Παρασκευή Ζωοδόχου Πηγής
Αναχωρούμε στις 7.00 το πρωί για να προλάβουμε να προσκυνήσουμε τον ναό της Γέννησης, του σπηλαίου της Φάτνης του Κυρίου. Το σημείο του βράχου εκείνου, όπως όλα τα αντίστοιχα σημεία, βρίσκεται κάτω από την Αγία Τράπεζα του ναού. Αν ξεκινήσει η Θεία Λειτουργία, φυσικά δεν θα μπορούμε να το προσκυνήσουμε. Πρόκειται για δύο ναούς μέσα σε έναν. Στον επάνω μεγάλο και ευρύχωρο έχει ήδη ξεκινήσει η Λειτουργία. Έχουμε έρθει σε πολύ καλή ώρα και είμαστε πίσω από ένα άλλο ελληνικό γκρουπ. Κατεβαίνουμε λίγα σκαλάκια και μπαίνουμε στον κάτω σπηλαιώδη ναϊσκο. Τον κυρίως χώρο τον έχει καταλάβει ένα γκρουπ Ρώσων. Οι γυναίκες όρθιες με μαντίλια στο κεφάλι στέκονται ακίνητες. Μπαίνοντας αριστερά κατεβαίνουμε άλλα δύο μαρμάρινα σκαλάκια και στεκόμαστε εκεί, αφού προσκυνούμε το ευλογημένο σημείο που λένε ότι βρέθηκε κάποτε αποτυπωμένο το χρυσό αστέρι και αφού το αφαίρεσαν οι Σταυροφόροι, το αντικατέστησαν με ένα άλλο μεταλλικό. Αρχίζει η Λειτουργία. Πολλοί ιερείς από διάφορα μέρη και ποικίλες φυλές, ένας πολύ νεαρός και φιλότιμος ψάλτης που καμιά φορά τα χάνει λίγο και παραφωνεί, σχεδόν όλα στα ελληνικά, κάποτε στα ρωσικά και στα αραβικά. Ένας γιγαντόσωμος γηραιός ηλιοκαμένος ιερέας φέρει όλο το βάρος της ηλικίας, της εμπειρίας και του κυρίου του χώρου. Αρκεί ένα του βλέμμα για να υποδείξει στους άλλους τι πρέπει να γίνει, τι να ειπωθεί και πώς. Σε πλημμυρίζει μια ζεστασιά σ’ αυτόν τον χώρο, διάχυτη σαν το φως εκείνου του αστέρα, θωπευτικό. Κάθομαι στα σκαλάκια, βλέπω ένα οχτάχρονο ρωσάκι που κουράζεται. Είναι ένα γλυκό κατάξανθο αγοράκι με γυαλιά. Με νοιάζει πολύ να μην κουράζονται τα παιδιά στην εκκλησία κι ας λένε κάποιοι πως αυτά δεν κουράζονται. Κατεβαίνω ένα σκαλί και του δείχνω να κάτσει στο επάνω. Διστάζει λίγο, αλλά μετά κάθεται με μεγάλη ανακούφιση. Με κοιτάζει συνέχεια. Σηκώνομαι για μια στιγμή και μια Ρωσίδα παίρνει τη θέση μου. Την παρακαλώ να κάνει λίγο πιο πέρα για να βγάλω μια φωτογραφία. Είναι αμετακίνητη σαν πεσός. Κάτσε, της λέω, φωτογραφία θέλω να βγάλω. Χαμπάρι. Μετακινείται ο μικρός και βγάζω τη φωτογραφία. Οι πιστοί μεταλαβαίνουν με τάξη και ευλάβεια. Βγαίνουμε από την άλλη έξοδο της σπηλιάς στις 9.30 αφου έχει τελειώσει η Ακολουθία. Τώρα έχουν σειρά να λειτουργήσουν οι Αρμένιοι. Έξω από τον περίβολο έχει ένα Καφέ μέσα στα δέντρα, πανέμορφο και με καλό καφέ.
Μπαίνουμε στην παλιά πόλη και επισκεπτόμαστε το Υπερώο. Εκεί έγινε ο Μυστικός Δείπνος, η ψηλάφιση του Κυρίου από τον Θωμά, η Πεντηκοστή. Οι εβραίοι υποστηρίζουν ότι στο υπόγειο βρίσκεται ο τάφος του Δαυιδ. Εμείς θεωρούμε πως ο τάφος του είναι στην πατρίδα του, Βηθλεέμ.
Πορευόμαστε για τον ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Περνούμε την πύλη του Δαυίδ και την πύλη της Δαμασκού. Φτάνουμε στον ναό που ήταν ο τάφος της Παναγίας. Περιστοιχίζεται από δώδεκα κολόνες που συμβολίζουν τους Αποστόλους. Τα προσκυνήματα σαν αυτό που τα έχουν οι Καθολικοί, δεν έχουν βέβαια εικονες, αλλά αγάλματα. Αυτό σε μας προκαλεί μια εντύπωση σχεδόν απωθητική. Το τρισδιάστατο άγαλμα διατηρεί όλο το βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης χωρίς να μπορεί να αποδώσει την πνευμαιτκότητα τέτοιων ιστορικών προσώπων. Σε αντίθεση η τέχνη των βυζαντινών εικόνων κατάφερε με την δυσδιάστατη απεικόνιση να εγκυβωτίσει αυτήν την πνευματικότητα και με την παράδοξη, σχεδόν κάθετη προοπτική του τοπίου να περικλείει μέσα στο έργο αυτό που όντως επιτεύχθηκε, την ένωση ουρανού και γης. Πόσο βαριά και σάρκινα τα αγάλματα σε σχέση με τις ανάλαφρες λεπτεπίλεπτες εικόνες.
Κοντά στον ναό υπάρχει ένας κήπος με λιόδεντρα. Είναι ο κήπος της προδοσίας του Ιησού από τον Ιούδα και της πέτρας της αγωνίας πάνω στην οποία προσευχήθηκε τις τελευταίες στιγμές πριν από τη σύλληψή του ο Κύριος. Έχει οχτώ δέντρα πο χρονολογούνται δυο χιλιάδων ετών. Η ομορφιά του κήπου είναι σε απόλυτη αντιδιαστολή με το συμβάν.
Λίγα βήματα πιο πέτρα ο τόπος που λιθοβολήθηκε ο πρωτομάρτυρας Στέφανος. Σε τούτον τον τόπο που βρέθηκα, οι βράχοι φωνάζουν, οι πέτρες μιλούν. Μαρτυρούν τις πιο τραγικές στιγμές της ανρθωπότητας.
Συνεχίζουμε για το σπίτι του Ιωακείμ και της Άννας και κατευθυνόμαστε προς την οδό του μαρτυρίου. Κάθε στάση και πόνος. Κάθε στάση και ναός που αγιάζει τον πόνο και τον οδηγεί εκεί που πόνος δεν υπάρχει. Από δω έδιωξε ο Καϊάφας τον Χριστό, εδώ τον υποδέχθηκε ο Πιλάτος. Εδώ τον περιπαίζουν οι στρατιώτες και τον φτύνουν. Τον χτυπούν με το φραγκέλιο που έχει δεκατρείς απολήξεις με σφαιρίδια και αιχμηρά κόκκαλα ζώων. Σε κάθε χτύπημα δεκατρείς πληγές. Σαράντα χτυπήματα. Του βγάζουν τα ρούχα, του φορούν κόκκινη χλαμύδα να τον γελοιποιήσουν. Τα αίματα τρέχουν. Κολλάει η χλαμύδα πάνω τους. Την τραβούν να του ξαναβάλουν τα ρούχα του. Αφόρητοι πόνοι. Πάνω σ’ αυτό το μάρμαρο ρίχνουν τα ζάρια να μοιράσουν τα ρούχα του. Εδώ κραυγάζουν το “Σταυρωθήτω”, εδώ απελευθερώνουν τον Βαρραβά. Εδώ του φορούν το ακάνθινο στεφάνι. Εδώ το Πραιτώριο. Στο φρούριο της Αντωνίας η δίκη. Σ’ αυτό το σκοτεινό υπόγειο τον φυλακίζουν. Η Via Dolorosa είναι ο δρόμος που περπάτησε ο Κύριος φορτωμένος τον Σταυρό μέχρι να φτάσει στον Γολγοθά. Έναν σταυρό που δεν ήταν φτιαγμένος από δύο απλά ξύλα, αλλά από δύο κορμούς δέντρων. Εδώ πέφτει λυγίζοντας από το βάρος και τον βοηθά ο Κυρηναίος. Εδώ συναντά την Παναγία, εκεί τις μαθήτριες. Εδώ το αίμα του Θεανθρώπου ξέπλυνε μια για πάντα το αίμα όλων των αιώνων. Των πριν, των τότε και των ερχόμενων…
Ο κύριος Χρήστος είναι σήμερα ξεναγός μας. Το όνομά του στα αραβικά είναι Issa, τουτέστι Ιησούς. Παλαιστίνιος γεννημένος στη Βηθλεέμ κρατά από παλιά γενιά που αιώνες τώρα ήταν όλοι χριστιανοί. Στα νειάτα του σπούδασε στη Θεσσαλονίκη. Μου επιτρέπεις να σε λέω, πατρίδα; με ρωτά. Η πόλη σου είναι για μένα πατρίδα. Ερωτεύτηκα εκεί, μα όταν τέλειωσα τις σπουδές μου αναρωτήθηκα ποια ελληνίδα θα μπορούσε να αντέξει αυτή τη ζωή σ’ αυτόν τον τόπο και έτσι γύρισα και παντρεύτηκα την κυρά μου. Ο λόγος του, οι κινήσεις του, η έκφραση του προσώπου του προδίδουν όλην την ευγένεια και την κουλτούρα της ράτσας του. Στον ελεύθερο χρόνο που μας μένει οι περισσότεροι σκορπίζουν στην αγορά. Πού θέλεις να πας, με ρωτά. Να φάω κάτι απλό και νόστιμο και να βγούμε από τον πολύ κόσμο που έχει το παζάρι, κάπου ήσυχα, ψηλά, με θέα. Προχωρούμε, περνούμε κάτω από τις καμάρες του Θεοδοσίου, ανεβαίνουμε σκάλες και βρισκόμαστε στην ταράτσα ενός εστιατόρίου σκεπασμένη με τέντες. Τρώμε ένα θαυμάσιο φελάφελ και πίνουμε ένα αναψυκτικό. Ησυχάζει η ψυχή βλέποντας τις στέγες και τον γαλάζιο ουρανό. Έχουν φύγει όλοι, μια κυρία μένει στο τέλος μαζί μας. Είναι ώρα για γλυκό, μας λέει, πάμε να φάτε κάτι που δεν έχετε ξαναφάει. Ξαναμπαίνουμε στη βουρερή αγορά. Είναι ένα παράξενο γλυκό ταψιού σαν από ψημένο συμιγδάλι με γέμιση τυρί, συροπιαστό, ζεστό, υπέροχο. Μας το κερνάει ο καλός άνθρωπος. Πάμε στο σημείο συνάντησης, απόγευμα πια. Ξεκουραζόμαστε λίγο. Σε λίγη ώρα μια ομάδα του γκρουπ θα έρθει μαζί μου για τη συναυλία του Κυριάκου έξω από τη Βηθλεέμ. “Τα μουσικά ταξίδια του Μάρκο Πόλο” θα αποτελέσουν το ονειρεμένο κλείσιμο αυτής της ευλογημένης ημέρας.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια