Αφύπνιση στις 6.30πμ. Λαλούν τα κοκόρια. Το φως κάνει τα πρώτα του δειλά βήματα στη νέα μέρα. Στις 7.30 αναχωρούμε με προορισμό τη Βηθανία. Περνούμε πρώτα από την πύλη Τζιαφά για να πάρουμε τον σεβασμότατο. Χριστός Ανέστη ψάλλουμε και με το που ξεκινούμε μας μιλά για την έρημο της Ιουδαίας που τώρα έχει τρία μοναστήρια από τα δεκάδες του Βυζαντίου. Ακόμα βρίσκουν ερείπια και ακόμα πολλά απ’ αυτά δεν έχουν ανακαλυφτεί. Ένα είναι του αγίου Γεωργίου του Χοτζεβίτου, του 5ου αιώνα στην περιοχή Χοτζεβά του Ιορδάνη, το άλλο του αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη και τρίτο στο Σαραντάριο. Πορευόμαστε προς τη Βηθανία όπου ο Χριστός ανέστησε τον Λάζαρο.
Στη διαδρομή βλέπουμε το όρος Σκοπός, δίπλα το όρος των Ελαιών, όπου ήταν και η είσοδος των κατακτητών. Εδώ στρατοπέδευσε ο Μέγας Αλέξανδρος και γοντάτισε και σπάστηκε τα σύμβολα των Εβραίων δείχνοντας σεβαςμό. Τους τίμησε και τον τίμησαν κι αυτοί. Από τότε έως και σήμερα ένα παιδι σε κάθε οικογένεια θα φέρει το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στο δρόμο προς Βυθανία, βλέπουμε το τείχος που ύψωσαν οι Εβραίοι προκειμένου να απομονώσουν τους Άραβες Παλαιστηνίους. Στους λόφους που περιτριγυρίζουν την αγία πόόλη χτίζονται συνεχώς εβραϊκοί οικισμοί δημιουργώντας έναν ασφυκτικό κλοιό που ενδυανμώνει την παρουσία τους και αποκλείει παντελώς την παρουσία των Αράβων. Θυμίζουν κακόγουστες εργατικές πολυκατοικίες δικές μας. Οι δρόμοι προορίζονται αποκλειστικά για τους Εβραίους. Αραβικό αυτοκίνητο δεν θα τους περάσει ποτέ. Από την απέναντι μεριά των συρματοπλεγμάτων τα αραβιικά χωριά αποτελούνται από μονοκατοικίες χτισμένες με την τοπική πέτρα.
Μπαίνουμε στην Παλαιστινιακή περιοχή.
Ο Χριστός φτάνοντας στη Βηθανία μαθαίνει τον θάνατο του φίλου του Λαζάρου. Δακρύζει ο Χριστός και πηγαίνει στο μνήμα του φίλου του. Τρεις μέρες είναι ήδη θαμμένος εκεί. Ανοίξτε τον τάφο, λέει και Δεύρο έξω, προστάζει, και ο Λάζαρος βγαίνει δεμένος με τα εντάφια σπάργανα. Στα αραβικά η περιοχή λέγεται Λαζαρία. Εκεί υπάρχει σήμερα η γυναικεία μονή του αγίου. Την περιτριγυρίαζει ένα τείχος. Περνούμε την πόρτα κι ένας κήπος πανέμορφος μας υποδέχεται λουσμένος άρωμα οσμής ευωδίας πνευματικής. Αυτό είναι ένα αληθινό μοναστήρι, σκέφτομαι.
Το υπηρετιούν δέκα μοναχές, από την Κύπρο. Τάξη, καθαριότητα, ομορφιά. Αέρας γνήσιας πνευματικής καλογερική ζωής. Οι συνταξιδιώτες το νιώθουν. Ωραία να γινόμασταν καλόγεροι έδώ, λένε. Κάθε γάμος κι ένα κονόβιο, λέει ο άγιος Γεράσων. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της μοναστικής ζωής; Ακτημοσύνη, παρθενία, υπακοή. Τι έχεις δικό σου στον γάμο, κοινά τα έχεις όλα, να η ακτημοσύνη. Η παρθενία σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η πίστη του ενός συζύγου προς τον άλλο, και υπακοή βέβαια του ενός προς τον άλλον.
Μπαίνουμε στον ιερό ναό. Μια πέτρα αρσιτερά της Ωραίας Πύλης, είναι εις μνήμην του τάφου του Λαζάρου. Εις μνήμην, τονίζει ο αγαπημένος μας Θεοφάνης. Μην κολλάτε αν ήταν ή δεν ήταν αυτή ακριβώς η πέτρα. Δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Κάπου εδώ ήταν το σπίτι των τρίών αδελφών που αγαπούσε ο Κύριος. Ο Γεράσων διαβάζει τις δύο σχετικές περικοπές. Λέει δυο λόγια μετά. Και τα δυο χρειάζονται, λέει. Και η διακονία που κάνει η Μάρθα και η αφοσίωση που δείχνει η Μαρία. Μα αν πρέπει κάποια στιγμή να διαλέξουμε, ας διαλέξουμε τη στάση της Μαρίας. Ο λόγος του είναι τόσο παρηγορητικός. Κι εγώ δεν ξέρω τι είναι τόσο ισχυρό εδώ μέσα που προκαλεί δονήσεις εντός μου. Βλέπω μια ηλικιωμένη καλογριά, υποθέτω πως θα είναι η ηγουμένη. Η παρουσία της με έλκει. Κάθεται ταπεινά στο στασίδι δίχως να μιλά. Τα ολοστρόγγυλα μάτια της αστράφτουν. Πετούν φωτιές. Πηγαίνω και κάθομαι δίπλα της. Μιλά και γελά. Μια σπιθαμή άνθρωπος. Εχει κι ένα μουστάκι που δεν ενοχλεί καθόλου. Σε τίποτα δεν χαλά το λαμπερό της πρόσωπο. Δε θέλω τίποτα άλλο. Κοντά της μόνο να είμαι, να, όπως η Μαρία κοντά στον Χριστό. Πιο πολύ καταλαβαίνω την Μαρία από τη Μάρθα. Ίσως επειδή μου αρέσει να ακούώ, αλλά ίσως και επειδή είμαι αρκετά τεμπέλα ώστε μόνο να διακονώ. Στα ογδόντα δύο της, η Ευπραξία, ανεβαίνει ακόμα στα δέντρα, μου λέει ο Γεράσων, φεύγοντας. Πηγαίνει στο δήμαρχο και διεκδικεί τα δικαιώματα της μονής. Όλοι στη Βηθανία τη σέβονται. "Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει;" τον ρωτώ. Ακριβώς, απαντά. Να, που βρίσκει. Από΄το μικρό φτωχικό μαγαζάκι αγοράζω δυο θυμιάματα για να τους θυμάμαι.
Ανεβαίνουμε στο λεωφόρείο να κατευθυνθούμε προς την ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου και Ιωάννου των Χοτζεβιτών, αγίων του 5ου και του 6ο αιώνα. Σε αυτήν την μονή προσερχόνταν οι αρχάριοι μοναχοί γιατί ήταν κοντά στην πόλη και μετά πήγαιναν στου αγίου Ευθυμίου. Τα περισσότερα ανδρικά μοναστήρια τήαν μακριά από την πόλη, ενώ τα γυναικεία στο όρος των Ελαίων και κοντά στην πόλη για να είναι πιο ασφαλή σ’ εκείνους τους καιρούς. Στην έρημο ήταν πολλοί οι κίνδυνοι από άγριες φυλές.
Περνούμε τη μονή του αγίου Ευθυμίου που δεν είανι ακόμη επισκέψιμη και σκηνίτες βεδουϊνους. Είναι κτηνοτρόφοι, αλλά τι τρώνε τα κοπάδια τους από αρνιά και πρόβατα, απορούμε. Στους λόφους που εσείς τους βλέπετε γυμνούς, φυτρώνει ένα μικρό χαμηλό χορτάρι που μέσε σε λίγες μέρες ξεραίνεται, γίνεται σχεδόν αόρατο στα μάτια μας, αλλά αυτό τρώνε τα ζωα, εξηγεί ο κ.κ Θεοφάνης. Στην απέναντι κορυφή που βλέπουμε τοποθετείται το πανδοχείο του Καλού Σαμαρείτη της παραβολής που είπε ο Κύριος. Γιατί ο Κύριος έπαιρνε πάντα αφορμή από στοιχεία πραγματικά της φύσης και των στοιχείων που τον περιέβαλαν. Μαπίνουμε στην έρημο που είναι γεμάτη από φυσικά σπήλαια. Σ’ αυτά έμεινε ο προφήτης Ηλίας νηστεύοντας σαράντα μέρες, και τον τάιζε κόρακας. Μαύρα κοράκια ακομα βλέπεις να πετούν. Δεν βλέπεις όμως αν κάποιον και σήμερα ταϊζουν.
Φτάνουμε στον άη Γιώργη τον Χοτζεβά. Το λεωφορείο μας αφήνει στην κορυφή. Θα κατεβούμε και θα ανεβούμε με τα πόδια αρκετό δρόμο. Όσοι δεν μπορούν θα πάρουν γαϊδουράκια των βεδουϊνων κάνοντας παζάρι στις τιμές. Λόφοι, βουνά, στεγνά, ένα χρώμα απαλό καφέ, μονότονο, άγριο, συναρπαστικό. Τρύπες παντού, σχέδια ποικίλα. Είναι δυνατόν να ζούσαν άνθρωποι εδώ; Και όμως ζούσαν. Τα πουλιά του Θεού… Κατηφορίζεις τον φιδωτό δρόμο μόνη. Η ησυχία σε κυριεύει. Πού και πού πουλιά κελαηδούν. Θυμάμαι τον άγιο Πορφύριο και την αγάπη που τους είχε. Αίφνης εμφανίζεται η ιερά μονή σκαμένη στον βράχο, σμιλεμένη σαν κόσμημα. Αιθίοπες με πολύχρωμες φορεσιές περιμένουν καθισμένοι κατάχαμα να μπουν ή ίσως μόλις έχουν βγει. Χριστός Ανέστη, λέει ο πορτιέρης μοναχός. Περνάς από αψηδωτούς πέτρινους διαδρόμους, ανεβαίνεις σκάλες, σκάλες κι άλλες σκάλες, φτάνεις σε ένα μπαλκόνι με συγκλονιστική θέα. Μπαίνεις στην μαυρισμένη εκκλησιά. Κεντητές λευκές κουρτίνες στις θύρες του ιερού, καπνισμένες τοιχογραφίες, λειψανοθήκες. Δεν είναι κανείς στον ναό. Κάθεσαι στο αναλόγιο. Πού έφθασαν αυτοί οι άγιοι; Σε τι δυσθεώρητα πνευμαιτκά ύψη; Ανεβαίνεις κι άλλα σκαλιά. Είανι οι σπηλιές των άγιων. Κατεβαίνεις κι οι καλόγεροι κερνούν νερά και πορτοκαλάδες. Ξεδιψούμε κι η δίψα μας μεγαλώνει. Όσο ξεδιψάς τόσο διψάς σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις… Η επιστροφή είναι ακόμα πιο δύσκολη. Ο ήλιος έχει ανέβει. Μα σκέφτεσαι τους άγιους που έζησαν εδώ και λες μέσα σου, ψοφίμι, συνέχισε και μη μιλάς, μη σκέφτεσαι τίποτα, είσαι που έσαι άχρηστη, τουλάχιστον μην γκρινιάζεις…
Η έρημος της Ιουδαίας συνεχίζεται. Εδώ ερχόταν και ο Ιωακείμ και προσευχότανε στον Θεό να αποκτήσει παιδί. Και ο Θεός χάρισε σ’ αυτόν και στην γυναίκα του Άννα, την Θεοτόκο.
Φτάνουμε στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Γεράσων μας συγκεντρώνει σε ένα ήσυχο απόμερο μέρος γιατί το πλήθος είναι μεγάλο να διαβάσει το μικρό αγιασμό των Θεοφανείων. Ποιος θα γεμίσει το τάσι νερό, ρωτά, και το παίρνω αμέσως. Βάλε λίγο νερό από το ποτάμι, μου λέει. Τρέχω, κατεβαίνω τις σκάλες, σταματώ μια στιγμή μπροστά στο θέαμα δεκάδων ανθρώπων ποικίλων ομολογιών που βαφτίζονται. Γεμίζω το τάσι, φαίνεται βρώμικο το νερό. Επιστρέφω, μου λέει ο Γεράσων, δεν είναι βρώμικο, είναι πολύ καθαρό, αλλά κατεβαίνουν χώματα. Εμείς είμαστε βαφτισμένοι, μας λέει, δεν έχουμε ανάγκη άλλο βάφτισμα, αλλά όσοι θέλετε να μπείτε στο νερό ή να βουτήξετε τα πόδια σας, εις ανάμνηση… Ακούω τα λόγια και συνειδητοποιώ πως οι ευχές που μιλούν για τον νερό του Ιορδάνη τώρα είναι απολύτως κυριολεκτικές. Εγώ με τα χερια μου γέμισα το τάσι με το νερό αυτό. Και το αίσθημα αυτό δεν περιγράφεται. Κάποιοι φορούν χιτώνες που αγόρασαν και βουτούν. Οι υπόλοιποι βουτούμε τα πόδια μας. Από την άλλη μεριά του ποταμού είναι η Ιορδανία, όπως κάποιοι αποφάσισαν ερήμην των λαών…
Ανηφορίζοντας κάνουμε μια μικρή στάση στην μονή του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που μόλις έχουν τελειώσει οι εργασίες που γίνονταν και μόλις έχει πραδοθεί. Πανέμορφη στη μέση του πουθενά. Το μόνο που αγοράζω είναι δύο σάβανα. Είναι τα μόνα που είμαι βέβαιη πως μια μέρα θα μας χρειαστούν. Τι άλλο πιο χρήσιμο να πάρω;
Φτάνουμε στην μόνη του αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη. Εκεί βλέπω έναν από τους ωραιότερους κήπους που έχω δει ποτέ μου. Με το που μπαίνουμε βαρούν τις καμπάνες, όπως θα έπρεπε να έχουν κάνει και σε όλα τα προηγούμενα για να τιμήσουν τον επίσκοπό μας. Καταστόλιστος ο μικρός περίβολος από λουλούδια, σημαίες, χρώματα και πανέμορφους πετιενούς που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και μας επιτρέπουν να τους χαϊδεύουμε, πουλιά, αναριχώμενα. Πίνουμε έναν αληθινό καφέ μιας και Έλληνας εξυπηρετεί το καφενείο που είναι έξω από τη μονή και επισκεπτόμαστε το μαγαζάκι με τα καλλυντιικά που κατασκευάζουν εταιρείες από τη Νεκρά Θάλασσα και είναι εξαιρετικά και πάμφθηνα.
Θα συνεχίσουμε για το Σαραντάριο όρος στην Ιεριχώ, τον ναό του αγίου Ζακχαίου και την μικρή Γαλιλαία. Αλλά ας μη σας κουράσω άλλο. Η συνέχεια αυτής της ημέρας ας είναι στην επόμενη ανάρτηση, με το καλό.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια