Εδώ στα βόρεια,
έσφιξαν τα κρύα. Πάει μια βδομάδα που κατεβάσαμε κουβέρτες και παπλώματα.
Παρασκευή βράδυ μού μπήκε ο πειρασμός να κατεβάσω δεύτερη κουβέρτα ή ν’ ανάψω
τη θέρμανση. Δεν υπέκυψα όμως. Έρχονται καιροί δύσκολοι, σκέφτηκα. Ας
σκληραγωγηθώ και λίγο, καλό κάνει, κακό δεν κάνει. Δυσκολεύτηκα να κοιμηθώ,
αλλά στο τέλος κοιμήθηκα και το χάρηκα.
Σάββατο πρωί,
ρίχνοντας ένα μπουφάν στους ώμους βγήκα για ψώνια στη γειτονιά. Αυτή είναι η
πιο ωραία γειτονιά του κόσμου. Πώς αλλιώς; Αφού είναι η δική μου γειτονιά.
Γεμάτη οικεία πρόσωπα που έχουν όλα όνομα μικρό και το γνωρίζω. Η Φούλη στο
φούρνο, η Ιωάννα στο μικρό μάρκετ, ο Γιάννης με τους τρεις λεβέντες γιους του
στο κρεοπωλείο, η Χριστίνα στο ξηροκαρπάδικο, ο Μανόλης στο ψιλικατζίδικο. Η
πιο ωραία γειτονιά του κόσμου είναι για τον καθένα η δική του γειτονιά. Αυτή
που καλημερίζεις τους ανθρώπους με το όνομά τους, κι εκείνοι σε χαιρετούν με το
δικό σου.
Οργάνωσα στο μυαλό
μου τα ψώνια που είχα να κάνω. Μακαρόνια χοντρά για το παστίτσιο και μισό κιλό
κιμά, αλάτι που τελείωσε, κανέλα, δάφνη και ρίγανη έχω, γάλα και αυγά όμως
πρέπει ν’ αγοράσω. Τόσο απλά, κοινά και τετριμμένα πράγματα, κι άλλο τόσο
μεγάλα και σπουδαία, όταν αγαπάς να μαγειρεύεις και θέλεις να μοιράζεσαι το
φαγητό που φτιάχνεις.
Στη διαδρομή
φόρεσα κανονικά το μπουφάν. Αν και ο Θεσσαλονικιώτικος ήλιος ήταν γοητευτικά
λαμπερός, “δάγκωνε” κομμάτι. Καμιά φορά κι η ομορφιά δαγκώνει. Αυτό δεν την
ακυρώνει. Μάλλον, της προσθέτει νόημα. Ανηφορίζοντας για το σπίτι κατηφόριζαν
απ’ την αντίθετη μεριά του δρόμου προς τα εμένα, ένα μικρό κοριτσάκι με τη μαμά
του που την κρατούσε απ’ το χέρι και χοροπηδούσε. Τρισχαριτωμένο πλάσμα με τα
καφέ μποτίνια του, το καλσόν του, την άσπρη κορδέλα στα μακριά μαλλιά του που
χοροπηδούσαν κι αυτά μαζί του, κι ένα γιλέκο φούξια πάνω απ’ την άσπρη του
μπλούζα. Όλο χοροπηδά κι όλο φωνάζει: “Κοίτα μαμά, εγώ πετάω, και δεν κρυώνω!
Πετάω, και δεν κρυώνω!”
Μέχρι που
απομακρύνθηκε αρκετά, την άκουγα να τραγουδά την ίδια φράση. Το ότι γεννιόμαστε
ποιητές το αποδεικνύουν περίτρανα τα τρίχρονα, τα πεντάχρονα, τα εφτάχρονα
παιδιά. Μεγαλώνοντας, αν δε γίνουμε σαν κι αυτά, ελπίδα δεν έχουμε. Το να τους
μοιάσουμε, μεταφράζεται σε μια επιστροφή, -υπό όρους υπεύθυνης επιλογής-, στην ποίηση
που στη διαδρομή χάνουμε. Εμείς τη χάνουμε και μόνο εμείς μπορούμε να την
ξαναβρούμε.
Το κοριτσάκι
χοροπηδώντας είχε την ακράδαντη πεποίθηση πως πετάει, κι έτσι δεν κρύωνε. Κι
εγώ που δεν είμαι σε ηλικία να χοροπηδώ, σκέφτομαι ποιον τρόπο έχω να πετάξω για να ζεσταθώ.
Έναν καλό τρόπο ήδη γνωρίζω. Να στείλω το νου μου ψηλά, πολύ ψηλά. Πολύ πιο
πάνω από το κρύο αυτού του κόσμου και λίγο πιο πίσω απ’ τα δόντια του ήλιου.
Εκεί ακριβώς που το χνώτο του ουρανού είναι ζεστό και δε χρειάζεται ούτε
κουβέρτα, ούτε σεντόνι, ούτε ρούχα. Εκεί που μπορείς να σταθείς γυμνός και να
γύρεις γυμνός να αποκοιμηθείς
βλέποντας τα ωραιότερα όνειρα. Ο νους έχει τη δύναμη να παρασέρνει και την
καρδιά, να ανυψώνει και το σώμα. Κι αν ίσως ακούγεται παράτολμο ή και φαιδρό
αυτό που γράφω, η ποίηση είναι ένα αδιαμφισβήτητο προωθητικό και εκσφενδονιστικό μέσο προς τον ουρανό
και τη θαλπωρή του. Η ποίηση σε όλες τις μορφές της τέχνης. Όπως για παράδειγμα
στον κινηματογράφο. Η τέχνη χαρίζει φτερά στο νου μας, μας σηκώνει προτού καλά
καλά το πάρουμε είδηση και μας θωπεύει στοργικά. Έτσ, λέω να σας προτείνω
την ταινία “Η πράσινη ομορφιά”:http://youtu.be/_-yIZNXnd6Y
Καλή ανύψωση!
Δημοσιεύτηκε εδώ: http://www.toportal.gr/?i=toportal.el.politismos&id=337
No comments:
Post a Comment
Σχόλια