Σαν Πασχαλιά καταμεσής του φθινοπώρου, Αλκυωνίδα ημέρα στο φινάλε του μελαγχολικού Οκτώβρη, άνοιγμα ουρανών εν μέσω καταιγίδας η επίσκεψη του Πατριάρχη μας στη γειτονιά μας, στην παλαιότερη Μονή της Θεσσαλονίκης. Τρίτη πρωί, Αγίου Ιακώβου του Αποστόλου και Αδελφοθέου, η αυλή της Μονής Βλατάδων είναι κατάμεστη από επισκόπους, ιερομονάχους, ιερείς, διάκους, ψάλτες, λαό ευσεβή από σεβάσμιους γέροντες και καμπουριασμένες γριές μέχρι παιδάκια, όλοι με τα καλά τους, χτενισμένοι, κουρεμένοι, περιποιημένοι, αστραφτεροί περιμένουν πώς και πώς τον πατέρα τους, τον πατέρα της Ορθοδοξίας, τον Οικουομενικό μας Πατριάρχη, που εδώ και μέρες γυρνά από εκκλησιά σε εκκλησιά, από ίδρυμα σε ίδρυμα και πανεπιστήμια, να ευλογήσει, να λειτουργήσει, να εγκαινιάσει, να συμμετάσχει, να συνεορτάσει, να συμπλεύσει και σωματικά με τους Θεσσαλονικείς.
Όλοι ετοιμάζονται σαν μαθητούδια πριν το διαγώνισμα. Είναι τόσο ωραίο! Οι ψάλτες επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τις βάσεις των μαθημάτων. Οι διάκοι τις εκφωνήσεις. Οι αστυνόμοι επιβλέπουν την τάξη. Η μεγάλη προσδοκία είναι ολοφάνερη, δικαιολογημένη η αγωνία, ανεκλάλητη η χαρά της μεγάλης τιμής που μας γίνεται. Όλα τα πρόσωπα είναι χαρούμενα και φωτεινά. Ας καθυστερεί λίγο ο ερχομός, κανένας δε γκρινιάζει. Χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες, χτυπούν αναστάσιμα, ήρθε ο πατέρας μας, εφάνη. Πράος, γλυκύς, προσηνής, θωπευτικός, στοργικός, ρωμαλαίος, πάνφωτος. Δεν είναι δυνατόν να ασπαστούν όλοι το τίμιο χέρι του, τόσος κόσμος που έχει έρθει κι άλλο τόσο ασφυκτικό που είναι το πρόγραμμα κι ο χρόνος του. Μα τα παιδιά γι' αυτόν έχουν πάντα απόλυτη προτεραιότητα. Ποτέ δε θα τους αρνηθεί το χάδι, το στοργικό λόγο, το αστείο. Τα χαιρετά, τους χαμογελά, προχωρεί προς το ναό με όλη τη συνοδεία.
Με το που μπαίνει και ο τελευταίος ρασοφόρος στην εκκλησία, οι αστυνομικοί φράζουν την είσοδο. Είναι άδικο για όλον αυτόν τον κόσμο που διψά να εισέλθει. Είναι και δίκαιο, διότι είναι πολύ μικρός ο ναός κι αν έμπαιναν όλοι θα ήταν αποπνυκτική η ατμόσφαιρα. Για μένα προσωπικά είναι αδιανόητο. Είμαι εκεί, ακριβώς πίσω από τον τελευταίο ιερωμένο που μπήκε και δε μ' αφήνουν να περάσω. Αυτό δε γίνεται. Λέω ένα μικρό ψέμα στον αστυνομικό με τα γαλόνια. "Μα εγώ είμαι παπαδοπαίδι, είναι ο μπαμπάς μου μέσα, δεν μπορώ να πάω δίπλα στον μπαμπά μου;" Ναι, ο μπαμπάς μου δεν ήταν μέσα, αλλά αφού τον Πατριάρχη τον νιώθω και μπαμπά και παππού μου, ήταν μέσα, δεν ήταν; Αντιδρά ο αστυφύλακας, αλλά έχει καλοσυνάτο πρόσωπο, λίγο θέλει, θα τον καταφέρω. "Μα εγώ εδώ μεγάλωσα", του λέω, "δε γίνεται τώρα να μη μπω, δε γίνεται". Αφού με μαλώνει που δεν είχα μπει πριν από ώρα, δίνει σήμα σε δυο ντερέκια και με βάζουν. Το πόσο χαίρομαι μόνο εγώ το ξέρω.
Ακούω μεθ' ευωχίας το "Εις πολλά έτη Δέσποτα" από τον
π. Νεκτάριο που με τη συνοδεία των υπόλοιπων νεαρότερων ψαλτάδων ψάλλει πλησίον του παρεκλησίου του Αποστόλου Παύλου, αφού το αναλόγιό του έχει καταλυφθεί από το πλήθος των επισκόπων. Τα τροπάρια με τη σειρά, η δοξολογία, η κουρά του νέου μοναχού απ' τον Πατριάρχη.
Ο νυν ηγούμενος Νικηφόρος απευθύνει λόγο καρδιακό, τιμητικό, άκρως αγαπητικό προς τον Πατριάρχη και το Φανάρι. Κι ύστερα, παίρνει το λόγο ο πατέρας μας. Φωνή στιβαρή, γεμάτη, βαριά. Λόγος υψηλός, υψηλότατος σε έκφραση, περιεκτικότητα, νοήματα, αγάπη και ευγνωμοσύνη. Λόγος που τιμά την ιστορία της Μονής και το Ίδρυμα Πατερικών Μελετών που αυτή στεγάζει. Λόγος γεμάτος ευγένεια, λεπτότηα, ήθος. Κανείς δε μιλά έτσι σήμερα, και μάλιστα από στήθους. Μα αυτό το στήθος είναι έμπλεο χάριτος κι ο νους του θεόπνευστης καλλιέργειας.
Μετά το πέρας της σύντομης ακολουθίας, ακολουθεί τρισάγιο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του μακαριστού μητροπολίτου Ικονίου Ιακώβου, πρώην σχολάρχη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ο κόσμος περιμένει πώς και πώς να τελειώσει το μνημόσυνο για να πάρει την ευχή του Πατριάρχη. Με το που βγαίνει από το κοιμητήριο, πάλι αστυνομικοί μας κάνουν πέρα για να πορευθεί ελεύθερα στο Συνοδικόν, να επισκεφτεί τον ασθενή επίσκοπο κ.Παντελεήμονα. Καίγεται η καρδιά μου να πάρω την ευχή του. Πρέπει να βρω τον τρόπο να τρυπώσω. Φαίνεται πως είμαι αρκετά εξασκημένη από παιδί σ' αυτό το "άθλημα". Μα και σκυλί θα γινόμουν για να καθίσω στα πόδια του Πατριάρχη. Τόσο τον αγαπώ. Τόσο κι άλλο τόσο. Σκύβω, τρυπώνω, έρχομαι απέναντί του καθώς εκείνος περπατά γρήγορα κι ανάλαφρα, και του φιλώ το χέρι. Χαμογελά, και μου σφίγγει πολύ δυαντά το χέρι. Τόσο δυνατά που πήρα δύναμη μεγάλη. Τίποτε άλλο δε θέλω. Τίποτε.
Η κυρά Φωτούλα δίπλα μου, δεν το κατάφερε. Υπηρετεί εδώ και χρόνια τον Άγιο Νικόλαο Ορφανό. Τη βλέπω που στεναχωριέται. "Πήγαινε", της λέω, "στο Συνοδικό, μη μείνεις με το παράπονο. Πήγαινε." Δε μιλά, διστάζει. Ξαναλέω, "πήγαινε". Μετά σταματώ κι εγώ. Καθένας μόνος του διαλέγει αν θα επιμείνει, αν θα παραιτηθεί, ή κι αν θα βρει αλλού το νόημα που φαίνεται να ξεγλυστρά μέσα απ' τα χέρια του. Μπορεί και να αρκεστεί και μόνο στη θέα. Μήπως δε μας ευλόγησε όλους; Κι εγώ άμα δεν τα κατάφερνα, αυτό θα 'λεγα. Αφού όλους μας ευλόγησε. Φεύγοντας σκεφτόμουν πως ακόμα κι ο Χριστός κάποτε έμπαινε στο πλοίο και κήρυττε από κει, έξω από το συνωστισμό του πλήθους. Το πλήθος μπορεί να σε καταπιεί. Το ξέρουν μόνο όσοι το αντιμετώπισαν. Καλά κάνουν και προστατεύουν τον Πατριάρχη. Εγώ αν μπορούσα, θα έδινα ευχαρίστως τη θέση μου στη Φωτούλα. Αλλά δε μπορούσα εκείνη τη στιγμή, δε γινόταν, κι ίσως κι έτσι έπρεπε να γίνει, δεν ξέρω. Ο Θεός ξέρει.
Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Θεό γι' αυτή τη μέρα. Για μένα ήταν Ανάσταση. Στο πρόσωπο του Πατριάρχη συνάντησα όλους τους προγόνους μου, όλους τους αγίους, τον ίδιο το Χριστό. Εύχομαι ολόψυχα να τον χαριτώνει ο Κύριος δινοντάς του πολλά έτη ακόμα, υγεία, δύναμη, υπομονή, φώτιση και αγάπη, να μας οδηγεί, να πρεσβεύει για μας, να μας χαρίζει αφειδώς την ελπίδα της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Την ευχούλα του να έχουμε όλοι.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια