Labels

Tuesday, October 15, 2013

Αχ, και να γινόμουνα βαμβάκι




Ταξιδεύω με το ΚΤΕΛ από Θεσσαλονίκη για Κομοτηνή. Απ’ τον καιρό που θυμάμαι αυτά τα λεωφορεία, τίποτα δεν έμεινε ίδιο, - εκτός από τα βαριά λαϊκά στα οποία μένουν πιστοί οι οδηγοί τους. Καινούρια λεωφορεία, με ωραίες κουρτίνες, μαύρα τζάμια, αναπαυτικά καθίσματα, φτηνά εισητήρια. Η διαδρομή ένα φθινοπωρινό πρελούδιο πλούσιο σε χρωματική ποικιλία από τα πλέον ζωντανά πράσινα των αειθαλών δέντρων μέχρι τα θαμπά πορτοκαλιά των χωραφιών. Αγαπώ τον ουρανό και τις ανατροπές του, αγαπώ τα γυμνά και ντυμένα βουνά, αλλά αγαπώ ξεχωριστά τα ζωγραφισμένα από το μόχθο των ανθρώπων χωράφια που οι ακουαρέλλες του ιδρώτα τους μεταμορφώνουν σε έργα  τέχνης.
 
Όπως λέγαμε παιδιά, ενδέχεται κάποτε, σε μια προηγούμενη ζωή, να ήμουν βαμβάκι. Ένα μικρό βαμβάκι που ξεπρόβαλε κάποτε από ενα καφέ, ακανθωτό, σκληρό κλαδί, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα που άλλα έγιναν άνθρωποι, άλλα πουλιά, σύννεφα, αφροί της θάλασσας, και οπωσδήποτε όνειρα. Πώς αλλιώς να εξηγήσω αυτό που αισθάνομαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι σήμερα, στη θέα των βαμβακοκαλλλιεργειών; Ούτε με τους σιτοβολώνες παθαίνω κάτι ανάλογο, ούτε με τα καπνά, ούτε και με τους αμπελώνες, κι ας εκτιμώ ιδιαιτέρως το ψωμί, κι ας είμαι πιστή στο τσιγάρο και το κρασί όσο κι οι οδηγοί των ΚΤΕΛ στα λαϊκά. Το βαμβάκι δεν το αγαπώ απλώς. Έχω μαζί του έρωτα.

Ο οδηγός προσπερνά καά διαστήματα αυτά τα αστεία φορτηγά, με τις συρμάτινες διχτυωτές καρότσες, κατάφορτες βαμβάκι. Είναι ο καιρός της συγκομιδής του. Σε κάθε τέτοια προσπέραση, πεισματικά επαναλαμβάνω μέσα μου πως εγώ δεν είμαι απ’ αυτά. Είμαι από τ’ άλλα. Εμένα σε καμιά καρότσα δε θα με στοιβάξουν. Εξάλλου, έχω αγοραφοβία, θα το σεβαστούν. Κι αν με πιάσουν θα ξεγλυστρίσω μέσα απ’ τα συρμάτινα κενά, αφού είμαι από κείνα που απαγάγει ο αέρας, που τον καλούν ερωτικά και δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Πώς ν’ αντισταθείς σ’ ενα μικρό, λευκό βαμβάκι που δεν αντέχει το συνωστισμό; Ναι, είμαι από κείνα που ο βοριάς τα κλέβει, τα φλερτάρει, κι ύστερα τ’ αφήνει να βρούνε το δρόμο τους. Και γεμίζει η εθνική οδός άσπρες μπαλίτσες χιονιού που δε θα λιώσουν αμέσως. Θα προλάβουν να ζήσουν μερικές περιπέτειες, καθώς είναι φτιαγμένες για παιχνίδια και ταξίδια. Θα κυλιστούν, θα βρωμίσουν, θα γεμίσουν αγκάθια, μα πάντα βαμβάκι θα είναι με καρδιά λευκή.

Είμαι αγγειόσπερμο απ’ την περίφημη οικογένεια των Μαλαχοειδών. Έφτασα εδώ απ’ την Ασία στα χρόνια του Μέγα Αλέξανδρου κι ο Παυσανίας με φώναζε Βύσσο. Βλέπετε, ακόμα και τ’ όνομά μου φανερώνει την καταγωγή μου. Τα άνθη μου βγαίνουν απ’ τις μασχάλες των φύλλων και είναι μεγάλα και μοναχικά από ανθοφόρα μάτια. Κάψα είναι ο καρπός μου με οχτώ-δέκα σπόρια που τυλίγονται ίνες λευκές. Έχω συγγενείς σε όλον τον κόσμο, αλλά εγώ είμαι το χνουδωτό, το αδρότριχο, αυτό που ζει στην Ελλάδα, και όλοι παραδέχονται πως πρόκειται για την υψηλότερη ποιότητα σε αντοχή, ελαστικότητα, στιλπνότητα και ομοιομορφία. Για ν’ αναπτυχθώ θέλω μέτρια ζέστη, κρύα άνοιξη, συχνές βροχοπτώσεις, ούτε παγετό, ούτε χαλάζι, δροσερό φθινόπωρο χωρίς πολλές βροχές και ζέστη, υγρό καλοκαίρι. Αμμοπυλώδες έδαφος θέλω με μπόλικο άργυλο, λίγο άζωτο και λίγο φώσφορο. Στο ίδιο χώμα μπορώ ν’ ανθίζω και να καρποφορώ για χρόνια μιας και δεν το εξαντλώ απ’ τα θρεπτικά του συστατικά, είμαι λιτοδίαιτο, σχεδόν ασκητικό. Σπορά του έαρος και καρπός του θέρους.

Φτάνω στην Κομοτηνή. Είναι Κυριακή μεσημέρι. Ψυχή δεν κυκλοφορεί. Όλοι στα σπίτια τους χαίρονται την ημέρα. Μπαίνω σ’ ένα ταξί, γιατί το ταξίδι μου συνεχίζεται. Πάντα συνεχίζεται το ταξίδι μου. Μαζί του και τ’ ονειροπόλημά μου. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν σε κάποια άλλη ζωή ήμουν βαμβάκι. Ξέρω όμως πως μεγαλώνοντας θα ήθελα σ’ αυτή τη ζωή, να γίνω. Ένα μικρό, πάλευκο, τρυφερό βαμβάκι των δρόμων –τόσο που περίσσεψε ο πόνος στην άσφαλτο και τα πεζοδρόμια-, που θα σβήνει το αίμα των παιδικών πληγών, θ’ απορροφά το δάκρυ ματιών άστεγων, και θ’ απλώνει όλα τα χρώματα των εποχών της ζωής στους χάρτες των κουρασμένων οδοιπόρων της πατρίδας μου… 



Δημοσιεύτηκε στο:

No comments:

Post a Comment

Σχόλια