροβλήτης είναι αναρίθμητα, πάρα πολλά δε εξ αυτών έχουν καταγραφεί σε διάφορα αγιολογικά και ιστορικά κείμενα, τα γνωστότερα των οποίων είναι τα «Βιβλία των θαυμάτων», τρείς παλαιές συλλογές που χαρακτηρίσθηκαν έτσι από τον εκδότη τους, τον Cornelious Byeus. Συμπεριελήφθη δε η έκδοση στα «Acta Sanctorum», Oct. IV, Bruxelles, 1780 και ανατυπώθηκε χωρίς καμμιά μεταβολή στην συλλογή του Migne, «Patrologia Graeca» (P.G.), τομ. 116 (σελ. 1203 - 1398). Κάθε μιά από τις τρείς παραπάνω συλλογές των θαυμάτων επιγράφεται αντίστοιχα: Liber I (Bιβλίο Α, συγγραφέας ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ιωάννης Α', 7ος αιώνας), Liber II (Βιβλίο 2, αγνώστου συγγραφέως του 7ου αιώνος ) και Liber III (Βιβλίο 3, αγνώστου συγγραφέως του 10ου αιώνος).


Σ' ένα από τα θαύματα αυτά - στο Βιβλίο ΙΙΙ - αναφέρεται κάτι που ενδιαφέρει ιδιαίτερα εμάς τους Λαρισαίους και συγκεκριμένα ότι ο Μυβοβλήτης άγιος της Θεσσαλονίκης είχε συνάντηση με τον Μυροβλήτη άγιο της Λαρίσης περί «τα Τέμπη τα Θεσσαλικά»(1).


Συγκεκριμένα στο 3ο θαύμα του Γ' Βιβλίου (παράγραφοι 222 - 226) ο συγγραφέας αναφερόμενος στην εποχή του αυτοκράτορος Λέοντος (ο οποίος βασίλευσε τη περίοδο 886 - 912 μ.Χ) μας παρουσιάζει ένα θαύμα του αγίου Δημητρίου που συντελέσθηκε κατά τη διάρκεια κατάληψης της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς. Εκείνον τον καιρό, λέει, κάποιοι άνθρωποι Ιταλοί εξόρμησαν από τη πατρίδα τους ένεκα ευχής(τάματος) για να περιηγηθούν τους ναούς κάθε τόπου. Και πορευόμενοι πήραν τον δρόμο που οδηγούσε προς το ναό του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Και ιδού πως περιγράφει ο συγγραφέας των «Θαυμάτων» τη συνάντηση του Μυροβλήτη της Θεσσαλονίκης με τον Μυροβλήτη της Λαρίσης(2) :«Κατά την οδοιπορία τους, οι Ιταλοί, την ώρα που διέρχονταν τα Θεσσαλικά Τέμπη, είδαν να συνοδοιπορεί ένας άνδρας, τον οποίον ούτε γνώριζαν, ούτε είχαν δει προηγουμένως. Ο άνδρας αυτός είχε ολόλευκα μαλλιά και γένια, γλυκό και ιλαρό πρόσωπο και σεμνή αμφίεση. Και μόνο με τη θέα του υποδήλωνε το μεγάλο του σεβασμό και την εξαιρετική του ταυτότητα. Επειτα εμφανίσθηκε ένας άλλος άνδρας ερχόμενος προς αυτούς από μπροστά έφιππος, ωραίος μεν στη θέα και εκ φύσεως πολύ ευχάριστος και ευάρεστος, κατηφής, όμως, και μαραμένος, γεγονός που κάλυπτε τη χάρη της ευφροσύνης του, και σαν από κάποιο πένθος καταβεβλημένος και λυπημένος. Αυτός βγάζοντας φωνή όμοια με την όψη του, χαιρέτισε πρώτος τον πρεσβύτη, ονομάζοντάς του Αχίλλιο(3), και τον ρώτησε: «Που πηγαίνες Αχίλλιε; Εγώ, καθώς βλέπεις, έρχομαι προς εσένα». Ο πρεσβύτης ανταπέδωσε περιχαρής το χαιρετισμό, αποκαλώντας αυτόν Δημήτριο, καθώς και μεγάλο αγωνιστή του αθλοθέτη Χριστού. Με πολύ δε ενδιαφέρον τον ρώτησε ποιά είναι η αιτία της μελαγχολίας και της τόσης κατήφειας και λύπης.- Ο μάρτυς απάντησε: «Αφανίσθηκε η πατρίδα μου και ήδη έχει κατδικασθεί από το Δικαστή των όλων. Χέρια ανδροφόνα και βαρβαρικά εξανδραπόδισαν τους συμπατριώτες μου. Ο ναός μου περιβρέχεται τώρα από τα αίματα των ομοφύλων μου, τα ιερά καταπατούνται από βέβηλα και ακάθαρτα πόδια και έχουν εξουθενωθεί. Και εγώ βεβαίως καθικέτευα το Θεό αδιαλείπτως, παρακαλώντας Τον να ελεήσει τους ατυχήσαντες συμπατριώτες του, και Του ζητούσα ως χάρη να τους λυπηθεί και πάλι. Και την Εκκλησία που ο Κύριος καθαγίασε με το τίμιο αίμα Του, να μην την αφήσει να κατασπαραχθεί απ΄ τα χέρια βαρβάρων, οι οποίοι εμπιστεύονται και στηρίζονται μόνο στην ισχύ τους και όχι στο Θεό. Εκείνος όμως - και βέβαια είναι αδύνατον να εξακριβωθεί το πως Αυτός κρίνει και ποιές είναι οι βουλές Του - άφησε την κληρονομιά Του, το λαό Του δηλαδή, να λάβει πείρα της βαρβαρικής απανθρωπιάς».Από τα δεινά αυτά, που διηγήθηκε ο μάρτυς για τη Θεσσαλονίκη, συγκλονίσθηκε και συμπόνεσε πολύ ο ιεράρχης Αχίλλιος, έκραζαν δε μαζί: «Είναι μεγάλα τα θαυμάσιά Σου, Κύριε, και δεν είναι ικανός κανένας να ερευνήσει και να καταλάβει την οικονομία Σου».Οι Ιταλοί τα έβλεπαν όλα αυτά με έκπληξη και αμηχανία. Ενας δε από αυτούς, που ήξερε την ελληνική γλώσσα, ρώτησε σιγανά κάπως: «Για πές μου λοιπόν, στρατιώτη, για ποιά πόλη κάνετε λόγο; Ποιά είναι η πόλη που έπεσε στα χέρια των βαρβάρων;». Ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος απάντησε: «Η δική μου, η δυστυχέστατη πατρίδα μου Θεσσαλονίκη, παραδόθηκε στη μανία των βαρβάρων». Και πάραυτα αυτοί, ο πρεσβύτης (ο Αχίλλιος) και ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος, έγιναν άφαντοι από τα μάτια των συνοδοιπόρων τους. Εκείνοι, όντας Ιταλοί, ζήτησαν όταν έμειναν μόνοι τους να μάθουν από τον ομοεθνή τους, που ήξερε την ελληνική γλώσσα, τί άκουσε από τους δύο αυτούς συνοδοιπόρους και ποιοί ήταν. Αυτός με θαυμασμό και έκπληξη διηγήθηκε τα καθέκαστα και τους έκανε γνωστό ότι ο στρατιωτικός που εμφανίσθηκε σ' αυτούς ήταν ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος, ο οποίος μίλησε με κάθε σαφήνεια για τα δεινά της πατρίδας του, της Θεσσαλονίκης, και επιπλέον υποσχέθηκε ότι θα παράσχει σ' αυτούς κάθε ασφάλεια και προστασία».- Η διήγηση κλείνει με την πληροφορία ότι οι Ιταλοί για να μη γίνουν και αυτοί λάφυρο των εχθρών πήγαν πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, όχι πολύ μετά, άκουσαν από κάποιους, οι οποίοι διέφυγαν από τα χέρια των βαρβάρων, όλα τα συμβάντα λεπτομερώς και έτσι οι άνθρωποι αυτοί κατάλαβαν σαφώς ότι ο άνδρας εκείνος που είδαν κατά τη πορεία τους ήταν ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος. Το 3ο Θαύμα του Γ' Βιβλίου κλείνει με την αναφορά του συγγραφέα ότι ο άγιος Δημήτριος λίγο μετά προστάτευσε τη Θεσσαλονίκη και από τις εξορμήσεις των Σκυθών, υψώνοντας μπροστά τους, σαν άλλο τείχος την ακαταμάχητη δεξιά του. Ετσι η θαυματουργική του δύναμη αποδεικνύονταν ανώτερη από τις επιδρομές των βαρβάρων.* Αναφορικά με τα άλλα κείμενα των «Θαυμάτων» (4) εντύπωση προκαλεί η διήγηση στο Β' Βιβλίο και ειδικότερα η περιγραφή στο κεφ. 5 της ανάμιξης - περί το 680 μ.Χ - των Ελλήνων «Σερμησιάνων»(5) και των Βουλγάρων, η εγκατάστασή τους στον «Κεραμήσιο κάμπο» (τον οποίο ερευνητές τοποθετούν κοντά στη περιοχή των Σκοπίων) και ο στόχος τους να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη. Ολα τα παραπάνω στοιχεία κάνουν τη συγκεκριμένη διήγηση να μοιάζει σαν ένα είδος «προφητείας» στη κατασκευή του «Μακεδονικού έθνους»(6), που μας ταλαιπωρεί σήμερα. Η εξιστόρηση καταλήγει βέβαια με την θαυματουργική επέμβαση του αγίου Δημητρίου, ο οποίος ματαιώνει τα κακόβουλα σχέδια και σώζει τη πόλη του.Ας προσευχηθούμε και σήμερα στο μυροβλήτη άγιο να βοηθήσει τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία μας ολόκληρη και να μπορέσουμε να συμβιώσουμε ειρηνικά με τους γείτονές μας, χωρίς προκλήσεις και αντιστόρητους αλυτρωτισμούς.



Του Χάρη Ανδρεόπουλου*,δημοσιογράφου - θεολόγου ΑΠΘ

Wednesday, October 23, 2013

Ο ΟΙκουμενικός Πατριάρχης στην Ιερά Μονή Βλατάδων Θεσσαλονίκης



Σαν Πασχαλιά καταμεσής του φθινοπώρου, Αλκυωνίδα ημέρα στο φινάλε του μελαγχολικού Οκτώβρη, άνοιγμα ουρανών εν μέσω καταιγίδας η επίσκεψη του Πατριάρχη μας στη γειτονιά μας, στην παλαιότερη Μονή της Θεσσαλονίκης. Τρίτη πρωί, Αγίου Ιακώβου του Αποστόλου και Αδελφοθέου, η αυλή της Μονής Βλατάδων είναι κατάμεστη από επισκόπους, ιερομονάχους, ιερείς, διάκους, ψάλτες, λαό ευσεβή από σεβάσμιους γέροντες και καμπουριασμένες γριές μέχρι παιδάκια, όλοι με τα καλά τους, χτενισμένοι, κουρεμένοι, περιποιημένοι, αστραφτεροί περιμένουν πώς και πώς τον πατέρα τους, τον πατέρα της Ορθοδοξίας, τον Οικουομενικό μας Πατριάρχη, που εδώ και μέρες γυρνά από εκκλησιά σε εκκλησιά, από ίδρυμα σε ίδρυμα και πανεπιστήμια, να ευλογήσει, να λειτουργήσει, να εγκαινιάσει, να συμμετάσχει, να συνεορτάσει, να συμπλεύσει και σωματικά με τους Θεσσαλονικείς. 



Όλοι ετοιμάζονται σαν μαθητούδια πριν το διαγώνισμα. Είναι τόσο ωραίο! Οι ψάλτες επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τις βάσεις των μαθημάτων. Οι διάκοι τις εκφωνήσεις. Οι αστυνόμοι επιβλέπουν την τάξη. Η μεγάλη προσδοκία είναι ολοφάνερη, δικαιολογημένη η αγωνία, ανεκλάλητη η χαρά της μεγάλης τιμής που μας γίνεται. Όλα τα πρόσωπα είναι χαρούμενα και φωτεινά. Ας καθυστερεί λίγο ο ερχομός, κανένας δε γκρινιάζει. Χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες, χτυπούν αναστάσιμα, ήρθε ο πατέρας μας, εφάνη. Πράος, γλυκύς, προσηνής, θωπευτικός, στοργικός, ρωμαλαίος, πάνφωτος. Δεν είναι δυνατόν να ασπαστούν όλοι το τίμιο χέρι του, τόσος κόσμος που έχει έρθει κι άλλο τόσο ασφυκτικό που είναι το πρόγραμμα κι ο χρόνος του. Μα τα παιδιά γι' αυτόν έχουν πάντα απόλυτη προτεραιότητα. Ποτέ δε θα τους αρνηθεί το χάδι, το στοργικό λόγο, το αστείο. Τα χαιρετά, τους χαμογελά, προχωρεί προς το ναό με όλη τη συνοδεία.




Με το που μπαίνει και ο τελευταίος ρασοφόρος στην εκκλησία, οι αστυνομικοί φράζουν την είσοδο. Είναι άδικο για όλον αυτόν τον κόσμο που διψά να εισέλθει. Είναι και δίκαιο, διότι είναι πολύ μικρός ο ναός κι αν έμπαιναν όλοι θα ήταν αποπνυκτική η ατμόσφαιρα. Για μένα προσωπικά είναι αδιανόητο. Είμαι εκεί, ακριβώς πίσω από τον τελευταίο ιερωμένο που μπήκε και δε μ' αφήνουν να περάσω. Αυτό δε γίνεται. Λέω ένα μικρό ψέμα στον αστυνομικό με τα γαλόνια. "Μα εγώ είμαι παπαδοπαίδι, είναι ο μπαμπάς μου μέσα, δεν μπορώ να πάω δίπλα στον μπαμπά μου;" Ναι, ο μπαμπάς μου δεν ήταν μέσα, αλλά αφού τον Πατριάρχη τον νιώθω και μπαμπά και παππού μου, ήταν μέσα, δεν ήταν; Αντιδρά ο αστυφύλακας, αλλά έχει καλοσυνάτο πρόσωπο, λίγο θέλει, θα τον καταφέρω. "Μα εγώ εδώ μεγάλωσα", του λέω, "δε γίνεται τώρα να μη μπω, δε γίνεται". Αφού με μαλώνει που δεν είχα μπει πριν από ώρα, δίνει σήμα σε δυο ντερέκια και με βάζουν. Το πόσο χαίρομαι μόνο εγώ το ξέρω.




Ακούω μεθ' ευωχίας το "Εις πολλά έτη Δέσποτα" από τον 
π. Νεκτάριο που με τη συνοδεία των υπόλοιπων νεαρότερων ψαλτάδων ψάλλει πλησίον του παρεκλησίου του Αποστόλου Παύλου, αφού το αναλόγιό του έχει καταλυφθεί από το πλήθος των επισκόπων. Τα τροπάρια με τη σειρά, η δοξολογία, η κουρά του νέου μοναχού απ' τον Πατριάρχη. 
Ο νυν ηγούμενος Νικηφόρος απευθύνει λόγο καρδιακό, τιμητικό, άκρως αγαπητικό προς τον Πατριάρχη και το Φανάρι. Κι ύστερα, παίρνει το λόγο ο πατέρας μας. Φωνή στιβαρή, γεμάτη, βαριά. Λόγος υψηλός, υψηλότατος σε έκφραση, περιεκτικότητα, νοήματα, αγάπη και ευγνωμοσύνη. Λόγος που τιμά την ιστορία της Μονής και το Ίδρυμα Πατερικών Μελετών που αυτή στεγάζει. Λόγος γεμάτος ευγένεια, λεπτότηα, ήθος. Κανείς δε μιλά έτσι σήμερα, και μάλιστα από στήθους. Μα αυτό το στήθος είναι έμπλεο χάριτος κι ο νους του θεόπνευστης καλλιέργειας.




Μετά το πέρας της σύντομης ακολουθίας, ακολουθεί τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του μακαριστού μητροπολίτου Ικονίου Ιακώβου, πρώην σχολάρχη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ο κόσμος περιμένει πώς και πώς να τελειώσει το μνημόσυνο για να πάρει την ευχή του Πατριάρχη. Με το που βγαίνει από το κοιμητήριο, πάλι αστυνομικοί μας κάνουν πέρα για να πορευθεί ελεύθερα στο Συνοδικόν, να επισκεφτεί τον ασθενή επίσκοπο κ.Παντελεήμονα. Καίγεται η καρδιά μου να πάρω την ευχή του. Πρέπει να βρω τον τρόπο να τρυπώσω. Φαίνεται πως είμαι αρκετά εξασκημένη από παιδί σ' αυτό το "άθλημα". Μα και σκυλί θα γινόμουν για να καθίσω στα πόδια του Πατριάρχη. Τόσο τον αγαπώ. Τόσο κι άλλο τόσο. Σκύβω, τρυπώνω, έρχομαι απέναντί του καθώς εκείνος περπατά γρήγορα κι ανάλαφρα, και του φιλώ το χέρι. Χαμογελά, και μου σφίγγει πολύ δυαντά το χέρι. Τόσο δυνατά που πήρα δύναμη μεγάλη. Τίποτε άλλο δε θέλω. Τίποτε. 




Η κυρά Φωτούλα δίπλα μου, δεν το κατάφερε. Υπηρετεί εδώ και χρόνια τον Άγιο Νικόλαο Ορφανό. Τη βλέπω που στεναχωριέται. "Πήγαινε", της λέω, "στο Συνοδικό, μη μείνεις με το παράπονο. Πήγαινε." Δε μιλά, διστάζει. Ξαναλέω, "πήγαινε". Μετά σταματώ κι εγώ. Καθένας μόνος του διαλέγει αν θα επιμείνει, αν θα παραιτηθεί, ή κι αν θα βρει αλλού το νόημα που φαίνεται να ξεγλυστρά μέσα απ' τα χέρια του. Μπορεί και να αρκεστεί και μόνο στη θέα. Μήπως δε μας ευλόγησε όλους; Κι εγώ άμα δεν τα κατάφερνα, αυτό θα 'λεγα. Αφού όλους μας ευλόγησε. Φεύγοντας σκεφτόμουν πως ακόμα κι ο Χριστός κάποτε έμπαινε στο πλοίο και κήρυττε από κει, έξω από το συνωστισμό του πλήθους. Το πλήθος μπορεί να σε καταπιεί. Το ξέρουν μόνο όσοι το αντιμετώπισαν. Καλά κάνουν και προστατεύουν τον Πατριάρχη. Εγώ αν μπορούσα, θα έδινα ευχαρίστως τη θέση μου στη Φωτούλα. Αλλά δε μπορούσα εκείνη τη στιγμή, δε γινόταν, κι ίσως κι έτσι έπρεπε να γίνει, δεν ξέρω. Ο Θεός ξέρει.




Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Θεό γι' αυτή τη μέρα. Για μένα ήταν Ανάσταση. Στο πρόσωπο του Πατριάρχη συνάντησα όλους τους προγόνους μου, όλους τους αγίους, τον ίδιο το Χριστό. Εύχομαι ολόψυχα να τον χαριτώνει ο Κύριος δινοντάς του πολλά έτη ακόμα, υγεία, δύναμη, υπομονή, φώτιση και αγάπη, να μας οδηγεί, να πρεσβεύει για μας, να μας χαρίζει αφειδώς την ελπίδα της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Την ευχούλα του να έχουμε όλοι.





Tuesday, October 22, 2013

Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου



Αυτόν θέλω ν' αγαπήσω, 
τον δυνατό όπως ο πατέρας μου
Και αδύναμο όπως το παιδί μου
Που ξέρει πιο πολλά από μένα
Που πιο μακριά από μένα βλέπει
Που αγρυπνά όταν κοιμάμαι
Που αν φύγω μακριά, θρηνεί
Χωρίς εσένα δεν ζω
Που έρχεται να πέσει στην αγκαλιά μου
Και πάνω απ' τα μαλλιά του 
πουλιά πετούν
Και ξέρω, όχι, δεν πετούν


Μαρία Λουίζε Κασνίτς
Δεν έχασα εσένα όλον τον κόσμο έχασα, Γερμανόφωνη ερωτική ποίηση, ανθολόγηση - μετάφραση Ντάντη Σιδέρη Σπεκ, εκδ. Γαβριηλίδη, 2013) 




Μπορεί καμιά φορά να μας έρχονται και λίγο παλαβά πράγματα να κάνουμε, μα άμα τα νιώθουμε, εγώ λέω να τα κάνουμε, μόνο κακό μην κάνουν σε κανέναν. Έτσι, τώρα θέλω αυτό το ποίημα στη μνήμη του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου ν' αφιερώσω, μαζί μ' αυτή τη φωτογραφία που τράβηξα σήμερα, του Θερμαϊκού μέσα στην πάνφωτη από πέπλα θαλπωρής ομίχλη μ' αυτά τα γιγάντια πλοία, άλλοτε οριζόντια κι άλλοτε εγάρσια στο βλέμμα μου να με ταξιδεύουν στο άμποτε...

Τέσσερις γιους είχε ο δίκαιος Ιωσήφ, όταν μνηστεύτηκε την Παναγία μας, τον Σίμωνα, τον Ιωσή, τον Ιούδα και τον Ιάκωβο, μα δε θεωρούνται όλοι αδέλφια του Κυρίου, όχι. Όταν κάποτε ο Ιωσήφ θέλησε να μοιράσει την περιουσία του, αποφάσισε να τη μοιράσει στα πέντε, και όχι στα τέσσερα, θέλοντας να δώσει ένα μερίδιο και στον Ιησού, κι ας μην ήταν παιδί του σαν τ' άλλα. Οι τρεις πρώτοι γιοι, όμως, αντέδρασαν. Θεώρησαν άδικο, τον δίκαιο πατέρα τους. Τότε, ο Ιάκωβος πήγε στον Ιησού και του είπε: "Εγώ σου δίνω το μερίδιό μου, κι αν δε θέλεις να γίνει έτσι, τότε ας το έχουμε μαζί, ας είμαστε συγκληρονόμοι". Έσκυψε τότε ο Ιησούς και τον φίλησε ευχαριστώντας τον, κι ας μην είχε ανάγκη καμιά περιουσία, κι από τότε ονομάζεται ο Ιάκωβος Αδελφόθεος κι ήταν ο ίδιος ο Ιησούς που με τα χέρια Του τον έκανε επίσκοπο Ιεροσολύμων, τον πρώτο. 
Αυτά αναφέρει στο "Φθινοπωρινό Συναξάρι" ο αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουσένης, κι εμένα με συγκίνησε πολύ αυτό το στιγμιότυπο της ζωής του αγίου, του υπεράνω βιοτικών αγαθών και περιουσιών, που συχνά, κι από τότε ακόμα, γίνονται αντικείμενα έρδιας και χωρίζουν οικογένειες, ωσάν να πρόκειται για κάτι που το παίρνεις μαζί σου. 

Την ευχούλα του αγίου να έχουμε και να υποδεχθούμε και τον Πατριάρχη μας στη Ι.Μονή Βλατάδων που θα έρθει να κάνει την κουρά ενός μοναχού της Μονής, και τόσες μέρες πάει απ' τον ένα τόπο στον άλλο, κι ευλογεί, εγκαινιάζει, λειτουργεί, υποδέχεται και μας αγαπά με αγάπη γνήσια πατρική.











Η ελευθερία των νεκρών




Από τα μεγαλύτερα θαύματα της ζωής βρίσκω πως είναι η σχέση μας με τους νεκρούς. Όσοι έχουν χάσει αγαπημένους τους καταλαβαίνουν πολύ καλά τι εννοώ. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν πηγαίνουν καθημερινά στα κοιμητήρια και περνούν εκεί τις ώρες τους μιλώντας στους γονείς ή στα παιδιά τους. Πόσοι και πόσοι δεν αισθάνονται την παρουσία των κεκοιμημένων τους ολοζώντανη, δεν τους εξομολογούνται πράγματα που δε θα ομολογούσαν ποτέ σ’ ένα ζωντανό, ή στους ίδιους τους προαπελθόντες ενόσω ζούσαν. Πόσοι και πόσοι δεν παρηγοριούνται μέσα απ’ αυτή τη σχέση, που αν και σε πρώτο επίπεδο φαίνεται μονόδρομος όσο και η σχέση με την τηλεόραση αν της απευθύνεσαι, ωστόσο δεν είναι καθόλου έτσι, αλλά είναι μια απολύτως αμφίδρομη σχέση που διακατέχεται από αγάπη άνευ όρων και ελευθερία άνευ εμποδίων.

Ο απών είναι πολύ πιο παρών απ’ τους παρόντες. Είναι όλος μία ακοή για σένα. Δε θα σου προβάλλει αντιρρήσεις, δε θα σε μαλώσει, δε θα σε χτυπήσει, δε θα σου υψώσει τη φωνή, δε θα διαφωνήσει μαζί σου. Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, θα συμφωνήσει σε όλα και μέσα απ’ αυτήν την απόλυτη κατάφαση θα σου “δείξει” και πού σφάλλεις. Θα σε “οδηγήσει” να συναισθανθείς μόνος σου τα λάθη σου, πολύ περισσότερο απ’ οποιονδήποτε ζωντανό σου κάνει κήρυγμα και υποδείξεις. Διότι ο νεκρός με τον οποίο συνδέεσαι, μη απαντώντας παρά μόνο ακούγοντας, σε βοηθά να καταδυθείς στο βαθύτερο είναι σου. Εκεί που όλα ξεδιαλύνουν, δε χωράνε ψέμματα, προσχήματα και αυταπάτες. Κι έτσι σε ελευθερώνει. Σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Εκείνος είναι δεδικαιωμένος, εσύ αποζητάς τη δικαίωση. Δεν υπάρχει περίπτωση, αργά ή γρήγορα θα τα βρείτε, κι αν τα βρείτε, αυτό είναι μόνον προς όφελος δικό σου. Ο νεκρός δε μας χρειάζεται, εμεις τον έχουμε ανάγκη.

Γιατί τόσο μεγάλος πρόλογος; Γιατί είναι φαιδρό αυτό που συμβαίνει τούτες τις αντιποιητικές μέρες. Διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας για τον Καβάφη και χωριζόμαστε σε στρατόπεδα για το αν αδικείται η ποίησή του ή όχι, καθώς απομωνομένοι στίχοι του προβάλλονται στα μέσα μεταφοράς. Έχουμε και τον εγωισμό να τον υπερασπιζόμαστε ως ειδήμονες και κηδεμόνες του, να πιστεύουμε πως κάτι τέτοιο δεν θα το ήθελε ο ίδιος. Πιθανόν να μην το το ήθελε ενόσω ζούσε, αλλά τώρα δε ζει. Το έργο κάθε δημιουργού είναι πέρα από τον ίδιο. Είναι ελεύθερο από κάθε ιδιοκτησία, όπως και ο ίδιος εφόσον μεταβεί στον άλλον κόσμο.

Αγαπώ την ποίηση και τον Καβάφη ιδιαιτέρως. Τίποτα δεν παθαίνει ούτε ο ποιητής ούτε τα ποιήματά του. Ό, τι και να κάνουμε, ό, τι και να γίνει. Μόνο εμείς παθαίνουμε, που στις φλέβες μας κυκλοφορεί ακόμα το αίμα της βίας. Όσοι θέλουν μπορούν να τον διαβάσουν, όσοι ήδη τον αγαπούν να συνεχίσουν να τον αγαπούν, κι όσοι δε σκόνταψαν ποτέ πάνω του, καθόλου κακό δεν είναι να διαβάσουν ένα στίχο του που, αν και θα “αδικεί” τη συνολικότερη σύλληψη του όλου ποιήματος, κάτι θα ξυπνήσει μέσα τους, θα φωτίσει για ένα δευτερόλεπτο τη ζωή τους,
θα τους κάνει ίσως σε κάτι να αναρωτηθούν. Τόσο που περίσσεψε η ασχήμια γύρω μας, η βουβαμάρα, το αδιέξοδο και η απόγνωση, ακόμη και μόνον ένας καβαφικός στίχος είναι φωτεινός σηματοδότης μέσα στη μαυρίλα. Ο νεκρός καταφάσκει σιωπηρά, εμείς γιατί τόσο ηχηρά το αρνούμαστε; Και μόνο μία ψυχή να παρηγορηθεί, αξίζει όλο αυτό το εγχείρημα, ακόμα κι αν όλοι ισχυρισθούν πως είναι αποτυχημένο.

Και θα ήθελα να απαντήσω στον φίλο μου τον Προβιά που του έκανε εντύπωση που δεν φαίνεται σε κανέναν από τους επιλεγμένους στίχους το “ομοφυλόφιλον” του ποιητή, ότι δεν κάνει να σκεφτόμαστε έτσι, γιατί έτσι είναι που κατεβάζουμε τον Καβάφη στα μέτρα μας. Το ζήτημα δεν είναι να νιώσουμε εμείς καλύτερα μ’ ένα ποίημα, λόγω της ταυτότητας του κάθε ποιητή. Η μεγάλη ποίηση και ο μεγάλος ποιητής είναι πολύ πιο πάνω και από το φύλο του και από την πίστη και από τις επιλογές της ζωής του. Κανένας ποιητής δεν έγινε μεγάλος επειδή ήτανε στρέιτ ή ομοφυλλόφιλος, γυναίκα ή άντρας. Στην πραγματικότηα η ζωή του δε μας αφορά καθόλου. Δεν πρέπει να μας αφορά καθόλου. Αν μας αφορά, τότε ή δεν έχει γράψει μεγάλη ποίηση, ή έχουμε εμείς κάποιο πρόβλημα που ωστόσο, πρέπει να το λύσουμε μόνοι μας και όχι να “χρησιμοποιήσουμε” έναν μεγάλο και τρανό για να κατοχυρωθούμε πίσω απ’ το έργο του, ώστε να νιώσουμε καλύτερα. Διότι, πολύ απλά, το ίδιο με συγκινούν κι εμένα, -που είμαι γυναίκα-, τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, και αυτός είναι ο άθλος του. Το ίδιο σε συγκινεί κι εσένα ο στρέιτ Ελύτης, και αυτός είναι ο δικός του άθλος.

Ζούμε σε μία κατατεμαχισμένη εποχή και βιώνουμε έναν κατασπαραγμένο υπαρξιακά εαυτό. Η ενότητα που επιζητάμε δεν μπορεί να αποτελεί αίτημα προς τα έξω, αλλά προς τα μέσα. Έξω είναι νύχτα πυκνή. Αλλά, για να “χρησιμοποιήσω” έναν στίχο σύγχρονου Πέρση ποιητή που ζει στο Μόναχο, του Σαϊντ (Said),
“Εκτός απ’ τα κλειστά βλέφαρα
Δεν υπάρχει πια καμιά απόδειξη
Για τη νύχτα”*.
Σας πειράζει πολύ που αγνοείτε το υπόλοιπο ποίημα και για τη ζωή του ποιητή δεν ξέρετε τίποτα;






*Από την ανθολογία “Δεν έχασα εσένα όλο τον κόσμο έχασα”, Γερμανόφωνη ερωτική ποίηση, ανθολόγηση – μετάφραση Ντάντη Σιδέρη Σπεκ, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013



Δημοσιεύτηκε στο: http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.politismos&id=621